Ενα τσάμικο να σωθούμε
28.08.2012
07:23
Τι είναι αυτό που κάνει ένα δωδεκάχρονο παιδί που ζει στην Αθήνα, μέσα σε ένα σύγχρονο περιβάλλον, να παρακαλά τους γονείς του όλο τον χειμώνα να του παραγγείλουν φουστανέλα και άρματα για το καλοκαιρινό πανηγύρι του χωριού; Μέσα στο χάος και τον αποπροσανατολισμό που βιώνουμε καιρό τώρα, αισθάνομαι ότι ξαφνικά ξεπετάγεται μια νέα γενιά ανθρώπων που αναζητά κάτι διαφορετικό.
Τι είναι αυτό που κάνει ένα δωδεκάχρονο παιδί που ζει στην Αθήνα, μέσα σε ένα σύγχρονο περιβάλλον, να παρακαλά τους γονείς του όλο τον χειμώνα να του παραγγείλουν φουστανέλα και άρματα για το καλοκαιρινό πανηγύρι του χωριού; Μέσα στο χάος και τον αποπροσανατολισμό που βιώνουμε καιρό τώρα, αισθάνομαι ότι ξαφνικά ξεπετάγεται μια νέα γενιά ανθρώπων που αναζητά κάτι διαφορετικό. Πιτσιρίκια δίχως αυταπάτες μα με πολλά όνειρα, τα οποία δεν το βάζουν κάτω με τίποτα. Παιδιά που ψάχνουν την ταυτότητά τους μέσα στις παραδόσεις του τόπου μας και δεν μπορείς να τα χαρακτηρίσεις ούτε οπισθοδρομικά, ούτε να πεις ότι ζουν εκτός εποχής. Πρόκειται για παλικαράκια και νεαρές δεσποινίδες του 21ου αιώνα, παιδιά του WiFi και του Facebook, που αισθάνονται όλο και πιο έντονα την ανάγκη να ξαναβρούν τον εαυτό τους ή απλώς να νιώσουν ποιοι είναι επιτέλους.
Γιατί επιστρέφουν στην παράδοση; Ισως γιατί τους διηγείται μια ιστορία που η ουσία της πηγάζει μέσα από αυθεντικές καθημερινές στιγμές των προγόνων τους. Συνάξεις που επιβίωσαν εκεί όπου δεν υπάρχουν κοινωνικές διακρίσεις και κίβδηλοι ιδεολογικοί τυχοδιωκτισμοί, συναντήσεις όπου το «καλημέρα» έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία, εκεί που η κάθε ευχή λειτουργεί σαν αντικλείδι και πολλές φορές σαν πυξίδα. Δεν επιστρέφουν οι νέοι αυτοί στα χωριά των γονιών τους για να κάνουν χαβαλέ στα πανηγύρια και να αισθανθούν χωριατόπαιδα μόνο για μια ωρίτσα. Επιστρέφουν για να καταλάβουν το ποιοι είναι πραγματικά βαθιά μέσα τους. Είναι μια απρόσμενη έλξη από πλευράς των εσώτερων κυττάρων τους προς τις ρίζες τους, τη δική τους αλήθεια. Να ’μαστε, λοιπόν, 22 Αυγούστου και πάλι στην Αιτωλοακαρνανία, στο χωριό Σταμνά έξω από το Μεσολόγγι, κοντά στο Αιτωλικό. Για τρεις μέρες και νύχτες αρματωμένοι τιμούν τους καπεταναίους του 1821, καθώς και την προστάτιδα της περιοχής Αγία Αγάθη, με τους ήχους από τα νταούλια και τις πίπιζες να σχίζουν τον καθάριο ουρανό και να φτάνουν μέχρι τα τοξωτά γεφύρια του Αιτωλικού. Με συγκλονίζει ακόμα όταν βλέπω μεταξύ τους δεκάχρονα να χορεύουν ένα αργό τσάμικο επιτόπου, έτσι απλά σαν να παίζουν κάποιο γνώριμο καθημερινό τους παιχνίδι.
Ηξεραν τα βήματα δίχως να τους έχει δείξει κανείς πώς χορεύεται, χωρίς να τα ’χει δασκαλέψει από νωρίς, γιατί απλούστατα το έχουν μέσα τους. Και αν οι γονείς τους το είχαν ξεχάσει, το κύτταρό τους δεν το ξέχασε κι ούτε θα το λησμονήσει ποτέ. Γερή κληρονομιά από γενιά σε γενιά, που στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο ξύπνησε αλλά ξαναγεννήθηκε. Σαν σήμα συναγερμού, σαν ύστατη ανάγκη να βρεθούν επειγόντως απαντήσεις. Ενας αργός χορός κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια της Ρούμελης δεν είναι σήμερα παρά μονάχα ένας θαυμάσιος τρόπος αντίστασης. Είναι κρίμα η παράδοσή μας να μένει στοιβαγμένη στα σκονισμένα ράφια των μουσείων και περισσότερο λυπηρό να αφήνουμε ορισμένους να την καπηλεύονται για ιδεολογικούς και πολιτικούς, λέει, σκοπούς. Οι παραδόσεις μας αντιστάθηκαν και πέρασαν μέσα από τους αιώνες και τις κακουχίες γιατί εκεί ακριβώς άγγιξαν μια αλήθεια: την ουσία της ύπαρξης των προγόνων. Βλέπω έναν μικρό τσολιά να σιγοτραγουδά τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη και να αισθάνεται μέσα από μια κλέφτικη παλιά μελωδία την έννοια της ζωής και του θανάτου. Γιατί απλούστατα ακούει αυτή τη φωνούλα μέσα του, που ως εκ θαύματος ακόμα υπάρχει και που διψάει για ελευθερία. Εκεί είναι η ελπίδα μας. Σ’ αυτές τις απρόσμενες στιγμές. Και την επόμενη μέρα που θα επιστρέφει στην Αθήνα, αυτός οι ίδιος ο πιτσιρικάς ίσως να ακούει στο iPod του Justin Bieber και David Guetta. Γιατί όλα χρειάζονται και όλα είναι στο πρόγραμμα. Φτάνει μόνο να μη χαθείς στον δρόμο.
Γιατί επιστρέφουν στην παράδοση; Ισως γιατί τους διηγείται μια ιστορία που η ουσία της πηγάζει μέσα από αυθεντικές καθημερινές στιγμές των προγόνων τους. Συνάξεις που επιβίωσαν εκεί όπου δεν υπάρχουν κοινωνικές διακρίσεις και κίβδηλοι ιδεολογικοί τυχοδιωκτισμοί, συναντήσεις όπου το «καλημέρα» έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία, εκεί που η κάθε ευχή λειτουργεί σαν αντικλείδι και πολλές φορές σαν πυξίδα. Δεν επιστρέφουν οι νέοι αυτοί στα χωριά των γονιών τους για να κάνουν χαβαλέ στα πανηγύρια και να αισθανθούν χωριατόπαιδα μόνο για μια ωρίτσα. Επιστρέφουν για να καταλάβουν το ποιοι είναι πραγματικά βαθιά μέσα τους. Είναι μια απρόσμενη έλξη από πλευράς των εσώτερων κυττάρων τους προς τις ρίζες τους, τη δική τους αλήθεια. Να ’μαστε, λοιπόν, 22 Αυγούστου και πάλι στην Αιτωλοακαρνανία, στο χωριό Σταμνά έξω από το Μεσολόγγι, κοντά στο Αιτωλικό. Για τρεις μέρες και νύχτες αρματωμένοι τιμούν τους καπεταναίους του 1821, καθώς και την προστάτιδα της περιοχής Αγία Αγάθη, με τους ήχους από τα νταούλια και τις πίπιζες να σχίζουν τον καθάριο ουρανό και να φτάνουν μέχρι τα τοξωτά γεφύρια του Αιτωλικού. Με συγκλονίζει ακόμα όταν βλέπω μεταξύ τους δεκάχρονα να χορεύουν ένα αργό τσάμικο επιτόπου, έτσι απλά σαν να παίζουν κάποιο γνώριμο καθημερινό τους παιχνίδι.
Ηξεραν τα βήματα δίχως να τους έχει δείξει κανείς πώς χορεύεται, χωρίς να τα ’χει δασκαλέψει από νωρίς, γιατί απλούστατα το έχουν μέσα τους. Και αν οι γονείς τους το είχαν ξεχάσει, το κύτταρό τους δεν το ξέχασε κι ούτε θα το λησμονήσει ποτέ. Γερή κληρονομιά από γενιά σε γενιά, που στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο ξύπνησε αλλά ξαναγεννήθηκε. Σαν σήμα συναγερμού, σαν ύστατη ανάγκη να βρεθούν επειγόντως απαντήσεις. Ενας αργός χορός κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια της Ρούμελης δεν είναι σήμερα παρά μονάχα ένας θαυμάσιος τρόπος αντίστασης. Είναι κρίμα η παράδοσή μας να μένει στοιβαγμένη στα σκονισμένα ράφια των μουσείων και περισσότερο λυπηρό να αφήνουμε ορισμένους να την καπηλεύονται για ιδεολογικούς και πολιτικούς, λέει, σκοπούς. Οι παραδόσεις μας αντιστάθηκαν και πέρασαν μέσα από τους αιώνες και τις κακουχίες γιατί εκεί ακριβώς άγγιξαν μια αλήθεια: την ουσία της ύπαρξης των προγόνων. Βλέπω έναν μικρό τσολιά να σιγοτραγουδά τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη και να αισθάνεται μέσα από μια κλέφτικη παλιά μελωδία την έννοια της ζωής και του θανάτου. Γιατί απλούστατα ακούει αυτή τη φωνούλα μέσα του, που ως εκ θαύματος ακόμα υπάρχει και που διψάει για ελευθερία. Εκεί είναι η ελπίδα μας. Σ’ αυτές τις απρόσμενες στιγμές. Και την επόμενη μέρα που θα επιστρέφει στην Αθήνα, αυτός οι ίδιος ο πιτσιρικάς ίσως να ακούει στο iPod του Justin Bieber και David Guetta. Γιατί όλα χρειάζονται και όλα είναι στο πρόγραμμα. Φτάνει μόνο να μη χαθείς στον δρόμο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr