Το Σάββατο του Λαζάρου

Του Λαζάρου σήμερα. Το τελευταίο θαύμα του Χριστού πριν μπει στα Ιεροσόλυμα και αρχίσουν τα Πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας.

Η Ανάσταση του Λαζάρου, τουλάχιστον στην εποχή μου, όταν ήμουν μικρό παιδάκι, ήταν ίσως η πιο λαϊκή γιορτή του χριστιανισμού. Παρ’ ότι με το «δεύρο έξω» συντελείται το μεγαλύτερο, πριν από τη δική του Ανάσταση, θαύμα του Ιησού, οι πιστοί ή τουλάχιστον εμείς τα παιδιά δεν το είχαμε σαν κάτι το φοβερό και τρομερό.

Αντί να μας τρομάζουν το σάβανο και η χλομάδα του νεκρο-αναστημένου, όπως απεικονιζόταν στις εικόνες και τις φωτογραφίες ο επιστήθιος φίλος του Θεανθρώπου, μάλλον το γλεντούσαμε. Δεν νομίζω ότι ήταν το μήνυμα της ελπίδας και η κατίσχυση της ζωής επί του θανάτου αυτό που μας χαροποιούσε. Αυτά ήταν ψιλά γράμματα για εμάς τότε. Δεν μπορούσαμε ούτε να εμβαθύνουμε σε νοήματα ούτε να στοχαστούμε πάνω στις διαζεύξεις θάνατος-ζωή, φόβος-ελπίδα, λύπη-χαρά.

Για εμάς η Ανάσταση του Λαζάρου δεν ήταν κάποιο μεταφυσικό ή θεολογικό γεγονός. Ήταν πρώτα απ’ όλα ένα παιχνίδι. Το μήνυμα που προσλαμβάναμε δεν αφορούσε τη θεϊκή πλευρά του Χριστού, αλλά την ανθρώπινη. Όταν ο Ιησούς πρόσταζε τον Λάζαρο να βγει έξω από τον τάφο Του, για εμάς τα παιδάκια δεν το έκανε ως ο Υιός του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά ως φίλος προς φίλο. Αυτό μάλλον μας άρεσε και μας γοήτευε.

Στην ψυχή μας αυτό που καταγραφόταν ήταν η βούληση του Φίλου να επαναφέρει στη ζωή τον φίλο του, και όχι η ανάγκη του Ιησού να πιστοποιήσει τη θεϊκή του φύση. Στα αθώα μάτια και το μυαλουδάκι μας η Ανάσταση του Λαζάρου ήταν η απόδειξη της δύναμης που μπορεί να κρύβει μια αληθινή φιλία. Εκείνη τη στιγμή αγαπούσαμε τον Χριστό γιατί με την πράξη του καθαγίαζε και αναδείκνυε τη φιλία σαν μια υπέρτατη σχέση και αρχή.

Αυτή η πράξη νιώθαμε ότι μας έδενε με τους φίλους μας. Μας υπέβαλε τη σκέψη ότι, αν χρειαστεί, θα κάνουμε κι εμείς τα πάντα για να βοηθήσουμε τον φίλο μας. Η Ανάσταση του Λαζάρου ήταν ο ακατάλυτος δεσμός της φιλίας κι όχι το νήμα της επίγειας με τη μεταθανάτιο ζωή.

Όσο κι αν προσπαθούσαν να μας φοβίσουν οι μεγαλύτεροι, οι γονείς μας, οι γιαγιο-παππούδες μας, οι θεολόγοι και οι παπάδες -λέγοντάς μας για τα τρομερά πράγματα που υπάρχουν στην άλλη ζωή, κάτι που αποτυπώνεται στο γεγονός ότι μετά την Ανάσταση ο Λάζαρος δεν ξαναγέλασε ποτέ, επειδή είδε και έζησε για τέσσερις μέρες φρικτά και φοβερά πράγματα στον άλλο κόσμο- εμείς δεν καταλαβαίναμε τίποτε.

Μας αρκούσε η δύναμη που έκρυβε η φιλία. Το πόσο ισχυρή ήταν η θέληση. Αυτό που κρυβόταν στο «δεύρο έξω». Κυρίως όμως αυτό που μας έθελγε το Σάββατο του Λαζάρου ήταν η προετοιμασία για να γιορτάσουμε το γεγονός.

Δεν ξέρω τι γίνεται σε άλλες περιοχές τώρα, πάντως στο Αγρίνιο τότε, τη δεκαετία του ’60, το Σάββατο του Λαζάρου λέγαμε τα κάλαντα. Όπως την Παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Μόνον που τα «λαζαράκια» ήταν διαφορετικά κάλαντα. Δεν είχαμε τρίγωνα. Είχαμε ολόκληρα στεφάνια. Ξύλινα, φορτωμένα με λουλούδια. Και ένα κουδούνι από αυτά που φοράνε στα πρόβατα για να ακούγεται ο ήχος τους.

Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν σαν τα στεφάνια που πηγαίνουν στις κηδείες. Η διαφορά είναι ότι το στεφάνι με το οποίο λέγαμε τα κάλαντα του Λαζάρου έβγαζε χαρά, δεν ήταν καταθετήριο θλίψης. Μάλιστα πολλές φορές ψάχναμε και βρίσκαμε, αντί για κουδούνι, κουδούνα απ’ αυτή που βάζουν στο γκεσέμι. Για ν’ ακούγεται όσο γίνεται πιο δυνατά ο ήχος, καθώς κουνούσαμε το στεφάνι. Δεν ξέρω αν επιζητούσαμε δυνατούς ήχους για να ξορκίσουμε τον θάνατο ή για να διαδηλώσουμε τη χαρά μας για τη ζωή. Το πιθανότερο και για τα δύο.

Αυτό ήταν το νόημα του εθίμου. Για εμάς βέβαια ήταν και χαβαλές. Να έχουμε τον πιο δυνατό, τον πιο ηχηρό Λάζαρο. Ήταν και ένα παιχνίδι, μεταξύ μας, ένα παιχνίδι κατίσχυσης και διάκρισης.

Το ωραιότερο όμως στον «Λάζαρο», στο στεφάνι δηλαδή με το οποίο συνοδεύαμε τα κάλαντα, ήταν τα λουλούδια, με τα οποία τον είχαμε στολίσει. Την προηγούμενη μέρα ρημάζαμε τις αυλές και τους κήπους των γειτόνων. Βλέπετε, τότε σχεδόν κάθε σπίτι είχε κι έναν κήπο, μια αυλή με λουλούδια. Και δεν μιλάμε για γαρίφαλα ή τριαντάφυλλα, αλλά για χιονάκια, σκυλάκια, φρέζες, πασχαλιές κι εγώ δεν ξέρω τι άλλα είδη.

Ειδικά το βράδυ της παραμονής που θα στολίζαμε τον Λάζαρο, γίνονταν κανονικές ανθοκομικές επιδρομές. Παραφύλαγαν οι γυναίκες να μην λεηλατήσουμε τα λουλούδια τους. Εμείς όμως πάντα βρίσκαμε τον τρόπο και οι «επιχειρήσεις» μας ήταν αποτελεσματικές. Μάτσο, αγκαλιές τα λουλούδια που κόβαμε για να στολίσουμε τον «Λάζαρό» μας. Θέλαμε να έχουμε τον πιο γεμάτο, τον πιο πολύχρωμο, τον πιο ευωδιαστό.

Ήταν ένα παιχνίδι, όπως η μπάλα, για το ποιος θα νικήσει. Ποιος θα έχει τον ομορφότερο και καλύτερο «Λάζαρο». Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα λέγαμε τα κάλαντα και για τα λεφτά. Μετρούσαμε τις πεντάρες, τις δεκάρες, τα φράγκα και τα δίφραγκα που μαζεύαμε. Του Λαζάρου δεν μας ενδιέφερε τόσο. Πάντα τα λεφτά ήταν λιγότερα, καθώς το έθιμο πρόσταζε να μας δίνουν κυρίως φρούτα, καρύδια, αυγά ή άλλα φαγώσιμα. Και τα μήλα τα θέλαμε για να χορτάσουμε την πείνα μας, όμως ήταν η όλη προετοιμασία και αυτό καθαυτό το γεγονός που μας άρεσε περισσότερο.

Ήταν μια γιορτή των αρωμάτων, ένα παιχνίδι θορυβώδες για να ξορκίσει το κακό και τον φόβο του θανάτου, αλλά και να καλωσορίσει τη ζωή.

Ίσως γι’ αυτό και έπειτα από 40 χρόνια θυμάμαι την κατακλείδα από τον «Λάζαρο», αυτή που για λόγους συντομίας τραγουδούσαμε (την αρχή με τις αδελφές του, τη Μάρθα και τη Μαρία από τη Βηθανία που συνάντησαν τον Χριστό και τον παρακάλεσαν να αναστήσει τον αδελφό τους, τα έχω ξεχάσει), ενώ τα λόγια από τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κάπου τα μπέρδευα μέχρι που άρχισαν να τα λένε τα παιδιά μου και αναγκαστικά τα ξαναθυμήθηκα.

Λάζαρέ μου,/ Λάζαρέ μου,/ φίλε και αγαπητέ μου./ Πες μας Λάζαρε τι είδες/ εις τον Άδη που επήγες./ Είδα φόβους, είδα τρόμους,/ είδα βάσανα και πόνους./ Δώστε μου λίγο νεράκι/ να ξεπλύνω το φαρμάκι/ της καρδίας, των χειλέων/ και μη με ρωτάτε πλέον.

Αυτά τα κάλαντα τραγουδούσαμε εμείς στο Αγρίνιο. Αλλού τραγουδούσαν κάποια άλλη παραλλαγή, όπως είχαν και άλλα έθιμα. Όταν μεγάλωσα, έμαθα ότι σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας έφτιαχναν τα «λαζόνια». Ήταν μικρά ψωμάκια πλασμένα σε σχήμα ανθρώπου. Μέσα στη ζύμη έβαζαν μέλι ή καρύδια ή σταφίδες ή ό,τι άλλο έβγαζε ο κάθε τόπος. Το έθιμο λέει ότι όποιος δεν πλάσει «λαζαράκια» ή «λαζόνια», ή όπως αλλιώς τα λένε, δεν θα χορτάσει ψωμί.

Δεν ξέρω αν αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο αγαπούσα περισσότερο τα κάλαντα του Λαζάρου από αυτά των Χριστουγέννων ή της Πρωτοχρονιάς, επειδή δηλαδή μαζεύαμε διάφορα καλούδια και χορταίναμε την πείνα μας. Επειδή ήταν περισσότερο γιορτή των φτωχών, ένα είδος νομιμοποιημένης από τη θρησκεία, άρα αποδεκτής, ζητιανιάς.

Σίγουρα πάντως τα πλουσιόπαιδα, ενώ έλεγαν τα κάλαντα των Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, συνήθως δεν έλεγαν τον «Λάζαρο». Ίσως επειδή ήταν χορτάτα. Ίσως επειδή οι γονείς τους δεν τους επέτρεπαν να κλέβουν λουλούδια για να μην κακομάθουν. Ίσως γιατί ο «Λάζαρος» δεν έχει τη θαλπωρή της Γέννησης και τη γλύκα της Άγιας Νύχτας. Ίσως επειδή ήταν η λαϊκή γιορτή του χριστιανισμού κι αυτοί ήταν οι αρχόντοι. Ίσως. Υποσυνείδητα, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να ήταν αυτό.

Ίσως πάλι να τον αγάπησα, επειδή την επομένη είχαμε τα βάγια. Τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα και μετά τη Μεγάλη Βδομάδα. Κι αυτή η βδομάδα είναι η αγαπημένη μου. Είναι η εβδομάδα του Μαρτυρίου. Η εβδομάδα των Παθών. Η εβδομάδα της Σταύρωσης. Της Μεγάλης Παρασκευής. Η εβδομάδα που οι απανταχού φτωχοί και κατατρεγμένοι, της Γης οι κολασμένοι, νιώθουν ότι έχουν έναν Άνθρωπο δίπλα τους που θα τους οδηγήσει στην Ανάσταση. Και επειδή υπήρξα κολασμένος, επειδή συνεχίζω να είμαι με τους κολασμένους πάντα, ακόμη και τώρα που μεγάλωσα βλέπω τον Λάζαρο σαν την πρόβα τζενεράλε για την ανάσταση του Ανθρώπου.

Και θα συνεχίσω να τη βλέπω όσο κι αν ξέρω ότι είναι μια ουτοπία. Θα συνεχίσω να τη βλέπω επειδή δεν μπορώ να διώξω από το μυαλό μου τα λουλούδια και τις μυρωδιές τους. Επειδή πάντα θέλω να θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τα χρόνια της αθωότητας. Ίσως πάλι ο «Λάζαρος» να είναι μια σπονδή στους παιδικούς μου φίλους. Και όπως είχα πριν κάποια χρόνια γράψει, πατρίδα είναι οι παιδικοί μας φίλοι.

Ίσως πάλι να αγαπάω αναδρομικά τον «Λάζαρο». Επειδή μου θυμίζει τον αγαπημένο μου μύθο. Την κάθοδο του Ορφέα στον Άδη για να φέρει πίσω την αγαπημένη του Περσεφόνη. Μάλλον όμως ο Λάζαρος μού αρέσει επειδή η μόνη φορά που γέλασε από τότε που αναστήθηκε ήταν όταν είδε κάποιον να κλέβει μια στάμνα. «Το χώμα κλέβει το χώμα», είπε.

Αυτή η αίσθηση ματαιότητας είναι σήμερα τόσο επίκαιρη και αφορά όλους αυτούς τους ματαιόδοξους που πιστεύουν ότι είναι... αθάνατοι.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr