“Τζιμάκο, Τζιμάκο, Τζιμάκο, η πουτάνα η ζωή…”
13.01.2018
20:33
Δανεικός ο τίτλος Τζιμάκο. Απ’ τη δική σου «δανεική» Susanna που μεταμόρφωσες στο «αστείο» των εφηβικών μας χρόνων. Πού μυαλό τότε Τζιμάκο για να καταλάβουμε πως «Η ζωή έχει μια πόρτα, μία πόρτα πονηρή μ’ ένα κόκκινο φωτάκι και πληρώνεις για να μπεις. Έχει και υπογραφή σε ταμπέλα πλαστική. Σουζάνα, Σουζάνα, Σουζάνα η πουτάνα η ζωή…».
Χάχανα Τζιμάκο τότε. Πού να πιάσουμε πως κάποτε θα τρέχουμε και δε θα φτάνουμε στην πουτάνα τη ζωή. Τραγουδούσαμε που λες τη Σουζάνα σου και παίρναμε σφαλιάρες από τους μεγάλους γονείς και αποβολές από τους μικρούς δασκάλους. Κακές λέξεις το τραγούδι, κακά παιδιά κι εμείς. Κι εμείς εκεί. Να μετατρέπουμε τη Σουζάνα σου σε σχολικό ύμνο, σε σπάσιμο νεύρων, σε ολόκληρη εποχή γελώντας μέχρι δακρύων. Σ’ ευχαριστούμε για εκείνη τη χαρά, ρε Τζιμάκο.
Ξέρεις κάτι Τζιμάκο; Δεν φοβόμασταν. Ούτε τις σφαλιάρες, ούτε τις αποβολές. Είχαμε προπονηθεί καλά με το«Discoτσουτσούνι» σου, είχαμε ήδη απομυθοποιήσει απόλυτα τα φλωράκια με τα φουλάρια Πιερ Καρντέν και την πορτοφόλα του μπαμπά, που ποτέ δεν μιλούσαν άσχημα και που όλα σωστά τα έκαναν σαν κουρδισμένα ρομποτάκια μιας πουλημένης υποταγής. Ουρές αυτοί έξω από τις disco; Αρχηγοί εμείς μέσα στους στίχους σου. Λες και ξέραμε από τότε ρε Τζιμάκο πως «Η σκονισμένη νεολαία σαβανωμένη συνολάκια κάνει νάζια σε ντίσκο καρμανιόλες, θεατές και νικημένοι ονειρώξεων λεκέδες είμαστε όλες ένα μάτσο βιόλες, σας σιχάθηκε η ψυχή μου, καρκινάκια του πλανήτη, σκατοκαριόλες».
Πάλι άσχημα μιλάς Τζιμάκο όπως τότε, το 1986, που ανέβασες μια ολόκληρη γενιά στα κάγκελα να ουρλιάζει «όλο εμένα σηκώνει να πω μάθημα η δασκάλα, θα την σφάξω σαν κουνέλι και θα βγω να παίξω μπάλα». Κάγκελα παντού, που λες, Τζιμάκο. Και τότε και τώρα και πάντα. Μόνο που εσύ είχες τη δύναμη να λυγίζεις σαν σούπερμαν τα σίδερα του κατεστημένου και να περνάς από μέσα τους τα μυαλά μας. Το σώμα σφηνωμένο εκεί, στα κάγκελα, αλλά το μυαλό μας το ταξίδευες ρε Τζιμάκο. Του έδινες αέρα να σαλπάρει πριν σαλτάρει…
Τώρα που το σκέφτομαι, μας είχες πει και ιστορίες σκληρές ρε Τζιμάκο, τόσο για το παρελθόν όσο και για το μέλλον. Την πρώτη, μας την είπες με μουσική υπόκρουση bossanova. Πώς μπέρδευες έτσι ρε μπαγάσα την πικρίλα με το πετιμέζι… Χειμώνας του ’79, κατάληψη του Χημικού Αθηνών, ΚΝΙΤΕΣ, σπάσιμο κατάληψης, τέλος λογικής, αρχής σκέψης μ’ εσένα να τραγουδάς: «Μας την είχανε στημένη τη νύχτα στο Χημείο τα παιδιά της ΚΝΕ. Ήτανε ταμπουρωμένοι με ξύλα με καδρόνια και σιδερολοστούς. Και μας επιτέθηκαν με ηθικό ακμαίο και τη βοήθεια της ΕΣΑΚ. Και μας χτυπούσανε αδελφωμένοι φοιτητές και εργατιά…». Τη δεύτερη, μας την αφηγήθηκες χρόνια μετά, στις αρχές του ’90, όταν ενοχλούσες την ευμάρειά μας με στίχους του στυλ: «Καίω το δέντρο, χτίζω μεζονέτες, θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες. Σ’ ένα κλουβί γραφείο σαν αγρίμι παίζω ατέλειωτο βουβό ταξίμι».
Όταν συναντηθήκαμε ένα βράδυ σε κάποιο σπίτι στην Ακρόπολη πίστευα ότι θα δω «Το Δράκουλα τον Εξαρχείων» να μου τραγουδά «εκεί που τρώει ο Πάγκαλος με τα χρυσά κουτάλια βάλε στη σούπα του σκατά θεούλη μου να του κοπούν τα σάλια». Πόσο λάθος έκανα ρε Τζιμάκο τότε. Στη θέση του δράκουλα καθόταν ένα λιγομίλητο, σεμνό, διακριτικό παιδί με κοφτερή ματιά που άκουγε πολύ και μιλούσε ελάχιστα. Πουθενά το ριζοσπαστικό στοιχείο, ήσυχο το αιρετικό πνεύμα, λίγες οι λέξεις, άπειρα τα νοήματα.
Ένας εξαίσιος ακροβάτης μεταξύ τέχνης και πρόκλησης, ένας μοναδικός ισορροπιστής ανάμεσα στο αστείο και το χυδαίο, ο μοναδικός καλλιτέχνης της χώρας που σκόρπιζε την ίδια στιγμή γέλιο και προβληματισμό χωρίς να λαϊκίζει, χωρίς να ευτελίζει, χωρίς να εξευτελίζει. Αυτό ήσουν Τζιμάκο. Όταν έμαθα ότι έφυγες, έτρεξα στον υπολογιστή κι έβαλα δυνατά το «Κάγκελα Παντού». Στο στίχο «όλο εμένα σηκώνει να πω μάθημα η δασκάλα, θα την σφάξω σαν κουνέλι και θα βγω να παίξω μπάλα», η επτάχρονη κόρη μου κι ο οκτάχρονος γιος μου, έπεσαν κάτω από τα γέλια. Πάλι να γελάσουμε μας έκανες ρε Τζιμάκο. Ακόμη και στο τέλος σου…
Ξέρεις κάτι Τζιμάκο; Δεν φοβόμασταν. Ούτε τις σφαλιάρες, ούτε τις αποβολές. Είχαμε προπονηθεί καλά με το«Discoτσουτσούνι» σου, είχαμε ήδη απομυθοποιήσει απόλυτα τα φλωράκια με τα φουλάρια Πιερ Καρντέν και την πορτοφόλα του μπαμπά, που ποτέ δεν μιλούσαν άσχημα και που όλα σωστά τα έκαναν σαν κουρδισμένα ρομποτάκια μιας πουλημένης υποταγής. Ουρές αυτοί έξω από τις disco; Αρχηγοί εμείς μέσα στους στίχους σου. Λες και ξέραμε από τότε ρε Τζιμάκο πως «Η σκονισμένη νεολαία σαβανωμένη συνολάκια κάνει νάζια σε ντίσκο καρμανιόλες, θεατές και νικημένοι ονειρώξεων λεκέδες είμαστε όλες ένα μάτσο βιόλες, σας σιχάθηκε η ψυχή μου, καρκινάκια του πλανήτη, σκατοκαριόλες».
Πάλι άσχημα μιλάς Τζιμάκο όπως τότε, το 1986, που ανέβασες μια ολόκληρη γενιά στα κάγκελα να ουρλιάζει «όλο εμένα σηκώνει να πω μάθημα η δασκάλα, θα την σφάξω σαν κουνέλι και θα βγω να παίξω μπάλα». Κάγκελα παντού, που λες, Τζιμάκο. Και τότε και τώρα και πάντα. Μόνο που εσύ είχες τη δύναμη να λυγίζεις σαν σούπερμαν τα σίδερα του κατεστημένου και να περνάς από μέσα τους τα μυαλά μας. Το σώμα σφηνωμένο εκεί, στα κάγκελα, αλλά το μυαλό μας το ταξίδευες ρε Τζιμάκο. Του έδινες αέρα να σαλπάρει πριν σαλτάρει…
Τώρα που το σκέφτομαι, μας είχες πει και ιστορίες σκληρές ρε Τζιμάκο, τόσο για το παρελθόν όσο και για το μέλλον. Την πρώτη, μας την είπες με μουσική υπόκρουση bossanova. Πώς μπέρδευες έτσι ρε μπαγάσα την πικρίλα με το πετιμέζι… Χειμώνας του ’79, κατάληψη του Χημικού Αθηνών, ΚΝΙΤΕΣ, σπάσιμο κατάληψης, τέλος λογικής, αρχής σκέψης μ’ εσένα να τραγουδάς: «Μας την είχανε στημένη τη νύχτα στο Χημείο τα παιδιά της ΚΝΕ. Ήτανε ταμπουρωμένοι με ξύλα με καδρόνια και σιδερολοστούς. Και μας επιτέθηκαν με ηθικό ακμαίο και τη βοήθεια της ΕΣΑΚ. Και μας χτυπούσανε αδελφωμένοι φοιτητές και εργατιά…». Τη δεύτερη, μας την αφηγήθηκες χρόνια μετά, στις αρχές του ’90, όταν ενοχλούσες την ευμάρειά μας με στίχους του στυλ: «Καίω το δέντρο, χτίζω μεζονέτες, θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες. Σ’ ένα κλουβί γραφείο σαν αγρίμι παίζω ατέλειωτο βουβό ταξίμι».
Όταν συναντηθήκαμε ένα βράδυ σε κάποιο σπίτι στην Ακρόπολη πίστευα ότι θα δω «Το Δράκουλα τον Εξαρχείων» να μου τραγουδά «εκεί που τρώει ο Πάγκαλος με τα χρυσά κουτάλια βάλε στη σούπα του σκατά θεούλη μου να του κοπούν τα σάλια». Πόσο λάθος έκανα ρε Τζιμάκο τότε. Στη θέση του δράκουλα καθόταν ένα λιγομίλητο, σεμνό, διακριτικό παιδί με κοφτερή ματιά που άκουγε πολύ και μιλούσε ελάχιστα. Πουθενά το ριζοσπαστικό στοιχείο, ήσυχο το αιρετικό πνεύμα, λίγες οι λέξεις, άπειρα τα νοήματα.
Ένας εξαίσιος ακροβάτης μεταξύ τέχνης και πρόκλησης, ένας μοναδικός ισορροπιστής ανάμεσα στο αστείο και το χυδαίο, ο μοναδικός καλλιτέχνης της χώρας που σκόρπιζε την ίδια στιγμή γέλιο και προβληματισμό χωρίς να λαϊκίζει, χωρίς να ευτελίζει, χωρίς να εξευτελίζει. Αυτό ήσουν Τζιμάκο. Όταν έμαθα ότι έφυγες, έτρεξα στον υπολογιστή κι έβαλα δυνατά το «Κάγκελα Παντού». Στο στίχο «όλο εμένα σηκώνει να πω μάθημα η δασκάλα, θα την σφάξω σαν κουνέλι και θα βγω να παίξω μπάλα», η επτάχρονη κόρη μου κι ο οκτάχρονος γιος μου, έπεσαν κάτω από τα γέλια. Πάλι να γελάσουμε μας έκανες ρε Τζιμάκο. Ακόμη και στο τέλος σου…
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr