Time out
20.08.2012
09:43
Τα καλοκαίρια παίζαμε τρελό μπάσκετ. Μέχρι να νυχτώσει βγάζαμε το άχτι μας στις μπασκέτες της Τουρλίδας και ονειρευόμασταν πως ήμαστε ο Γκάλης, ο Τζαμπάρ, ο Γιαννάκης… Θέλαμε να γίνουμε ήρωες, να αγγίξουμε τον ουρανό, να βάζουμε καλάθια σαν γίγαντες και ακόμα πιο ψηλοί από εκείνον τον μυθικό Σοβιετικό παίκτη, τον Τσατσένκο με τα δύο μέτρα και είκοσι τρία εκατοστά.
Τα καλοκαίρια παίζαμε τρελό μπάσκετ. Μέχρι να νυχτώσει βγάζαμε το άχτι μας στις μπασκέτες της Τουρλίδας και ονειρευόμασταν πως ήμαστε ο Γκάλης, ο Τζαμπάρ, ο Γιαννάκης… Θέλαμε να γίνουμε ήρωες, να αγγίξουμε τον ουρανό, να βάζουμε καλάθια σαν γίγαντες και ακόμα πιο ψηλοί από εκείνον τον μυθικό Σοβιετικό παίκτη, τον Τσατσένκο με τα δύο μέτρα και είκοσι τρία εκατοστά.
Στο Μεσολόγγι, στα πάτρια εδάφη, βρισκόμασταν αρχές Ιουλίου και κάθε χρόνο όταν ανταμώναμε ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε άλλο τους προηγούμενους δώδεκα μήνες. Ξεκινούσαμε τις διακοπές μας με μια μπάλα του μπάσκετ και επιστρέφαμε τον Σεπτέμβριο στα θρανία έχοντας για τρόπαιο τους αγώνες που κερδίζαμε ή όχι, τα χτυπηματάκια μας και την υπόσχεση ότι την επόμενη χρονιά θα ήμασταν ακόμη καλύτεροι. Το μπάσκετ μάς τρέλαινε, μας ένωνε, μας ξημέρωνε στη Χαριλάου Τρικούπη όταν περνούσαμε πάνω στα ποδήλατα με φαγωμένα γόνατα και στραμπουλιγμένους αστραγάλους από το νυφοπάζαρο χαζεύοντας τις μορφονιές που έβαζαν γαρδένιες στις πλεξούδες τους.
Κι ένα καλοκαίρι μεγαλώσαμε δίχως να το καταλάβουμε, αφήσαμε τις μπασκέτες και τα αθλητικά μας παπούτσια στην άκρη για τις ντισκοτέκ και τις κόντρες με τα μηχανάκια. Αρχίσαμε να δίνουμε άλλες μάχες και γίναμε ελεύθεροι σκοπευτές. Αλλος πήγε φαντάρος, άλλος παντρεύτηκε, άλλος τεκνοποίησε, άλλος ξενιτεύτηκε, άλλος χάθηκε, όπως χάνεσαι στη ζωή όταν σε σοβαρεύει η κοινωνία. Κατά έναν περίεργο τρόπο οι δεσμοί της ομάδας μας δεν πέθαναν ποτέ. Ακόμη και στην ενήλικη ζωή μας κρατήσαμε κάπου μέσα μας το χτυποκάρδι της αλάνας, το πρώτο ριμπάουντ στο τσιμέντο και τη γλυκιά μοναξιά των ελεύθερων βολών όταν σουρουπώνει.
Πέρασαν τα χρόνια και να ’μαστε ξανά στο Μεσολόγγι, ανήμερα της Παναγίας, 40άρηδες πλέον, που νοσταλγούν το όνειρο. «Ρε παιδιά, δεν ξαναστήνουμε την ομάδα αύριο στο κλειστό γήπεδο του λιμανιού;» λέει ο Κώστας για πλάκα. Και να ’μαστε την επόμενη μέρα 30 νοματαίοι, μαντραχαλαίοι με παραπανίσια κιλά, λιγότερα μαλλιά, λιγότερες αντοχές και με ένα μεγάλο ερώτημα: θα καλέσουμε και ασθενοφόρο μετά τον αγώνα; Είναι όμως απίστευτο πώς ορισμένες κινήσεις του σώματος, εκφράσεις του προσώπου, σκιρτήματα της ψυχής δεν αλλάζουν ποτέ. Οσα χρόνια κι αν πέρασαν, η πρώτη χαρά του παιχνιδιού δεν έφυγε ποτέ.
Ο Βλαχοτζόν ο Κωστάκης ακόμα κάνει εκείνα τα αριστοκρατικά μπασίματα, ο Παγούρας ο Γιώργος ψαλιδίζει την μπάλα με χιαστές ντρίμπλες, ο Καραδημήτρης ελέγχει την εναέρια κυκλοφορία, ο Ρισβάς σπάει τον καρπό του με εκείνο τον μοναδικό τρόπο που κάνει το σουτ μαγικό, ο Τέγας κοιτάζει δεξιά και σουτάρει αριστερά ως βασιλιάς της προσποίησης, ο Διαμαντόπουλος και ο Κοντονάσιος μοιράζουν τάπες και χλευάσματα λες και είναι ο Τόνι Πάρκερ και η αφεντιά μου τελειώνει τον αγώνα με ένα στα δέκα τρίποντα… και δύο κλεψίματα.
Δεν είμαστε ούτε Εθνική, ούτε πρωταθλητές της χώρας. Ημασταν, για λίγες ώρες μόνο, ευτυχισμένα πιτσιρίκια. Τελικά δεν γίναμε ούτε Γκάλης, ούτε Φασούλας, γιατί η ζωή μάς πήγε αλλού, αλλά ξαναβρήκαμε για μια στιγμή τη χαρά του παιχνιδιού και το πνεύμα της ομάδας, που δεν αλλάζουν και απλώς ρεμβάζουν σαν μεθυσμένες γαΐτες στη λιμνοθάλασσα της ζωής μας. Φτάνει να μην απαρνηθούμε εκείνα τα μυστικά μονοπάτια που μπορούν να μας οδηγήσουν ακόμα στα ανέμελα καλοκαίρια.
Στο Μεσολόγγι, στα πάτρια εδάφη, βρισκόμασταν αρχές Ιουλίου και κάθε χρόνο όταν ανταμώναμε ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε άλλο τους προηγούμενους δώδεκα μήνες. Ξεκινούσαμε τις διακοπές μας με μια μπάλα του μπάσκετ και επιστρέφαμε τον Σεπτέμβριο στα θρανία έχοντας για τρόπαιο τους αγώνες που κερδίζαμε ή όχι, τα χτυπηματάκια μας και την υπόσχεση ότι την επόμενη χρονιά θα ήμασταν ακόμη καλύτεροι. Το μπάσκετ μάς τρέλαινε, μας ένωνε, μας ξημέρωνε στη Χαριλάου Τρικούπη όταν περνούσαμε πάνω στα ποδήλατα με φαγωμένα γόνατα και στραμπουλιγμένους αστραγάλους από το νυφοπάζαρο χαζεύοντας τις μορφονιές που έβαζαν γαρδένιες στις πλεξούδες τους.
Κι ένα καλοκαίρι μεγαλώσαμε δίχως να το καταλάβουμε, αφήσαμε τις μπασκέτες και τα αθλητικά μας παπούτσια στην άκρη για τις ντισκοτέκ και τις κόντρες με τα μηχανάκια. Αρχίσαμε να δίνουμε άλλες μάχες και γίναμε ελεύθεροι σκοπευτές. Αλλος πήγε φαντάρος, άλλος παντρεύτηκε, άλλος τεκνοποίησε, άλλος ξενιτεύτηκε, άλλος χάθηκε, όπως χάνεσαι στη ζωή όταν σε σοβαρεύει η κοινωνία. Κατά έναν περίεργο τρόπο οι δεσμοί της ομάδας μας δεν πέθαναν ποτέ. Ακόμη και στην ενήλικη ζωή μας κρατήσαμε κάπου μέσα μας το χτυποκάρδι της αλάνας, το πρώτο ριμπάουντ στο τσιμέντο και τη γλυκιά μοναξιά των ελεύθερων βολών όταν σουρουπώνει.
Πέρασαν τα χρόνια και να ’μαστε ξανά στο Μεσολόγγι, ανήμερα της Παναγίας, 40άρηδες πλέον, που νοσταλγούν το όνειρο. «Ρε παιδιά, δεν ξαναστήνουμε την ομάδα αύριο στο κλειστό γήπεδο του λιμανιού;» λέει ο Κώστας για πλάκα. Και να ’μαστε την επόμενη μέρα 30 νοματαίοι, μαντραχαλαίοι με παραπανίσια κιλά, λιγότερα μαλλιά, λιγότερες αντοχές και με ένα μεγάλο ερώτημα: θα καλέσουμε και ασθενοφόρο μετά τον αγώνα; Είναι όμως απίστευτο πώς ορισμένες κινήσεις του σώματος, εκφράσεις του προσώπου, σκιρτήματα της ψυχής δεν αλλάζουν ποτέ. Οσα χρόνια κι αν πέρασαν, η πρώτη χαρά του παιχνιδιού δεν έφυγε ποτέ.
Ο Βλαχοτζόν ο Κωστάκης ακόμα κάνει εκείνα τα αριστοκρατικά μπασίματα, ο Παγούρας ο Γιώργος ψαλιδίζει την μπάλα με χιαστές ντρίμπλες, ο Καραδημήτρης ελέγχει την εναέρια κυκλοφορία, ο Ρισβάς σπάει τον καρπό του με εκείνο τον μοναδικό τρόπο που κάνει το σουτ μαγικό, ο Τέγας κοιτάζει δεξιά και σουτάρει αριστερά ως βασιλιάς της προσποίησης, ο Διαμαντόπουλος και ο Κοντονάσιος μοιράζουν τάπες και χλευάσματα λες και είναι ο Τόνι Πάρκερ και η αφεντιά μου τελειώνει τον αγώνα με ένα στα δέκα τρίποντα… και δύο κλεψίματα.
Δεν είμαστε ούτε Εθνική, ούτε πρωταθλητές της χώρας. Ημασταν, για λίγες ώρες μόνο, ευτυχισμένα πιτσιρίκια. Τελικά δεν γίναμε ούτε Γκάλης, ούτε Φασούλας, γιατί η ζωή μάς πήγε αλλού, αλλά ξαναβρήκαμε για μια στιγμή τη χαρά του παιχνιδιού και το πνεύμα της ομάδας, που δεν αλλάζουν και απλώς ρεμβάζουν σαν μεθυσμένες γαΐτες στη λιμνοθάλασσα της ζωής μας. Φτάνει να μην απαρνηθούμε εκείνα τα μυστικά μονοπάτια που μπορούν να μας οδηγήσουν ακόμα στα ανέμελα καλοκαίρια.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr