Νέα μέρα στα ελληνοτουρκικά: Μακριά από τους ερασιτεχνισμούς της Αριστεράς, μακριά από την υποχωρητικότητα της περιόδου Σημίτη!
18.04.2021
15:23
Την περασμένη Πέμπτη το βράδυ, οι περισσότεροι Έλληνες αισθανθήκαμε υπερήφανοι βλέποντας το Νίκο Δένδια στην Άγκυρα να απαντά στον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών όπως έπρεπε.
Το προηγούμενο διάστημα η Τουρκία είχε καταφέρει σε ένα βαθμό να ανοίξει μονομερώς και ατύπως τη βεντάλια των υπό συζήτηση ζητημάτων: αν και οι διερευνητικές επαφές αντικείμενο είχαν το ένα και μοναδικό θέμα προς συζήτηση, ήτοι την οριοθέτηση της ΑΟΖ, η επικαιρότητα κατακλύζονταν από τουρκικές θέσεις επί όλων των ζητημάτων που περιέχει η αναθεωρητική ατζέντα της γείτονος.
Τα μηνύματα που εξέπεμπε η Άγκυρα πριν την επίσκεψη Δένδια, προϊδέαζαν για το ποια θα ήταν η τουρκική στάση στις συναντήσεις της 15ης Απριλίου. Ακόμη και την παραμονή, ο Ταγίπ Ερντογάν, διεκήρυττε ότι η Τουρκία προτίθεται να διενεργήσει έρευνες για υδρογονάνθρακες στη θαλάσσια περιοχή του παρανόμου συμφώνου Τουρκίας – Λιβύης, και ότι τα πλοία της Τουρκίας είναι έτοιμα να πλεύσουν προς την Κύπρο «αν χρειασθεί»!
Φάνηκε έτσι και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή πώς αντιλαμβάνεται η Τουρκία το «διάλογο», είτε πρόκειται για τις τεχνικού χαρακτήρα διερευνητικές επαφές, είτε για πολιτικού χαρακτήρα συναντήσεις: ως μια ευκαιρία να επαναλάβει τις επιθετικές και αποσταθεροποιητικές θέσεις της, καλλιεργώντας ταυτόχρονα στη διεθνή κοινότητα την (ψευδή) εντύπωση ότι συζητά όπως κάνουν οι χώρες που σέβονται το διεθνές δίκαιο.
Η άμεση και σθεναρή αντίδραση του Έλληνα ΥΠΕΞ κατά την κοινή συνέντευξη τύπου οδήγησε σε αποτυχία το σχεδιασμό της Άγκυρας σε αυτή τη φάση.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, δείχνουν και τα όρια του όποιου διαλόγου με την Τουρκία υπό τις παρούσες συνθήκες, και τις περιορισμένες προσδοκίες που μπορεί να έχει κανείς από αυτόν. Μόνο ουσιώδης αλλαγή της στάσης της Τουρκίας, και μάλιστα με διάρκεια, θα δικαιολογούσε κατά τη γνώμη μου περαιτέρω βήματα από τη δική μας πλευρά σε διμερές επίπεδο.
Οι προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, ο αποσταθεροποιητικός της ρόλος και η συνάφειά της με το ριζοσπαστικό Ισλάμ, αρχίζουν να γίνονται όλο και περισσότερο αντιληπτές στη Δύση. Σε επίπεδο συμβολισμών και εντυπώσεων, το sofagate με την όρθια και αμήχανη Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν λειτούργησε κατά κάποιο τρόπο αφυπνιστικά για μέρος της δυτικής κοινής γνώμης. Η εξωτερική πολιτική ασκείται βέβαια στη βάση αντικειμενικών συμφερόντων και δεδομένων. Όμως οι συμβολισμοί επηρεάζουν την κοινή γνώμη, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει σε βάθος χρόνου την ασκούμενη πολιτική. Την ίδια στιγμή, η ραγδαία επιδεινούμενη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας υποσκάπτει το όραμα της νέο-οθωμανικής ισχύος.
Αντίθετα λοιπόν με όσα ισχυρίζονται οι οπαδοί του κατευνασμού της Τουρκίας και όσοι ομολογημένα ή ανομολόγητα προωθούν λογικές συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο, τα ανωτέρω δεδομένα δείχνουν ότι με την κατάλληλη προετοιμασία ο χρόνος μπορεί να κυλά υπέρ μας.
Στις μέρες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ η πολιτική απέναντι στην Τουρκία προέκυπτε από το συνδυασμό των ιδεοληψιών της Αριστεράς με τον ερασιτεχνισμό της ηγεσίας της. Αποτυπώθηκε συμβολικά σε τοποθετήσεις όπως το διαβόητο «να μην είμαστε μοναχοφαγάδες στο Αιγαίο» του πρώην ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά. Οι διαρκώς διευρυνόμενες αξιώσεις της Τουρκίας δείχνουν γιατί αυτή δεν μπορεί να είναι η στάση μας σήμερα.
Ομοίως, δεν αποτελεί απάντηση στις σημερινές προκλήσεις η πολιτική της περιόδου Σημίτη. Η πολιτική εκείνη, αποκορύφωμα της οποίας απετέλεσε η συμφωνία του Ελσίνκι, συμπεριελάμβανε ουσιαστικές υποχωρήσεις από θεμελιώδεις και πάγιες αρχές της εξωτερικής μας πολιτικής. Η φιλοσοφία της περιόδου εκείνης ήταν βασισμένη σε μια υπόθεση εργασίας που και τότε ήταν επισφαλής, σήμερα όμως είναι προδήλως εκτός πραγματικότητος: την υπόθεση ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να κάνει κάποιες υποχωρήσεις έναντι της υποσχέσεως εντάξεως στην Ε.Ε. στο μέλλον. Παρά την προφανή αναντιστοιχία με τα σημερινά δεδομένα, το πνεύμα της περιόδου εκείνης επιβιώνει σε πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και δημοσιογραφικούς κύκλους – όχι όμως στην ευρύτερη κοινωνία.
Χρειαζόμαστε μια εξωτερική πολιτική η οποία θα προσαρμόζει την ουσία της και την εικόνα της στα σημερινά δεδομένα, αλλά και στις πάγιες αρχές και θέσεις μας. Μια πολιτική που θα συνδυάζει το διπλωματικό επαγγελματισμό, με το σεβασμό της εθνικής αξιοπρέπειας των Ελλήνων. Τέτοια πολιτική ασκήθηκε την περασμένη Πέμπτη το βράδυ και προκάλεσε ενθουσιασμό στην ελληνική κοινωνία. Και ναι μεν η διπλωματία δεν ασκείται με γνώμονα τις άμεσες εντυπώσεις, όμως η εθνική ομοψυχία αποτελεί σημαντικό παράγοντα ισχύος στην εξωτερική πολιτική. Και η εθνική ομοψυχία προϋποθέτει να διαπιστώνουν οι πολίτες ότι οι εθνικές τους ευαισθησίες βρίσκουν έκφραση στην ασκούμενη πολιτική.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. με Πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχει ήδη στο ενεργητικό της την επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης του Έβρου, και την οικοδόμηση ενός ισχυρού διεθνούς μπλοκ υποστήριξής μας έναντι της Τουρκίας. Η επιτυχής κατάληξη της συνάντησης Δένδια – Τσαβούσογλου έρχεται να προστεθεί στις επιτυχίες αυτές. Και να αποτελέσει στο εξής πρότυπο για την αντιμετώπιση της Τουρκίας στο διπλωματικό πεδίο. Για το επόμενο κρίσιμο ραντεβού, την πενταμερή διάσκεψη για το Κυπριακό, ο πήχυς έχει ήδη τοποθετηθεί ψηλά.
Τα μηνύματα που εξέπεμπε η Άγκυρα πριν την επίσκεψη Δένδια, προϊδέαζαν για το ποια θα ήταν η τουρκική στάση στις συναντήσεις της 15ης Απριλίου. Ακόμη και την παραμονή, ο Ταγίπ Ερντογάν, διεκήρυττε ότι η Τουρκία προτίθεται να διενεργήσει έρευνες για υδρογονάνθρακες στη θαλάσσια περιοχή του παρανόμου συμφώνου Τουρκίας – Λιβύης, και ότι τα πλοία της Τουρκίας είναι έτοιμα να πλεύσουν προς την Κύπρο «αν χρειασθεί»!
Φάνηκε έτσι και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή πώς αντιλαμβάνεται η Τουρκία το «διάλογο», είτε πρόκειται για τις τεχνικού χαρακτήρα διερευνητικές επαφές, είτε για πολιτικού χαρακτήρα συναντήσεις: ως μια ευκαιρία να επαναλάβει τις επιθετικές και αποσταθεροποιητικές θέσεις της, καλλιεργώντας ταυτόχρονα στη διεθνή κοινότητα την (ψευδή) εντύπωση ότι συζητά όπως κάνουν οι χώρες που σέβονται το διεθνές δίκαιο.
Η άμεση και σθεναρή αντίδραση του Έλληνα ΥΠΕΞ κατά την κοινή συνέντευξη τύπου οδήγησε σε αποτυχία το σχεδιασμό της Άγκυρας σε αυτή τη φάση.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, δείχνουν και τα όρια του όποιου διαλόγου με την Τουρκία υπό τις παρούσες συνθήκες, και τις περιορισμένες προσδοκίες που μπορεί να έχει κανείς από αυτόν. Μόνο ουσιώδης αλλαγή της στάσης της Τουρκίας, και μάλιστα με διάρκεια, θα δικαιολογούσε κατά τη γνώμη μου περαιτέρω βήματα από τη δική μας πλευρά σε διμερές επίπεδο.
Οι προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, ο αποσταθεροποιητικός της ρόλος και η συνάφειά της με το ριζοσπαστικό Ισλάμ, αρχίζουν να γίνονται όλο και περισσότερο αντιληπτές στη Δύση. Σε επίπεδο συμβολισμών και εντυπώσεων, το sofagate με την όρθια και αμήχανη Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν λειτούργησε κατά κάποιο τρόπο αφυπνιστικά για μέρος της δυτικής κοινής γνώμης. Η εξωτερική πολιτική ασκείται βέβαια στη βάση αντικειμενικών συμφερόντων και δεδομένων. Όμως οι συμβολισμοί επηρεάζουν την κοινή γνώμη, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει σε βάθος χρόνου την ασκούμενη πολιτική. Την ίδια στιγμή, η ραγδαία επιδεινούμενη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας υποσκάπτει το όραμα της νέο-οθωμανικής ισχύος.
Αντίθετα λοιπόν με όσα ισχυρίζονται οι οπαδοί του κατευνασμού της Τουρκίας και όσοι ομολογημένα ή ανομολόγητα προωθούν λογικές συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο, τα ανωτέρω δεδομένα δείχνουν ότι με την κατάλληλη προετοιμασία ο χρόνος μπορεί να κυλά υπέρ μας.
Στις μέρες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ η πολιτική απέναντι στην Τουρκία προέκυπτε από το συνδυασμό των ιδεοληψιών της Αριστεράς με τον ερασιτεχνισμό της ηγεσίας της. Αποτυπώθηκε συμβολικά σε τοποθετήσεις όπως το διαβόητο «να μην είμαστε μοναχοφαγάδες στο Αιγαίο» του πρώην ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά. Οι διαρκώς διευρυνόμενες αξιώσεις της Τουρκίας δείχνουν γιατί αυτή δεν μπορεί να είναι η στάση μας σήμερα.
Ομοίως, δεν αποτελεί απάντηση στις σημερινές προκλήσεις η πολιτική της περιόδου Σημίτη. Η πολιτική εκείνη, αποκορύφωμα της οποίας απετέλεσε η συμφωνία του Ελσίνκι, συμπεριελάμβανε ουσιαστικές υποχωρήσεις από θεμελιώδεις και πάγιες αρχές της εξωτερικής μας πολιτικής. Η φιλοσοφία της περιόδου εκείνης ήταν βασισμένη σε μια υπόθεση εργασίας που και τότε ήταν επισφαλής, σήμερα όμως είναι προδήλως εκτός πραγματικότητος: την υπόθεση ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να κάνει κάποιες υποχωρήσεις έναντι της υποσχέσεως εντάξεως στην Ε.Ε. στο μέλλον. Παρά την προφανή αναντιστοιχία με τα σημερινά δεδομένα, το πνεύμα της περιόδου εκείνης επιβιώνει σε πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και δημοσιογραφικούς κύκλους – όχι όμως στην ευρύτερη κοινωνία.
Χρειαζόμαστε μια εξωτερική πολιτική η οποία θα προσαρμόζει την ουσία της και την εικόνα της στα σημερινά δεδομένα, αλλά και στις πάγιες αρχές και θέσεις μας. Μια πολιτική που θα συνδυάζει το διπλωματικό επαγγελματισμό, με το σεβασμό της εθνικής αξιοπρέπειας των Ελλήνων. Τέτοια πολιτική ασκήθηκε την περασμένη Πέμπτη το βράδυ και προκάλεσε ενθουσιασμό στην ελληνική κοινωνία. Και ναι μεν η διπλωματία δεν ασκείται με γνώμονα τις άμεσες εντυπώσεις, όμως η εθνική ομοψυχία αποτελεί σημαντικό παράγοντα ισχύος στην εξωτερική πολιτική. Και η εθνική ομοψυχία προϋποθέτει να διαπιστώνουν οι πολίτες ότι οι εθνικές τους ευαισθησίες βρίσκουν έκφραση στην ασκούμενη πολιτική.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. με Πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχει ήδη στο ενεργητικό της την επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης του Έβρου, και την οικοδόμηση ενός ισχυρού διεθνούς μπλοκ υποστήριξής μας έναντι της Τουρκίας. Η επιτυχής κατάληξη της συνάντησης Δένδια – Τσαβούσογλου έρχεται να προστεθεί στις επιτυχίες αυτές. Και να αποτελέσει στο εξής πρότυπο για την αντιμετώπιση της Τουρκίας στο διπλωματικό πεδίο. Για το επόμενο κρίσιμο ραντεβού, την πενταμερή διάσκεψη για το Κυπριακό, ο πήχυς έχει ήδη τοποθετηθεί ψηλά.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr