Νέο Ασφαλιστικό: Ωδινεν όρος...
04.02.2020
06:43
Η τρέχουσα διακυβέρνηση έδωσε το δεύτερο δείγμα γραφής μετά την αθρόα διανομή επιδομάτων μέσω του νέου Προϋπολογισμού αντί της ενίσχυσης των δημοσίων επενδύσεων: παρουσίασε μια ασήμαντη ασφαλιστική παρέμβαση. Σχετικά με το ασφαλιστικό ζήτημα της χώρας, πρέπει να απαντηθούν τρία ερωτήματα: (α) ποια ήταν ή κατάσταση στο τέλος του τρίτου μνημονίου, (β) τι έκανε η νέα κυβέρνηση και (γ) τι θα έπρεπε να έχει γίνει
Μετά τα τρία μνημόνια, τα ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων μειώθηκαν σημαντικά. Ποσοστά 99%, που ήταν τα υψηλοτέρα στον αναπτυγμένο κόσμο, μειώθηκαν στο 75% και σταδιακά θα προσεγγίσουν το 50%. Οι συντελεστές των ασφαλιστικών εισφορών αυξήθηκαν, αλλά παρ’ όλα αυτά η κρατική χρηματοδότηση θα ανέρχεται στο 50% των συνολικών δαπανών στο διηνεκές. Για το 2020, η κρατική επιχορήγηση θα ανέλθει στα 15 δισ. ευρώ, σε σύνολο δαπανών 25 δισ. ευρώ (να υπενθυμίσουμε ότι η κρατική επιχορήγηση των συντάξεων στην περίοδο 2010-2018 ξεπέρασε τα 250 δισ. ευρώ). Το αφανές χρέος του συστήματος συντάξεων μειώθηκε σημαντικά στην περίοδο 2009-2018 και υπολογίστηκε στα 350 δισ. ευρώ, μετά την εφαρμογή των περικοπών των προσωπικών διαφορών του τρίτου μνημονίου. Χωρίς τις περικοπές αυτές, το αφανές χρέος θα επανέλθει στο ποσό της αναλογιστικής μελέτης του 2015, που ήταν 512 δισ. ευρώ (παρούσες αξίες 2016). Η μεγαλύτερη ευκαιρία που χάθηκε στην περίοδο των μνημονίων ήταν η διατήρηση των χαριστικών ρυθμίσεων για τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, που αφορούν 500.000 συνταξιούχους κάτω των 65 ετών και κοστίζουν 6 δισ. ευρώ ετησίως. Τέλος, με τις ρυθμίσεις του τρίτου μνημονίου δημιουργήθηκε ένα ενιαίο πλαίσιο ασφάλισης για όλους τους εργαζομένους (αυτό επιδιώκει και ο πρόεδρος Μακρόν στη Γαλλία με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη).
Με αυτά τα δεδομένα, η σημερινή κυβέρνηση προτείνει μια σειρά ρυθμίσεων που στόχο έχουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των πρόσφατων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και θα οδηγήσουν σε ήσσονος σημασίας αυξήσεις των συντάξεων για ορισμένες ομάδες συνταξιούχων. Ταυτόχρονα, μεταβάλλει το καθεστώς των ασφαλιστέων αποδοχών των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών, και αντί για το ετήσιο καθαρό εισόδημα των εν λόγω ασφαλισμένων δημιουργεί τεχνητές κλίμακες ασφαλιστικών εισφορών που μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα οι ίδιοι. Με τις πρωτοφανείς αυτές ρυθμίσεις η Πολιτεία αναγνωρίζει και επίσημα την εισφοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή και βιάζεται να ακυρώσει τον εξορθολογισμό που έχει ήδη επιτευχθεί. Αντί της διόρθωσης των λαθών της προηγούμενης κυβέρνησης, διαπράττονται μεγαλύτερα λάθη, όπως η ανακοίνωση ότι δεν θα επιδιωχθεί πλέον η είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών από τις οικονομικές υπηρεσίες του κράτους (προφανώς θα «ενισχυθεί» η αστεία υφιστάμενη διαδικασία των επιτόπιων ελέγχων των εργοδοτών). Επίσης, δεν μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές για συντάξεις, αλλά οι ασφαλιστικές εισφορές για την ανεργία. Τέλος, δεν γίνεται καμία αναφορά στη δημιουργία συμπληρωματικού κεφαλαιοποιητικού συστήματος.
Πρέπει, λοιπόν, να απαντηθεί το τρίτο ερώτημα: τι θα μπορούσε να έχει γίνει, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα του ασφαλιστικού προβλήματος. Μια συνεκτική πρόταση ασφαλιστικής μεταρρύθμισης έχει εκπονηθεί στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και περιλαμβάνει τα εξής: (α) διατήρηση των υφιστάμενων παροχών για όσους έχουν ασφαλιστεί μέχρι το 1992, (β) μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 30% σε μία πενταετία, (γ) δημιουργία κεφαλαιοποιητικού συστήματος που θα συμπληρώνει τη λειτουργία του διανεμητικού, για τους νέους ασφαλισμένους μετά το 1992. Με την πρόταση αυτή θα μηδενιζόταν το αφανές χρέος μετά το 2045 που θα τελείωνε η μεταβατική περίοδος για τους ασφαλισμένους πριν από το 1992. Για τους νέους ασφαλισμένους το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης θα ήταν 55%, όσο περίπου και με το υφιστάμενο σύστημα, αλλά με μικρότερες εισφορές κατά 30%, και με μηδενική κρατική επιχορήγηση πέραν του 2045.
Ενα κεφαλαιοποιητικό σύστημα συντάξεων, με εισφορές 6% ετησίως, θα οδηγούσε στην πρώτη δεκαετία σε συσσώρευση αποθεματικών 50 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το 2060 θα έφταναν στα 400 δισ. ευρώ. Πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιηθεί και στη χώρα μας ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων δεν μπορεί να γίνεται με μοναδικό κριτήριο την εξαγορά εκατοντάδων χιλιάδων ψήφων, αλλά θα πρέπει πλέον να θεσπίσουμε ένα βιώσιμο σύστημα που θα εδραιώσει τη θεσμική αποταμίευση ως την κύρια μέθοδο αποταμίευσης στην ελληνική κοινωνία, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες.
Η νέα διακυβέρνηση είχε όλες τις προϋποθέσεις να επιτύχει μια πολιτική συναίνεση με την αντιπολίτευση στο ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας, πράγμα που δεν κατέστη δυνατόν σε όλη της περίοδο της Μεταπολίτευσης. Εφόσον έχει γίνει αποδεκτό το ασφαλιστικό πλαίσιο του τρίτου μνημονίου, θα έπρεπε να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις που είχαν ήδη εντοπιστεί, να συμφωνηθεί η σταδιακή μείωση των εισφορών σε συνδυασμό με την παράλληλη μείωση του αφορολόγητου ορίου (είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη) ούτως ώστε να μην υποστούν καμία μείωση στα εισοδήματά τους οι αυτοαπασχολούμενοι και οι αγρότες και να θεσπιστεί η εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν αυτονόητη η σύμφωνη γνώμη των πιστωτών για τη μείωση των πλεονασμάτων διότι θα μηδενιζόταν το αφανές χρέος μετά το 2045 και το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους θα μετατρεπόταν σε εσωτερικό.
Η νέα ασφαλιστική παρέμβαση αποτελεί μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για τη χώρα. Πρέπει να περιμένουμε πάλι την επόμενη κυβέρνηση ή την επόμενη κρίση.
Με αυτά τα δεδομένα, η σημερινή κυβέρνηση προτείνει μια σειρά ρυθμίσεων που στόχο έχουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των πρόσφατων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και θα οδηγήσουν σε ήσσονος σημασίας αυξήσεις των συντάξεων για ορισμένες ομάδες συνταξιούχων. Ταυτόχρονα, μεταβάλλει το καθεστώς των ασφαλιστέων αποδοχών των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών, και αντί για το ετήσιο καθαρό εισόδημα των εν λόγω ασφαλισμένων δημιουργεί τεχνητές κλίμακες ασφαλιστικών εισφορών που μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα οι ίδιοι. Με τις πρωτοφανείς αυτές ρυθμίσεις η Πολιτεία αναγνωρίζει και επίσημα την εισφοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή και βιάζεται να ακυρώσει τον εξορθολογισμό που έχει ήδη επιτευχθεί. Αντί της διόρθωσης των λαθών της προηγούμενης κυβέρνησης, διαπράττονται μεγαλύτερα λάθη, όπως η ανακοίνωση ότι δεν θα επιδιωχθεί πλέον η είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών από τις οικονομικές υπηρεσίες του κράτους (προφανώς θα «ενισχυθεί» η αστεία υφιστάμενη διαδικασία των επιτόπιων ελέγχων των εργοδοτών). Επίσης, δεν μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές για συντάξεις, αλλά οι ασφαλιστικές εισφορές για την ανεργία. Τέλος, δεν γίνεται καμία αναφορά στη δημιουργία συμπληρωματικού κεφαλαιοποιητικού συστήματος.
Πρέπει, λοιπόν, να απαντηθεί το τρίτο ερώτημα: τι θα μπορούσε να έχει γίνει, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα του ασφαλιστικού προβλήματος. Μια συνεκτική πρόταση ασφαλιστικής μεταρρύθμισης έχει εκπονηθεί στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και περιλαμβάνει τα εξής: (α) διατήρηση των υφιστάμενων παροχών για όσους έχουν ασφαλιστεί μέχρι το 1992, (β) μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 30% σε μία πενταετία, (γ) δημιουργία κεφαλαιοποιητικού συστήματος που θα συμπληρώνει τη λειτουργία του διανεμητικού, για τους νέους ασφαλισμένους μετά το 1992. Με την πρόταση αυτή θα μηδενιζόταν το αφανές χρέος μετά το 2045 που θα τελείωνε η μεταβατική περίοδος για τους ασφαλισμένους πριν από το 1992. Για τους νέους ασφαλισμένους το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης θα ήταν 55%, όσο περίπου και με το υφιστάμενο σύστημα, αλλά με μικρότερες εισφορές κατά 30%, και με μηδενική κρατική επιχορήγηση πέραν του 2045.
Ενα κεφαλαιοποιητικό σύστημα συντάξεων, με εισφορές 6% ετησίως, θα οδηγούσε στην πρώτη δεκαετία σε συσσώρευση αποθεματικών 50 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το 2060 θα έφταναν στα 400 δισ. ευρώ. Πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιηθεί και στη χώρα μας ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων δεν μπορεί να γίνεται με μοναδικό κριτήριο την εξαγορά εκατοντάδων χιλιάδων ψήφων, αλλά θα πρέπει πλέον να θεσπίσουμε ένα βιώσιμο σύστημα που θα εδραιώσει τη θεσμική αποταμίευση ως την κύρια μέθοδο αποταμίευσης στην ελληνική κοινωνία, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες.
Η νέα διακυβέρνηση είχε όλες τις προϋποθέσεις να επιτύχει μια πολιτική συναίνεση με την αντιπολίτευση στο ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας, πράγμα που δεν κατέστη δυνατόν σε όλη της περίοδο της Μεταπολίτευσης. Εφόσον έχει γίνει αποδεκτό το ασφαλιστικό πλαίσιο του τρίτου μνημονίου, θα έπρεπε να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις που είχαν ήδη εντοπιστεί, να συμφωνηθεί η σταδιακή μείωση των εισφορών σε συνδυασμό με την παράλληλη μείωση του αφορολόγητου ορίου (είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη) ούτως ώστε να μην υποστούν καμία μείωση στα εισοδήματά τους οι αυτοαπασχολούμενοι και οι αγρότες και να θεσπιστεί η εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν αυτονόητη η σύμφωνη γνώμη των πιστωτών για τη μείωση των πλεονασμάτων διότι θα μηδενιζόταν το αφανές χρέος μετά το 2045 και το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους θα μετατρεπόταν σε εσωτερικό.
Η νέα ασφαλιστική παρέμβαση αποτελεί μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για τη χώρα. Πρέπει να περιμένουμε πάλι την επόμενη κυβέρνηση ή την επόμενη κρίση.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr