Πόσο αντέχει ο Τσίπρας;

«Κουρασμένος» από φόρους, ΕΚΑΣ, αξιολόγηση, μπλοκάκια και... Τραμπ

Αναμφίβολα, η εβδομάδα που πέρασε ήταν για τον Αλέξη Τσίπρα η ευκαιρία που κάθε πολιτικός -και δη αρχηγός κυβερνήσεως ή κράτους όπως η Ελλάδα- περιμένει να του συμβεί τουλάχιστον μία φορά στην καριέρα του: να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας ειδησεογραφίας - και μάλιστα σε απευθείας σύνδεση λόγω της επίσκεψης του πλανητάρχη στη χώρα του. 

Επιπροσθέτως, αυτή η ευκαιρία με την επίσκεψη του πλανητάρχη ήταν για τον Ελληνα πρωθυπουργό και η καλή και τυχερή του μέρα, καθώς ο Μπαράκ Ομπάμα αφίχθη στην Αθήνα μία εβδομάδα μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Οχι μόνο στην Αμερική, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο ανέμεναν με αυξημένο και ιδιαίτερο ενδιαφέρον τι θα πει για τον διάδοχό του, αλλά και με ποιο τελευταίο μήνυμα, για τη Δημοκρατία, την οικονομία, την Ευρώπη και το μέλλον της ανθρωπότητας, θα θελήσει να σφραγίσει την οκταετία του στο τιμόνι της μιας και μόνης υπερδύναμης. 

Καλύτερο photo opportunity, όπως λέγεται στη δημοσιογραφική γλώσσα, του Eλληνα πρωθυπουργού με τον -δημοφιλέστατο ειρήσθω εν παρόδω- Αμερικανό πρόεδρο δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Θαρρείς και το σύμπαν είχε συνωμοτήσει για να βοηθήσει τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του. Και πράγματι, ο Μπαράκ Ομπάμα έκανε ό,τι καλύτερο περνούσε από το χέρι του για να στηρίξει την Ελλάδα. Η εικόνα και τα λόγια του 44ου προέδρου των ΗΠΑ που μετέδιδαν οι τηλεοπτικές κάμερες σε ολόκληρο τον κόσμο ήταν μια διαφήμιση για την Αθήνα, ένας ύμνος για τον τόπο όπου γεννήθηκαν η Δημοκρατία, η ελευθερία, τα πολιτικά δικαιώματα, οι τέχνες και η φιλοσοφία. Η ομιλία στο Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», οι φωτογραφίες και το προσωπικό του βίντεο στην Ακρόπολη έδιναν την εντύπωση ότι είχαν σχεδιαστεί έτσι ώστε να μη μείνει καμία αμφιβολία σε κανέναν, και πρωτίστως στους εταίρους-δανειστές, ότι θα πρέπει να κάνουν οτιδήποτε χρειαστεί για να σταματήσει το μαρτύριο της Ελλάδας και να απαλλαγεί από το άχθος του χρέους.

Ο Μπαράκ, κατά κοινή ομολογία, με τη στάση και τα λόγια του έδωσε την καλύτερη πάσα στον Αλέξη για να βάλει γκολ υπέρ της χώρας μας. Εκείνο που προξένησε εντύπωση, όπως παραδέχονται ακόμη και στον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι ο πρωθυπουργός δεν αξιοποίησε την ευκαιρία. Η εικόνα του δεν ήταν αντάξια της ευκαιρίας που του παρουσιάστηκε. Αντί να βάλει γκολ, έστειλε την μπάλα στην εξέδρα. Αντί να συζητούν όλοι για τη θαυμάσια ευκαιρία και την πολιτική τύχη του Τσίπρα, ασχολούνταν με τη στάση του σώματός του και εν γένει τη συμπεριφορά του, άμα και τον τρόπο ομιλίας του. Δυστυχώς, το μήνυμα στους εταίρους-δανειστές «χαλαρώστε τη λιτότητα και ρυθμίστε το χρέος» σκιάστηκε από την εικόνα έντονης σωματικής και ψυχικής κούρασης που έβγαζε ο πρωθυπουργός όταν συνομιλούσε με τον Αμερικανό πρόεδρο στο Μαξίμου. 

Βεβαίως, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτό εν τίνι τρόπω αδικεί τον πρωθυπουργό, καθώς οι ευθύνες που έχει φορτωθεί στις πλάτες του είναι όντως πολλές και δυσβάστακτες και πιθανότατα κάποιοι άλλοι μπορεί να μην τις άντεχαν και να είχαν παραιτηθεί. Δεν πρέπει να διαφεύγει από την προσοχή μας ότι σε τρεις μήνες ο Αλέξης Τσίπρας συμπληρώνει δύο χρόνια δύσκολης -έως και καταθλιπτικής, λόγω της χρονίζουσα υφής των προβλημάτων- περιόδου για τη χώρα και είναι λογικό η κούραση, ακόμη και η απογοήτευση, να τον έχουν επηρεάσει σωματικά και να τον καταβάλλουν ψυχικά, όπως άλλωστε είχε γίνει και με τους προκατόχους του Σαμαρά και Παπανδρέου.

Βεβαίως, αυτό που του καταλογίζουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι και εν μέρει το συμμερίζονται οπαδοί, αλλά και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι «ανεξάρτητα από τη δεδομένη πίεση των προβλημάτων και τη σωματική και ψυχική καταπόνηση που αυτά επιφέρουν, όφειλε, παντί τρόπω, το 24ωρο του Ομπάμα να βρίσκεται σε άριστη φόρμα. Καταρχάς το όφειλε στον εαυτό του και οπωσδήποτε στη χώρα, για τη διεθνή της εικόνα». Οπως μας λέει επίλεκτο στέλεχος γνωστής εταιρείας επικοινωνίας: «Δίπλα στον ευθυτενή και ανθρώπινο Ομπάμα έπρεπε να βρίσκεται ένας χαμογελαστός άνθρωπος που, λόγω του νεαρού της ηλικίας και του ευειδούς προσώπου του, αλλά και του μεσογειακού ταμπεραμέντου του, να εκπέμπει αισιοδοξία, θάρρος και υγεία, και όχι ένας μουρτζούφλης που ανυπομονεί να τελειώσει μια συνάντηση η οποία, από τις κινήσεις που κάνει, μοιάζει να του είναι και δυσάρεστη. Δεν ξέρω τι απασχολούσε εκείνη τη στιγμή τον πρωθυπουργό, σίγουρα δεν θα ήταν κάτι ευχάριστο, όμως έπρεπε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να το ξεπεράσει - τουλάχιστον τις στιγμές που υπήρχε τηλεοπτική κάλυψη. Η μοναδική ευκαιρία που είχε ο πρωθυπουργός να δείξει το καλό πρόσωπο της Ελλάδας δυστυχώς σπαταλήθηκε». 


Και όντως, η ευκαιρία που δόθηκε στον Αλ. Τσίπρα ήταν μοναδική. Οι περισσότεροι από τους διατελέσαντες πρωθυπουργούς δεν την είχαν και ούτε θα την έχουν στο μέλλον. Τα τελευταία 60 χρόνια μόνον τέσσερις Αμερικανοί πρόεδροι επισκέφθηκαν τη χώρα μας και από τους περίπου 15 Ελληνες πρωθυπουργούς τυχεροί ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (υπεδέχθη τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ το 1959), ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο το 1991), ο Κώστας Σημίτης (τον Μπιλ Κλίντον το 1999) και τώρα ο Αλ. Τσίπρας τον Μπαράκ Ομπάμα. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η κούραση Τσίπρα δεν είναι κάποιο καινούριο στοιχείο. Είχε αναφερθεί σ’ αυτήν προ τετραμήνου, τον Ιούλιο, ο Βασίλης Λεβέντης. Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάρτιο, μνεία γι’ αυτήν είχε κάνει και ο υπουργός Επικρατείας και εξ απορρήτων του πρωθυπουργού Αλέκος Φλαμπουράρης, λέγοντας ότι «ο Αλέξης είναι κουρασμένος, αλλά αισιόδοξος», ενώ τον Σεπτέμβριο ένας από τους λόγους που η κυβερνητική εκπρόσωπος Ολγα Γεροβασίλη διέκοψε τη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ ήταν, όπως λέχθηκε εκ των υστέρων, και η φυσιολογική κούραση του πρωθυπουργού μετά από 2,5 ώρες ερωταπαντήσεων. 


Βεβαίως, όπως μας λέει υψηλόβαθμο στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «η συζήτηση για την εικόνα του Τσίπρα δεν πρέπει να επικεντρωθεί στην κούρασή του, αλλά στο πόσο ακόμη αντέχει πολιτικά να κυβερνήσει». Με τη διαπίστωση αυτή συμφωνεί και πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θεωρεί ότι από αύριο που κατατίθεται στη Βουλή ο Προϋπολογισμός και για το επόμενο δίμηνο (Δεκέμβριος - Ιανουάριος) τα πράγματα θα είναι «ιδιαίτερα ζόρικα» για την κυβέρνηση. Εκτός από τα Εργασιακά, το Συνταξιοδοτικό, τα κόκκινα δάνεια και τα άλλα δύσκολα θέματα της δεύτερης αξιολόγησης, στα οποία η κυβέρνηση πρέπει να πάρει προβιβάσιμο βαθμό από το κουαρτέτο χωρίς ταυτόχρονα να κινδυνεύσει η συνοχή της στις ψηφοφορίες που θα γίνουν στη Βουλή, υπάρχουν τουλάχιστον άλλα τρία καυτά προβλήματα, τα οποία θα πρέπει από την αρχή του νέου έτους να αντιμετωπίσει. Το πρώτο είναι η επαχθής αλλαγή στις εισφορές, τα περίφημα μπλοκάκια που έχουν από τώρα δημιουργήσει βαρύ κλίμα ακόμη και μεταξύ των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο είναι οι νέες περικοπές στο ΕΚΑΣ. Και το τρίτο οι νέοι έμμεσοι φόροι σε καύσιμα, ποτά, τσιγάρα κ.ά. που θα αρχίσουν να ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου. 


Και μόνο αυτός ο πονοκέφαλος θα ήταν αρκετός ώστε να κάνει δύσθυμο τον πρωθυπουργό και να του έχει ρίξει την ψυχολογία. Ισως επειδή δεν είναι πλέον λίγοι αυτοί που στον ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζουν πως είναι ίσως καλύτερα να στηθούν τώρα οι κάλπες ώστε να πάρει ένα αξιοπρεπές ποσοστό (20%-25%) ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά αύριο, όταν με τα νέα μέτρα που εξ ανάγκης και κατ’ επιταγήν του κουαρτέτου θα ληφθούν το ποσοστό μπορεί να κατρακυλήσει σε χαμηλά επίπεδα, ενδεχομένως και μονοψήφια, εάν δεν υπάρξει μείωση του χρέους, η χώρα συνεχίσει να είναι εκτός ποσοτικής χαλάρωσης, η ανεργία παραμείνει στα ύψη και η επενδυτική αποχή συνεχιστεί. Την άποψη αυτή ο πρωθυπουργός την ακούει και του δημιουργεί -ως είναι φυσικό- άγχος, αλλά δεν τη συμμερίζεται επειδή (θέλει να) πιστεύει ότι τα πράγματα, και ιδίως τα οικονομικά, θα εξελιχθούν θετικά και όχι αρνητικά.

Εξυπακούεται πως εφόσον οι εξελίξεις δεν είναι οι επιθυμητές, και αυτό λέγεται ότι θα εκτιμηθεί μετά την 5η Δεκεμβρίου, οπότε και συνεδριάζει το Eurogroup για την αξιολόγηση και το χρέος, δεν αποκλείεται ο Αλ. Τσίπρας να επανεκτιμήσει την κατάσταση. Εκλογές δεν είναι στον σχεδιασμό του, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να αναγκαστεί να τις κάνει αν δει ότι οι αντοχές της κυβέρνησης, της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και του κόμματός του μειώνονται σε επικίνδυνο βαθμό. 


Το ερώτημα «πόσο αντέχει ο Τσίπρας;» δεν απασχολεί μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την αντιπολίτευση, προκειμένου τα κόμματα να δουν τις επιλογές που εφεξής πρέπει να κάνουν, ενώ διατυπώνεται ολοένα  πιο συχνά στις συζητήσεις που γίνονται στους ανά την επικράτεια καφενέδες. Οι συνεργάτες του Τσίπρα δεν ανησυχούν ιδιαίτερα, καθώς θεωρούν ότι «παρά τις δυσκολίες, οι ειδήσεις και από το Eurogroup και την ΕΚΤ θα είναι καλές και θα τροχοδρομήσουν τη χώρα κατά το 2017 στην ανάπτυξη, όπως έδειξαν και τα στοιχεία του γ΄ τριμήνου του 2016». 


Εκτός όμως από τους αθεράπευτα αισιόδοξους, στους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, ανήκει και ο Αλ. Τσίπρας, υπάρχουν και οι απαισιόδοξοι, οι οποίοι συντάσσονται με την πλειοψηφία των αναλυτών, εγχώριων και αλλοδαπών, που θεωρούν ότι πριν από το 2018 δεν πρόκειται να έχουμε ουσιαστική και τελική ρύθμιση του χρέους. Οι απαισιόδοξοι είναι επίσης αυτοί που υποστηρίζουν πως το «θαύμα» με τον Ομπάμα δεν κράτησε ούτε τρεις μέρες, αφού στις δηλώσεις με την Ανγκελα Μέρκελ, και παρά τα όσα είχε πει στην Αθήνα, δεν υπήρξε η παραμικρή αναφορά στο ελληνικό χρέος, ενώ ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε φροντίσει να βάλει πάγο στον Αμερικανό πρόεδρο όταν την παραμονή της επίσκεψής του στο Βερολίνο δήλωνε, με περίσσιο θράσος είναι η αλήθεια -σε βαθμό που εξόργισε ακόμη και τη συνήθως ψύχραιμη Ντόρα Μπακογιάννη-, ότι «όσοι μιλούν για ελάφρυνση του χρέους, δεν βοηθούν τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα». 

Φυσικά, το πρόβλημα δεν είναι ο Ομπάμα, ο οποίος δεν είχε κανέναν λόγο να μην είναι ευχάριστος στους Ελληνες, οι οποίοι του πρόσφεραν το καλύτερο φυσικό σκηνικό για το τελευταίο μάθημα δημοκρατίας που ήθελε από τη θέση του πλανητάρχη να παραδώσει στους συμπατριώτες του και την υφήλιο. Το πρόβλημα είναι η κυβέρνηση και όσοι άλλοι θεώρησαν ότι ο απερχόμενος πρόεδρος μπορούσε να παρακάμψει ή και να υπερβεί τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ. Ενδεχομένως, θα μπορούσαν τα λόγια ή οι υποσχέσεις που θα έδινε, και έδωσε, να είχαν μια ορισμένη δεσμευτικότητα εάν διάδοχός του ήταν η Χίλαρι Κλίντον. Με τη νίκη Τραμπ, όμως, οι δεσμεύσεις Ομπάμα μετατράπηκαν σε καλές προθέσεις. Αυτό φαίνεται ότι το συνειδητοποίησε ο Αλ. Τσίπρας την τελευταία στιγμή, πριν αφιχθεί ο Ομπάμα στην Αθήνα, επειδή είθισται οι λεπτομέρειες των επαφών και τα αποτελέσματα των συνομιλιών του εκάστοτε Αμερικάνου προέδρου να έχουν συμφωνηθεί από πριν μεταξύ των υπηρεσιακών παραγόντων. Οταν ο πρωθυπουργός κατάλαβε ότι τα καλά λόγια του Ομπάμα για το χρέος θα είναι καλά λόγια και μόνο και οι ΗΠΑ επί Τραμπ θα αναθέσουν τις οικονομικές και δημοσιονομικές διευθετήσεις της Ε.Ε. στη Γερμανία, ήταν λογικό να κατεβάσει μούτρα.


Οπως ήταν επίσης φυσικό να νιώσει δυσάρεστα όταν πληροφορήθηκε ότι στα λεγόμενα εθνικά θέματα, και ιδίως στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, όχι μόνο δεν πρόκειται να έχει οποιαδήποτε βοήθεια από τον Ομπάμα -όπως και έγινε-, αλλά τα πράγματα μπορεί να γίνουν χειρότερα εάν ο Ερντογάν επιμείνει στην αναθεωρητική πολιτική όσον αφορά τα σύνορα σε Αιγαίο και Θράκη και ο Τραμπ κάνει πράξη όσα κολακευτικά έχουν πει ο ίδιος και οι στενοί του συνεργάτες για την Τουρκία. Και, ως είναι φυσικό, κανείς πολιτικός (πόσο μάλλον ο Τσίπρας που έγινε πρωθυπουργός σε νεαρή ηλικία, χωρίς να έχει μάλιστα ουδεμία εμπειρία, έστω και υπουργική, διακυβέρνησης) δεν θα ήθελε εκτός από πολιτικές και οικονομικές αστοχίες να του καταλογιστούν και ευθύνες σε εθνικά θέματα. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και το ζήτημα των προσφύγων, που ουδείς γνωρίζει την έκταση και την οξύτητα που εγκυμονεί.


Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τις δημοσκοπήσεις που κάθε μέρα που περνά γίνονται ολοένα δυσμενέστερες για την κυβέρνηση, αλλά και προσωπικά για τον πρωθυπουργό, είναι λογικό να μην έχει κέφια -και να το δείχνει, επειδή προφανώς δεν μπορεί να το κρύψει- ο Αλ. Τσίπρας. Αυτή θα ήταν η αντίδραση κάθε φυσιολογικού ανθρώπου που βρίσκεται υπό μεγάλη και διαρκή πίεση. Ενός ανθρώπου που κυριολεκτικά δουλεύει 16 και 18 ώρες κάθε μέρα προκειμένου, όπως είπε, «να σταματήσει η ανηφόρα και η χώρα μαζί με τους πολίτες της να βαδίσουν επιτέλους σε ομαλό δρόμο». Μπορεί οι στενοί του συνεργάτες να τον χαρακτηρίζουν «παγοθραυστικό που δεν καταλαβαίνει τίποτε», όμως στις αντοχές κάθε ανθρώπου -ας μην ξεχνάμε ότι και οι πολιτικοί είναι άνθρωποι- υπάρχει ένα όριο, το οποίο δύσκολα ξεπερνιέται χωρίς συνέπειες. 
Σαν τον «κουρασμένο Καραμανλή» 

Τα τελευταία 24ωρα διακινείται στα πολιτικο-δημοσιογραφικά γραφεία η αντιστοίχιση της εικόνας του «φευγάτου» Τσίπρα με αυτή του «κουρασμένου» Κώστα Καραμανλή λίγους μήνες πριν ο πρώην πρωθυπουργός, λόγω του επικείμενου δημοσιονομικού εκτροχιασμού, εγκαταλείψει ουσιαστικά τη διακυβέρνηση προκηρύσσοντας εκλογές, τις οποίες ήταν σίγουρο ότι θα κερδίσει ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου. Η αντιστοίχιση που επιχειρείται είναι άδικη. Ο Αλ. Τσίπρας δεν είναι Κ. Καραμανλής. Συνεχίζει, παρά τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, να διακατέχεται από την ορμή του νεοφώτιστου στην εξουσία. Οσοι τον γνωρίζουν καλά υποστηρίζουν ότι «είναι πεισματάρης και αγωνιστής» και δεν πρόκειται να τα εγκαταλείψει, ούτε θα αρνηθεί να κλείσει την αξιολόγηση ακόμη κι αν τα μηνύματα από το Βερολίνο είναι να ξεχάσει τη ρύθμιση του χρέους και να περιοριστεί, προσώρας, σε κάποιες βραχυπρόθεσμες διευθετήσεις. Γνωρίζει ότι τα πράγματα είναι δύσκολα, αρνείται να πιστέψει ότι θα γίνουν δυσκολότερα και θεωρεί ότι το Brexit, οι αλλαγές στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη μπορεί να έχουν συντηρητικό έως και ακροδεξιό πρόσημο, επειδή όμως ταυτοχρόνως αμφισβητούν τη γερμανική ηγεμονία και την πολιτική της ακραίας λιτότητας μπορεί η Ελλάδα, με τις κατάλληλες συμμαχίες, να βγει κερδισμένη. 


Από την άλλη, βέβαια, ουδείς μπορεί να γνωρίζει αν υπάρχει και κάτι άλλο το οποίο καταθλίβει τον πρωθυπουργό. Οι πληροφορίες που τον θέλουν να είναι «σκασμένος» επειδή προ μηνός περίπου ενημερώθηκε ατύπως ότι η αμερικανική διοίκηση αλλάζει στάση απέναντί του και αρχίζει να βλέπει με συμπάθεια τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αξιόπιστες και μάλλον υποκρύπτουν σκοπιμότητες. Εκτός κι αν περιέχονται σε κάποια έκθεση του νέου Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, στην οποία όμως έχουν πρόσβαση πολύ λίγοι, και μάλιστα Αμερικανοί αξιωματούχοι, και σίγουρα δεν θα δει το φως της δημοσιότητας. Ούτε μπορεί ο ανασχηματισμός να επισπεύσθηκε προκειμένου να εισέλθουν στην κυβέρνηση πρόσωπα, όπως ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, που ήταν αρεστά στην οικογένεια Κλίντον.


Ακόμη κι αν αυτό συνέβη, η ήττα της Χίλαρι Κλίντον είναι ένας ακόμη λόγος αφενός για να μην είναι χαρούμενος ο πρωθυπουργός και αφετέρου, διαγενομένου του χρόνου και των εξελίξεων, να ακούγεται ολοένα πιο συχνά και με μεγαλύτερη ένταση το ερώτημα: «Πόσο αντέχει ο Τσίπρας;». Το κακό για τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση είναι πως όταν τέτοια ερωτήματα ακούγονται συχνά, συνήθως οι κυβερνήσεις αρχίζουν να μετρούν αντίστροφα τον χρόνο. Τώρα, το πόσο θα διαρκέσει αυτό το μέτρημα, είναι δύσκολο να το μαντέψει κάποιος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το 2017 θα είναι μία ακόμη δύσκολη χρονιά. Για όλους...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr