O Μουλόπουλος δεν πέθανε
09.03.2018
07:21
Πρωινό τηλεφώνημα πνιγμένης φωνής: “Πέθανε ο Μουλόπουλος”. Χειρόφρενο στην Κηφισίας.
Πόδια κοκαλωμένα, μηλίγγια που σφυροκοπούν, ανάσα κομμένη, ένα κάψιμο στο λαιμό, ένα δάκρυ να με τυφλώνει. Σε λίγο τρέχουν κι άλλα, ξέπλυμα στη βρωμιά του σήμερα, το χθες λαμποκοπά μπροστά μου. Τίποτα, μόνο εικόνα, τίποτε άλλο, τέλεια “ανάσταση” μιας εικόνας.
Εγώ, φοιτήτρια της Νομικής. Πόσο βαρετό το δίκαιο, πόσο λυτρωτικές οι λέξεις που γεννά το μυαλό αυτού του δημοσιογράφου. Πεσμένη κάθε βδομάδα πάνω από το άρθρο του σ' ένα ΒΗΜΑ της Κυριακής αγορασμένο για την πένα του και μόνο. Μικρούτσικες, πανάλαφρες απόψεις πριν τον διαβάσω, τεράστιες, ατσαλένιες πεποιθήσεις ν' αλλάζουν την σκέψη και την κοσμοθεωρία μου σε κάθε του φινάλε. Λίγο μετά, πτυχίο πεταμένο σ΄ ένα συρτάρι, στόχος ζωής να βρεθώ κάποτε δίπλα του. Βρίσκομαι, υποκινούμενη από το όνειρο. Στα σκαλοπάτια της Χρήστου Λαδά μού απλώνει το χέρι του, εγώ τρέμω, εκείνος χαμογελά “Μη φοβάσαι τίποτα και κανέναν. Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα”. Το μπορώ γιατί το λέει, το κάνω για να μας αποδείξω ότι δεν πέσαμε έξω.
Ανάθεση θεμάτων. Με νόημα, με αξιοπρέπεια, με μαχητικότητα, με συναίσθημα, με ανθρωπιά, “όλα τ΄ άλλα είναι για τους ανόητους”. Τον ακούω τυφλά, ξεπερνάω τα όρια μου, γίνομαι καλή, μετά καλύτερη και πιο ύστερα “παιδί” ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες δημοσιογράφους. Δεν μου φωνάζει ποτέ, με μαλώνει με χαμόγελο, με διορθώνει με κείμενα ιερών τεράτων της λογοτεχνίας, με ξυπνάει με τον πόνο των άλλων: “Ο δικός μας μπορεί να περιμένει. Ο δικός μας οφείλουμε να περιμένει...”
“Πέθανε ο Μουλόπουλος”. Τίποτα, μόνο εικόνα, τίποτε άλλο, τέλεια “ανάσταση” μιας εικόνας. Εκείνος με τα πόδια απλωμένα πάνω σε γραφεία, με ένα τσιγάρο Camel στα χείλη, με μια ιστορία από την αντιδικτατορική του δράση, με μια γεύση από τα φοιτητικά του χρόνια στην Ιταλία, με ένα όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, με μια απέχθεια απέναντι στα γλειφτρόνια του Οργανισμού, μ' ένα σνομπ βλέμμα καρφωμένο στα τσιράκια της διεύθυνσης, μ' ένα λυπημένο χαμόγελο για τους “τίποτες” που γνώριζε καλά ότι στη χώρα αυτή, κάποτε, θα γινόντουσαν κάτι...
“Πέθανε ο Μουλόπουλος”. Τίποτα, μόνο εικόνα, τίποτε άλλο, τέλεια “ανάσταση” μιας εικόνας. Εκείνος, ο διευθυντής σύνταξης της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας, εμείς οι ταπεινοί συντάκτες της. Κι όμως. Εκείνος, ο κολοσσός της δημοσιογραφίας, εμάς, τους ταπεινούς συντάκτες, δεν μας καλούσε ποτέ στο γραφείο του για να μας αναθέσει με ύφος αφεντικού θέματα και αποστολές. Ερχόταν πάντα στο γραφείο μας και σαν παιδί μάς έλεγε: “Το αισθάνεσαι για να το βγάλεις σωστά; Αν όχι, άσ΄το. Θα το αναθέσω σε κάποιον άλλον”.
Εμάς, τους ταπεινούς συντάκτες, μας ρωτούσε, σαν έφηβος, αν μπορούσε να έρθει μαζί μας για ένα ποτό στο θρυλικό Toy και στο θρυλικότερο Galaxy “για να ξεφύγουμε απ' τη δουλειά, να πούμε μια κουβέντα παραπάνω”. Εμάς, τους ταπεινούς συντάκτες δεν μας είδε στιγμή ως υφισταμένους του αλλά σαν φιλαράκια του τα οποία άκουγε σιωπηλά να του εξιστορούν μεγάλα μυστικά και τεράστια παράπονα. Τα πρώτα δεν τα πρόδωσε ποτέ, τα δεύτερα τα υπερασπίστηκε με πάθος.
Εγώ, φοιτήτρια της Νομικής. Πόσο βαρετό το δίκαιο, πόσο λυτρωτικές οι λέξεις που γεννά το μυαλό αυτού του δημοσιογράφου. Πεσμένη κάθε βδομάδα πάνω από το άρθρο του σ' ένα ΒΗΜΑ της Κυριακής αγορασμένο για την πένα του και μόνο. Μικρούτσικες, πανάλαφρες απόψεις πριν τον διαβάσω, τεράστιες, ατσαλένιες πεποιθήσεις ν' αλλάζουν την σκέψη και την κοσμοθεωρία μου σε κάθε του φινάλε. Λίγο μετά, πτυχίο πεταμένο σ΄ ένα συρτάρι, στόχος ζωής να βρεθώ κάποτε δίπλα του. Βρίσκομαι, υποκινούμενη από το όνειρο. Στα σκαλοπάτια της Χρήστου Λαδά μού απλώνει το χέρι του, εγώ τρέμω, εκείνος χαμογελά “Μη φοβάσαι τίποτα και κανέναν. Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα”. Το μπορώ γιατί το λέει, το κάνω για να μας αποδείξω ότι δεν πέσαμε έξω.
Ανάθεση θεμάτων. Με νόημα, με αξιοπρέπεια, με μαχητικότητα, με συναίσθημα, με ανθρωπιά, “όλα τ΄ άλλα είναι για τους ανόητους”. Τον ακούω τυφλά, ξεπερνάω τα όρια μου, γίνομαι καλή, μετά καλύτερη και πιο ύστερα “παιδί” ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες δημοσιογράφους. Δεν μου φωνάζει ποτέ, με μαλώνει με χαμόγελο, με διορθώνει με κείμενα ιερών τεράτων της λογοτεχνίας, με ξυπνάει με τον πόνο των άλλων: “Ο δικός μας μπορεί να περιμένει. Ο δικός μας οφείλουμε να περιμένει...”
“Πέθανε ο Μουλόπουλος”. Τίποτα, μόνο εικόνα, τίποτε άλλο, τέλεια “ανάσταση” μιας εικόνας. Εκείνος με τα πόδια απλωμένα πάνω σε γραφεία, με ένα τσιγάρο Camel στα χείλη, με μια ιστορία από την αντιδικτατορική του δράση, με μια γεύση από τα φοιτητικά του χρόνια στην Ιταλία, με ένα όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, με μια απέχθεια απέναντι στα γλειφτρόνια του Οργανισμού, μ' ένα σνομπ βλέμμα καρφωμένο στα τσιράκια της διεύθυνσης, μ' ένα λυπημένο χαμόγελο για τους “τίποτες” που γνώριζε καλά ότι στη χώρα αυτή, κάποτε, θα γινόντουσαν κάτι...
“Πέθανε ο Μουλόπουλος”. Τίποτα, μόνο εικόνα, τίποτε άλλο, τέλεια “ανάσταση” μιας εικόνας. Εκείνος, ο διευθυντής σύνταξης της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας, εμείς οι ταπεινοί συντάκτες της. Κι όμως. Εκείνος, ο κολοσσός της δημοσιογραφίας, εμάς, τους ταπεινούς συντάκτες, δεν μας καλούσε ποτέ στο γραφείο του για να μας αναθέσει με ύφος αφεντικού θέματα και αποστολές. Ερχόταν πάντα στο γραφείο μας και σαν παιδί μάς έλεγε: “Το αισθάνεσαι για να το βγάλεις σωστά; Αν όχι, άσ΄το. Θα το αναθέσω σε κάποιον άλλον”.
Εμάς, τους ταπεινούς συντάκτες, μας ρωτούσε, σαν έφηβος, αν μπορούσε να έρθει μαζί μας για ένα ποτό στο θρυλικό Toy και στο θρυλικότερο Galaxy “για να ξεφύγουμε απ' τη δουλειά, να πούμε μια κουβέντα παραπάνω”. Εμάς, τους ταπεινούς συντάκτες δεν μας είδε στιγμή ως υφισταμένους του αλλά σαν φιλαράκια του τα οποία άκουγε σιωπηλά να του εξιστορούν μεγάλα μυστικά και τεράστια παράπονα. Τα πρώτα δεν τα πρόδωσε ποτέ, τα δεύτερα τα υπερασπίστηκε με πάθος.
“Πέθανε ο Μουλόπουλος”. Τίποτα, μόνο εικόνα, τίποτε άλλο, τέλεια “ανάσταση” μιας εικόνας. Ένας μικροσκοπικός άνθρωπος με μια τεράστια καρδιά που χωρούσε μέσα της τους πάντες και τα πάντα εκτός από τα λαμόγια και τη μπόχα που συχνά αναδύονται από τα ανώγια της εξουσίας. Με τον Βασίλη ο καλός θα προχωρούσε και ο κακός θα υποχωρούσε.
Η επαναστατικότητα που “ξερνούσε” πάνω στα θεϊκά του γραπτά δεν ήταν fake ούτε κλεισμένη στα μονοπάτια της δημοσιογραφίας. Δεν ήταν μόνο για την πάρτη του, αλλά μια υπόθεση που φυσούσε σαν τον καπνό του τσιγάρου του απέναντι σε όποιον αγαπούσε και εκτιμούσε: “Να μη φοβάστε, ρε! Να λέτε τη γνώμη σας. Να μη γίνετε δούλοι κανενός. Να βγάζετε γλώσσα. Τα “όχι” σας είναι αυτά που θα σας κάνουν να συναντήσετε κάποτε τον εαυτό σας. Τα “ναι” δεν θα σας οδηγήσουν πουθενά αλλού παρά μόνο στα μονοπάτια των άλλων...”
“Πέθανε ο Μουλόπουλος”. Τίποτα, μόνο εικόνα, τίποτε άλλο, τέλεια “ανάσταση” μιας εικόνας. Τον πολέμησαν πολύ και πολλοί. Ανθρωπάκια του σιναφιού μας, ανθρωπάρια της πάρτης τους. Κατάφεραν να τον πληγώσουν αλλά ποτέ να τον σπιλώσουν. Πέτυχαν να τον πικράκουν χωρίς να μπορέσουν στιγμή να κλέψουν ούτε μια στάλα από τη γλυκύτητα του.
Αποπειράθηκαν να τον διαβάλουν αγνοώντας, οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι ο Βασίλης δεν ήταν μόνος. Είχε μαζί του το πλήθος των εργαζομένων που έπινε νερό στο όνομά του και σαμπάνια στο μεγαλείο της ψυχής του. Το κονιάκ της δεκάρας και ο καφές της παρηγοριάς είναι για άλλους. Του Βασίλη Μουλόπουλου δεν του ταίριαξαν ποτέ...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr