Η βραχυχρόνια μίσθωση, η τοπική οικονομία και τα πραγματικά προβλήματα

Πολύ λόγος γίνεται τελευταία για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων σε διαδικτυακές πλατφόρμες με πρωταγωνιστές την κυβέρνηση, τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και υποψήφιους δημάρχους, οι οποίοι τονίζουν το πόσο κακό κάνει στην κοινωνία και την οικονομία η εξάπλωσή τους.

Είναι όντως έτσι;

Καταρχήν ας μιλήσουμε με νούμερα. Στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερα από 126.000 διαμερίσματα, βίλες και δωμάτια διαθέσιμα στην πλατφόρμα AirBnB, σύμφωνα με το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (στοιχεία Νοεμβρίου 2018), εκ των οποίων 30.000-40.000 βρίσκονται στην Αθήνα. Παράλληλα, οι άστεγοι στην Ελλάδα ξεπερνούν τις 20.000 με τους περισσότερους εξ αυτών να είναι στην Αθήνα. Ο αριθμός των αστέγων θα ήταν πολλαπλάσιος αν δεν υπήρχαν τα διάφορα προγράμματα της Ύπατης Αρμοστείας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιδοτούν στέγαση σε πρόσφυγες. Οπότε είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι οι κατοικίες που πλέον προσφέρονται στις πλατφόρμες ενισχύουν το πρόβλημα στέγασης.

Ας συνεχίσουμε όμως με αριθμούς. Σύμφωνα με πανευρωπαϊκή έρευνα της Guardian, στην Ελλάδα υπάρχουν 400.000 (!) κατοικίες οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται. Οπότε το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη κατοικιών, αλλά η κακή διαχείρισή τους.

Σύμφωνα με στοιχεία του Δήμου Αθηναίων και του Υπουργείου Τουρισμού, το 2018, ο αριθμός τουριστών στην Αθήνα μόνο ξεπέρασε τα 5 εκατομμύρια, με ετήσια αύξηση σε διψήφιο νούμερο. Πολλές χιλιάδες ακατοίκητα διαμερίσματα και μισοερειπωμένες μονοκατοικίες ανακαινίστηκαν για να φιλοξενήσουν τον τεράστιο πλέον αριθμό τουριστών, ο οποίος δεν υπήρχε περίπτωση να φιλοξενηθεί από τα ξενοδοχεία, όχι μόνο λόγω κόστους, αλλά και εξαιτίας της μη διαθεσιμότητας κλινών.

Ποτέ η Αθήνα δεν είχε τη δυνατότητα να καλύψει τόσους τουρίστες, αφού σχεδόν κανένας τουρίστας δεν έμενε στην πόλη πάνω από μια μέρα, ίσα ίσα για να επισκεφθεί την Ακρόπολη και την Αρχαία Αγορά. Η Αθήνα πλέον έχει συμπεριληφθεί στους προορισμούς του «μεγάλου σαββατοκύριακου» (αγγλιστί: long weekend), δηλαδή 4 ημερών. Τι θα έκαναν όλοι αυτοί οι επισκέπτες; Απλώς θα επέλεγαν μια άλλη πόλη, όπως είναι η Κωνσταντινούπολη, η Λισαβόνα, η Βιέννη, το Τορίνο, η Ρώμη, η Σόφια και δεκάδες άλλες, οπότε και η χώρα μας θα έχανε πολλά εκατομμύρια σε συνάλλαγμα και φόρους (ΦΠΑ, φόρος εισοδήματος, τέλη αεροδρομίου κλπ).

Χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες ακινήτων βλέποντας την ευκαιρία, αποφάσισαν να διαθέσουν το ακίνητό τους στην πλατφόρμα. Για να το κάνουν όμως, πρέπει να διατηρούν ορισμένες προϋποθέσεις, οπότε και «αναγκάστηκαν» να το ανακαινίσουν, πληρώνοντας αρκετά μεροκάματα σε υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, αρχιτέκτονες, ελαιοχρωματιστές, μαραγκούς, σιδεράδες, πατωματζήδες, διακοσμητές, τζαμάδες, και αρκετές ακόμα κατηγορίες επαγγελματιών.

Στη συνέχεια δαπάνησαν μεγάλα ποσά για έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, μεταφορές, φωτογραφίσεις κοκ, ενώ καθ’ όλη την «τουριστική» χρήση δαπανούνται σημαντικά ποσά για καθαρισμό σπιτιού, δώρα υποδοχής (αγγλιστί: welcome gifts), καθαρισμό πετσετών και σεντονιών, είδη σπιτιού, καθώς και λογαριασμούς ηλεκτρικού, νερού, φυσικού αερίου, κοινοχρήστων και διαδικτύου.

Επιπροσθέτως, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τα χρήματα που δαπανούν οι ίδιοι οι τουρίστες όσο μένουν στα σπίτια. Και μιλάμε για τεράστια ποσά σε εστιατόρια, καταστήματα, περίπτερα, μπαρ, μίνι μάρκετ, καφετέριες, σουβλατζίδικα, κάβες, καφετέριες, φούρνους και λοιπές τοπικές επιχειρήσεις καθώς και ταξί και μέσα μαζικής μεταφοράς.

Όπως γίνεται αντιληπτό, τα χρήματα που έρχονται ως καθαρό συνάλλαγμα, μεταφέρονται στην τοπική αγορά, είτε μέσω επένδυσης εκ μέρους των ιδιοκτητών, είτε απευθείας από τους τουρίστες, αλλά και απευθείας στο κράτος. Βέβαια, δεν ανήκουν όλες οι καταχωρήσεις ακινήτων σε μικροϊδιοκτήτες. Υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις από μεγαλοϊδιοκτήτες ή εταιρείες που διαχειρίζονται δεκάδες ακίνητα. Υπάρχει όμως και ένα ποσοστό του 13% που προσφέρει ένα δωμάτιο, κάτι που είναι και το αρχικό επιχειρηματικό μοντέλο της AirBnB, καθώς βασίζεται στην Οικονομία Διαμοιρασμου (αγγλιστί: Sharing Economy).

Το ελληνικό κράτος, όπως πάντα αργοπορημένο να αντιληφθεί το γεγονός ότι ο κόσμος αλλάζει και μαζί του αλλάζουν η οικονομία και η κοινωνία, άργησε πολύ να θεσπίσει κανόνες, επιτρέποντας -ή για την ακρίβεια, αναγκάζοντας- χιλιάδες ιδιοκτήτες να παρανομήσουν. Τώρα που επιτέλους ορίστηκαν οι κανόνες, γίνεται συζήτηση να αλλάξει η νομοθεσία, διαλύοντας τη σταθερότητα, κάτι που δυστυχώς το ελληνικό κράτος το συνηθίζει. Το αποτέλεσμα θα είναι να αυξηθεί η φοροδιαφυγή, με τους ιδιοκτήτες να μη δηλώνουν τα εισοδήματά τους και να πληρώνουν τους τεχνικούς, τις καθαρίστριες κοκ, με «μαύρα» αφού δεν θα εκπίπτουν από τα έξοδά τους.

Οι υποστηρικτές της αυστηροποίησης της νομοθεσίας για τη βραχυχρόνια μίσθωση υποστηρίζουν ότι πολλοί ενοικιαστές εξαναγκάζονται να φύγουν από τα σπίτια που νοικιάζουν, τα οποία προορίζονται για τις πλατφόρμες, και δεν μπορούν να βρουν να μείνουν στην περιοχή, καθώς οι τιμές αυξήθηκαν πολύ. Είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα, ωστόσο αφορά τις περιοχές που έχουν τουριστικό ενδιαφέρον και δεν είχαν πριν. Δεν είναι παράλογο λοιπόν να έχει ζήτηση ένα κατάλυμα που βρίσκεται σε απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια από την Ακρόπολη, όπως ήταν πάντα ακριβό ένα σπίτι για παράδειγμα κοντά στην Μονμάρτη του Παρισιού ή στην Times Square της Νέας Υόρκης. Απλά δεν είχαμε τόσον τουρισμό παλιότερα στην Αθήνα.

Όσον αφορά τις άλλες περιοχές, όπως τα νησιά, τα ενοικιαζόμενα με βραχυχρόνια εκμίσθωση δεν διαφέρουν τελικά καθόλου πλέον από τα παραδοσιακά «rooms-to-let», και μάλιστα μπορούν να ελεγχθούν, άρα και να φορολογηθούν πιο εύκολα αφού είναι ήδη καταχωρημένα στο Airbnb. Σε αυτές τις περιοχές το πρόβλημα είναι ότι πολλοί γιατροί, αξιωματικοί και δάσκαλοι που υποχρεούνται από το κράτος να κάνουν το «αγροτικό» τους, δεν μπορούν να βρουν σπίτι για να μείνουν. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσει το ίδιο το κράτος και μάλιστα άμεσα. Αφού υποχρεώνει έναν άνθρωπο να μείνει σε μια περιοχή για να εργαστεί, θα πρέπει και να μεριμνήσει για την στέγασή του.

Όσον αφορά το εξίσου σοβαρό και γενικότερο πρόβλημα με τις εξώσεις ενοικιαστών, το πρόβλημα οφείλεται πάλι στο κράτος, καθώς η ισχύουσα νομοθεσία δεν προστατεύει τον ιδιοκτήτη, με αποτέλεσμα άπειρες περιπτώσεις απλήρωτων λογαριασμών, ενοικίων, κοινοχρήστων και φθορών που τελικά επιβαρύνουν τους ιδιοκτήτες. Οπότε είναι λογικό να επιλέξουν τη βραχυπρόθεσμη, ακόμα και αν η πληρότητα είναι κάτω του 50%, οι λογαριασμοί πληρώνονται από τους ίδιους, οι προσφερόμενες τιμές έχουν πέσει πολύ λόγω ανταγωνισμού, και έχουν επιπλέον έξοδα, όπως καθαρισμού, τα οποία δεν εκπίπτουν.

Τι πρέπει λοιπόν να κάνει το κράτος;

Πρώτα απ΄όλα να σταματήσει να αλλάζει -ή να απειλεί/υπόσχεται ότι θα αλλάξει- τη νομοθεσία, ανάλογα με την εκτιμώμενη ψηφοφορική «πελατεία» του κάθε κυβερνώντος κόμματος.

Να θεσπίσει κανόνες προστασίας ενοικιαστών αλλά και ιδιοκτητών,ώστε να θέτει και την μακροπρόθεσμη ενοικίαση ως καλή επιλογή.

Να πάρει μέτρα ώστε να αξιοποιηθούν τα εκατοντάδες χιλιάδες ακατοίκητα ακίνητα.

Η ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων στην Ελλάδα, έδωσε την ευκαιρία σε μικροϊδιοκτήτες να αξιοποιήσουν τα ακίνητά τους, επαγγελματίες και επιχειρήσεις τεχνικών εργασιών να δουλέψουν ξανά μετά από χρόνια αδράνειας, τοπικά καταστήματα λιανικής και εστίασης να αναπτύξουν τις δραστηριότητες τους, ανέργους να εργαστούν στις μεταφορές, τον καθαρισμό, την υποδοχή. Αν το κράτος καταστρέψει αυτήν την ευκαιρία που δίνεται με την εκτίναξη του τοπικού τουρισμού, θα σβήσει τη μοναδική μάλλον μηχανή που βοήθησε τη χώρα μας να επιβιώσει οικονομικά.


Ο Ορέστης Ματσούκας είναι πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Νέων Επιχειρηματιών (ΕΣΥΝΕ) Αθηνών
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr