Οι διμερείς σχέσεις ΗΠΑ - Ρωσίας και η αποσύνθεση της διεθνούς τάξης

Η συστηματική επαναξιολόγηση όλων των πτυχών των διμερών σχέσεων ΗΠΑ- Ρωσίας, αποτελεί μια επιτακτική ανάγκη υψίστης σημασίας και ένα κρίσιμο βήμα προς την επίτευξη διεθνούς σταθερότητας, ειρήνης και ευημερίας τόσο σήμερα όσο και για τις επόμενες δεκαετίες

Ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς διπλωμάτες, ο George Kennan, ο οποίος κατέλαβε διπλωματικές θέσεις στη Λισαβόνα και τη Μόσχα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου , έστειλε από τη Μόσχα, τον Φεβρουάριο του 1946 ένα τηλεγράφημα, γνωστό ως "Μακρύ Τηλεγράφημα" (Long Telegram), στο οποίο διατυπώθηκε η πολιτική της ανάσχεσης. Στο Δόγμα της ανάσχεσης της σοβιετικής επιρροής, γνωστό και ως Δόγμα Kennan, γινόταν αναφορά στην πολιτική που επρόκειτο να ακολουθήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες καθ' όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1945-1991).

Οι βασικές συνιστώσες του δόγματος αυτού ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να επιδιώξουν μια "μακροπρόθεσμη, υπομονετική αλλά σταθερή και άγρυπνη ανάσχεση των ρωσικών επεκτατικών τάσεων" με την ελπίδα ότι το καθεστώς θα μαλακώσει ή θα καταρρεύσει. Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε στο Δόγμα Τρούμαν του 1947, το οποίο εγγυήθηκε άμεση οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ελλάδα και την Τουρκία, και στο Δόγμα Αϊζενχάουερ του 1957, το οποίο υποσχέθηκε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στις χώρες της Μέσης Ανατολής που αντιστέκονταν στην κομμουνιστική επιθετικότητα.

Ο Kennan είχε προειδοποιήσει ήδη από την δεκαετία του 1990 για το τι θα συνέβαινε σε περίπτωση επέκτασης του ΝΑΤΟ, καθώς είχε την πολιτική οξυδέρκεια που απαιτείται από τις περιστάσεις σε περιόδους διεθνών κρίσεων (και όχι μόνο) και η οποία εμφανώς λείπει από τις σημερινές πολιτικές ηγεσίες τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη.

Απόσπασμα από άρθρο του George F. Kennan, "A Fateful Error" (Ένα μοιραίο λάθος), στους New York Times, (05 Φεβρουαρίου 1997)

"Γιατί, με όλες τις ελπιδοφόρες δυνατότητες που γέννησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι σχέσεις Ανατολής-Δύσης θα πρέπει να επικεντρωθούν στο ερώτημα ποιος θα συμμαχήσει με ποιον και, κατ' επέκταση, εναντίον ποίου σε κάποια φανταστική, εντελώς απρόβλεπτη και πολύ απίθανη μελλοντική στρατιωτική σύγκρουση;"

Για να θέσουμε το ζήτημα ευθαρσώς... η επέκταση του ΝΑΤΟ θα ήταν το πιο μοιραίο λάθος της αμερικανικής πολιτικής σε ολόκληρη τη μεταψυχροπολεμική εποχή. Μια τέτοια απόφαση αναμένεται πιθανότατα να φουντώσει τις εθνικιστικές, αντιδυτικές και μιλιταριστικές τάσεις της ρωσικής κοινής γνώμης, να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της ρωσικής δημοκρατίας, να επαναφέρει την ατμόσφαιρα του ψυχρού πολέμου στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης και να ωθήσει τη ρωσική εξωτερική πολιτική προς κατευθύνσεις που δεν μας αρέσουν καθόλου ... "

Οι ιστορικές αναλογίες μέσα στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας και το Ουκρανικό ζήτημα

Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι το προαναφερθέν Δόγμα της ανάσχεσης, δεν έχει θέση σε ένα μετα-σοβιετικό περιβάλλον. Θα ήταν χρήσιμο να αναρωτηθεί κανείς, τί θα έπρατταν οι ΗΠΑ σε περίπτωση που μια φιλορωσική κυβέρνηση αναλάμβανε την εξουσία στο Μεξικό, ή στην περίπτωση εγκατάστασης εχθρικών πυραύλων σε ένα νησί όπως η Κούβα (η οποία βρίσκεται μόλις 90 ν.μ. μακριά απο τις ακτές της Φλόριντα). Η ιστορία έχει δώσει ήδη τις απαντήσεις σε αυτά τα ενδεχόμενα. Η μεν πρώτη περίπτωση δεν έχει καν αναδειχθεί πρακτικά, ελέω του Δόγματος Μονρόε (1823) το οποίο προέβλεπε ότι οιεσδήποτε προσπάθειες των ευρωπαϊκών εθνών να αναμειχθούν στα πολιτικά πράγματα των κρατών της Βόρειας ή Νότιας Αμερικής θα μπορούσε να θεωρηθεί επιθετική ενέργεια, που απαιτεί παρέμβαση των ΗΠΑ. Στην δεύτερη περίπτωση είναι γνωστή η κρίση των πυραύλων της Κούβας τον Οκτώμβριο του 1962 και o επιγενόμενος ναυτικός αποκλεισμός του νησιού από την πλευρά των ΗΠΑ, μια κρίση διάρκειας 13 ημερών, κατά την οποία ο πλανήτης ήλθε περισσότερο από ποτέ κοντά, στην πιθανότητα ενός πυρηνικού ολέθρου.

Η Ρωσία, εν μέρει δικαιολογημένα, δυσανασχετεί σε αυτό που θεωρεί ως προσπάθεια περικυκλώσεώς της, ένα επιχείρημα που δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς εύκολα, αν αναλογιστεί ότι την τελευταία δεκαετία, χώρες οι οποίες ανήκαν στην σοβιετική σφαίρα επιρροής για δεκαετίες όπως η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία, έχουν γίνει μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι Ρώσοι στο διάστημα των δύο σχεδόν αιώνων μέσα στο οποίο μετατράπηκαν ουσιαστικά σε αυτοκρατορία (1721-1917), είχαν ως μόνιμο χαρακτηριστικό της εξωτερικής πολιτικής τους, την εδαφική επέκταση χάριν της επέκτασης, κατακτώντας και "αφομοιώνοντας" συνεχώς, νέες και ανυπότακτες πληθυσμιακές οντότητες και γεωγραφικές περιοχές που είχαν ελάχιστη έως καθόλου σχέση με το ρωσικό μητροπολιτικό κέντρο. Το έκαναν γιατί το θεωρούσαν παράγοντα ασφάλειας, αν και όπως αποδείχθηκε εν τέλει ήταν ένα μόνιμο στοιχείο αποσταθεροποίησης. Αυτή η υπερεπέκταση σταματούσε μόνο μέσα απο αντι-ρωσικούς συνασπισμούς όπως στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), και αυτό πάντα με μια μορφή μόνιμης δυσθυμίας απο την πλευρά των Ρώσων, κάτι που είναι εμφανές ακόμα και σήμερα. Το γεγονός ότι τα ενεργειακά αποθέματα της Ρωσίας είναι από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως (η Ρωσία κατέχει την δεύτερη θέση παγκοσμίως ως προς την παραγωγή φυσικού αερίου μετά τις ΗΠΑ, ενώ όσον αφορά το πετρέλαιο, είναι η τρίτη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα, μετά τις ΗΠΑ και την Σαουδική Αραβία) της επιτρέπει να καθορίζει τις γεωπολιτικές εξελίξεις.

Τον Δεκέμβριο του 2021, αρκετές εβδομάδες πριν από την έναρξη της σύγκρουσης στην Ουκρανία, η Ρωσία υπέβαλε στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έναν κατάλογο προτάσεων ασφαλείας για την αποκλιμάκωση των εντάσεων στην Ευρώπη. Τα αιτήματα περιελάμβαναν την απαγόρευση εισόδου της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και τον περιορισμό της ανάπτυξης στρατευμάτων και όπλων στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, επιστρέφοντας στην ουσία τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ εκεί όπου βρίσκονταν το 1997, πριν από την επέκταση προς ανατολάς. Το άνοιγμα αυτό, ωστόσο, απορρίφθηκε από τη Δύση.

Η Ρωσία ξεκίνησε τη στρατιωτική της επιχείρηση στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 για την προστασία του ρωσόφωνου πληθυσμού των δύο δημοκρατιών του Ντονμπάς. Τα πρώην ουκρανικά εδάφη κήρυξαν την ανεξαρτησία τους από το Κίεβο μετά το πραξικόπημα του Μαϊντάν το 2014, οδηγώντας σε πολυετείς συγκρούσεις.
Η Μόσχα έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι είναι έτοιμη να συνομιλήσει με το Κίεβο εφόσον ληφθεί υπόψη η κατάσταση επί του εδάφους. Το φθινόπωρο του 2022, οι δύο δημοκρατίες Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, μαζί με δύο άλλα πρώην ουκρανικά εδάφη, (Χερσώνα και Ζαπορίζια) , εντάχθηκαν επίσημα στη Ρωσία μετά από μια σειρά δημοψηφισμάτων.
Το Κίεβο έχει αποκλείσει πολλές φορές οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τη Μόσχα.

Ο ουκρανός πρόεδρος Βλαντίμιρ Ζελένσκι υπέγραψε διάταγμα το περασμένο φθινόπωρο, με το οποίο απαγόρευσε οποιαδήποτε συνομιλία με την τρέχουσα ηγεσία του Κρεμλίνου. Προέβαλε επίσης το δικό του ειρηνευτικό σχέδιο, απαιτώντας να αποσυρθούν όλα τα ρωσικά στρατεύματα από όλα τα εδάφη εντός των συνόρων της Ουκρανίας του 1991, προτού ξεκινήσουν οποιεσδήποτε συνομιλίες. Η Μόσχα απέρριψε την ιδέα, χαρακτηρίζοντάς την αποκομμένη από την πραγματικότητα.

Σε προόσφατη συνέντευξη (24 Νοεμβρίου 2023), ο κορυφαίος ουκρανός πολιτικός και προεδρικός σύμβουλος Νταβίντ Αρακάμια πρόσθεσε μια ακόμα (έβδομη κατά σειρά) επιβεβαίωση, ότι τον Μάρτιο του 2022 συμφωνήθηκε επί της αρχής μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, η οποία αργότερα τορπιλίστηκε από τον (εγκάθετο) πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπόρις Τζόνσον.

Ο Αρακάμια, ο κοινοβουλευτικός ηγέτης του ''υπηρέτη του λαού'' (του κόμματος Ζελένσκι) επιβεβαίωσε στις 24 Νοεμβρίου σε συνέντευξή του, ότι οι διαπραγματεύσεις με διεθνή διαμεσολάβηση στην Κωνσταντινούπολη είχαν καταλήξει σε συμφωνία για τον τερματισμό των εχθροπραξιών στην Ουκρανία.

"Οι Ρώσοι ήταν έτοιμοι να τερματίσουν τον πόλεμο αν αποδεχόμασταν την ουδετερότητα όπως έκανε κάποτε η Φινλανδία. Και θα δεσμευόμασταν ότι δεν θα εντασσόμασταν στο ΝΑΤΟ. Όταν επιστρέψαμε από την Κωνσταντινούπολη, ο Μπόρις Τζόνσον ήρθε στο Κίεβο και κατέστησε σαφές ότι δεν θα υπογράψουμε τίποτα απολύτως μαζί τους και θα πάμε απλά στον πόλεμο", είπε ο Arakhamia.

Τα σχόλια του Arakhamia επιβεβαιώνουν τα σχόλια του πρώην καγκελάριου της Γερμανίας Gerhard Schroeder, ο οποίος ήταν επίσης στην Κωνσταντινούπολη, και ο οποίος επίσης επιβεβαίωσε ότι μια ειρηνευτική συμφωνία Ρωσίας-Ουκρανίας σχεδόν επιτεύχθηκε την άνοιξη του 2022, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του στην Berliner Zeitung στις 21 Οκτωβρίου.

Σύμφωνα με τον Σρέντερ, η συμφωνία θα περιελάμβανε τα εξής κύρια σημεία

- Η Ουκρανία θα εγκατέλειπε τις νατοϊκές της φιλοδοξίες,
- Οι απαγορεύσεις της ρωσικής γλώσσας στην Ουκρανία θα καταργούνταν,
- Το Ντονμπάς θα παρέμενε στην Ουκρανία, αλλά ως αυτόνομη περιοχή (Σρέντερ: "Όπως το Νότιο Τιρόλο"),
- Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών συν τη Γερμανία θα έπρεπε να προσφέρουν και να επιβλέπουν τις συμφωνίες ασφαλείας
- Το πρόβλημα της Κριμαίας θα αντιμετωπιστεί.

Στο πλαίσιο των προηγούμενων δοκιμαστικών ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων νωρίτερα τον Μάρτιο που είχαν ξεκινήσει στη λευκορωσική πόλη Μπρεστ και αποτελούσαν τον προάγγελο της συνάντησης της Κωνσταντινούπολης, το Κίεβο είχε ήδη προτείνει ότι θα εγκατέλειπε τις φιλοδοξίες του για το ΝΑΤΟ και θα επέστρεφε στη στάση της ουδετερότητας που κατοχυρωνόταν στο Ουκρανικό Σύνταγμα μέχρι την στιγμή που το άλλαξε ο πρώην πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο για να καταστήσει την ένταξη στο ΝΑΤΟ, εθνική φιλοδοξία.

Ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο John J. Mearsheimer και ενός από τους πιο σημαίνοντες Αμερικανούς ακαδημαϊκούς, είχε αναφέρει σε άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs (Αύγουστος 2014) με τίτλο Why the Ukraine Crisis Is the West’s Fault: The Liberal Delusions That Provoked Putin)

(Γιατί η κρίση στην Ουκρανία είναι λάθος της Δύσης : Οι φιλελεύθερες αυταπάτες που προκάλεσαν τον Πούτιν) τα εξής :

“Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη στη Δύση, η κρίση στην Ουκρανία μπορεί να αποδοθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στη ρωσική επιθετικότητα. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, λέει το επιχείρημα, προσάρτησε την Κριμαία από μια μακροχρόνια επιθυμία να αναστήσει τη σοβιετική αυτοκρατορία και μπορεί τελικά να καταλάβει την υπόλοιπη Ουκρανία, καθώς και άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Κατά την άποψη αυτή, η απομάκρυνση του Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς τον Φεβρουάριο του 2014 αποτέλεσε απλώς την αφορμή για την απόφαση του Πούτιν να διατάξει τις ρωσικές δυνάμεις να καταλάβουν μέρος της Ουκρανίας. Όμως αυτή η θεώρηση είναι λανθασμένη: οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους μοιράζονται το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την κρίση. Η ρίζα του προβλήματος είναι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, το κεντρικό στοιχείο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την απομάκρυνση της Ουκρανίας από την τροχιά της Ρωσίας και την ενσωμάτωσή της στη Δύση.

Ταυτόχρονα, η επέκταση της ΕΕ προς ανατολάς και η υποστήριξη της Δύσης προς το φιλοδημοκρατικό κίνημα στην Ουκρανία - αρχής γενομένης από την Πορτοκαλί Επανάσταση το 2004 - ήταν επίσης κρίσιμα στοιχεία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι Ρώσοι ηγέτες αντιτάχθηκαν σθεναρά στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τα τελευταία χρόνια κατέστησαν σαφές ότι δεν θα έμεναν αμέτοχοι όταν ο στρατηγικής σημασίας γείτονάς τους μετατρεπόταν σε δυτικό προπύργιο. Για τον Πούτιν, η παράνομη ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου και φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας -την οποία δικαίως χαρακτήρισε "πραξικόπημα"- ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Απάντησε με την κατάληψη της Κριμαίας, μιας χερσονήσου που φοβόταν ότι θα φιλοξενούσε μια ναυτική βάση του ΝΑΤΟ, και εργάστηκε για την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας μέχρι να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να ενταχθεί στη Δύση.

Η αντίδραση του Πούτιν δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Εξάλλου, η Δύση είχε εισέλθει στην πίσω αυλή της Ρωσίας και απειλούσε τα βασικά στρατηγικά της συμφέροντα, κάτι που ο Πούτιν τόνισε εμφατικά και επανειλημμένα. Η κρίση εκεί δείχνει ότι η realpolitik παραμένει σχετική - και τα κράτη που την αγνοούν το κάνουν με δική τους ευθύνη. Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες έκαναν αδέξια απόπειρα να μετατρέψουν την Ουκρανία σε ένα δυτικό προπύργιο στα σύνορα της Ρωσίας.”

Η πυρηνική μεταβλητή και η αποδόμηση των συνθηκών ασφαλείας του Ψυχρού Πολέμου

Η Ρωσία κατέχει τα περισσότερα επιβεβαιωμένα πυρηνικά όπλα παγκοσμίως, με 5.997 πυρηνικές κεφαλές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν με 5.428 πυρηνικά όπλα, τα οποία φιλοξενούνται στις ΗΠΑ και σε 5 άλλα κράτη: Τουρκία, Ιταλία, Βέλγιο, Γερμανία και Ολλανδία. Το σύνολο των πυρηνικών κεφαλών που κατέχουν μόνο αυτές οι 2 χώρες αντιστοιχεί στο 90% των πυρηνικών όπλων στον κόσμο. ΄Οσοι δεν καταλαβαίνουν ότι μια πυρηνική υπερδύναμη όπως η Ρωσία, δεν μπορεί πρακτικά να ηττηθεί στο πεδίο της μάχης, πολλώ δε μάλλον όταν εκλαμβάνει μια απειλή ως υπαρξιακή, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας, παίζουν με την φωτιά. Το στρατηγικό πυρηνικό δόγμα της Ρωσίας αναφέρει ξεκάθαρα ότι αν απειληθεί η εδαφική ακεραιότητα, η ανεξαρτησία και η ίδια η ύπαρξη της Ρωσικής ομοσπονδίας, τότε θα χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα. Κάτι το οποίο ανέφερε και ο Sergey Karaganov πρόσφατα σε άρθρο του ( Ρώσος πολιτικός επιστήμονας και ακαδημαϊκός, πρώην σύμβουλος των προέδρων Γιέλτσιν και Πούτιν και με μεγάλη επιρροή στους κύκλους εξουσίας της Ρωσικής πολιτικής ελίτ).

H πρόσφατη αναστολή τον Φεβρουάριο του 2023 της συμμετοχής της Ρωσίας στην νέα πυρηνική συνθήκη START (συμφωνία της εποχής Obama - Medvedev) αποτυπώνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο, τους κινδύνους που ελλοχεύουν καθώς η προαναφερθείσα συνθήκη, ήταν η τελευταία σημαντική, διμερής συμφωνία ασφαλείας που απέμενε μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον.

Η νέα συνθήκη START, η οποία είχε προηγουμένως παραταθεί για πέντε χρόνια (το 2021), είναι η τελευταία μιας σειράς συμφωνιών που ξεκίνησαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η τελική φάση του Ψυχρού Πολέμου ήταν γενικά μια περίοδος μέγιστης αντιπαράθεσης και τα έγγραφα για την πυραυλική άμυνα και τον περιορισμό και τη μείωση των στρατηγικών όπλων παρείχαν ένα πλαίσιο αμοιβαίας αποτροπής μεταξύ των πυρηνικών υπερδυνάμεων. Η αντιπαράθεση κηρύχθηκε επισήμως λήξασα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν άλλαξαν οι πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον.

Ταυτόχρονα, το στρατηγικό στοιχείο διατηρείτο ακέραιο και η ύπαρξη μειωμένων, αν και πολύ σημαντικών, πυρηνικών δυνατοτήτων παρέμεινε η βάση για την οικοδόμηση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας. Ήταν προφανές εναντίον ποίου αναπτύσσονταν αυτά τα οπλοστάσια - δεν υπήρχαν άλλοι στόχοι.

Από τη στιγμή που οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από τη Συνθήκη για την Αντιβαλλιστική Πυραυλική Προστασία το 2002 (Anti-Ballistic Missile Treaty ή ABM), η πορεία για τη διάλυση του συστήματος ασφαλείας του Ψυχρού Πολέμου ήταν γενικά προκαθορισμένη.
Όταν συντάχθηκε η Νέα Συνθήκη START σε μια σύντομη στιγμή "επανεκκίνησης", πολλοί σχολιαστές σημείωσαν ότι ήταν πιθανό να είναι η τελευταία του είδους της. Όχι τόσο λόγω της μεταβαλλόμενης φύσης των επαφών μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ, αλλά επειδή το μοντέλο των διμερών συμφωνιών ήταν ακατάλληλο για την ταχέως εξελισσόμενη παγκόσμια πραγματικότητα.

Σε κάθε περίπτωση, ο τομέας της στρατηγικής σταθερότητας θεωρήθηκε ως η τελευταία ευκαιρία για τη διατήρηση μιας σχετικής κανονικότητας στις διμερείς σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, όντας οι κύριοι υπεύθυνοι για την αποφυγή του πυρηνικού Αρμαγεδδώνα. Ενώ όλα τα άλλα κατέρρεαν, τουλάχιστον στο πυρηνικό πεδίο υπήρχε μια αμοιβαία κατανόηση των εν δυνάμει κινδύνων.

Κάποια στιγμή, ωστόσο, αυτό κατέστη μάλλον απατηλό και με το ξέσπασμα μιας ανοιχτής στρατιωτικής αντιπαράθεσης το 2022, η διατήρηση της προηγούμενης προσέγγισης αποδείχθηκε εντελώς αδύνατη.

Οι βάσεις βελτίωσης των σχέσεων Ρωσίας και ΗΠΑ και η διέξοδος από ένα προοδευτικά επικίνδυνο τέλμα

Το πρώτο βήμα προς την αξιολόγηση των σημερινών διμερών σχέσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ευρέως διαδεδομένη αφήγηση. Η αφήγηση είναι το πρωταρχικό πρόβλημα. Η αφήγηση δεν ξεκινάει πραγματικά με τον Πούτιν και την άνοδό του στην προεδρία της Ρωσίας. Ξεκινά μετά την λήξη της προεδρικής θητείας του George Herbert Walker Bush το 1993, όταν η κυβέρνηση Clinton (1993- 2001), αποφάσισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο, καίτοι πολλοί αξιωματούχοι που συμμετείχαν σε αυτή τη διαδικασία, επισημαίνουν ότι ο Ronald Reagan και ο Mikhail Gorbachev, για παράδειγμα, ανακοίνωσαν ότι ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει το 1989, δύο χρόνια πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η κυβέρνηση Bill Clinton υιοθέτησε αυτή τη θριαμβολογική αφήγηση και μέρος του αποτελέσματος, ήταν η απερίσκεπτη απόφαση να επεκταθεί το ΝΑΤΟ προς τα σύνορα της Ρωσίας και αυτή η επέκταση συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Έχουν υπάρξει έξι διαδοχικά κύματα επέκτασης του ΝΑΤΟ από το 1999 μέχρι σήμερα. Το 1999: Τρία πρώην κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας - η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία και η Πολωνία - εντάσσονται στο ΝΑΤΟ. Το 2004 λαμβάνει χώρα η μεγαλύτερη επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι σήμερα, καθώς επτά χώρες γίνονται μέλη: Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία. Το 2008 επίσης, οι χώρες - μέλη του ΝΑΤΟ καλωσορίζουν τις φιλοδοξίες της Ουκρανίας και της Γεωργίας να ενταχθούν στη συμμαχία, εξοργίζοντας τη Ρωσία. Το 2009 η Κροατία και η Αλβανία γίνονται μέλη του ΝΑΤΟ. Το 2017 το Μαυροβούνιο προσχωρεί στο ΝΑΤΟ. Το 2020, τα Σκόπια γίνονται το 30ό μέλος του ΝΑΤΟ και το 2023 η Φινλανδία εντάσσεται στο ΝΑΤΟ.

Πώς μπορούμε λοιπόν να αναθεωρήσουμε ένα αφήγημα ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου όλα τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικά μέσα, συλλήβδην υποστηρίζουν ότι η Ρωσία του Πούτιν έχει προκαλέσει όλα τα προβλήματα που έχουν σήμερα οι ΗΠΑ και συνεχίζουν να τον δαιμονοποιούν με λέξεις που (εκτός από τον Στάλιν) δεν είχαν υποστεί ούτε οι σοβιετικοί ηγέτες;

Για να αλλάξει το αφήγημα θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ρωσία και ο Πούτιν δεν είναι αποκλειστικά και κυρίως υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάσταση των αμερικανορωσικών σχέσεων. Εάν υπήρχε συμφωνία ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία είναι εξίσου υπεύθυνες για την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων μεταξύ τους, αυτό θα ήταν η αρχή του διαλόγου. Είναι γνωστό ότι κάθε διαπραγμάτευση ξεκινά με μαξιμαλιστικές θέσεις και στη συνέχεια σταδιακά οι διαφορές αρχίζουν να συγκλίνουν μέσα από μια διαδικασία βήμα προς βήμα με έμφαση στα κοινά συμφέροντα και κίνητρα.
Όσο, όμως, η Ρωσία κατηγορείται για τα πάντα, από την Ουκρανία μέχρι τους πρόσφυγες στην Ευρώπη, μέχρι τη Συρία, η ίδια η βάση του διαλόγου είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Είναι θεμελιωδώς ανακριβές να κατηγορούμε τον Πούτιν για την "καταστροφή της μεταψυχροπολεμικής τάξης ασφαλείας" στην Ευρώπη, όπως επισημαίνουν πολλοί.
Η Ρωσία αποκλείστηκε από αυτή την τάξη. Η Ρωσία είχε αντισταθεί σε αυτό από την αρχή και ιδιαίτερα , όταν μετά τον Γέλτσιν, ανέπτυξε την ικανότητα να το κάνει.

Σε όσους διατυπώνουν το αξίωμα ότι η Ρωσία θέλει να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της, ότι αυτό είναι πολιτική ισχύος του 19ου αιώνα και δεν μπορούμε να το δεχθούμε, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επέκτειναν τη σφαίρα επιρροής τους από το Δυτικό Βερολίνο μέχρι τη Βαλτική. Η Ρωσία δεν θέλει πραγματικά μια σφαίρα επιρροής. Αυτό που θέλει είναι μια ζώνη ασφαλείας στα σύνορά της, η οποία πρακτικά μεταφράζεται σε "όχι ξένες στρατιωτικές βάσεις", όχι ΝΑΤΟ στα σύνορά της. Αυτός είναι ένας συνολικός στρατηγικός στόχος και δεν πρέπει απλώς να τον αγνοήσουμε.

Αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν οι ΗΠΑ αντ' αυτού, θα ήταν να συνδέσουν την κατανόηση των ρωσικών ανησυχιών για την ασφάλεια με άλλα θέματα πολιτικής που είναι πιο σημαντικά για τους Αμερικανούς, σε αμοιβαία βάση (επί παραδείγματι σε άσκηση επιρροής της Ρωσίας προς το Ιράν τόσο για το πυρηνικό του πρόγραμμα, όσο και για την πληθώρα εξτρεμιστικών οργανώσεων που χρηματοδοτεί, συντονίζει και εξοπλίζει το Ισλαμικό φονταμενταλιστικό καθεστώς της Τεχεράνης)

Ποιές είναι οι εξτρεμιστικές οργανώσεις που δρουν ως πληρεξούσιες της Τεχεράνης

- Στον Λίβανο

Η Χεζμπολάχ διαθέτει τόσο ένα πολιτικό κόμμα όσο και μια στρατιωτική δύναμη που έχει, επί τρεις δεκαετίες, οικοδομήσει μια σχέση με το Ιράν που βασίζεται στην εμπιστοσύνη και το αμοιβαίο συμφέρον. Η εκστρατεία επιθέσεων, βομβιστικών επιθέσεων, αεροπειρατειών και άμεσων στρατιωτικών αντιπαραθέσεων με το Ισραήλ κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 εξυπηρέτησε τους στρατηγικούς στόχους της Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή, χωρίς άμεσες στρατιωτικές αντιπαραθέσεις με το Ισραήλ.

- Στην Υεμένη

Με μικρό κόστος για το ίδιο, το Ιράν παρέχει όπλα στις σιιτικές δυνάμεις των ανταρτών Χούτι, γνωστές ως «Ανσάρ Αλλάχ» οι οποίες έχουν επιτεθεί εναντίον της Σαουδικής Αραβίας
κατ' επανάληψη (και σε μικρότερο βαθμό κατά των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων).

- Στη Συρία

Ο πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ, οφείλει την επιβίωσή του εκτός από την Ρωσία και στο Ιράν, καθώς η Τεχεράνη προμήθευσε τις χερσαίες δυνάμεις - έως και 80.000 άνδρες, πολλοί από τη Χεζμπολάχ - που σε συνδυασμό με τη ρωσική αεροπορία κατέστειλαν την εξέγερση. Μελέτη του Κέντρου Joosor έδειξε ότι το Ιράν διέθετε 98 στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην ανατολική Συρία

- Στο Ιράκ

Το ισχυρό, υποστηριζόμενο από το Ιράν, σιιτικό παραστρατιωτικό Κίνημα Nujaba Movement ανήκει επίσης σε αυτόν τον ιρανικό εξτρεμιστικό άξονα.

Πώς προχωράμε μπροστά

Αυτό που θα πρέπει κάθε εμπλεκόμενο μέρος να κατανοήσει σε αυτό το πλαίσιο, είναι ότι δεν υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος θεώρησης της Ρωσίας και ότι η πολιτική δυναμική στο εσωτερικό της Ρωσίας κάθε άλλο παρά μονολιθική είναι (αν και φαίνεται να είναι). Στη Ρωσία υπάρχουν πολλές πολιτικές ελίτ με διαφορετικές απόψεις.

Θα πρέπει να τονίσουμε, ότι στην Ρωσική πολιτική δομή και παρά το γεγονός ότι αυτή είναι πυραμιδικά διαμορφωμένη, ο πρόεδρος Putin, δεν είναι μόνος του στη λήψη αποφάσεων όπως πολλοί νομίζουν. Αυτός έχει τον τελικό λόγο. Υπάρχει όμως και ένα συστημικά διαμορφωμένο πλέγμα εξουσίας της Ρωσικής ελίτ που ονομάζεται siloviki στα Ρωσικά και απαρτίζεται από την ιεραρχία των Ρωσικών υπουργείων και των υπηρεσιών ασφαλείας της Ρωσίας όπως της FSB (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας), GRU (Κύρια Διεύθυνση του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας) , SVR (Υπηρεσία Πληροφοριών Εξωτερικού- με κύριες δραστηριότητες αυτές των πληροφοριών και της κατασκοπείας και της FSΟ (Ομοσπονδιακή Φρουρά της Ρωσίας).

Θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε εδώ, ότι μια πτέρυγα της ρωσικής πολιτικής διανόησης με σημαντική επιρροή στην πολιτική ζωή της Ρωσίας, δεν ήθελε αυτή τη "δυτικοποίηση" της Ρωσίας, δεν ήθελε αυτό που ονομάζουμε καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς, δεν ήθελε τη δημοκρατία. Ήθελαν μια μετασοβιετική αναβίωση μιας παλαιότερης ρωσικής παράδοσης. Μπορούμε να την ονομάσουμε ευρασιατική ή σλαβόφιλη. Σε όρους πολιτικής, πίστευαν ότι η ενσωμάτωση της Ρωσίας στην παγκοσμιοποίηση και τη ρωσική ασφάλεια θα οδηγούσε ακριβώς εκεί που έχει οδηγήσει σήμερα, δηλαδή στις διάφορες κυρώσεις που η Δύση θα επέβαλε τελικά στη Ρωσία. Αυτή η συζήτηση στη Ρωσία διεξάγεται από τον 18ο αιώνα και αναζωπυρώθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη ήταν ότι οι δυτικές πολιτικές, ενίσχυσαν σημαντικά τις αντιδυτικές ελίτ και τα λόμπι στο ρωσικό πολιτικό σύστημα.

Ακόμη και ο πρόεδρος Πούτιν έχει να αντιμετωπίσει ανθρώπους που έχουν -από τότε που βρίσκεται στην εξουσία- πολύ διαφορετικές απόψεις για το τι πρέπει να κάνει η Ρωσία όσον αφορά την ασφάλειά της. Αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν τον Πούτιν όχι ως επιτιθέμενο, αλλά ως έναν ηγέτη που αντιδρά διαρκώς στη δυτική επιθετικότητα και μάλιστα πολύ αργά.
Έτσι, το πραγματικό ερώτημα εδώ θα ήταν "πώς προχωράμε μπροστά";

Για να βασιστούμε σε αυτό, θα πρέπει να επιστρέψουμε στο σημείο απ' όπου ξεκίνησαν όλα αυτά. Περάσαμε 25 χρόνια κατά τα οποία ήμασταν εγκλωβισμένοι σε αυτό που μπορεί να αναφέρεται ως "ψυχρή ειρήνη". Αυτό συνέβη από το 1989 έως το 2014, και το θεμελιώδες ερώτημα ήταν ποιος κέρδισε και ποιος έχασε τον Ψυχρό Πόλεμο. Προφανώς, η Σοβιετική Ένωση έχασε, η χώρα άλλαξε και όλα έπρεπε να ξαναχτιστούν από την αρχή.

Από αυτή την άποψη, το πρωταρχικό στοιχείο από εκείνη τη στιγμή και μετά, ήταν ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κατέληξε σε ένα ασύμμετρο νέο σύστημα. Αυτό που είδαμε κατά τη διάρκεια αυτής της 25ετούς περιόδου είναι ότι η Ρωσία βρέθηκε σε αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο κατά μία έννοια, επειδή δεν υπήρχε στρατηγικός χώρος για τη Ρωσία να αναπτυχθεί. Αντίθετα, υπήρχε αρκετός χώρος για την εξέλιξη ενός συστήματος της Μεγάλης Δύσης, δηλαδή της Δύσης που περιλαμβάνει τους θεσμούς και την ιδεολογία της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας. Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία θεσμών και ιδεών που εντάσσονται σε αυτή την Ευρύτερη Δύση.

Αυτό το διευρυμένο δυτικό σύστημα, αποτελούσε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η Ρωσία απλώς δεν είχε χώρο να αναπτυχθεί (ως ανεξάρτητο μέλος). Ήθελε να ενταχθεί σε αυτό υπό τον Γέλτσιν. O Πούτιν, ειδικότερα, (στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης) ήταν πρόθυμος να προσχωρήσει στο σύστημα, ωστόσο, δεν φαινόταν να υπάρχει χώρος για να ενταχθεί σε ένα σώμα που επεκτεινόταν και περιελάμβανε τη Ρωσία και τους συμμάχους της, με την έννοια ότι δεν μπορούσε να ενταχθεί σε αυτό, ως ισότιμo μέλος.

Η Ρωσία θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτό το σύστημα, αλλά θα είχε ενταχθεί σε αυτό που θα ονομάζαμε παλαιά Δύση. Την παλαιά Δύση του Ψυχρού Πολέμου. Δεν θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτή τη νέα, ευρύτερη Δύση. Στην ουσία, η Ρωσία ήθελε να γίνει δυτική, ήθελε τον καπιταλισμό, ήθελε την δημοκρατία, ήθελε την παγκόσμια ολοκλήρωση. Το πρόβλημα ήταν πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό. Η Ρωσία δεν βρήκε έναν μηχανισμό ή ένα πλαίσιο στο οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συστατικό μέλος μιας Ευρύτερης Δύσης, αντί του οποίου όλοι οι θεσμοί της παλαιάς Δύσης (όπως το ΝΑΤΟ) διατηρούνταν και επεκτείνονταν, εν μέσω της αίσθησης ότι η Δύση ήταν κατά κάποιο τρόπο προνομιούχος σε αυτή τη νέα κοινότητα. Από οικονομική, ιδεολογική και πολιτική έννοια, η Ρωσία βρέθηκε σε αδιέξοδο. Δεδομένου αυτού του πλαισίου, όλες αυτές οι διαδικασίες διογκώθηκαν το 2014 με την κρίση στην Ουκρανία, η οποία ήταν σύμπτωμα και όχι αιτία όλων αυτών των φαινομένων.

Θεωρώ ότι ένας τρόπος για να υπερβούμε αυτά τα φαινόμενα, είναι να επαναπροσδιορίσουμε δύο πράγματα: πρώτον, αυτή την ευρύτερη δυτική εικόνα. Τι είδους κοινότητα θέλει να δημιουργήσει η Δύση με τη Ρωσία; Και δεύτερον, υπάρχει μια ιδιαίτερα ευρωπαϊκή συνιστώσα σε όλα αυτά.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία χρόνια, αντί να συμβάλει μέσω αυτής της ανασυγκρότησης της Δύσης ως μιας ευρύτερης κοινότητας (όπως ήταν η περίπτωση της Ιαπωνίας, για παράδειγμα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο), δεν περιέλαβε τη Ρωσία σε έναν συνεκτικό και ειλικρινή διάλογο. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία δεν κατάφερε να βρει τη φόρμουλα για να ενταχθεί σε αυτό το σύστημα. Αντιθέτως, όλες αυτές οι αλλαγές οδήγησαν σε μια αύξουσα εμμονή των παθογενειών τόσο στο εσωτερικό της Ρωσίας όσο και στη Δύση.

Θα πρέπει επίσης να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η κατάρρευση της παραδοσιακής διπλωματίας και της γλώσσας που χρησιμοποιείται μερικές φορές από τους δυτικούς ηγέτες, έχει αποβεί επιζήμια για την καλύτερη κατανόηση και τον διάλογο μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας.

Ομολογουμένως, βλέπουμε ότι κάθε πλευρά εξωτερικεύει τις αρνητικές προδιαθέσεις της -οι Ρώσοι κατηγορούν τη Δύση και το αντίστροφο σε κάτι που μοιάζει με φαύλο κύκλο. Ο μόνος τρόπος για να βγούμε από αυτόν, είναι να αρχίσουμε να επαναπροσδιορίζουμε ένα πιθανό πολιτικό μέλλον που θα περιλαμβάνει την ατλαντική κοινότητα και ταυτόχρονα να σκεφτούμε τι είδους Παγκόσμια Τάξη θέλουμε, ένα μεγαλύτερο υπερατλαντικό σώμα δηλαδή, από το Βλαδιβοστόκ μέχρι τη Λισαβόνα, τον Ατλαντικό και μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό.

*Κωνσταντίνος Αδαμίδης
B.A. Πολιτική Επιστήμη και Δημόσια Διοίκηση (ΕΚΠΑ)
Master of Science (M.Sc.) Global Studies and International Relations
(Northeastern University, Boston, Massachusetts, USA)
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr