Εξασθενημένη ανάπτυξη
14.06.2019
10:00
Το 2019 είναι ένα εκλογικό έτος κι αυτό μας έκανε εδώ και πολύ καιρό να είμαστε σκεπτικοί για το τι επρόκειτο να συμβεί. Φοβόμασταν μια αποδιάρθρωση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων, τωρινών και μελλοντικών, δεδομένου ότι όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος έχει συμφωνήσει, με σχετικές διαφοροποιήσεις, στον τύπο και το μέγεθος των δημοσιονομικών παροχών της προεκλογικής περιόδου.
Φαίνεται ότι το μέγεθος των παροχών αυτών εξαντλεί τις δημοσιονομικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας για το 2019 και ενδεχομένως το 2020. Επιπροσθέτως η αναμενόμενη μη εφαρμογή της μείωσης του αφορολόγητου ορίου θα προσθέσει 1,8 δισ. ευρώ στις δημοσιονομικές απαιτήσεις. Τα προβλήματα αυτά θα αυξηθούν αν υπάρξουν αποφάσεις (δικαστικές και στη συνέχεια κυβερνητικές) που θα ικανοποιούν αιτήματα για την κάλυψη συνταξιοδοτικών και μεθοδολογικών αναδρομικών διεκδικήσεων.
Θεωρητικά οι επιπλέον δημοσιονομικές απαιτήσεις θα μπορούσαν να καλυφθούν από μια επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης ο οποίος υπολογιζόταν από την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή γύρω στο 2,3%. Τονίζουμε τη λέξη «θεωρητικά» διότι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ελαστικότητα του ΑΕΠ απέναντι στα έσοδα είναι ένα θετικό αξιόλογο μέγεθος. Με λίγα λόγια, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όταν αυξάνεται ή μειώνεται το ΑΕΠ αυξάνονται ή μειώνονται αναλογικά τα φορολογικά έσοδα. Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους, όπως είναι η επίδραση της παραοικονομίας, ο τύπος της ανάκαμψης και το μέγεθός της.
Δυστυχώς, ενώ αναμέναμε επιτάχυνση της ανάπτυξης σε σχέση με το 2018, διαπιστώνουμε την εξασθένισή της. Βεβαίως εμείς είχαμε, και πάλι, αξιολογήσει με ακρίβεια τις προοπτικές του 2019 και είχαμε εγκαίρως (από την αρχή του χρόνου) ενημερώσει ότι η πρόβλεψή μας για το 2019 ήταν περίπου στο 1,8% που απέχει αρκετά από το 2,3% της κυβέρνησης.
Το νέο πρόβλημα το οποίο εμφανίστηκε είναι ότι ο εποχιακά διορθωμένος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της ΕΛΣΤΑΤ, του α’ τριμήνου του 2019, μας εξέπληξε αρνητικά, δεδομένου ότι εμφανίστηκε να προσγειώνεται σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018, στο 1,3%. Δηλαδή αρκετά (!) χαμηλότερα σε σύγκριση ακόμα και με τη δική μας συντηρητική πρόβλεψη που βρισκόταν για το α’ τρίμηνο του 2019 στο 1,61%.
Ετσι, κανονικά η πρόβλεψη για το 2019 θα πρέπει να επανεκτιμηθεί αρνητικά για να φτάσει αυτή τη φορά στο 1,77% (!).
Πού οφείλεται, όμως, η αρνητική προς τα κάτω επανεκτίμηση της επίδοσης της οικονομίας;
Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,1% σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2018. Επίσης οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν και 2,1%. Τέλος, οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 5,4%.
Στη θετική πλευρά της ζυγαριάς τοποθετούνται μόνο οι ακαθόριστες επενδύσεις παλιού κεφαλαίου, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 8,1% σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2018.
Η δυσάρεστη εξέλιξη εντοπίζεται λοιπόν στην εξέλιξη των εξαγωγών. Θα είχε ενδιαφέρον να εντοπίσουμε τους λόγους για τους οποίους εμφανίζεται η υστέρηση αυτή, που θέλουμε να ελπίζουμε ότι δεν σχετίζεται με την αύξηση του εργασιακού κόστους.
Το σοβαρό ερωτηματικό που αρχίζει να εμφανίζεται σχετίζεται με το αν από τις παροχές πρόκειται να «ενοχληθεί» η άσκηση της βιωσιμότητας του χρέους που ισχύει. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα και φαίνεται ότι θα περιμένουμε μέχρι το φθινόπωρο για να μάθουμε περισσότερα.
Το δεύτερο τρίμηνο αναμένεται να είναι καλύτερο του πρώτου τόσο διότι παραδοσιακά συμβαίνει αυτό όσο και επειδή εκδηλώθηκε το κύμα παροχών της κυβέρνησης που θεωρητικά πρέπει να επηρέασε την καταναλωτική δαπάνη. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η αντιστροφή της υποτονικής αναπτυξιακής πορείας που παρατηρείται από την αρχή του χρόνου είναι πολύ δύσκολη. Τελικά αναρωτιόμαστε μήπως το πακέτο της 15ης Μαΐου της κυβέρνησης, εκτός του ότι αποσκοπούσε στην προσέλκυση ψηφοφόρων, στόχευε διά της αύξησης της ενεργούς ζήτησης στην κάλυψη των αδυναμιών της οικονομικής πολιτικής των δύο προηγούμενων ετών, που οδήγησαν τελικά σε μια μεταμνημονιακή ασθενή ανάπτυξη.
Θεωρητικά οι επιπλέον δημοσιονομικές απαιτήσεις θα μπορούσαν να καλυφθούν από μια επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης ο οποίος υπολογιζόταν από την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή γύρω στο 2,3%. Τονίζουμε τη λέξη «θεωρητικά» διότι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ελαστικότητα του ΑΕΠ απέναντι στα έσοδα είναι ένα θετικό αξιόλογο μέγεθος. Με λίγα λόγια, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όταν αυξάνεται ή μειώνεται το ΑΕΠ αυξάνονται ή μειώνονται αναλογικά τα φορολογικά έσοδα. Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους, όπως είναι η επίδραση της παραοικονομίας, ο τύπος της ανάκαμψης και το μέγεθός της.
Δυστυχώς, ενώ αναμέναμε επιτάχυνση της ανάπτυξης σε σχέση με το 2018, διαπιστώνουμε την εξασθένισή της. Βεβαίως εμείς είχαμε, και πάλι, αξιολογήσει με ακρίβεια τις προοπτικές του 2019 και είχαμε εγκαίρως (από την αρχή του χρόνου) ενημερώσει ότι η πρόβλεψή μας για το 2019 ήταν περίπου στο 1,8% που απέχει αρκετά από το 2,3% της κυβέρνησης.
Το νέο πρόβλημα το οποίο εμφανίστηκε είναι ότι ο εποχιακά διορθωμένος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της ΕΛΣΤΑΤ, του α’ τριμήνου του 2019, μας εξέπληξε αρνητικά, δεδομένου ότι εμφανίστηκε να προσγειώνεται σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018, στο 1,3%. Δηλαδή αρκετά (!) χαμηλότερα σε σύγκριση ακόμα και με τη δική μας συντηρητική πρόβλεψη που βρισκόταν για το α’ τρίμηνο του 2019 στο 1,61%.
Ετσι, κανονικά η πρόβλεψη για το 2019 θα πρέπει να επανεκτιμηθεί αρνητικά για να φτάσει αυτή τη φορά στο 1,77% (!).
Πού οφείλεται, όμως, η αρνητική προς τα κάτω επανεκτίμηση της επίδοσης της οικονομίας;
Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,1% σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2018. Επίσης οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν και 2,1%. Τέλος, οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 5,4%.
Στη θετική πλευρά της ζυγαριάς τοποθετούνται μόνο οι ακαθόριστες επενδύσεις παλιού κεφαλαίου, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 8,1% σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2018.
Η δυσάρεστη εξέλιξη εντοπίζεται λοιπόν στην εξέλιξη των εξαγωγών. Θα είχε ενδιαφέρον να εντοπίσουμε τους λόγους για τους οποίους εμφανίζεται η υστέρηση αυτή, που θέλουμε να ελπίζουμε ότι δεν σχετίζεται με την αύξηση του εργασιακού κόστους.
Το σοβαρό ερωτηματικό που αρχίζει να εμφανίζεται σχετίζεται με το αν από τις παροχές πρόκειται να «ενοχληθεί» η άσκηση της βιωσιμότητας του χρέους που ισχύει. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα και φαίνεται ότι θα περιμένουμε μέχρι το φθινόπωρο για να μάθουμε περισσότερα.
Το δεύτερο τρίμηνο αναμένεται να είναι καλύτερο του πρώτου τόσο διότι παραδοσιακά συμβαίνει αυτό όσο και επειδή εκδηλώθηκε το κύμα παροχών της κυβέρνησης που θεωρητικά πρέπει να επηρέασε την καταναλωτική δαπάνη. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η αντιστροφή της υποτονικής αναπτυξιακής πορείας που παρατηρείται από την αρχή του χρόνου είναι πολύ δύσκολη. Τελικά αναρωτιόμαστε μήπως το πακέτο της 15ης Μαΐου της κυβέρνησης, εκτός του ότι αποσκοπούσε στην προσέλκυση ψηφοφόρων, στόχευε διά της αύξησης της ενεργούς ζήτησης στην κάλυψη των αδυναμιών της οικονομικής πολιτικής των δύο προηγούμενων ετών, που οδήγησαν τελικά σε μια μεταμνημονιακή ασθενή ανάπτυξη.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr