Αν μας αντέξει το σκοινί

Πίναμε καφέ στις Βρυξέλλες, έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Μια περίεργη μπόχα συνοδεύει την πόλη που βιάζεται. Ολοι κάπου κατευθύνονται δίχως προορισμό. Σαν χαμένοι τουρίστες σε λούνα παρκ. Μια παρέα Αγγλων σαραντάρηδων που κάθονται δίπλα μου κατεβάζει τις μπίρες σαν νερό της βρύσης φωνάζοντας δυνατά. Κάποιος από αυτούς αρχίζει  να μιλάει απαξιωτικά για την Ελλάδα. Για τους Ελληνες.

Πίναμε καφέ στις Βρυξέλλες, έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Μια περίεργη μπόχα συνοδεύει την πόλη που βιάζεται. Ολοι κάπου κατευθύνονται δίχως προορισμό. Σαν χαμένοι τουρίστες σε λούνα παρκ. Μια παρέα Αγγλων σαραντάρηδων που κάθονται δίπλα μου κατεβάζει τις μπίρες σαν νερό της βρύσης φωνάζοντας δυνατά. Κάποιος από αυτούς αρχίζει  να μιλάει απαξιωτικά για την Ελλάδα. Για τους Ελληνες. Για το σόι μας γενικότερα και για ό,τι βαστάει από τη σκούφια μας. Πίνουν σαν βαρέλια άπατα για να ξεδιψάσουν την ανία τους και σφάζουν τον αποδιοπομπαίο τράγο της Ευρώπης στην άδεια πλατεία της ύπαρξής τους. Τράγος εμείς στο ευρωκράτος, βόδια αυτοί στο παρακράτος.

Η ανεκτικότητα φαίνεται πως την έχει κάνει κοπάνα και τα λαμπάκια χτυπούν κόκκινο. Είμαι μόνος και είναι οκτώ στην παρέα. Διάλογος και αμπελοφιλοσοφία δεν πρόκειται να κάτσει. Στην καλύτερη περίπτωση να πέσει κάνα βρισίδι, στη χειρότερη να επιστρέψω στο Παρίσι με κανένα ράμμα για ενθύμιο. «Πού είστε ξαδέλφια για ενίσχυση», λέω μέσα μου, βράζοντας σαν καζάνι με πυρομαχικά. Απίστευτο συναίσθημα να βρίζουν τη χώρα σου χωρίς να ξέρουν ότι ακούς. Ελεος, φτάνει, όχι άλλη ταπείνωση. Κάτι με πιάνει και σηκώνομαι να πάω να τους ζητήσω τον λόγο, έτοιμος να σκορπίσω το λεκτικό πολυβόλο του «fuck you». Δεν βαριέσαι. Τι άλλο έχουμε να χάσουμε…

Και εκείνη τη στιγμή σαν από μηχανής θεά ξεπροβάλλει η Μελίνα από τον Αδη: «Από το παράθυρό μου βλέπω ένα, δύο και τρία και τέσσερα παιδιά»…

Ένας ταλαίπωρος ηλιοκαμένος φαφούτης παίζει τα «Παιδιά του Πειραιά» στο ακορντεόν και μου χαμογελάει. Το πρώτο Σαββατοκύριακο του Σεπτέμβρη στην πρωτεύουσα του Βελγίου. Δεν υπάρχει, όπως λέει και ένα ανιψάκι μου.

Τουλάχιστον αυτό το τραγούδι ακόμα αντιστέκεται. «Ενα εμπορικό χασάπικο του Χατζιδάκι από την ταινία του αείμνηστου Κακογιάννη. Ξέρετε, από αυτά που είχαμε βαρεθεί γιατί η «Ελλάδα δεν είναι μόνο Ζορμπάς και “παιδιά του Πειραιά”», όπως λέγανε κάτι δήθεν μεγαλοαστοί σε βραδιές σαμπάνιας στα βόρεια προάστια, οι οποίοι την κάνανε νύχτα από την Ελλάδα με βαλίτσες γεμάτες ευρωπαϊκά πακέτα, φορώντας Ρόλεξ-μαϊμού. Ναι, η Ελλάδα δεν είναι μόνο αυτό. Αλλά ο φαφούτης Τσιγγάνος αυτή τη στιγμή προβάλλει από τα τελευταία που μας έχουν μείνει και που ξέρει όλος ο πλανήτης. Και εμένα μου κάνει. Σαν ύστατη παρηγοριά και στερνή μου ελπίδα μπροστά σε μια παρέα μεθυσμένων Αγγλων που σε λίγο θα πιουν τη Μάγχη. Τσακωμός δεν έγινε. Με ποιον να τα βάλεις; Με ανθρώπους χαμένους που μεθούν μήπως νιώσουν κάποιο συναίσθημα, μήπως νιώσουν επιτέλους ζωντανοί; Και ο Διογένης ζούσε μέσα σε ένα βαρέλι, αλλά είχε κάτι να πει. Χωρίς να μας πιάσει το εθνικό μίζερο πατριωτικό, η αλήθεια είναι πως εμείς και φτωχοί ακόμα θα χορεύουμε και θα τραγουδάμε. Γιατί όταν θα παίζει ένα χασάπικο, όπου κι αν είμαστε θα νιώθουμε, θα αγαπάμε, θα κλαίμε  Είμαστε ακόμα ζωντανοί και κάτω από τη σκηνή σαν ροκ συγκρότημα, γιατί σαν ροκάδες, ναι, πολλές φορές τα κάνουμε γυαλιά καρφιά, μέσα μας όμως δεν σπάμε αλλά σπαρταράμε.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr