Τουρκία: Ο «Επιτήδειος Ουδέτερος» που κατέληξε «Επιτήδειος Σύμμαχος» με το βλέμμα του στραμμένο στον «Επιτήδειο Κατακτητή»

Η επαμφοτερίζουσα στάση της Τουρκίας είναι διαχρονικά χαραγμένη στο DNA της, από την εποχή που το νεοσύστατο τουρκικό κράτος που προέκυψε μετά την επανάσταση του κινήματος των Νεότουρκων το 1908, προσπαθούσε να «σταθεί στα πόδια του» αποκτώντας γεωπολιτική υπόσταση.

Ο διακαής της πόθος να αποκτήσει το γεωστρατηγικό ειδικό βάρος που απώλεσε με την παρακμή και την αποκαθήλωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, την ώθησε να συναλλάσσεται ακόμα και με εχθρούς ή «διεφθαρμένους», όπως αποκαλεί τους Δυτικούς λαούς με σκοπό την απόκτηση πρόσκαιρου, έστω και μικρής γεωπολιτικής αξίας οφέλους.

Η τάση αυτή έλαβε τις πραγματικές της διαστάσεις κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, όταν η Τουρκία ενώ δεσμευόταν ρητά από την Τριμερή Συμμαχία του 1939 με τη Βρετανία και τη Γαλλία, δήλωνε ένα χρόνο αργότερα ουδέτερη ύστερα από την αστραπιαία και αναπάντεχη κατάρρευση και κατάληψη της Γαλλίας από τις δυνάμεις του Άξονα.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του Πολέμου η τουρκική διπλωματία διαδραματίζει παρασκηνιακά μια «επιτήδεια ουδέτερη» στάση, προκειμένου να αποκομίσει εδαφικά ανταλλάγματα που φυσικά δεν δικαιούτο. Ποντάροντας σε μια ενδεχόμενη γεωπολιτική πλειοδοσία από τις δύο εμπόλεμες πλευρές προκειμένου να την προσεταιριστούν, η Τουρκία δεν ενέδωσε στις πιέσεις της Βρετανίας, έτσι ώστε κερδίζοντας χρόνο να συνταχθεί με τον τελικό νικητή όπως και έκανε άνευ όρων, κηρύσσοντας επίσημα τον πόλεμο στη Γερμανία μόλις τρεις μήνες πριν αυτή παραδοθεί.

Παρεμπιπτόντως και ενώ έκλεινε το μάτι στη Γερμανία πριν της κηρύξει τον πόλεμο, είχε επινοικιάσει τη χερσόνησο του Τσεσμέ στους Βρετανούς με μυστική συμφωνία, οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν ως εθνικό τους έδαφος σε όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και έτσι ο όρος «Επιτήδειος Ουδέτερος» ταυτίστηκε πλέον με τον ρόλο που επιτέλεσε η Τουρκία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στη συνέχεια, και υπό τη σκιά του διπολικού συστήματος που επικράτησε μέχρι και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης όπως και στη δεκαετία του 90, η Τουρκία, δοκιμάζοντας «με αναγνωριστικές βολές» τα αντανακλαστικά του διεθνούς συστήματος και των ΗΠΑ ως του μοναδικού πόλου εξουσίας, προσπάθησε να αποκτήσει κάποια κυρίως τοπικά ερείσματα, θέτοντας για πρώτη φορά ζήτημα «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, μιλώντας για νησιά, νησίδες και βραχονησίδες με «αμφιλεγόμενη κυριαρχία» κατά τη δική της θεώρηση, επινοώντας τη γνωστή εξωφρενική ερμηνεία της Συνθήκης της Λωζάνης, αμφισβητώντας τις περιοχές ελληνικής δικαιοδοσίας για τη διεξαγωγή έρευνας και διάσωσης και ανακοίνωσης αγγελιών ναυτιλίας και αεροπλοΐας, όπως και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες, καταλήγοντας ακόμα και σε απειλή κήρυξης πολέμου στην περίπτωση που η χώρα μας ασκήσει το δικαίωμα επέκτασης της χωρικής της θάλασσας στα 12 νμ, παρά τις σχετικές σαφείς προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.

Επιτήδειος Σύμμαχος

Το γεγονός όμως που έδωσε άλλη δυναμική στη στάση της Τουρκίας και ο «Επιτήδειος Ουδέτερος» μετατράπηκε σε «Επιτήδειο Σύμμαχο», ήταν η ανάρρηση στην εξουσία αρχικά ως Πρωθυπουργού και εν συνεχεία ως Προέδρου της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος συστηματικά προσπαθεί να εδραιώσει στη συλλογική μνήμη του απλού Τούρκου πολίτη ότι η Τουρκία κάποτε ήταν αυτοκρατορία και ότι ο εν γένει εδαφικός περιορισμός της αποτελεί ιστορική αδικία, η οποία πρέπει να διορθωθεί το ταχύτερο δυνατό.

Ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας στην ενδυνάμωση αυτής της αντίληψης και στη συνειδητοποίηση ότι η αναβάθμιση του γεωστρατηγικού ρόλου της Τουρκίας μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί, αποτελεί αναμφίβολα η πολιτική των ΗΠΑ επί προεδρίας Ντόναλντ Τράμπ, η οποία με την στρατηγική επιλογή της πολιτικής εσωστρέφειας αποφάσισε ν’ ελαττώσει ή ακόμα και να εξαφανίσει το στρατηγικό της αποτύπωμα από συγκεκριμένες περιοχές όπως στη Μέση Ανατολή, δημιουργώντας σημαντικά κενά εξουσίας.

Αυτά προσπάθησε να αναπληρώσει η Τουρκία, είτε μόνη της είτε μέσω της βοήθειας τρίτων, έχοντας ως απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός πολυπολικού συστήματος με περιφερειακούς δρώντες ανά περιοχή και φυσικά την Τουρκία σε κυρίαρχη θέση ανάμεσα τους, με ζώνη επιρροής τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, την γνωστή ως MENA (Middle East – North Africa).

Σημαντικό αγκάθι στην πραγμάτωση αυτών των στόχων αποτελεί αναμφισβήτητα η ενεργειακή της εξάρτηση, καθόσον συνεχίζει και παραμένει όμηρος της εισαγωγής υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου από τη Μέση Ανατολή, το Αζερμπαϊτζάν και τη Ρωσία. Εξίσου σημαντική είναι η οικονομική της εξάρτηση, με δεδομένη την ανάγκη ρευστότητας για την υποστήριξη των μεγαλεπήβολων σχεδιασμών και της στρατηγικής υπερεξάπλωσης που αυτοί προϋποθέτουν. Πέραν όμως από τη μεσομακροπρόθεσμη στόχευση της, η Τουρκία προσπαθεί και σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο να αποκτήσει ερείσματα, ενίοτε και ετεροβαρούς φύσης με οικονομικά ή ενεργειακά ανταλλάγματα μέσω της σύναψης αδιαφανών συμφωνιών, στοιχειοθετώντας έτι περαιτέρω το ρόλο του «Επιτήδειου Συμμάχου».


Για την προσέλκυση συμμάχων η Τουρκία μεταχειρίζεται διάφορους έμμεσους και πολλές φορές «υπόγειους» τρόπους. Πρώτα, επικαλούμενη την κοινή θρησκεία του Ισλάμ και αποσκοπώντας στην προστασία της αυθεντικότητας της θρησκείας από δυτικές και συνεπώς «διεφθαρμένες» επιρροές, απευθύνει κάλεσμα στις μουσουλμανικές χώρες να συνασπιστούν για τη διαφύλαξη του «πραγματικού» Ισλάμ. Η μετατροπή του Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί και οι κορώνες του Ερντογάν περί απελευθερώσεως του τεμένους του Al-Aqsa στην Ιερουσαλήμ εντάσσονται στο πλαίσιο συσπείρωσης των μουσουλμάνων υπό το νεο-Σουλτάνο Ερντογάν και τα κελεύσματα της Τουρκίας.

Ταυτόχρονα, στις κατηγορίες που εκτοξεύουν κατά καιρούς οι Τούρκοι αξιωματούχοι εναντίον της Δύσης, δεν λείπουν οι υπαινιγμοί για τα ελαττώματα του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Ενός συστήματος που σύμφωνα με τις αιτιάσεις τους, μεροληπτεί έναντι της Τουρκίας, προμηθεύοντας την απαραίτητη ρευστότητα με το σταγονόμετρο και οδηγώντας την στα όρια της οικονομικής ασφυξίας. Αντανακλώντας την πολιτική γραμμή της Τουρκίας, ο Πρόεδρος Ερντογάν παρότρυνε τους συνδαιτυμόνες του, ισλαμικά κράτη και μεμονωμένους αξιωματούχους με σημαντική θρησκευτική και πολιτική ισχύ, να προχωρήσουν από κοινού στη δημιουργία ενός ισλαμικού καπιταλιστικού συστήματος στο οποίο μόνο τα ισλαμικά κράτη θα δικαιούνται να αποταμιεύουν και το οποίο προφανώς θα έλυνε τα χέρια της Τουρκίας για να χρηματοδοτήσει και να υλοποιήσει απρόσκοπτα τις νεοοθωμανικές της στοχεύσεις. Τέτοιες όμως προσπάθειες και άλλες παρόμοιες, προσκρούουν στην καχυποψία που γεννούν οι πραγματικές τουρκικές προθέσεις που είναι βαθιά ριζωμένες στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς είτε είναι Σουνίτες είτε Σιίτες, ειδικά εάν έχουν μνήμες οθωμανικής κατοχής.

Δεύτερον, η συσπείρωση υπό τη λευκή ημισέληνο επιδιώκεται με όχημα τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που διαβιούν κυρίως στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, με την εξαπόλυση έντονης κριτικής εναντίον της δήθεν καλλιεργούμενης ισλαμοφοβίας από τις δυτικές κοινωνίες έναντι των μουσουλμάνων γηγενών, προσφύγων και μεταναστών.

Κοινωνικές, οικονομικές ακόμα και πολιτικές ανισότητες, γκετοποίηση και άλλα κοινωνικά φαινόμενα που βιώνουν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Ευρώπης αποτελούν τα όπλα στη φαρέτρα του Ερντογάν προκειμένου αφενός να συνασπίσει υπό την Τουρκία τους μουσουλμάνους ανεξαρτήτως καταγωγής, αφετέρου να πλήξει και να εκβιάζει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την ΕΕ κατ’ επέκταση. Αντίστοιχη προσεταιριστική πολιτική ακολουθεί και στην περίπτωση των Βαλκανίων όπου διαβιούν σημαντικοί μουσουλμανικοί πληθυσμοί, ιδιαίτερα στη Βοσνία, την Αλβανία, στο Κόσοβο και στη Σερβία. Ίδια στόχευση παρουσιάζει και η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού-προσφυγικού με απειλές κοινωνικής και τελικά κρατικής αποσταθεροποίησης.
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί και η υποστήριξη των μουσουλμάνων Ουιγούρων κατοίκων της βορειοδυτικής επαρχίας της Κίνας Xinjiang, των οποίων τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες καταπατούνται συστηματικά από τους Κινέζους, χωρίς όμως οι Τούρκοι αξιωματούχοι να καταφεύγουν σε δριμεία κριτική πλέον, σε μία ακόμα ένδειξη «επιτηδειότητας».

Τρίτον, η Τουρκία επιχειρεί να προάγει και να υπερθεματίσει την τουρκική καταγωγή των κεντρικών δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως του Καζακστάν, Τουρκμενιστάν και του Κιργιστάν, συστήνοντας πολιτιστικούς οργανισμούς, μη κυβερνητικούς φορείς, ανεξάρτητες οργανώσεις και άλλα σχήματα φιλοδοξώντας να τονώσει την τουρκική ταυτότητα σε αυτούς τους λαούς, όπως είναι το Συμβούλιο των τουρκογενών πληθυσμών, το οποίο μάλιστα είναι επιφορτισμένο με την έκδοση στρατηγικών μελετών όπως «Η κοσμοθεωρία των Τουρκικών φύλων έως το 2040» και «Η στρατηγική του Συμβουλίου των τουρκικών φύλων για τα έτη 2020-2025».
Η ανάπτυξη εναλλακτικών πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών σχημάτων με τα τουρκογενή κράτη λειτουργεί και ως αντίβαρο στην επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Τουρκία διατηρεί εκεί προνομιούχο θέση και σημαίνοντα ρόλο πιθανώς και ρυθμιστή εξελίξεων, σε αντίθεση με τον ρόλο του απολογούμενου στον οποίο έχει περιέλθει εδώ και καιρό λόγω των προκλητικών της πρακτικών σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Παρ’ όλα αυτά και σε πρώτο χρόνο, τέτοια σχήματα αντανακλούν περισσότερο την ματαιοδοξία της Τουρκίας για αύξηση της πολιτικής επιρροής της και λιγότερο τη καθεαυτή σημασία που έχουν στη διαμόρφωση κάποιου απτού γεωστρατηγικού αποτελέσματος.

Παράλληλα με τις δρομολογούμενες μεθοδεύσεις της, η Τουρκία επιδιώκει την παράκαμψη της «ανεπίσημης» διπλωματικής απομόνωσης που της έχει επιβληθεί ένεκα των μονομερών ενεργειών της στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή κυρίως από τις ΗΠΑ και δευτερευόντως από την ΕΕ.
Οι ενέργειές της αυτές οι οποίες έθεσαν στον «πάγο» τις συνομιλίες με την ΕΕ (ενταξιακές, τελωνειακή ένωση) και τα εξοπλιστικά προγράμματα συμπαραγωγής με τις ΗΠΑ (F-35), υπαγόρευσαν τη σύναψη συμμαχιών με περιφερειακούς και ενίοτε περιθωριακούς πολιτικούς δρώντες, οι οποίες έχουν σημαντικές οικονομικές, ενεργειακές αλλά και πολιτικές προεκτάσεις καθώς και ασαφείς δεσμεύσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, μετατρεπόμενες ενίοτε σε λυκοφιλίες.

Τουρκία και Ρωσία

Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η Ρωσία με την οποία η Τουρκία επιθυμεί να κρατά ανοικτές τις γέφυρες επικοινωνίας, προσδοκώντας οφέλη «και από τον Αστυφύλαξ» (τη Ρωσία) «και από τον Χωροφύλαξ» (το ΝΑΤΟ). Οι σχέσεις Ρωσίας – Τουρκίας διαχρονικά χαρακτηρίζονται από έντονη διακύμανση και ειδικά κατά το διάστημα 2015 – 2021, όπου έχουν περάσει από την σοβαρή ρήξη εξαιτίας της κατάρριψης ρωσικού μαχητικού από τουρκικό F-16 κοντά στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας, μέχρι την επαναπροσέγγιση σε όλα τα επίπεδα.

Η αγορά του πυραυλικού συστήματος S-400 αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στις διμερείς τους σχέσεις, καθώς ήταν η αφορμή για την σοβαρή επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, η οποία μετά την άρνηση των ΗΠΑ να την προμηθεύσουν με την τεχνολογία του αντιαεροπορικού συστήματος Patriot, στράφηκαν στη Ρωσία που με προθυμία της πούλησε το συγκεκριμένο σύστημα με τις γνωστές συνέπειες.

Η ενεργειακή διάσταση των διμερών σχέσεων έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία, καθώς αφορά και στην πυρηνική ενέργεια και συγκεκριμένα στην κατασκευή του πυρηνικού αντιδραστήρα στο Akkuyu. Αυτή έχει ανατεθεί από το 2010 σε ρωσική εταιρεία με σκοπό να λειτουργήσει αρχικά το 2023 και να είναι πλήρως λειτουργικός το 2025. Η σημασία μάλιστα που αποδίδει η τουρκική πλευρά στην απόκτηση και χρήση πυρηνικής ενέργειας είναι τόσο μεγάλη, ώστε προσπαθεί να δημιουργήσει ένα ευρύ πλέγμα σχέσεων προκειμένου να εξασφαλίσει απρόσκοπτη πρόσβαση στην πυρηνική τεχνολογία και στους πόρους της.

Για παράδειγμα, η διατήρηση αρίστων σχέσεων με το Πακιστάν προφανώς αποσκοπεί και στην απόκτηση τεχνογνωσίας σε θέματα κατασκευής πυρηνικών όπλων, αφού το Πακιστάν είναι μια από τις εννέα χώρες παγκοσμίως που τα διαθέτουν. Οι «ανθηρές» σχέσεις με το Πακιστάν επεκτείνονται και σε άλλους τομείς, όπου εκτός του γεγονότος ότι η χώρα της Κεντρικής Ασίας αποτελεί τον καλύτερο αγοραστή των τουρκικών οπλικών συστημάτων, η Τουρκία υποδέχεται ως αντάλλαγμα Πακιστανούς πιλότους για να καλύψει τα κενά που δημιουργήθηκαν στις τάξεις της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας μετά την εκδίωξη και αποπομπή εκατοντάδων πιλότων μετά το πραξικόπημα του 2015, με την κατηγορία ότι συμμετείχαν στο παράνομο δίκτυο του Γκιουλέν. Η Τουρκία αποπληρώνει τη σχέση αυτή και στο ακανθώδες ζήτημα της επαρχίας του Κασμίρ λαμβάνοντας ξεκάθαρα εχθρική στάση εναντίον της Ινδίας, μη διστάζοντας μάλιστα να την επικρίνει και σε θεσμικά όργανα όπως ο ΟΗΕ.

Η ίδια προσέγγιση για την εξασφάλιση εναλλακτικών οδεύσεων τεχνογνωσίας ακολουθείται και με την Ουκρανία, προκειμένου, σε περίπτωση που το Κρεμλίνο διακόψει την υποστήριξή του στο πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας, εκείνη να συνεχίσει χωρίς καθυστερήσεις την ολοκλήρωσή του.

Η σύμπλευση των στρατηγικών συμφερόντων στη Συρία αποτελεί επίσης ενδεικτικό παράδειγμα της Ρωσοτουρκικής σύγκλισης, με την Τουρκία ως χώρα μέλος του ΝΑΤΟ ουσιαστικά να δημιουργεί ανάχωμα σε δυνητική επέμβαση των ΗΠΑ στην περιοχή, η οποία διαφορετικά θα είχε σημαντικές συνέπειες για τις στρατιωτικές υποδομές που διατηρεί στη χώρα η Ρωσία (ναυστάθμους, στρατιωτικές βάσεις) και επομένως για την πρόσβασή της στις «θερμές θάλασσες». Η διάσωση των ρωσικών βάσεων στη Συρία με την έμμεση υποστήριξη της Τουρκίας πιθανώς να εξηγεί εν μέρει και την ανοχή της Ρωσίας για το αποτέλεσμα του πολέμου στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, και τη στρατιωτική υποστήριξη που παρείχε η Τουρκία στους Αζέρους.

Από την άλλη πλευρά, τα πεδία στα οποία τα συμφέροντα των δύο κρατών έρχονται σε σύγκρουση είναι αρκετά και δυσεπίλυτα. Ιδιαίτερα ενοχλητική είναι για το Κρεμλίνο η στάση της Τουρκίας στη διαμάχη της Ρωσίας με την Ουκρανία για την περιοχή του Donbass. Οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν όταν ήρθε στο φως της δημοσιότητας η είδηση ότι η Ουκρανία σύναψε αμυντική συμφωνία με την Τουρκία για την προμήθεια των τουρκικών UAV Bayraktar.
Ένα ακόμα αγκάθι στις ρωσοτουρκικές σχέσεις αποτελεί φυσικά το μέτωπο της Λιβύης, όπου οι μεν Τούρκοι υποστήριζαν μέσω της αποστολής μισθοφόρων και πολεμικού υλικού τη διορισμένη κυβέρνηση του Σάρατζ, ενώ οι Ρώσοι εφοδίαζαν κυρίως με πολεμικό υλικό τον αντίπαλο πόλο εξουσίας, τον Στρατάρχη Χαφτάρ.

Το Αζερμπαϊτζάν, αποτελεί μία ακόμα περίπτωση στην οποία η Τουρκία συμπεριφέρεται ως οιονεί «Επιτήδειος Σύμμαχος». Οι άριστες σχέσεις που διατηρούν οι δύο χώρες επιβεβαιώθηκαν στην εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου η ενεργή συμμετοχή του προσωπικού και των μέσων της (κυρίως τα UAVs) άλλαξε τη ροή της σύγκρουσης προς όφελος των Αζέρων οι οποίοι ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια ανέκτησαν τον έλεγχο της πολύπαθης περιοχής. Το αντάλλαγμα φυσικά «αποζημιώνει» την Τουρκία, καθόσον αφενός εξασφαλίζει προνομιακή θέση στην αξιοποίηση του Αζέρικου φυσικού αερίου για τις ενεργειακές ανάγκες της, αφετέρου επωφελείται των δασμών που επιβάλλονται στο φυσικό αέριο αλλά και της κατασκευής των υποδομών για τη διοχέτευση του στην Ευρώπη, με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου που ξεκινούν από τη χώρα της Κασπίας θάλασσας διέρχονται από τουρκικό έδαφος (Bacu-Ceihan, Nabucco, South Caucasus Pipeline). Επίσης πρόσφατα, μόλις τον Ιούνιο, οι δύο χώρες υπέγραψαν κοινή διακήρυξη για την περαιτέρω εμβάθυνση των διμερών τους σχέσεων, η οποία προβλέπει και συμπαραγωγή στρατιωτικών UAVs στην πόλη Σούσα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. H σύμπλευση αυτή προφανώς δεν τυγχάνει της επιδοκιμασίας της Ρωσίας, η οποία όμως ζυγίζοντας τα κέρδη και τις μελλοντικές προοπτικές από την συμπόρευση με την Άγκυρα, προτιμάει να «θυσιάσει» τον παραδοσιακό της σύμμαχο και φίλο την Αρμενία.

Τουρκία και Ιράν

Οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράν μπορούν και αυτές να χαρακτηριστούν ως περίπλοκες με την πρώτη να συμμαχεί και πάλι με «επιτηδειότητα» με τη δεύτερη. Στους τομείς της ενέργειας και του εμπορίου υπάρχει μεγάλη συνεργασία κυρίως λόγω της εξάρτησης της Τουρκίας από τους ιρανικούς ενεργειακούς πόρους, αλλά και λόγω των εισαγωγών τουρκικών αγαθών από το Ιράν. Επίσης και οι δύο χώρες συμμετέχουν σε κοινά φόρα, όπως το πρόσφατο Antalya Diplomacy Forum, ενώ τα πεδία σύγκλισης εντοπίζονται στο ότι και τα δύο κράτη προωθούν και υπερασπίζονται την αυθεντικότητα του Ισλάμ από ξένες επιρροές, παρ’ ότι ασπάζονται διαφορετικό δόγμα (οι Τούρκοι Σουνίτες και οι Ιρανοί Σιίτες). Επιπλέον και οι δύο χώρες είναι σφόδρα αντίθετες στις προσπάθειες των Κούρδων για τη δημιουργία αυτόνομου Κουρδικού κράτους και διατηρούν από «ψυχρές» μέχρι απολύτως εχθρικές σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ.

Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δεν επιθυμεί μια ενδεχόμενη περαιτέρω εμβάθυνση των σχέσεών της με το Ιράν τουλάχιστον επίσημα, καθώς είναι βέβαιο ότι θα δυσχεράνει έτι περαιτέρω τη γεωπολιτική της θέση, με δεδομένο ότι ελάχιστες χώρες διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με τη μοναδική θεοκρατική - επαναστατική «δημοκρατία» στον κόσμο. Αγκάθι σίγουρα στις σχέσεις τους, αποτελεί το γεγονός ότι καθώς το Ιράν διατηρεί παραδοσιακά καλές σχέσεις με την Αρμενία, δεν επικρότησε την τουρκική εμπλοκή στο πλευρό του Αζερμπαϊτζάν στην πρόσφατη διαμάχη στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, ούτε επίσης το γεγονός ότι η Τουρκία συνεχίζει και «συνδιαλλάσσεται» με τις ΗΠΑ, τον αιώνιο εχθρό του Ιράν.
Η εξασφάλιση πρόσβασης στο ιρανικό πετρέλαιο και η αποκόμιση υψηλών κερδών μέσω της παράνομης πώλησής του από την Τουρκία εν είδει «εμπορικού αντιπροσώπου», αφού ως γνωστόν στην Τεχεράνη έχει τεθεί σε ισχύ εδώ και καιρό εμπάργκο πώλησης του ιρανικού πετρελαίου και των προϊόντων αυτού, είναι ένας ισχυρό κίνητρο και ένας θελκτικός παράγοντας για την Άγκυρα να αποτελεί τον «Επιτήδειο Σύμμαχο» του Ιράν, καθώς τα οφέλη από το παρεμπόριο για την παραπαίουσα τουρκική οικονομία είναι τεράστια.

Επιτομή της τουρκικής «επιτηδειότητας» αποτελεί φυσικά το Κατάρ, ο οικονομικά εύρωστος και γαλαντόμος χρηματοδότης της Τουρκίας, ο οποίος σε περιόδους που οι στρόφιγγες του τραπεζικού συστήματος είχαν κλείσει για τη γείτονα και το χρηματιστήριο της κατέρρεε συμπαρασύροντας και την τουρκική λίρα, αποτέλεσε τη σανίδα σωτηρίας της κυβέρνησης του AKP προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Σε αντάλλαγμα, η Μουσουλμανική αδελφότητα που κινεί τα νήματα στο Κατάρ, έχει παρεισφρήσει και στην πολιτική ζωή της Τουρκίας αφήνοντας έντονο το αποτύπωμα της στη σταδιακή στροφή της προς το ριζοσπαστικό Ισλάμ. Επιπλέον και μέσω της Τουρκίας, η οποία διατηρεί πολυπληθείς μειονότητες στην Ευρώπη και λειτουργεί εν είδει proxy του αραβικού εμιράτου, διοχετεύονται τα ανεξάντλητα καταριανά κεφάλαια για τη δημιουργία πολιτιστικών κέντρων και κέντρων διδασκαλίας της ισλαμικής θρησκείας, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις χαρακτηρίζονται ως εκκολαπτήρια τρομοκρατών που προωθούν το νόμο της σαρίας και έχουν ταυτιστεί με έκνομες δραστηριότητες.

«Επιτήδεια Σύμμαχος»

Η στάση του «Επιτήδειου Συμμάχου» υιοθετείται από την Τουρκία και στην περίπτωση της Βόρειας Αφρικής, στην οποία προσπαθεί να εδραιώσει και να επεκτείνει τα πολιτικά και οικονομικά της συμφέροντα, προωθώντας παράλληλα τους θιασώτες και οπαδούς της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε θέσεις-κλειδιά, εξυπηρετώντας με αυτόν τον τρόπο τα «θέλω» του Κατάρ. Έτσι όμως έρχεται αντιμέτωπη με την Αίγυπτο, την μοναδική κραταιά πολιτικοστρατιωτική δύναμη που μπορεί να αναχαιτίσει την τουρκική επιρροή στην περιοχή και φαίνεται να έχει πάρει τις αποφάσεις της επ’ αυτού.

Η γεωστρατηγική «κυβίσθηση» της Τουρκίας παρατηρείται και στην περίπτωση του Ισραήλ με το οποίο διατηρούσε στρατηγική συνεργασία επί εικοσιπέντε συναπτά έτη μέχρι την κρίση του MAVI MARMARA.

Όταν η Τουρκία όμως άρχισε να καθιστά προφανείς και απροκάλυπτες τις αναθεωρητικές της επιδιώξεις, το Ισραήλ μετατράπηκε σε ενοχλητικό αγκάθι, γεωγραφικά τοποθετημένο στο μαλακό υπογάστριο της «νεοοθωμανικής αυτοκρατορίας».
Συνεπώς, η υιοθέτηση του ρόλου του «πάτρονα» των Παλαιστινίων και της εμμονικής ανάδειξης της άκαμπτης στάσης του Ισραήλ έναντι τους, συνιστά στρατηγική επιλογή «πολιτικής εξουθένωσης» του καθώς γνωρίζει πολύ καλά ότι μια απευθείας αναμέτρηση με έναν ισχυρό στρατιωτικά και με ισχυρές διασυνδέσεις με την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού αντίπαλο, μάλλον θα έχει οδυνηρές συνέπειες.

Φυσικά ο «Επιτήδειος Σύμμαχος» διατηρεί πλήρεις και εκτεταμένες οικονομικές σχέσεις με τον νέο αντίπαλό του στην περιοχή. Προφανώς η ώρα της τελικής σύγκρουσης δεν έχει έρθει ακόμα, οπότε γιατί να μην επωφεληθεί μέχρι τότε από μια αμοιβαία επικερδή οικονομική σχέση, η οποία μεταξύ άλλων καταστέλλει και τα ένστικτα επιβίωσης του Ισραήλ.

Τέλος, η Τουρκία μη απεκδυόμενη το ρόλο που παραδοσιακά διατηρούσε όλα τα προηγούμενα χρόνια, προσπαθεί να διατηρήσει ανοικτές τις γέφυρες με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, χωρίς όμως να απεμπολεί ή να οπισθοχωρεί σε ότι έχει να κάνει με τα συμφέροντά της και τις γεωπολιτικές της επιδιώξεις.
Ειδικά για την ΕΕ, η συμφωνία για το μεταναστευτικό της αποφέρει σημαντικά οικονομικά κέρδη άμεσα αλλά και έμμεσα (τελωνειακή ένωση) και της εξασφαλίζει ένα προνομιακό ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών αλλά και μια αχανή αγορά ώστε να διοχετεύσει τα προϊόντα της.

Στον αντίποδα όμως, οι κατηγορίες για «διεφθαρμένη Ευρώπη» που κατά καιρούς έχουν εκστομίσει οι Τούρκοι αξιωματούχοι, οι επικρίσεις τους για την καλλιέργεια κλίματος ισλαμοφοβίας, και φυσικά η ευθεία αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου δείχνουν σε όλη του την έκταση ένα «συμφεροντολόγο και ιδιοτελή» συνομιλητή, ο οποίος μπορεί να συνδιαλλάσσεται με οποιονδήποτε στη βάση του δικού του αποκλειστικού κέρδους.

Η πρόσφατη απόφαση του Τούρκου Προέδρου να ανακοινώσει το μερικό άνοιγμα του Βαρωσίου αποτελεί την οφθαλμοφανέστατη απόδειξη της τουρκικής επιτηδειότητας και στην περίπτωση της Κύπρου, όπου η Τουρκία ενάντια στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τη διεθνή κατακραυγή, αψηφά πλήρως τη νομιμότητα προβαίνοντας σε αυτήν την άκρως προκλητική ενέργεια.

Την ίδια ώρα όμως που χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία εκφράζουν ανοικτά τις αντιρρήσεις τους στην ανακοίνωση Ερντογάν, η Τουρκία δέχεται το χάιδεμα της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας, οι οποίες από τη μία την ψέγουν για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από την άλλη στην περίπτωση της Κύπρου τροφοδοτούν την «Επιτηδειότητά» της με τις γνωστές μεθοδεύσεις τους.

Την ίδια αμφισημία διατηρεί η Τουρκία και στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπου από τη μία πλευρά βαυκαλίζεται ότι συνεισφέρει σε σημαντικό βαθμό στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, αποτελώντας τη νούμερο δύο στρατιωτική δύναμη στους κόλπους της και αναλαμβάνοντας πρόσφατα τη διαχείριση του αεροδρομίου της Καμπούλ μετά την αποχώρηση των νατοϊκών δυνάμεων, ενώ από την άλλη προμηθεύεται ρωσικά οπλικά συστήματα διακινδυνεύοντας τη διαρροή εμπιστευτικών πληροφοριών και υπονομεύοντας το ρόλο της Συμμαχίας και των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική και προσδοκώντας ενεργότερο ρόλο στην τάξη πραγμάτων που προσπαθεί να μεταβάλει με κάθε τρόπο.

«Επιτήδεια Ουδετερότητα»

Η ιστορική πραγματικότητα αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της ακολουθούμενης πολιτικής που η Τουρκία κατά τη σχεδόν χιλιετή πορεία της από τη Μάχη του Ματζικέρτ έως σήμερα υπηρετεί πιστά. Ο σχηματισμός ενός ομοιογενούς κράτους με βάση το Ισλάμ ήταν και παραμένει η πρώτη προτεραιότητα. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μπροστά στον κίνδυνο το εύθραυστο οικοδόμημα που ονομαζόταν νεοσύστατο τουρκικό κράτος να καταρρεύσει στην περίπτωση επιλογής της λάθος πλευράς, διάλεξε την «Επιτήδεια Ουδετερότητα» η οποία όμως τελικά της στοίχισε λόγω της ατολμίας της αφήνοντας την εκτός του διαμοιρασμού των μεταπολεμικών κερδών.

Είναι γεγονός επίσης ότι η επικράτηση της ριζοσπαστικής σουνίτικης εκδοχής του Ισλάμ ταιριάζει στο προφίλ ενός επαναστατικού κράτους που εκτελεί επιθετικό τζιχάντ για την ανατροπή του Status Quo. Η ριζοσπαστική υιοθέτηση του Ισλάμ εξυπηρετεί απόλυτα και τις επιδιώξεις του εμιράτου του Κατάρ, το οποίο στάθηκε στο πλευρό της κυβέρνησης Ερντογάν κατά τη διάρκεια των μεγάλων οικονομικών κρίσεων που διήλθε πρόσφατα το τουρκικό κράτος.

Το κίνημα του κεμαλισμού πάνω στο οποίο στήθηκε το οικοδόμημα του νεοσύστατου τουρκικού κράτους και το οποίο διατηρήθηκε για έναν αιώνα, σταδιακά εγκαταλείπεται υπογραμμίζοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι τελικά αποτέλεσε μια μικρή ιστορική παρένθεση, μια ιστορική ασυνέχεια ενός λαού που είναι ιστορικά και ιδεολογικά συνυφασμένος με την Οθωμανική αντίληψη περί άντλησης γεωπολιτικών και οικονομικών κερδών μέσα από τις «φλόγες των μαχών».
Το επιβεβαιώνει άλλωστε η πληθώρα πολεμικών επιχειρήσεων που έμμεσα ή άμεσα έχει εμπλακεί η Τουρκία όπως οι επιχειρήσεις στη Λιβύη, η διατήρηση του βόρειου διαδρόμου στη Συρία, η ανάσχεση του Κουρδικού στοιχείου από τα ανατολικά της σύνορα και η συμμετοχή στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ.

Απώτερος στρατηγικός στόχος ο οποίος οριοθετείται πλέον για την Τουρκία μετά την ιστορική καμπή των 100 και πλέον χρόνων που δρούσε υπό τη σκιά ενίοτε των Μεγάλων Δυνάμεων και στη συνέχεια των ΗΠΑ, είναι η μετατροπή της σε Υπερδύναμη που στοχεύει στην αναβίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μέσω του μεγαλεπήβολου σχεδιασμού της που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας και την εδαφική επέκτασή της στο Ιράκ και στη Συρία, όπως και την άσκηση επιρροής στη Βόρεια Αφρική και στον Κεντρικό Καύκασο. Με ένδυμα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας ή την προστασία των συμφερόντων της, η Τουρκία θεωρεί ότι κατέχει αυτοδίκαια το δικαίωμα να επεμβαίνει πολιτικά ακόμα και στρατιωτικά όπου και όποτε θέλει, δίνοντας ένα σαφές δείγμα της υψηλής της στρατηγικής, η οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την απόκτηση και πυρηνικής τεχνολογίας.

Η διεθνής κοινότητα όμως πλέον παρατηρεί με προσοχή τα βήματά της.

Σε κάθε περίπτωση και με δεδομένο το ιστορικό της παρελθόν, την καχυποψία που περιβάλλει τις πράξεις της όπως και την καταβαραθρωμένη αξιοπιστία της σε συνδυασμό με τις αναθεωρητικές της βλέψεις και την υψηλή της στρατηγική που αποσκοπεί στον επαναπροσδιορισμό του Status Quo όχι μόνο της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου αλλά και ολόκληρης της Βόρειας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, η Τουρκία καταλήγει ως ο κατεξοχήν αποσταθεροποιητικός παράγοντας της ευρύτερης περιοχής, δικαιώνοντας σε αυτήν την ιστορική συγκυρία τον ρόλο όχι του «Επιτήδειου Ουδέτερου» αυτή τη φορά, αλλά του «Επιτήδειου Σύμμαχου» και στο άμεσο μέλλον θα τολμήσουμε να προβλέψουμε και του «Επιτήδειου Κατακτητή»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr