Σαν ποίημα που οδύρεται
01.02.2012
07:16
Μόλις αντίκρισα την άδεια σκηνή στο Palais de Festivals στις Κάννες, θυμήθηκα τον αείμνηστο Θόδωρο Αγγελόπουλο. Λίγες ώρες πριν ξεκινήσω την παρουσίαση ενός μεγάλου τηλεοπτικού σόου η πρώτη σκέψη μου συνδέθηκε αυτόμα- τα με αυτόν τον μεγάλο σκηνοθέτη, γυρνώντας με πίσω στον χρόνο, τότε που είχε τιμηθεί σε αυτόν τον ίδιο χώρο. Εκατσα, λοιπόν, στην άκρη της σκηνής, στο ημίφως, και κοιτώντας γύρω τα άδεια καθίσματα, τα ένιωθα στοιχειωμένα, όπως και όλη την αίθουσα, μοναχική και θλιμμένη.
Μόλις αντίκρισα την άδεια σκηνή στο Palais de Festivals στις Κάννες, θυμήθηκα τον αείμνηστο Θόδωρο Αγγελόπουλο. Λίγες ώρες πριν ξεκινήσω την παρουσίαση ενός μεγάλου τηλεοπτικού σόου η πρώτη σκέψη μου συνδέθηκε αυτόμα- τα με αυτόν τον μεγάλο σκηνοθέτη, γυρνώντας με πίσω στον χρόνο, τότε που είχε τιμηθεί σε αυτόν τον ίδιο χώρο. Εκατσα, λοιπόν, στην άκρη της σκηνής, στο ημίφως, και κοιτώντας γύρω τα άδεια καθίσματα, τα ένιωθα στοιχειωμένα, όπως και όλη την αίθουσα, μοναχική και θλιμμένη.
Εδώ μέσα που τόσες ψυχές, τόσα χαμόγελα, τόσα δάκρυα, αλλά και τόσες υποσχέσεις, χαρές και άλλα τόσα τρόπαια υψώθηκαν πάνω στη σκηνή σαν εκδίκηση απέναντι στη μοίρα του καθενός. Ηταν το 1995 στο Φεστιβάλ των Καννών όταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε βραβευτεί για την ταινία του «Το βλέμμα του Οδυσσέα» και θυμάμαι πως μετά το τέλος της τελετής καθίσαμε κάμποσα δεκάλεπτα πίσω από αυτή τη σκηνή που βρίσκομαι εγώ σήμερα και τα είπαμε. Είχε προετοιμάσει έναν λόγο για το πρώτο βραβείο και όταν ανέβηκε να πάρει στα χέρια του το Μέγα Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και να ευχαριστήσει το κοινό, κάπως του ήρθε και το είπε... Αυτός ήταν ο Αγγελόπουλος, δεν ήξερες αν ο λόγος του ήταν ειρωνικός, τραγικά ρεαλιστικός ή χιουμοριστικός. Σε άφηνε να βγάλεις το δικό σου συμπέρασμα.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δεν ήταν μόνο ένας πρέσβης της Ελλάδος, αλλά ένας αυθεντικός μαχητής της έβδομης τέχνης. Ηταν από τους Ελληνες που δεν προσκύνησε ποτέ τους ξένους για να τον αγαπήσουν, δεν αλλοίωσε ουδέποτε το καλλιτεχνικό του όραμα για να τον δεχτούν, δεν τροποποίησε την αισθητική και τα πιστεύω του για να αναγνωριστεί. Συνέχισε κόντρα στις μόδες το δικό του ταξίδι, εκείνο το αργό, μελαγχολικό βλέμμα που οδύρεται σαν ποίημα σιωπηλό μιας χαμένης εποχής. Στον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου ο λόγος και η σιωπή συνυπάρχουν με μια εικόνα διαχρονική που δεν κρύβει την αλήθεια, σαν παλίμψηστος στο καλειδοσκόπιο της χαμένης μας αθωότητας.
Ο Αγγελόπουλος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την τελευταία ταινία της ζωής του, «Την άλλη θάλασσα», αυτός που πέρασε και διέσχισε τόσες και τόσες φουρτούνες, τόσες σελίδες της Ιστορίας του τόπου μας, αυτός που μας ταξίδεψε όσο κανένας άλλος σκηνοθέτης με το έργο του και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την επιστροφή στη δική του Ιθάκη. Επεσε σαν μαχητής την ώρα που η χώρα μας αιμορραγεί, περήφανος και σιωπηλός. Τον έσυρε μια άσπονδη τρελή μοτοσικλέτα. Φαίνεται πως η γριά Λένγκω κουράστηκε να καταβροχθίζει τα παιδιά της και τώρα σκοτώνει και τους πατεράδες της, αφήνοντάς τους αιμόφυρτους στην άσφαλτο. Δούρειος ή μηχανοκίνητος ο Ιππος, ύπουλος, και ο από μηχανής θεός μάλλον το ’σκασε κι αυτός. Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος Ελληνας, ήταν ένας οραματιστής, ο οποίος μέσα από την τέχνη του επιδίωκε την ειρήνη για μια Ελλάδα συμφιλιωμένη με τους γείτονές της και κυρίως με τον εαυτό της. «Εφυγε» άδικα, λοιπόν, ένας σπάνιος καλλι- τέχνης, «έφυγε» όπως φεύγουν οι δικοί μας άνθρωποι για τα ξένα. Δεν έχασε τη μάχη για τη ζωή, γιατί βίωσε σαν μαχητής τη ζωή που ήθελε. Πονούσε για την Ελλάδα, αλλά διαφωνούσε με το τσίρκο της φαινομενικής διαμαρτυρίας και των λαϊκίστικων εντυπώσεων.
Η μετριοφροσύνη του δεν του επέτρεπε να γίνει πεζός και φθηνός, κι ας ήταν σκληρός και απαιτητικός πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό του. «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί», έγραφε ο Σεφέρης. Ετσι πονάμε κι εμείς σήμερα γιατί δεν λησμονούμε, περιμένοντας τη φουρτούνα.
Καλό σου ταξίδι, Θόδωρε…
Εδώ μέσα που τόσες ψυχές, τόσα χαμόγελα, τόσα δάκρυα, αλλά και τόσες υποσχέσεις, χαρές και άλλα τόσα τρόπαια υψώθηκαν πάνω στη σκηνή σαν εκδίκηση απέναντι στη μοίρα του καθενός. Ηταν το 1995 στο Φεστιβάλ των Καννών όταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε βραβευτεί για την ταινία του «Το βλέμμα του Οδυσσέα» και θυμάμαι πως μετά το τέλος της τελετής καθίσαμε κάμποσα δεκάλεπτα πίσω από αυτή τη σκηνή που βρίσκομαι εγώ σήμερα και τα είπαμε. Είχε προετοιμάσει έναν λόγο για το πρώτο βραβείο και όταν ανέβηκε να πάρει στα χέρια του το Μέγα Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και να ευχαριστήσει το κοινό, κάπως του ήρθε και το είπε... Αυτός ήταν ο Αγγελόπουλος, δεν ήξερες αν ο λόγος του ήταν ειρωνικός, τραγικά ρεαλιστικός ή χιουμοριστικός. Σε άφηνε να βγάλεις το δικό σου συμπέρασμα.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δεν ήταν μόνο ένας πρέσβης της Ελλάδος, αλλά ένας αυθεντικός μαχητής της έβδομης τέχνης. Ηταν από τους Ελληνες που δεν προσκύνησε ποτέ τους ξένους για να τον αγαπήσουν, δεν αλλοίωσε ουδέποτε το καλλιτεχνικό του όραμα για να τον δεχτούν, δεν τροποποίησε την αισθητική και τα πιστεύω του για να αναγνωριστεί. Συνέχισε κόντρα στις μόδες το δικό του ταξίδι, εκείνο το αργό, μελαγχολικό βλέμμα που οδύρεται σαν ποίημα σιωπηλό μιας χαμένης εποχής. Στον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου ο λόγος και η σιωπή συνυπάρχουν με μια εικόνα διαχρονική που δεν κρύβει την αλήθεια, σαν παλίμψηστος στο καλειδοσκόπιο της χαμένης μας αθωότητας.
Ο Αγγελόπουλος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την τελευταία ταινία της ζωής του, «Την άλλη θάλασσα», αυτός που πέρασε και διέσχισε τόσες και τόσες φουρτούνες, τόσες σελίδες της Ιστορίας του τόπου μας, αυτός που μας ταξίδεψε όσο κανένας άλλος σκηνοθέτης με το έργο του και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την επιστροφή στη δική του Ιθάκη. Επεσε σαν μαχητής την ώρα που η χώρα μας αιμορραγεί, περήφανος και σιωπηλός. Τον έσυρε μια άσπονδη τρελή μοτοσικλέτα. Φαίνεται πως η γριά Λένγκω κουράστηκε να καταβροχθίζει τα παιδιά της και τώρα σκοτώνει και τους πατεράδες της, αφήνοντάς τους αιμόφυρτους στην άσφαλτο. Δούρειος ή μηχανοκίνητος ο Ιππος, ύπουλος, και ο από μηχανής θεός μάλλον το ’σκασε κι αυτός. Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος Ελληνας, ήταν ένας οραματιστής, ο οποίος μέσα από την τέχνη του επιδίωκε την ειρήνη για μια Ελλάδα συμφιλιωμένη με τους γείτονές της και κυρίως με τον εαυτό της. «Εφυγε» άδικα, λοιπόν, ένας σπάνιος καλλι- τέχνης, «έφυγε» όπως φεύγουν οι δικοί μας άνθρωποι για τα ξένα. Δεν έχασε τη μάχη για τη ζωή, γιατί βίωσε σαν μαχητής τη ζωή που ήθελε. Πονούσε για την Ελλάδα, αλλά διαφωνούσε με το τσίρκο της φαινομενικής διαμαρτυρίας και των λαϊκίστικων εντυπώσεων.
Η μετριοφροσύνη του δεν του επέτρεπε να γίνει πεζός και φθηνός, κι ας ήταν σκληρός και απαιτητικός πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό του. «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί», έγραφε ο Σεφέρης. Ετσι πονάμε κι εμείς σήμερα γιατί δεν λησμονούμε, περιμένοντας τη φουρτούνα.
Καλό σου ταξίδι, Θόδωρε…
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr