Στο καφέ της ξεγνοιασιάς
16.07.2012
09:00
Την περασμένη Δευτέρα η συναυλία του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στο Καλλιμάρμαρο μας θύμισε τη χαμένη μας αθωότητα: εκείνα τα καλοκαίρια στον παππού που μύριζαν γιασεμί και βανίλια και τη γιαγιά να στρώνει στο λιοπύρι της ταράτσας πάνω σε σεντόνια χυλοπίτες, ή το ζεστό ψωμί με σουσάμι στο τραπέζι, τη γλάστρα με τον πλατύφυλλο βασιλικό στην φρεσκοασβεστωμένη δροσερή αυλή κι εμείς να κυνηγάμε νυχτερίδες με κοντά παντελονάκια και υψωμένα καλάμια προς το λυκόφως του ουρανού. Οταν φτάσαμε με τον Λαυρέντη στο Καλλιμάρμαρο ήμασταν σαν τα πιτσιρίκια που δεν πιστεύουν ακόμα ότι θα δουν τον Αϊ-Βασίλη. Ενα απέραντο στάδιο με μια ντουζίνα ανθρώπους να έχει μόλις φτάσει στον χώρο και μια φωνή μέσα μου να λέει «ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα»... «Νικολάκη, τα λόγια του “Νότου” τα έμαθες;» με ρωτάει ο Μαχαιρίτσας με το γνωστό πειραχτικό χιούμορ του. «Ασε, προσπαθώ να μην τα ξεχάσω και αρχίσω τα γαλλικά», του απαντώ κλείνοντάς του το μάτι με νόημα.
Την περασμένη Δευτέρα η συναυλία του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στο Καλλιμάρμαρο μας θύμισε τη χαμένη μας αθωότητα: εκείνα τα καλοκαίρια στον παππού που μύριζαν γιασεμί και βανίλια και τη γιαγιά να στρώνει στο λιοπύρι της ταράτσας πάνω σε σεντόνια χυλοπίτες, ή το ζεστό ψωμί με σουσάμι στο τραπέζι, τη γλάστρα με τον πλατύφυλλο βασιλικό στην φρεσκοασβεστωμένη δροσερή αυλή κι εμείς να κυνηγάμε νυχτερίδες με κοντά παντελονάκια και υψωμένα καλάμια προς το λυκόφως του ουρανού. Οταν φτάσαμε με τον Λαυρέντη στο Καλλιμάρμαρο ήμασταν σαν τα πιτσιρίκια που δεν πιστεύουν ακόμα ότι θα δουν τον Αϊ-Βασίλη. Ενα απέραντο στάδιο με μια ντουζίνα ανθρώπους να έχει μόλις φτάσει στον χώρο και μια φωνή μέσα μου να λέει «ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα»... «Νικολάκη, τα λόγια του “Νότου” τα έμαθες;» με ρωτάει ο Μαχαιρίτσας με το γνωστό πειραχτικό χιούμορ του. «Ασε, προσπαθώ να μην τα ξεχάσω και αρχίσω τα γαλλικά», του απαντώ κλείνοντάς του το μάτι με νόημα.
Είναι απερίγραπτο το συναίσθημα που σε κατακλύζει όταν βλέπεις ένα στάδιο, και μάλιστα όχι όποιο κι όποιο, να γεμίζει σιγά-σιγά από κόσμο προερχόμενο από διαφορετικούς τόπους και χρόνους και να βρίσκονται εκεί ο καθείς για τον δικό του λόγο, αλλά όλοι για μία και μόνο ανάγκη: να ξεχαστούν, να ξαναβρούν τη χαμένη αρμονία τους, να σβήσουν το κουρασμένο χαμόγελο από τα πρόσωπά τους, να χαϊδέψουν ξανά την ελπίδα, να αγγίξουν τη συγκίνηση, να αισθανθούν τέλος πάντων έστω και για λίγες ώρες λιγότερο μόνοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα. «Οι άγγελοι ζουν ακόμα στη Μεσόγειο» είναι ο τίτλος της παράστασης, γιατί οι άγγελοι μπορεί να κοιμούνται στον Βορρά, αλλά στην Ελλαδίτσα αυτό το βράδυ ξαναγεννήθηκαν μέσα από ένα χαμόγελο γεμάτο χαρά, με ένα τραγουδάκι απλό, μια μελωδία γλυκιά, σαν τα ποιήματα που αποστηθίζαμε μικροί στη σχολική γιορτή. Πίσω από τη σκηνή ο Σαββόπουλος φορώντας το καπέλο του κουρδίζει την κιθάρα του, ο Πλιάτσικας δίνει ένα φιλάκι στην κορούλα του, ο Adamo προσπαθεί να αποστηθίσει μια φράση στα ελληνικά για να την πει σωστά, ο Christophe σιγοτραγουδά το «Oh mon amour» και κοιτώντας το πορφυρο-χρυσαφένιο χρώμα του ουρανού μού λέει: «Εχετε το πιο όμορφο φως του κόσμου».
Η Μαρία Φαραντούρη ζεσταίνει τη φωνή της, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου χαριτολογεί με τον Λαυρέντη, ο Τσακνής συζητάει με τα μέλη του συγκροτήματος Nomadi, ο Μιχάλης Βλαχογιάννης τουιτάρει φωτογραφίες, ο Μίλτος Πασχαλίδης με ρωτάει για τον Cabrel και η Ελεωνόρα Ζουγανέλη συζητάει με τους μουσικούς κι εγώ… Κι εγώ κοιτάζοντας το κατάμεστο -με περισσότερους από 35.000 θεατές- στάδιο με πιάνει μια πίκρα και μια συγκίνηση βαθιά για τη χώρα μου, για τη μοναξιά που νιώθει σήμερα ο κάθε Ελληνας μέσα του, για εκείνο το μετέωρο βήμα του πελαργού που έχει παγώσει σαν κατάρα πάνω από τα κεφάλια μας. Ο Carotone ανάβει ένα πούρο, ο Branduardi ψάχνει κάπου εκεί γύρω το βιολί του, κάποιος με ρωτά αν είδα τον Bernard Lavilliers και ένας Γάλλος τραγουδιστής φωνάζει πάνω στη σκηνή υψώνοντας μια ελληνική σημαία «απόψε είμαστε όλοι Ελληνες!». Ο Λαυρέντης κατάφερε μέσα σε ένα βράδυ να ανοίξει μια ελπιδοφόρα παρένθεση όχι μόνο με τους εκλεκτούς καλεσμένους του, αλλά και με το ήθος που τον χαρακτηρίζει.
Μακριά από εγωκεντρισμούς, κομπλεξισμούς και σταριλίκια. Μια γενναιόδωρη αγκαλιά προς έναν κόσμο που έχει τόση ανάγκη για κάτι διαφορετικό, όπως λέει το τραγούδι «[…]Στο καφέ της ξεγνοιασιάς/παλιά γεμάτη τσέπη/γραμμένα στα παλιά μας παπούτσια/του κόσμου τα πρέπει, τα θέλω, τα μη»…
Είναι απερίγραπτο το συναίσθημα που σε κατακλύζει όταν βλέπεις ένα στάδιο, και μάλιστα όχι όποιο κι όποιο, να γεμίζει σιγά-σιγά από κόσμο προερχόμενο από διαφορετικούς τόπους και χρόνους και να βρίσκονται εκεί ο καθείς για τον δικό του λόγο, αλλά όλοι για μία και μόνο ανάγκη: να ξεχαστούν, να ξαναβρούν τη χαμένη αρμονία τους, να σβήσουν το κουρασμένο χαμόγελο από τα πρόσωπά τους, να χαϊδέψουν ξανά την ελπίδα, να αγγίξουν τη συγκίνηση, να αισθανθούν τέλος πάντων έστω και για λίγες ώρες λιγότερο μόνοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα. «Οι άγγελοι ζουν ακόμα στη Μεσόγειο» είναι ο τίτλος της παράστασης, γιατί οι άγγελοι μπορεί να κοιμούνται στον Βορρά, αλλά στην Ελλαδίτσα αυτό το βράδυ ξαναγεννήθηκαν μέσα από ένα χαμόγελο γεμάτο χαρά, με ένα τραγουδάκι απλό, μια μελωδία γλυκιά, σαν τα ποιήματα που αποστηθίζαμε μικροί στη σχολική γιορτή. Πίσω από τη σκηνή ο Σαββόπουλος φορώντας το καπέλο του κουρδίζει την κιθάρα του, ο Πλιάτσικας δίνει ένα φιλάκι στην κορούλα του, ο Adamo προσπαθεί να αποστηθίσει μια φράση στα ελληνικά για να την πει σωστά, ο Christophe σιγοτραγουδά το «Oh mon amour» και κοιτώντας το πορφυρο-χρυσαφένιο χρώμα του ουρανού μού λέει: «Εχετε το πιο όμορφο φως του κόσμου».
Η Μαρία Φαραντούρη ζεσταίνει τη φωνή της, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου χαριτολογεί με τον Λαυρέντη, ο Τσακνής συζητάει με τα μέλη του συγκροτήματος Nomadi, ο Μιχάλης Βλαχογιάννης τουιτάρει φωτογραφίες, ο Μίλτος Πασχαλίδης με ρωτάει για τον Cabrel και η Ελεωνόρα Ζουγανέλη συζητάει με τους μουσικούς κι εγώ… Κι εγώ κοιτάζοντας το κατάμεστο -με περισσότερους από 35.000 θεατές- στάδιο με πιάνει μια πίκρα και μια συγκίνηση βαθιά για τη χώρα μου, για τη μοναξιά που νιώθει σήμερα ο κάθε Ελληνας μέσα του, για εκείνο το μετέωρο βήμα του πελαργού που έχει παγώσει σαν κατάρα πάνω από τα κεφάλια μας. Ο Carotone ανάβει ένα πούρο, ο Branduardi ψάχνει κάπου εκεί γύρω το βιολί του, κάποιος με ρωτά αν είδα τον Bernard Lavilliers και ένας Γάλλος τραγουδιστής φωνάζει πάνω στη σκηνή υψώνοντας μια ελληνική σημαία «απόψε είμαστε όλοι Ελληνες!». Ο Λαυρέντης κατάφερε μέσα σε ένα βράδυ να ανοίξει μια ελπιδοφόρα παρένθεση όχι μόνο με τους εκλεκτούς καλεσμένους του, αλλά και με το ήθος που τον χαρακτηρίζει.
Μακριά από εγωκεντρισμούς, κομπλεξισμούς και σταριλίκια. Μια γενναιόδωρη αγκαλιά προς έναν κόσμο που έχει τόση ανάγκη για κάτι διαφορετικό, όπως λέει το τραγούδι «[…]Στο καφέ της ξεγνοιασιάς/παλιά γεμάτη τσέπη/γραμμένα στα παλιά μας παπούτσια/του κόσμου τα πρέπει, τα θέλω, τα μη»…
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr