Μαμά στα χρόνια του κορωνοϊού
28.03.2020
09:11
«Μην κάθεσαι παιδί μου τόσο πολύ στον ήλιο! Θα καείς». Ποιος να μου ‘λεγε εκείνη την εποχή, που έσταζα μανιωδώς ιώδιο μέσα σε μπουκάλια baby oil για να γίνω παντελώς «γκάγκανο», πως το πραγματικό «κάψιμο» θα ερχόταν χρόνια μετά μέσα από μία πανδημία. Χωρίς ήλιο, χωρίς bronzé απόχρωση, με τόνους οινοπνεύματος στα χέρια και δύο μικρά παιδιά σε σπίτι-καραντίνα…
Κι όμως.
Πολύ τον ήθελα προ μηνών αυτόν τον εγκλεισμό-περιορισμό-απομόνωση- αποξένωση- απομάκρυνση-απόσυρση, πες το όπως θες ρε παιδί μου, από την τρέλα της καθημερινότητας. Μία ώρα να πάω στη δουλειά κι άλλη μία να γυρίσω, μποτιλιάρισμα, κόρνες, σιχτίρισμα για μία θέση parking, κι ύστερα άγχος για τα θέματα, συσκέψεις, τηλέφωνα, μηνύματα, «Δεν βγαίνει, σας λέω!», «Θα βγει!», ψυχή βγαλμένη στο κυνήγι της επιβίωσης, συχαρίκια και χαμόγελα σε δεύτερη μοίρα, ανταγωνισμός σε gros plan στο όνομα μιας λιλιπούτειας καταξίωσης. Ζωή τακτοποιημένη σε τακτικό προγραμματισμό, για αταξίες ούτε λόγος. Τακτοποιημένα και τα παιδιά. Με σχολείο, αγγλικά, γαλλικά, δραστηριότητες, γυναίκα για το σπίτι και γιαγιά σε καθεστώς «Σώσε με!». Δέκα οικογενειακές κουβέντες, «Πώς πέρασες στο σχολείο;», «Τι έγινε στη δουλειά;», «Ποιος κάνει πάρτι το Σάββατο;» «Έκλεισες για το Πάσχα;», «Το καλοκαίρι Σίφνο να πάμε πάλι μαμά», «Τελειώστε το φαγητό σας, πήγε εννέα η ώρα», βούρτσισμα δοντιών, φιλί μεγάλο για καληνύχτα, ξυπνητήρι σε αφύπνιση, ζωή σε μαύρα μεσάνυχτα. Πολύ τον ήθελα λοιπόν αυτόν τον εγκλεισμό-περιορισμό-απομόνωση- αποξένωση- απομάκρυνση-απόσυρση, πες το όπως θες ρε παιδί μου, από την τρέλα της καθημερινότητας. Να ξυπνάω με τα παιδιά μου, να τα βλέπω περισσότερο, να τα τσεκάρω λιγότερο «Έλεος ρε μαμά με την Ιστορία βραδιάτικα!», έλεος ζητούσα κι εγώ, μόνο που το τελευταίο έπεσε πάνω μας ξαφνικό, βαρύ κι ασήκωτο.
Κεφάλια μέσα λοιπόν. Όχι ένα, τέσσερα στην περίπτωσή μας. Ξυπνάω χαράματα από τις κραυγές του γιου μου. Όχι. Δεν είναι φωνές, κραυγές κανονικές είναι στη μάχη του… FIFA 20 : «Βάζω συνέχεια τον Εμπαπέ. Ο Τιάγκο τραυματίστηκε από την κούραση. Πρέπει να μπω στους 4 για να πάω Champions League; Άρα τώρα θα πάω Europa; Πάρτο! Πως αποκλείστηκα; Ούτε εγώ έχω καταλάβει ρε φίλε. Το ποδόσφαιρο είναι άδικο. Να πούμε και την αλήθεια, είχα χαλαρώσει πολύ!». Εγώ πάλι, δεν προλαβαίνω να χαλαρώσω. Σηκώνομαι από το κρεβάτι κι ανοίγω την πόρτα της κουζίνας. Πατάω πάνω σε αλεύρια, γλιστράω σε αυγό, τι είναι αυτό που κριτσανίζει στα πόδια μου; «Καλημέρα, μαμά! Φτιάχνω ζύμη για cake! Είδες; Δεν άνοιξα πρωί-πρωί το tablet! Πες μου μπράβο!». Ψελλίζω ένα «μπράβο κορίτσι μου» στην μικρή, φωνάζω «κλείσε το ρημάδι το PlayStation ακόμη δεν άνοιξες τα μάτια σου» στον μεγάλο, «Πεινάμε μαμά! Τώρα που δεν έχουμε σχολείο φτιάξε μας ένα πρωινό από εκείνα τα ωραία, τα μεγάλα. Ξέρεις εσύ!». Τηγανίζω αυγά με μπέικον, στύβω πορτοκάλια, «κάνε και κανένα κρουασάν για μένα», η φωνή του μπαμπά. Τρώνε, μαζεύω, πλένω πιάτα, βάζω πλυντήριο, η τηλεόραση ανοιχτή «πέθαναν 700 άτομα σήμερα στην Ιταλία», αντισηπτικό στα χέρια, τρόμος στο πρώτο βηχαλάκι, «γιατί βήχεις παιδί μου;», υστερία στη φωνή, δεν είναι η δική μου…
Τηλέφωνο από το γραφείο: «Που είναι το θέμα;», «Το στέλνω σε πέντε», «Ετοίμασε το επόμενο», πληκτρολογώ λέξεις, στη βινιέτα παίζει πάντα ο Κορωνοϊός, τι να διηγηθείς όταν την ιστορία τη γράφει ο τρόμος; «Μπες παντού! Αμερική, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Κίνα», το κεφάλι μου υδρόγειος σφαίρα ακινητοποιημένη στο τώρα, πότε θα γυρίσει άραγε ξανά; Στέλνω το κείμενο, φοράω μάσκα και γάντια, μπουφάν με κουκούλια και γυαλιά ηλίου «Ναι παιδί μου, κι από τα μάτια μπορεί να μεταδοθεί ο κορωνοϊός, σου λέω!», στέκομαι στην υπαίθρια ουρά του σούπερ μάρκετ, «Ρομίνα, εσύ είσαι;», κουνάω το κεφάλι καταφατικά, δεν έχω ιδέα ποια είναι η αστροναύτης που μου μιλάει. «Η γειτόνισσα, η Μαίρη είμαι, καλέ! Όλα καλά; Να προσέχεις, κορίτσι μου». Προσέχω. «Ζυγίζω» το κρέας που θα χρειαστούμε, λαχανικά όχι πολλά για να διατηρηθούν φρέσκα, τυριά συσκευασμένα, γάλα μακράς διαρκείας ακριβώς όσο και τα 24ωρα μας.
Επιστροφή στο σπίτι. Εκτυπώνω τα καθήκοντα για το σχολείο, τσακώνομαι με το άντρα μου, «Ακόμα δεν μπόρεσες να κατεβάσεις αυτή την εφαρμογή για τα μαθήματα του σχολείου; Αύριο θα μιλήσουν με την δασκάλα!», μια πόρτα κλείνει δυνατά, «Κλείσε είπα αυτόν τον Εμπαπέ!». Ωρα για μάθημα! Εντοπίζω σε χάρτες τους λαούς που περιέβαλαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τις κινήσεις Νορμανδών και Σελτζούκων Τούρκων, μαθαίνω ποιοι ποταμοί εκβάλουν στο Αιγαίο και ποιοι στο Ιόνιο, σχηματίζω επίθετα σε –ούχος, δεν με νοιάζει ποια είναι η μονάδα μέτρησης του όγκου, ποτέ δεν με ένοιαξε και ποτέ δεν θα με νοιάξει! Εισπράττω ένα: «Εσύ μαμά, αν ήσουν δασκάλα θα ήσουν πολύ στρίγγλα! Χίλιες φορές η κυρία μας!», ανταποδίδω ένα «Κάτσε και διάβασε μην γίνει χαμός!», θέλω να βάλω τα κλάματα, δεν θέλω να διαβάσω άλλο, θέλω τη μαμά μου. Και την κίνηση στους δρόμος θέλω, και το μποτιλιάρισμα, και το γραφείο μου, και τα σχολεία ανοιχτά κι εκείνες τις αντιπαθητικές φάτσες, με το συμπάθιο, που θες δεν θες οφείλεις να ανεχτείς. Ανάσα βαθιά, πρέπει να σκεφτώ θέμα για αύριο, πόσοι άραγε πέθαναν σήμερα, χτύπημα τηλεφώνου: «Έλα, τον θυμάσαι τον Νίκο; Είναι στην εντατική». Κάνω τον σταυρό μου, αγκαλιάζω τα παιδιά μου, βάλε τον Εμπαπέ κι εσύ φτιάξε ακόμη μία ζύμη, δεν βαριέσαι, καλά να είμαστε…».
Ανοίγω τον υπολογιστή. Διαβάζω αρλούμπες του στυλ: «Φροντίστε ώστε ο χρόνος που θα μείνουν τα παιδιά στο σπίτι να μην είναι νεκρός και να μην διοχετευθεί σε ηλεκτρονικές συσκευές. Παίξτε επιτραπέζια παιχνίδια και ρίξτε το μαζί με τα παιδιά στη μαγειρική. Κλείστε την τηλεόραση και περιορίστε τις συζητήσεις για τον κορωνοϊό ώστε να μην ανακυκλώνεται η ανησυχία». Τι λες χρυσή μου; μονολογώ. Τι είναι τα παιδιά; Βγαλμένα από άλλον πλανήτη όπου «ζουζουνίζουν» ακόμη πεταλουδίτσες σε ολάνθιστα λιβάδια; Κι αυτόν τον νεκρό χρόνο για πες μου πώς θα τον ζωντανέψω; Πόση monopoly να παίξω η δόλια η μάνα; Τραπεζίτης θα γίνω μετά από αυτό που ζούμε! Πόσα ψωμιά να ζυμώσουμε; Πόσα σουτζουκάκια να πλάσουμε; Και πες ότι τα πλάθουμε… Πώς θα τα φάμε όλα αυτά; Και πες ότι τα τρώμε. Πως θα χωρέσουμε να βγούμε από την πόρτα του σπιτιού τέσσερα ελεφαντάκια μετά την καταιγίδα;
Μήνυμα από το γραφείο. Ψάχνω και σκέφτομαι. Σκέφτομαι και γράφω. Μήνυμα από φίλη μαμά: «Θέλω ένα κρεβάτι στο Δαφνί! Οριακά έχω κανένα δεκαπενθήμερο ακόμα… μετά θα τρελαθώ σίγουρα». Της απαντώ: «Κλείσε δίκλινο, θα πάμε μαζί!» Γελάω. Δεν είμαι μόνη μου. Είμαστε πολλές. Άλλες δύσκολα, άλλες πιο δύσκολα και άλλες πραγματικές ηρωίδες. Καμία ιστορία δεν θα μας γράψει, κανένα επίδομα δεν θα μας δοθεί, καμία δυσκολία μας δεν θα εισακουσθεί. Όλοι έχουν τα θέλω τους κι όλοι είναι προσηλωμένοι σε αυτά, το δικό μου και το δικό σου υποκύπτει μπροστά στην ιδιότητα της μάνας. Είμαστε πολλές, είμαστε φίλες, σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ. Ανταλλάσσουμε στο messenger αστεία βιντεάκια, γελάμε η καθεμία χωριστά μπροστά σε οθόνες, όλα μαζί τα γέλια μας θα πάρει καιρό να ενωθούν…
Κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. «Μαμά, έχεις άσπρες τρίχες! Πώς έγιναν έτσι τα ξανθά μαλλιά σου; Σαν γιαγιά μοιάζεις! Έλα να τα βάψεις». Τα βάφω. Βγαίνω μελαχρινή, νευρικό γέλιο μπροστά σε μάτια παιδικά: «Μην στεναχωριέσαι μαμά! Κούκλα είσαι! Μην τα ξανακάνεις ξανθά! Τώρα μοιάζουμε περισσότερο μεταξύ μας. Κοίτα, είμαστε ίδιες!». Σφιχτή αγκαλιά, ποιος ασχολείται με τρίχες; Ύστερα σίδερο, σκούπισμα, σφουγγάρισμα και πιο μετά «Μαμά, πάλι πεινάω», μικρά χεράκια πάνω στον Μάγκα της Πηνελόπης Δέλτα, οι νεκροί αυξάνονται, το ίδιο και η υπομονή μας, μήνυμα στο κινητό από φίλο: «Πόσο σκληρή έχει γίνει η κοινωνία μας. Πόσο κενοί γινόμαστε. Δαιμονοποιήσαμε τα πάντα. Τσιγάρο, ποτό, ξενύχτι, διασκέδαση, έρωτα, και θεοποιήσαμε το politically correct και την μακροζωία… Στο τέλος θα ζούμε πολύ υπηρετώντας πιστά το σύστημα, κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας με αυστηρό περιορισμό ελευθεριών στο όνομα του καλού και θα περνάει από δίπλα μας μια ζωή που δεν ζήσαμε και δεν θα το έχουμε καν καταλάβει. Τρέμω για τα παιδιά μας». Ίδιο τρέμουλο, ίδιες ανησυχίες, ίδια αίσθηση, από την ίδια κι απαράλλαχτη θέση. Εκείνη του γονιού. Όταν όλο αυτό τελειώσει ίσως να’ χουμε ξεχάσει τους παλιούς μας εαυτούς. Κι αυτό ίσως να είναι το μοναδικό καλό τόσο για μας όσο και για τα παιδιά μας. Μάλλον ήρθε η στιγμή να βάψουμε με άλλο χρώμα τη ρίζα της ζωής μας. Όσο για εκείνη των μαλλιών «Who Gives a Shit»…
Κεφάλια μέσα λοιπόν. Όχι ένα, τέσσερα στην περίπτωσή μας. Ξυπνάω χαράματα από τις κραυγές του γιου μου. Όχι. Δεν είναι φωνές, κραυγές κανονικές είναι στη μάχη του… FIFA 20 : «Βάζω συνέχεια τον Εμπαπέ. Ο Τιάγκο τραυματίστηκε από την κούραση. Πρέπει να μπω στους 4 για να πάω Champions League; Άρα τώρα θα πάω Europa; Πάρτο! Πως αποκλείστηκα; Ούτε εγώ έχω καταλάβει ρε φίλε. Το ποδόσφαιρο είναι άδικο. Να πούμε και την αλήθεια, είχα χαλαρώσει πολύ!». Εγώ πάλι, δεν προλαβαίνω να χαλαρώσω. Σηκώνομαι από το κρεβάτι κι ανοίγω την πόρτα της κουζίνας. Πατάω πάνω σε αλεύρια, γλιστράω σε αυγό, τι είναι αυτό που κριτσανίζει στα πόδια μου; «Καλημέρα, μαμά! Φτιάχνω ζύμη για cake! Είδες; Δεν άνοιξα πρωί-πρωί το tablet! Πες μου μπράβο!». Ψελλίζω ένα «μπράβο κορίτσι μου» στην μικρή, φωνάζω «κλείσε το ρημάδι το PlayStation ακόμη δεν άνοιξες τα μάτια σου» στον μεγάλο, «Πεινάμε μαμά! Τώρα που δεν έχουμε σχολείο φτιάξε μας ένα πρωινό από εκείνα τα ωραία, τα μεγάλα. Ξέρεις εσύ!». Τηγανίζω αυγά με μπέικον, στύβω πορτοκάλια, «κάνε και κανένα κρουασάν για μένα», η φωνή του μπαμπά. Τρώνε, μαζεύω, πλένω πιάτα, βάζω πλυντήριο, η τηλεόραση ανοιχτή «πέθαναν 700 άτομα σήμερα στην Ιταλία», αντισηπτικό στα χέρια, τρόμος στο πρώτο βηχαλάκι, «γιατί βήχεις παιδί μου;», υστερία στη φωνή, δεν είναι η δική μου…
Τηλέφωνο από το γραφείο: «Που είναι το θέμα;», «Το στέλνω σε πέντε», «Ετοίμασε το επόμενο», πληκτρολογώ λέξεις, στη βινιέτα παίζει πάντα ο Κορωνοϊός, τι να διηγηθείς όταν την ιστορία τη γράφει ο τρόμος; «Μπες παντού! Αμερική, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Κίνα», το κεφάλι μου υδρόγειος σφαίρα ακινητοποιημένη στο τώρα, πότε θα γυρίσει άραγε ξανά; Στέλνω το κείμενο, φοράω μάσκα και γάντια, μπουφάν με κουκούλια και γυαλιά ηλίου «Ναι παιδί μου, κι από τα μάτια μπορεί να μεταδοθεί ο κορωνοϊός, σου λέω!», στέκομαι στην υπαίθρια ουρά του σούπερ μάρκετ, «Ρομίνα, εσύ είσαι;», κουνάω το κεφάλι καταφατικά, δεν έχω ιδέα ποια είναι η αστροναύτης που μου μιλάει. «Η γειτόνισσα, η Μαίρη είμαι, καλέ! Όλα καλά; Να προσέχεις, κορίτσι μου». Προσέχω. «Ζυγίζω» το κρέας που θα χρειαστούμε, λαχανικά όχι πολλά για να διατηρηθούν φρέσκα, τυριά συσκευασμένα, γάλα μακράς διαρκείας ακριβώς όσο και τα 24ωρα μας.
Επιστροφή στο σπίτι. Εκτυπώνω τα καθήκοντα για το σχολείο, τσακώνομαι με το άντρα μου, «Ακόμα δεν μπόρεσες να κατεβάσεις αυτή την εφαρμογή για τα μαθήματα του σχολείου; Αύριο θα μιλήσουν με την δασκάλα!», μια πόρτα κλείνει δυνατά, «Κλείσε είπα αυτόν τον Εμπαπέ!». Ωρα για μάθημα! Εντοπίζω σε χάρτες τους λαούς που περιέβαλαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τις κινήσεις Νορμανδών και Σελτζούκων Τούρκων, μαθαίνω ποιοι ποταμοί εκβάλουν στο Αιγαίο και ποιοι στο Ιόνιο, σχηματίζω επίθετα σε –ούχος, δεν με νοιάζει ποια είναι η μονάδα μέτρησης του όγκου, ποτέ δεν με ένοιαξε και ποτέ δεν θα με νοιάξει! Εισπράττω ένα: «Εσύ μαμά, αν ήσουν δασκάλα θα ήσουν πολύ στρίγγλα! Χίλιες φορές η κυρία μας!», ανταποδίδω ένα «Κάτσε και διάβασε μην γίνει χαμός!», θέλω να βάλω τα κλάματα, δεν θέλω να διαβάσω άλλο, θέλω τη μαμά μου. Και την κίνηση στους δρόμος θέλω, και το μποτιλιάρισμα, και το γραφείο μου, και τα σχολεία ανοιχτά κι εκείνες τις αντιπαθητικές φάτσες, με το συμπάθιο, που θες δεν θες οφείλεις να ανεχτείς. Ανάσα βαθιά, πρέπει να σκεφτώ θέμα για αύριο, πόσοι άραγε πέθαναν σήμερα, χτύπημα τηλεφώνου: «Έλα, τον θυμάσαι τον Νίκο; Είναι στην εντατική». Κάνω τον σταυρό μου, αγκαλιάζω τα παιδιά μου, βάλε τον Εμπαπέ κι εσύ φτιάξε ακόμη μία ζύμη, δεν βαριέσαι, καλά να είμαστε…».
Ανοίγω τον υπολογιστή. Διαβάζω αρλούμπες του στυλ: «Φροντίστε ώστε ο χρόνος που θα μείνουν τα παιδιά στο σπίτι να μην είναι νεκρός και να μην διοχετευθεί σε ηλεκτρονικές συσκευές. Παίξτε επιτραπέζια παιχνίδια και ρίξτε το μαζί με τα παιδιά στη μαγειρική. Κλείστε την τηλεόραση και περιορίστε τις συζητήσεις για τον κορωνοϊό ώστε να μην ανακυκλώνεται η ανησυχία». Τι λες χρυσή μου; μονολογώ. Τι είναι τα παιδιά; Βγαλμένα από άλλον πλανήτη όπου «ζουζουνίζουν» ακόμη πεταλουδίτσες σε ολάνθιστα λιβάδια; Κι αυτόν τον νεκρό χρόνο για πες μου πώς θα τον ζωντανέψω; Πόση monopoly να παίξω η δόλια η μάνα; Τραπεζίτης θα γίνω μετά από αυτό που ζούμε! Πόσα ψωμιά να ζυμώσουμε; Πόσα σουτζουκάκια να πλάσουμε; Και πες ότι τα πλάθουμε… Πώς θα τα φάμε όλα αυτά; Και πες ότι τα τρώμε. Πως θα χωρέσουμε να βγούμε από την πόρτα του σπιτιού τέσσερα ελεφαντάκια μετά την καταιγίδα;
Μήνυμα από το γραφείο. Ψάχνω και σκέφτομαι. Σκέφτομαι και γράφω. Μήνυμα από φίλη μαμά: «Θέλω ένα κρεβάτι στο Δαφνί! Οριακά έχω κανένα δεκαπενθήμερο ακόμα… μετά θα τρελαθώ σίγουρα». Της απαντώ: «Κλείσε δίκλινο, θα πάμε μαζί!» Γελάω. Δεν είμαι μόνη μου. Είμαστε πολλές. Άλλες δύσκολα, άλλες πιο δύσκολα και άλλες πραγματικές ηρωίδες. Καμία ιστορία δεν θα μας γράψει, κανένα επίδομα δεν θα μας δοθεί, καμία δυσκολία μας δεν θα εισακουσθεί. Όλοι έχουν τα θέλω τους κι όλοι είναι προσηλωμένοι σε αυτά, το δικό μου και το δικό σου υποκύπτει μπροστά στην ιδιότητα της μάνας. Είμαστε πολλές, είμαστε φίλες, σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ. Ανταλλάσσουμε στο messenger αστεία βιντεάκια, γελάμε η καθεμία χωριστά μπροστά σε οθόνες, όλα μαζί τα γέλια μας θα πάρει καιρό να ενωθούν…
Κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. «Μαμά, έχεις άσπρες τρίχες! Πώς έγιναν έτσι τα ξανθά μαλλιά σου; Σαν γιαγιά μοιάζεις! Έλα να τα βάψεις». Τα βάφω. Βγαίνω μελαχρινή, νευρικό γέλιο μπροστά σε μάτια παιδικά: «Μην στεναχωριέσαι μαμά! Κούκλα είσαι! Μην τα ξανακάνεις ξανθά! Τώρα μοιάζουμε περισσότερο μεταξύ μας. Κοίτα, είμαστε ίδιες!». Σφιχτή αγκαλιά, ποιος ασχολείται με τρίχες; Ύστερα σίδερο, σκούπισμα, σφουγγάρισμα και πιο μετά «Μαμά, πάλι πεινάω», μικρά χεράκια πάνω στον Μάγκα της Πηνελόπης Δέλτα, οι νεκροί αυξάνονται, το ίδιο και η υπομονή μας, μήνυμα στο κινητό από φίλο: «Πόσο σκληρή έχει γίνει η κοινωνία μας. Πόσο κενοί γινόμαστε. Δαιμονοποιήσαμε τα πάντα. Τσιγάρο, ποτό, ξενύχτι, διασκέδαση, έρωτα, και θεοποιήσαμε το politically correct και την μακροζωία… Στο τέλος θα ζούμε πολύ υπηρετώντας πιστά το σύστημα, κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας με αυστηρό περιορισμό ελευθεριών στο όνομα του καλού και θα περνάει από δίπλα μας μια ζωή που δεν ζήσαμε και δεν θα το έχουμε καν καταλάβει. Τρέμω για τα παιδιά μας». Ίδιο τρέμουλο, ίδιες ανησυχίες, ίδια αίσθηση, από την ίδια κι απαράλλαχτη θέση. Εκείνη του γονιού. Όταν όλο αυτό τελειώσει ίσως να’ χουμε ξεχάσει τους παλιούς μας εαυτούς. Κι αυτό ίσως να είναι το μοναδικό καλό τόσο για μας όσο και για τα παιδιά μας. Μάλλον ήρθε η στιγμή να βάψουμε με άλλο χρώμα τη ρίζα της ζωής μας. Όσο για εκείνη των μαλλιών «Who Gives a Shit»…
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr