Χωριό µου, χωριουδάκι µου

Όλοι επιστρέφουν στα χωριά τους. Οταν έχουν ακόµα κάπου να επιστρέψουν και όταν οι ταξιτζήδες δεν έχουν µπλοκάρει τη µισή χώρα καλοκαιριάτικα. Επιστροφή στο χωριό.

Όλοι επιστρέφουν στα χωριά τους. Οταν έχουν ακόµα κάπου να επιστρέψουν και όταν οι ταξιτζήδες δεν έχουν µπλοκάρει τη µισή χώρα καλοκαιριάτικα. Επιστροφή στο χωριό.

Γενέτειρα. Εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Και µην ακούω τις γνωστές ανοησίες περί αστικής τάξεως -«Εµείς δεν είµαστε από χωριό»-, όλοι οι Ελληνες έχουµε κάπου στο DNA µας έναν παππού που κοιµάται στον ίσκιο µιας µουριάς και µια γιαγιά που ανάβει το καντήλι στον οικογενειακό τάφο λίγο πριν από το σούρουπο.

Η µικροκοινωνία του χωριού δεν σε περιµένει µε ανοιχτές αγκάλες, ούτε όµως σε διώχνει αναγκαστικά. Στην καλύτερη σε παρατηρεί, στη χειρότερη σε κουτσοµπολεύει. Κάποτε µισούσες το λάληµα του κόκορα, τις κουνουπιέρες της γιαγιάς, τον θείο της γειτονιάς που σου έφερνε ζυµωτό ψωµί και το τσίµπαγε όταν σε φιλούσε, το καφενείο της γειτονιάς κάτω από τον πλάτανο που σου φαινόταν µίζερο και ανιαρό. Και εσύ ονειρευόσουν πρωτεύουσα, ελευθερία, µοντέρνα ζωή. Ισως µε το δίκιο σου…

Κορόιδευες τον ξάδελφό σου που έφευγε χαράµατα στα χωράφια πάνω σε ένα τρίκυκλο, ενώ εσύ γύριζες από τα γλέντια και τον αποκαλούσες φουκαρά, ντεµοντέ. Ηθελες εξέλιξη, ήθελες κάτι άλλο, ρε παιδί µου. Διάβαζες τα περιοδικά, ήθελες να πας στην τηλεόραση, να γίνεις γνωστός, να ταξιδέψεις, ν’ αρχίσεις τη ζωή σου από το µηδέν. Κι ένα πρωί έφυγες, ίσως γιατί δεν είχες άλλες επιλογές, ίσως και να έφυγες για λάθος λόγους. Σε έξι µήνες άλλαξες την προφορά σου, έφαγες τα λεφτά του χωραφιού που πούλησε ο πατέρας σου.

Στην πόλη σπουδές δεν τελείωσες, έτρεχες πίσω από κοσµικούς και βουλευτάδες, κάνοντας χαµαλίκι και µικροδουλειές. Στην καλύτερη έκανες θυσίες, σπούδασες, αλλά δεν κατέβασες βρακιά και βασικές αρχές για να σε βολέψει κάποιος «κουρακλές» σε µια θεσούλα.

Δεν θέλησες να επιστρέψεις στο χωριό δίχως φτερά. Προτίµησες το παξιµάδι και τις ελιές της µεγαλούπολης στο σούπερ µάρκετ της γειτονιάς σου από τις ελιές του παππού και της γιαγιάς στο χωριό. Λίγο από περηφάνια, λίγο από ντροπή, έκανες χρόνια να πατήσεις. Και όταν ερχόσουν, αυτό δεν γινόταν µε το ΚΤΕΛ, αλλά µε καλό αµάξι - κι ας ήταν και δανεικό.

Στο µεταξύ κάποιοι άλλοι που έµειναν «πίσω» στα πάτρια εδάφη θέλησαν και αυτοί να εκµοντερνιστούν, πούλησαν ελαιώνες, γαϊδουράκια και άλογα γι’ αυτοκίνητα γερµανικής κατασκευής µε πολλούς ίππους. Πούλησαν αιωνόβια χωράφια και τις κληµαταριές των προγόνων για να ανοίξουν µπαρ ή καφετέρια µε φρουτάκια. Παρέδωσαν σκήπτρα, παραδόσεις και ανεξίτηλες αξίες για να πληρώνουν στο τέλος της ζωής τους δόσεις και γραµµάτια. Οσοι ξέκοψαν από τη γη τους έχασαν τον δρόµο για την Ιθάκη. Αργά ή γρήγορα όλοι επιστρέφουν στο χωριό τους, λίγοι όµως µε τη σοφία του Οδυσσέα. Καθείς επιστρέφει για τους δικούς του λόγους - ίσως η ευτυχία να βρίσκεται σε απλά πράγµατα. Εκεί, στο χωριουδάκι που αφήσαµε πίσω και που δεν είχε φαινοµενικά τίποτα το συναρπαστικό να µας προσφέρει, µπορεί όµως σήµερα να µας διδάξει την ουσία που χάθηκε στην πορεία. Αυτή η σπιθαµή γης µπορεί να µας συµφιλιώσει µε τον χρόνο και µε το πέρασµά του, να µας κάνει να πάψουµε να αναζητούµε αρµονία στα κίβδηλα. Να ξυπνάς µε τη δροσούλα, να αποκοιµιέσαι µε τον γκιόνη και µε την ευωδιά των γιασεµιών που έσπειρε κάποτε ο προπάππους σου στο καλντερίµι. Σκαλίζοντας τον δικό σου µπαξέ, αργά ή γρήγορα θα βρεις τον θησαυρό σου. Αυτό που σου ανήκει στα αλήθεια - και το οποίο δεν σου το πήραν ακόµα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr