Ενα ακόμη σχέδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
13.08.2020
06:57
Ενα ακόμη σχέδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα πλούσια βιβλιογραφία με τη δημοσιοποίηση του αντίστοιχου της επιτροπής Πισαρρίδη.
Το σχέδιο δεν κομίζει γλαύκα εις Αθήνας, δεδομένου ότι επί της ουσίας επαναλαμβάνει, με σχεδόν ομοιόμορφο τρόπο, ήδη γνωστές αναλύσεις, απόψεις και προτάσεις των διεθνών πολυμερών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) όσο και αντίστοιχων ελληνικών (ΙΟΒΕ, Τράπεζα της Ελλάδος).
Οι απόψεις αυτές διέπονται από την κυρίαρχη λογική της επικρατούσας σήμερα οικονομικής σκέψης και με τον έναν ή άλλον τρόπο ενυπήρχαν στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια στην ελληνική οικονομία από όλες τις κυβερνήσεις που υπηρέτησαν τη χώρα τη συγκεκριμένη περίοδο. Ως εκ τούτου, μετά από δέκα χρόνια εφαρμογής προγραμμάτων, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης, είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τα αποτελέσματά της εμπειρικά και όχι με βάση θεωρητικές υποθέσεις, έτσι ώστε να συναγάγουμε συμπεράσματα για το κατά πόσο η συνέχιση της ίδιας οικονομικής λογικής θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το κείμενο πράγματι αξιολογεί την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος των προγραμμάτων, αναφερόμενο με μελανά χρώματα στο πλήθος των προβλημάτων που τη διέπουν (σελίδες 17-29). Αναφέρει χαρακτηριστικά:
- Αναιμική ανάκαμψη μετά την κρίση, στηριζόμενη κυρίως σε τουρισμό και δευτερευόντως σε εξαγωγές προϊόντων. Σημαντική μείωση του εθνικού πλούτου της χώρας την περίοδο 2009-2017, κατά 36,3% (σε 292 δισ. ευρώ σε τιμές του 2015).
- Υψηλό δημόσιο χρέος. Σε συνέχεια της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά την περίοδο των προγραμμάτων και μέτρων μερικής αναδιάρθρωσης χρέους, το δημόσιο χρέος σταθεροποιήθηκε, με χαμηλό μέσο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης και μεγάλη μέση σταθμική διάρκεια, αν και παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα από 170% του ΑΕΠ. Συνεπώς, η βιωσιμότητά του απαιτεί υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, οι οποίοι και θα διευκολύνουν την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, εάν χρειαστεί. Χαμηλή παραγωγικότητα και αποτελεσματικότητα. Σε σύγκριση με τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ, η απόκλιση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα έχει διευρυνθεί από το 2007.
- Χαμηλή ενσωμάτωση υψηλής τεχνολογίας στα ελληνικά προϊόντα. Μόλις το 14,3% των εργαζομένων στη μεταποίηση στην Ελλάδα απασχολείται σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας έναντι 37,5% στην Ε.Ε.
- Κατακερματισμένη επιχειρηματικότητα χαμηλής παραγωγικότητας.
- Η ελληνική οικονομία δεν είναι όσο θα έπρεπε ανοιχτή. Παρά την αύξηση των εξαγωγών, πρωτίστως υπηρεσιών αλλά και αγαθών, κατά την τελευταία δεκαετία, το επίπεδο του συνολικού εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας, ως ποσοστού του ΑΕΠ, αποκλίνει συστηματικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
- Οι πάγιες εταιρικές επενδύσεις υπολείπονταν του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τη διάρκεια όλης της τελευταίας δεκαετίας. Το κενό παγίων επενδύσεων στην Ελλάδα, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μέσο όρο της Ε.Ε., την περίοδο 2010-2019 κυμάνθηκε κατά μέσο όρο σε περίπου 7% του ετήσιου ΑΕΠ, σωρευτικά περί τα 130 δισ. ευρώ. Το 2019 η Ελλάδα κατατάσσεται ουραγός στην Ε.Ε. σε πάγιες επενδύσεις, με μόλις 11,4% του ΑΕΠ σε σχέση με τον μέσο όρο 21,3% στην Ε.Ε.
- Η εγχώρια αποταμίευση φθίνει κατά τη διάρκεια της κρίσης και ουσιαστικά εκλείπει από το 2013, καθώς τα ελληνικά νοικοκυριά καταγράφουν αρνητική αποταμίευση τα τελευταία χρόνια. Η αρνητική αποταμίευση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πτώση των εισοδημάτων κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς τα νοικοκυριά έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μέρος των αποταμιεύσεών τους για να καλύψουν βασικές καταναλωτικές και δανειακές τους ανάγκες. Το αποταμιευτικό κενό των ελληνικών νοικοκυριών, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μέσο όρο της Ε.Ε. την περίοδο 2010-2018, κυμάνθηκε κατά μέσο όρο σε 11% του ετήσιου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σωρευτικά περί τα 125 δισ. ευρώ. Το 2018 η Ελλάδα κατατάσσεται ουραγός στην Ε.Ε. στην αποταμίευση των νοικοκυριών.
- Χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις. Από το 2009 η Ελλάδα κατέγραφε το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό παραγωγικών επενδύσεων μεταξύ όλων των χωρών-μελών της Ε.Ε., σε επίπεδο μόλις 4,4% του ΑΕΠ, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν κοντά στο 10%.
- Χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας.
- Τα δημοσιονομικά προγράμματα προσαρμογής της περασμένης δεκαετίας στην Ελλάδα έχουν αφήσει βαθιές κοινωνικές πληγές. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας ανήλθε το 2019 σε 18.200 ευρώ σε τιμές του 2010, παραμένοντας κατά 20% χαμηλότερο σε σχέση με το 2007 (22.700 ευρώ). Παράλληλα, η απόσταση σε σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης, από -11,0% και -22,7% σε σύγκριση με την Ε.Ε. (25.500 ευρώ) και την Ευρωζώνη (29.400 ευρώ) το 2007 σε -35,1% (28.000 ευρώ) και -41,9% (31.3000ς ευρώ) αντίστοιχα το 2019. Πλέον η Ελλάδα βρίσκεται στη 17η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες-μέλη της Ε.Ε. με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (από 14η το 2007).
Οι απόψεις αυτές διέπονται από την κυρίαρχη λογική της επικρατούσας σήμερα οικονομικής σκέψης και με τον έναν ή άλλον τρόπο ενυπήρχαν στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια στην ελληνική οικονομία από όλες τις κυβερνήσεις που υπηρέτησαν τη χώρα τη συγκεκριμένη περίοδο. Ως εκ τούτου, μετά από δέκα χρόνια εφαρμογής προγραμμάτων, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης, είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τα αποτελέσματά της εμπειρικά και όχι με βάση θεωρητικές υποθέσεις, έτσι ώστε να συναγάγουμε συμπεράσματα για το κατά πόσο η συνέχιση της ίδιας οικονομικής λογικής θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το κείμενο πράγματι αξιολογεί την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος των προγραμμάτων, αναφερόμενο με μελανά χρώματα στο πλήθος των προβλημάτων που τη διέπουν (σελίδες 17-29). Αναφέρει χαρακτηριστικά:
- Αναιμική ανάκαμψη μετά την κρίση, στηριζόμενη κυρίως σε τουρισμό και δευτερευόντως σε εξαγωγές προϊόντων. Σημαντική μείωση του εθνικού πλούτου της χώρας την περίοδο 2009-2017, κατά 36,3% (σε 292 δισ. ευρώ σε τιμές του 2015).
- Υψηλό δημόσιο χρέος. Σε συνέχεια της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά την περίοδο των προγραμμάτων και μέτρων μερικής αναδιάρθρωσης χρέους, το δημόσιο χρέος σταθεροποιήθηκε, με χαμηλό μέσο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης και μεγάλη μέση σταθμική διάρκεια, αν και παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα από 170% του ΑΕΠ. Συνεπώς, η βιωσιμότητά του απαιτεί υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, οι οποίοι και θα διευκολύνουν την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, εάν χρειαστεί. Χαμηλή παραγωγικότητα και αποτελεσματικότητα. Σε σύγκριση με τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ, η απόκλιση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα έχει διευρυνθεί από το 2007.
- Χαμηλή ενσωμάτωση υψηλής τεχνολογίας στα ελληνικά προϊόντα. Μόλις το 14,3% των εργαζομένων στη μεταποίηση στην Ελλάδα απασχολείται σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας έναντι 37,5% στην Ε.Ε.
- Κατακερματισμένη επιχειρηματικότητα χαμηλής παραγωγικότητας.
- Η ελληνική οικονομία δεν είναι όσο θα έπρεπε ανοιχτή. Παρά την αύξηση των εξαγωγών, πρωτίστως υπηρεσιών αλλά και αγαθών, κατά την τελευταία δεκαετία, το επίπεδο του συνολικού εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας, ως ποσοστού του ΑΕΠ, αποκλίνει συστηματικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
- Οι πάγιες εταιρικές επενδύσεις υπολείπονταν του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τη διάρκεια όλης της τελευταίας δεκαετίας. Το κενό παγίων επενδύσεων στην Ελλάδα, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μέσο όρο της Ε.Ε., την περίοδο 2010-2019 κυμάνθηκε κατά μέσο όρο σε περίπου 7% του ετήσιου ΑΕΠ, σωρευτικά περί τα 130 δισ. ευρώ. Το 2019 η Ελλάδα κατατάσσεται ουραγός στην Ε.Ε. σε πάγιες επενδύσεις, με μόλις 11,4% του ΑΕΠ σε σχέση με τον μέσο όρο 21,3% στην Ε.Ε.
- Η εγχώρια αποταμίευση φθίνει κατά τη διάρκεια της κρίσης και ουσιαστικά εκλείπει από το 2013, καθώς τα ελληνικά νοικοκυριά καταγράφουν αρνητική αποταμίευση τα τελευταία χρόνια. Η αρνητική αποταμίευση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πτώση των εισοδημάτων κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς τα νοικοκυριά έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μέρος των αποταμιεύσεών τους για να καλύψουν βασικές καταναλωτικές και δανειακές τους ανάγκες. Το αποταμιευτικό κενό των ελληνικών νοικοκυριών, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μέσο όρο της Ε.Ε. την περίοδο 2010-2018, κυμάνθηκε κατά μέσο όρο σε 11% του ετήσιου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σωρευτικά περί τα 125 δισ. ευρώ. Το 2018 η Ελλάδα κατατάσσεται ουραγός στην Ε.Ε. στην αποταμίευση των νοικοκυριών.
- Χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις. Από το 2009 η Ελλάδα κατέγραφε το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό παραγωγικών επενδύσεων μεταξύ όλων των χωρών-μελών της Ε.Ε., σε επίπεδο μόλις 4,4% του ΑΕΠ, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν κοντά στο 10%.
- Χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας.
- Τα δημοσιονομικά προγράμματα προσαρμογής της περασμένης δεκαετίας στην Ελλάδα έχουν αφήσει βαθιές κοινωνικές πληγές. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας ανήλθε το 2019 σε 18.200 ευρώ σε τιμές του 2010, παραμένοντας κατά 20% χαμηλότερο σε σχέση με το 2007 (22.700 ευρώ). Παράλληλα, η απόσταση σε σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης, από -11,0% και -22,7% σε σύγκριση με την Ε.Ε. (25.500 ευρώ) και την Ευρωζώνη (29.400 ευρώ) το 2007 σε -35,1% (28.000 ευρώ) και -41,9% (31.3000ς ευρώ) αντίστοιχα το 2019. Πλέον η Ελλάδα βρίσκεται στη 17η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες-μέλη της Ε.Ε. με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (από 14η το 2007).
- Η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή.
- Η υψηλή ανεργία και η δυσμενής πορεία του κατά κεφαλήν εισοδήματος, αλλά και η αναποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικών παροχών στην εξομάλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων αντανακλώνται σε αυξημένο ποσοστό ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2018, το 31,8% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, από 36,0% το 2014 και 28,1% το 2008. Με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ε.Ε., καλύτερα μόνο σε σύγκριση με τη Ρουμανία (32,5%) και τη Βουλγαρία (32,8%).
Ολες αυτές είναι διαπιστώσεις του σχεδίου της επιτροπής Πισαρρίδη. Για το πώς όμως μετά από δέκα έτη προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης διαπιστώνονται αυτά τα αποτελέσματα δεν υπάρχει ούτε λέξη στο κείμενο. Λες και η οικονομική πολιτική ασκείται από τον ουρανό και δεν είναι έργο ανθρώπων που ακολουθούν συγκεκριμένες θεωρίες και αντιλήψεις. Η απλή καταγραφή των προβλημάτων που έχουν προκύψει, μετά την εφαρμογή ενός προγράμματος χωρίς αξιολόγηση των θεωρητικών αντιλήψεων που το διέπουν, θεωρώ ότι αποτελεί τουλάχιστον είδος σκληρού δογματισμού.
- Η υψηλή ανεργία και η δυσμενής πορεία του κατά κεφαλήν εισοδήματος, αλλά και η αναποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικών παροχών στην εξομάλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων αντανακλώνται σε αυξημένο ποσοστό ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2018, το 31,8% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, από 36,0% το 2014 και 28,1% το 2008. Με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ε.Ε., καλύτερα μόνο σε σύγκριση με τη Ρουμανία (32,5%) και τη Βουλγαρία (32,8%).
Ολες αυτές είναι διαπιστώσεις του σχεδίου της επιτροπής Πισαρρίδη. Για το πώς όμως μετά από δέκα έτη προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης διαπιστώνονται αυτά τα αποτελέσματα δεν υπάρχει ούτε λέξη στο κείμενο. Λες και η οικονομική πολιτική ασκείται από τον ουρανό και δεν είναι έργο ανθρώπων που ακολουθούν συγκεκριμένες θεωρίες και αντιλήψεις. Η απλή καταγραφή των προβλημάτων που έχουν προκύψει, μετά την εφαρμογή ενός προγράμματος χωρίς αξιολόγηση των θεωρητικών αντιλήψεων που το διέπουν, θεωρώ ότι αποτελεί τουλάχιστον είδος σκληρού δογματισμού.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr