Το προξενιό που ξίνισε
Νίκος Αλιάγας
Το προξενιό που ξίνισε
Στην αρχή τη λυπήθηκαν, έλυσαν τα δεσμά της, οίκτιραν τη χαμένη δόξα της, την πάλαι ποτέ ομορφιά της. Τη χάιδευαν, την καλόπιαναν, τη στόλιζαν, της έταζαν λαγούς με πετραχήλια, τη φρόντιζαν περισσότερο απ’ όσο είχε ανάγκη. Της έδιναν την ψευδαίσθηση πως ήταν σαν αυτούς.
Αυτή καλόμαθε και μέσα στη μέθη του γάμου ξέχασε τα πάντα, ακόμα και το όνομά της. Τότε αυτοί νευρίασαν, την ευτέλισαν, τη χλεύασαν, τη μείωσαν, την έκραξαν, την αποδοκίμασαν, την έριξαν, την πούλησαν για λίγα κέρματα και άρχισαν να την τεμαχίζουν. Δεν άργησαν στη συνέχεια να την κακολογήσουν, να της καταλογίσουν διάφορα, να την κατηγορήσουν. Τους είχε ξινίσει. Τότε τους ήρθε η φαεινή ιδέα να την εκπορνεύσουν, να την ξεβρακώσουν δημόσια, να την ακρωτηριάσουν στις αγορές, στα πρωτοσέλιδα, τις συνάξεις, σε διάφορες συσκέψεις, σε συνόδους, σε διαδρόμους, σε πλατείες. Της φόρτωσαν όλες τις αμαρτίες της Γης, την κακοχαρακτήρισαν, την αποκάλεσαν μαύρο πρόβατο, κουτί της Πανδώρας, γόρδιο δεσμό, δαμόκλειο σπάθη, μήλον της Εριδος, την έντυσαν κατσίκα και την ξαμόλησαν σε αμπέλι δίχως φράχτη. Την έβγαλαν στο κλαρί σαν αποδιοπομπαίο τράγο και βγήκε κουρεμένη. Την κούρεψαν, την κουτσούρεψαν, την έρεψαν, την έβγαλαν σε νυφοπάζαρο δίχως προικοσύμφωνο και γαμπρό.
UPD:
6
ΣΧΟΛΙΑ
Στην αρχή τη λυπήθηκαν, έλυσαν τα δεσμά της, οίκτιραν τη χαμένη δόξα της, την πάλαι ποτέ ομορφιά της. Τη χάιδευαν, την καλόπιαναν, τη στόλιζαν, της έταζαν λαγούς με πετραχήλια, τη φρόντιζαν περισσότερο απ’ όσο είχε ανάγκη. Της έδιναν την ψευδαίσθηση πως ήταν σαν αυτούς.
Αυτή καλόμαθε και μέσα στη μέθη του γάμου ξέχασε τα πάντα, ακόμα και το όνομά της. Τότε αυτοί νευρίασαν, την ευτέλισαν, τη χλεύασαν, τη μείωσαν, την έκραξαν, την αποδοκίμασαν, την έριξαν, την πούλησαν για λίγα κέρματα και άρχισαν να την τεμαχίζουν. Δεν άργησαν στη συνέχεια να την κακολογήσουν, να της καταλογίσουν διάφορα, να την κατηγορήσουν. Τους είχε ξινίσει. Τότε τους ήρθε η φαεινή ιδέα να την εκπορνεύσουν, να την ξεβρακώσουν δημόσια, να την ακρωτηριάσουν στις αγορές, στα πρωτοσέλιδα, τις συνάξεις, σε διάφορες συσκέψεις, σε συνόδους, σε διαδρόμους, σε πλατείες. Της φόρτωσαν όλες τις αμαρτίες της Γης, την κακοχαρακτήρισαν, την αποκάλεσαν μαύρο πρόβατο, κουτί της Πανδώρας, γόρδιο δεσμό, δαμόκλειο σπάθη, μήλον της Εριδος, την έντυσαν κατσίκα και την ξαμόλησαν σε αμπέλι δίχως φράχτη. Την έβγαλαν στο κλαρί σαν αποδιοπομπαίο τράγο και βγήκε κουρεμένη. Την κούρεψαν, την κουτσούρεψαν, την έρεψαν, την έβγαλαν σε νυφοπάζαρο δίχως προικοσύμφωνο και γαμπρό.
Αυτή, όταν κατάλαβε τι γινόταν, σάστισε, δάκρυσε, ούρλιαξε, διαμαρτυρήθηκε, τα έβαλε με τον εαυτό της, με τους «κουμπάρους», καταράστηκε τη μοίρα της, έκοψε τα μαλλιά της, ξέρασε τα κουφέτα, έσκισε τα μάγουλά της με πόνο και έπνιξε τα δάκρυά της με θυμό και μίσος.
Τότε ξύπνησε. Μα ο εφιάλτης δεν είχε τελειωμό. Ντράπηκε τα παιδιά της και πήρε την ανηφόρα με ένα κουπί στον ώμο να τραγουδήσει στο ψηλότερο βουνό αναζητώντας τόπο δροσερό και χλοερό, ψάχνοντας λίγη ανακούφιση, κάπου να ξεκουραστεί. Αλλά δεν τους έφτανε. Θέλησαν να την ντροπιάζουν. Ακατάπαυστα. Να τη στιγματίσουν. Να τη μειώσουν. Να τη λαβώσουν θανάσιμα.
Θέλησαν από αυτήν και άλλη διασκέδαση - σαν ταπεινωμένο αρκουδάκι. Θέλησαν ακόμη και τη μισογκρεμισμένη παράγκα της. Αυτή όμως θίχτηκε, τσαντίστηκε, αντιστάθηκε, αναστήθηκε, δεν τους στήθηκε, δεν τους έκανε το χατίρι, φουρτούνιασε, θόλωσε, ξέβρασε, θέλησε να βγει από το κίβδηλο παιχνίδι και να ξαναρχίσει από το μηδέν. Θυμήθηκε ένα παλιό και βαρύ μοιρολόι, το τραγούδι της σειρήνας και άρχισε να τους τα ψέλνει.
Αρχισε να τους τραβάει προς αυτήν. Προς τα ερείπια. Προς τα τσακίδια. Προς την άβυσσο.
Αυτή καλόμαθε και μέσα στη μέθη του γάμου ξέχασε τα πάντα, ακόμα και το όνομά της. Τότε αυτοί νευρίασαν, την ευτέλισαν, τη χλεύασαν, τη μείωσαν, την έκραξαν, την αποδοκίμασαν, την έριξαν, την πούλησαν για λίγα κέρματα και άρχισαν να την τεμαχίζουν. Δεν άργησαν στη συνέχεια να την κακολογήσουν, να της καταλογίσουν διάφορα, να την κατηγορήσουν. Τους είχε ξινίσει. Τότε τους ήρθε η φαεινή ιδέα να την εκπορνεύσουν, να την ξεβρακώσουν δημόσια, να την ακρωτηριάσουν στις αγορές, στα πρωτοσέλιδα, τις συνάξεις, σε διάφορες συσκέψεις, σε συνόδους, σε διαδρόμους, σε πλατείες. Της φόρτωσαν όλες τις αμαρτίες της Γης, την κακοχαρακτήρισαν, την αποκάλεσαν μαύρο πρόβατο, κουτί της Πανδώρας, γόρδιο δεσμό, δαμόκλειο σπάθη, μήλον της Εριδος, την έντυσαν κατσίκα και την ξαμόλησαν σε αμπέλι δίχως φράχτη. Την έβγαλαν στο κλαρί σαν αποδιοπομπαίο τράγο και βγήκε κουρεμένη. Την κούρεψαν, την κουτσούρεψαν, την έρεψαν, την έβγαλαν σε νυφοπάζαρο δίχως προικοσύμφωνο και γαμπρό.
Αυτή, όταν κατάλαβε τι γινόταν, σάστισε, δάκρυσε, ούρλιαξε, διαμαρτυρήθηκε, τα έβαλε με τον εαυτό της, με τους «κουμπάρους», καταράστηκε τη μοίρα της, έκοψε τα μαλλιά της, ξέρασε τα κουφέτα, έσκισε τα μάγουλά της με πόνο και έπνιξε τα δάκρυά της με θυμό και μίσος.
Τότε ξύπνησε. Μα ο εφιάλτης δεν είχε τελειωμό. Ντράπηκε τα παιδιά της και πήρε την ανηφόρα με ένα κουπί στον ώμο να τραγουδήσει στο ψηλότερο βουνό αναζητώντας τόπο δροσερό και χλοερό, ψάχνοντας λίγη ανακούφιση, κάπου να ξεκουραστεί. Αλλά δεν τους έφτανε. Θέλησαν να την ντροπιάζουν. Ακατάπαυστα. Να τη στιγματίσουν. Να τη μειώσουν. Να τη λαβώσουν θανάσιμα.
Θέλησαν από αυτήν και άλλη διασκέδαση - σαν ταπεινωμένο αρκουδάκι. Θέλησαν ακόμη και τη μισογκρεμισμένη παράγκα της. Αυτή όμως θίχτηκε, τσαντίστηκε, αντιστάθηκε, αναστήθηκε, δεν τους στήθηκε, δεν τους έκανε το χατίρι, φουρτούνιασε, θόλωσε, ξέβρασε, θέλησε να βγει από το κίβδηλο παιχνίδι και να ξαναρχίσει από το μηδέν. Θυμήθηκε ένα παλιό και βαρύ μοιρολόι, το τραγούδι της σειρήνας και άρχισε να τους τα ψέλνει.
Αρχισε να τους τραβάει προς αυτήν. Προς τα ερείπια. Προς τα τσακίδια. Προς την άβυσσο.
Τότε αυτοί φοβήθηκαν, γιατί τα πανιά τους δεν έφταναν για να κάνουν πίσω. Αρχισαν να αδειάζουν σακίδια, να πετάνε κασέλες και βαρίδια από το κατάστρωμα. Το καράβι άρχισε να μπάζει και τα σανίδια του να τρίζουν. Θέλησαν να βουλώσουν τα αφτιά τους, αλλά το τραγούδι της σειρήνας αντηχούσε σαν αρχή του τέλους. Σαν κατάρα. Σαν ταξίδι χωρίς επιστροφή. Τότε έβαλαν τα καλά τους, στολίστηκαν με τα πιο ακριβά χρυσαφικά τους, την έντυσαν κι αυτή νυφούλα, την έβαλαν ξανά στο τραπέζι με τα λινά και τα χρυσά, της πρόσφεραν τα πιο ακριβά εδέσματα, αλλά αυτή δεν είχε καρδιά να φάει. Είχε χάσει την όρεξή της. Και δεν τους πίστευε πια. Γιατί όσο και αν φάνταζαν ωραία τα καλούδια που της είχαν φορέσει, τα παπούτσια της ήταν τρύπια και οι πληγές δεν έκλειναν. «Πρέπει να τη σώσουμε», είπαν κάποιοι την ώρα που έβγαινε το επιδόρπιο, «για να σωθούμε».
UPD:
6
ΣΧΟΛΙΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα