Μαύρα σύννεφα για Eλλάδα και Ευρώπη
06.10.2017
06:56
Η είσοδος των Ελεύθερων Δημοκρατών στη γερμανική κυβέρνηση, με τις γνωστές τους θέσεις υπέρ του Grexit, μόνον αρνητικά για την ελληνική κρίση προοιωνίζεται, καθώς η μέχρι τώρα απροθυμία του Βερολίνου να συναινέσει στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα μετατραπεί πλέον σε κατηγορηματική άρνηση
Η υπαγορευμένη από το ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης απόφαση των Σοσιαλδημοκρατών να μείνουν στην αντιπολίτευση έχει στερήσει από την Ανγκελα Μέρκελ έναν βολικό εταίρο, αλλά ταυτοχρόνως έχει προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στην Αθήνα. Μπορεί όλο το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση Τσίπρα να παραπονιόταν δικαιολογημένα για την ανελαστική στάση Σόιμπλε, αλλά τώρα συνειδητοποιεί ότι το νέο πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία μόνο αρνητικό για την ελληνική κρίση προοιωνίζεται.
Στο Μαξίμου αρχικά ήλπιζαν σε μια νίκη του Σουλτς και όταν φάνηκε ότι αυτό το ενδεχόμενο αποκλείεται, επένδυσαν τις ελπίδες τους στην επανάληψη του «μεγάλου συνασπισμού» και μάλιστα χωρίς τον Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών. Τα πράγματα, όμως, ήρθαν αλλιώς και τώρα οι προσευχές του Τσίπρα και των υπουργών του είναι να μην πάρει το κρίσιμο υπουργείο Οικονομικών ο αρχηγός των Ελεύθερων Δημοκρατών Λίντνερ, όπως επιδιώκει.
Υπενθυμίζουμε πως οι Ελεύθεροι Δημοκράτες έχουν ταχθεί ανοιχτά υπέρ του Grexit. Οι ίδιοι αυτοπροβάλλονται ως κεντρώοι και (νεο)φιλελεύθεροι ευρωπαϊστές, επικαλούμενοι το παρελθόν τους. Οι θέσεις τους, όμως, τους καθιστούν στην πράξη αντιευρωπαϊστές. Πράγματι, έχουν υιοθετήσει ως άξονα της πολιτικής τους τον οικονομικό εθνικισμό και εν πολλοίς μια σκληρή γραμμή στο Μεταναστευτικό. Με άλλα λόγια, έχουν καθοριστικής σημασίας κοινούς παρονομαστές με το αντιευρωπαϊκό ξενοφοβικό και εν πολλοίς ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία. Οσο και αν αυτό δεν είναι εμφανές εκ πρώτης όψεως, λόγω της διαφορετικής προέλευσης και της διαφορετικής ρητορικής, είναι η πραγματικότητα.
Ιδεολογική μετάλλαξη
Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι οι κοινοί αυτοί παρονομαστές (οικονομικός εθνικισμός και σκληρές θέσεις για το Μεταναστευτικό) είναι και η κύρια αιτία και τα δύο αυτά κόμματα υπερδιπλασίασαν το εκλογικό ποσοστό τους και εισήλθαν θριαμβευτικά στη Βουλή. Η εκλογική επιτυχία τους αντανακλά την ιδεολογική μετάλλαξη που συντελείται στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας και όχι κάποιο επιδερμικό συγκυριακό πολιτικό ρεύμα. Αυτός είναι ο λόγος που το εκλογικό αποτέλεσμα δεν πρόκειται να έχει συνέπειες μόνο στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής αριθμητικής και του παζαριού για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης.
Το μήνυμα έχει ληφθεί και αναμένεται οι Χριστιανοδημοκράτες να μετατοπιστούν πολιτικά για να προσαρμοστούν και να σταματήσουν την εκλογική διαρροή. Οι σύμμαχοί τους, οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, έχουν ήδη εκδηλώσει δημοσίως τη σχετική πρόθεσή τους. Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου η Μέρκελ θα επιδιώξει να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες. Το σχήμα αυτό έχει δύο αρνητικά και ένα θετικό για την καγκελάριο. Το πρώτο αρνητικό είναι η δυσκολία επίτευξης των αναγκαίων συμβιβασμών ώστε να καταστεί δυνατός ο σχηματισμός τέτοιας κυβέρνησης.
Οι θέσεις των Πρασίνων βρίσκονται συχνά στον αντίποδα των αντίστοιχων των Ελεύθερων Δημοκρατών. Οι δυσκολίες λοιπόν δεν θα σταματήσουν με τον σχηματισμό της κυβέρνησης. Ο τρόπος που θα εφαρμόζεται το συμφωνημένο κυβερνητικό πρόγραμμα (εάν προκύψει τέτοιο) θα αποτελεί συχνά αιτία τριβών. Από την άλλη πλευρά, το σχήμα αυτό βολεύει την καγκελάριο. Το κόμμα της θα είναι ο κορμός της κυβέρνησης και έχοντας πολιτικά εκατέρωθεν τους δύο μικρότερους εταίρους θα μπορεί να χρησιμοποιεί τον έναν για να εξισορροπεί τις πιέσεις του άλλου. Η γερμανική πολιτική παράδοση δεν επιτρέπει στη Μέρκελ να στήσει εύκολα και πάλι κάλπες, ακόμα και αν εκτιμούσε ότι μία τέτοια κίνηση θα την ενίσχυε εκλογικά και πολιτικά. Από την άλλη πλευρά, όμως, αν οι δύο μικροί δυνητικοί εταίροι της εμμείνουν σε υπερβολικές απαιτήσεις και η διαπραγμάτευση τραβήξει πολύ, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να τους απειλήσει με νέες εκλογές. Θα μπορεί να προβάλει ως επιχείρημα αφενός την αδιαλλαξία τους και αφετέρου τον κίνδυνο ακυβερνησίας.
Στο Μαξίμου αρχικά ήλπιζαν σε μια νίκη του Σουλτς και όταν φάνηκε ότι αυτό το ενδεχόμενο αποκλείεται, επένδυσαν τις ελπίδες τους στην επανάληψη του «μεγάλου συνασπισμού» και μάλιστα χωρίς τον Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών. Τα πράγματα, όμως, ήρθαν αλλιώς και τώρα οι προσευχές του Τσίπρα και των υπουργών του είναι να μην πάρει το κρίσιμο υπουργείο Οικονομικών ο αρχηγός των Ελεύθερων Δημοκρατών Λίντνερ, όπως επιδιώκει.
Υπενθυμίζουμε πως οι Ελεύθεροι Δημοκράτες έχουν ταχθεί ανοιχτά υπέρ του Grexit. Οι ίδιοι αυτοπροβάλλονται ως κεντρώοι και (νεο)φιλελεύθεροι ευρωπαϊστές, επικαλούμενοι το παρελθόν τους. Οι θέσεις τους, όμως, τους καθιστούν στην πράξη αντιευρωπαϊστές. Πράγματι, έχουν υιοθετήσει ως άξονα της πολιτικής τους τον οικονομικό εθνικισμό και εν πολλοίς μια σκληρή γραμμή στο Μεταναστευτικό. Με άλλα λόγια, έχουν καθοριστικής σημασίας κοινούς παρονομαστές με το αντιευρωπαϊκό ξενοφοβικό και εν πολλοίς ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία. Οσο και αν αυτό δεν είναι εμφανές εκ πρώτης όψεως, λόγω της διαφορετικής προέλευσης και της διαφορετικής ρητορικής, είναι η πραγματικότητα.
Ιδεολογική μετάλλαξη
Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι οι κοινοί αυτοί παρονομαστές (οικονομικός εθνικισμός και σκληρές θέσεις για το Μεταναστευτικό) είναι και η κύρια αιτία και τα δύο αυτά κόμματα υπερδιπλασίασαν το εκλογικό ποσοστό τους και εισήλθαν θριαμβευτικά στη Βουλή. Η εκλογική επιτυχία τους αντανακλά την ιδεολογική μετάλλαξη που συντελείται στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας και όχι κάποιο επιδερμικό συγκυριακό πολιτικό ρεύμα. Αυτός είναι ο λόγος που το εκλογικό αποτέλεσμα δεν πρόκειται να έχει συνέπειες μόνο στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής αριθμητικής και του παζαριού για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης.
Το μήνυμα έχει ληφθεί και αναμένεται οι Χριστιανοδημοκράτες να μετατοπιστούν πολιτικά για να προσαρμοστούν και να σταματήσουν την εκλογική διαρροή. Οι σύμμαχοί τους, οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, έχουν ήδη εκδηλώσει δημοσίως τη σχετική πρόθεσή τους. Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου η Μέρκελ θα επιδιώξει να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες. Το σχήμα αυτό έχει δύο αρνητικά και ένα θετικό για την καγκελάριο. Το πρώτο αρνητικό είναι η δυσκολία επίτευξης των αναγκαίων συμβιβασμών ώστε να καταστεί δυνατός ο σχηματισμός τέτοιας κυβέρνησης.
Οι θέσεις των Πρασίνων βρίσκονται συχνά στον αντίποδα των αντίστοιχων των Ελεύθερων Δημοκρατών. Οι δυσκολίες λοιπόν δεν θα σταματήσουν με τον σχηματισμό της κυβέρνησης. Ο τρόπος που θα εφαρμόζεται το συμφωνημένο κυβερνητικό πρόγραμμα (εάν προκύψει τέτοιο) θα αποτελεί συχνά αιτία τριβών. Από την άλλη πλευρά, το σχήμα αυτό βολεύει την καγκελάριο. Το κόμμα της θα είναι ο κορμός της κυβέρνησης και έχοντας πολιτικά εκατέρωθεν τους δύο μικρότερους εταίρους θα μπορεί να χρησιμοποιεί τον έναν για να εξισορροπεί τις πιέσεις του άλλου. Η γερμανική πολιτική παράδοση δεν επιτρέπει στη Μέρκελ να στήσει εύκολα και πάλι κάλπες, ακόμα και αν εκτιμούσε ότι μία τέτοια κίνηση θα την ενίσχυε εκλογικά και πολιτικά. Από την άλλη πλευρά, όμως, αν οι δύο μικροί δυνητικοί εταίροι της εμμείνουν σε υπερβολικές απαιτήσεις και η διαπραγμάτευση τραβήξει πολύ, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να τους απειλήσει με νέες εκλογές. Θα μπορεί να προβάλει ως επιχείρημα αφενός την αδιαλλαξία τους και αφετέρου τον κίνδυνο ακυβερνησίας.
Αναγκαίος συμβιβασμός
Προς το παρόν, απέχουμε πολύ από ένα τέτοιο ενδεχόμενο και η γερμανική πολιτική παράδοση δείχνει ότι τελικώς προκύπτει ο αναγκαίος συμβιβασμός. Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αυτό, αλλά το πολιτικό στίγμα της νέας γερμανικής κυβέρνησης. Οσοι θεωρούν ότι λόγω της Μέρκελ θα υπάρξει πολιτική συνέχεια με μικροαλλαγές δεν αντιλαμβάνονται τη μετάλλαξη που συντελείται τα τελευταία πολλά χρόνια στη Γερμανία. Σε αυτή την πορεία το εκλογικό αποτέλεσμα σηματοδοτεί ποιοτικό άλμα και ο σχηματισμός της τριμερούς κυβέρνησης αναμένεται να το υλοποιήσει.
Η μεταπολεμική Γερμανία αποτελεί παρελθόν. Η ενοποίηση ήταν η αφετηρία για τη μετάβαση από τη Γερμανία που ντρεπόταν για τα ναζιστικά εγκλήματα και έθετε όρια στον εαυτό της στον σημερινό κλιμακούμενο ηγεμονισμό. Η μετάβαση αυτή έγινε σταδιακά και διακριτικά για να μην αναζωπυρώσει μνήμες και προκαλέσει αντιδράσεις. Αυτή ήταν η περίοδος των κυβερνήσεων Κολ και Σρέντερ. Επί των κυβερνήσεων Μέρκελ, η Γερμανία εκδηλώνει πλέον ανοιχτά τον ηγεμονισμό της, αλλά και πάλι κατά τρόπο που να τηρεί στοιχειωδώς τα προσχήματα. Εχουμε, όμως, φύγει πλέον από την περίοδο της ευρωπαϊκής Γερμανίας και έχουμε για τα καλά εισέλθει στην περίοδο της γερμανικής Ευρώπης. Αυτό δεν έχει επιπτώσεις μόνο στην Ελλάδα. Αφορά συνολικά την επιβίωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Κι αυτό έχει καταστεί σαφές από τη μία μέχρι την άλλη άκρη της Γηραιάς Ηπείρου. Στον ευρωπαϊκό Νότο πνέει αντιγερμανικός άνεμος. Στην Ανατολική Ευρώπη πνέει άνεμος εναντίον των Βρυξελλών και εθνικής περιχαράκωσης. Αλλά και στην ίδια τη Γαλλία γίνονται δεύτερες σκέψεις για την προσκόλληση στο άρμα του Βερολίνου.
H υπέρβαση του Μακρόν
Η πρωτοβουλία του προέδρου Μακρόν να εκθέσει επισήμως το όραμά του για τη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική αντανακλά τις ανησυχίες που έχουν εκδηλωθεί στις άρχουσες γαλλικές ελίτ για τη ροπή του Βερολίνου. Παραδοσιακά, λόγω της επιρροής του γκολισμού, το Παρίσι ήταν ο σημαιοφόρος της πρωτοκαθεδρίας του εθνικού κράτους και κατ’ επέκτασιν έθετε όρια στο ενοποιητικό εγχείρημα, απορρίπτοντας το ομοσπονδιακό μοντέλο.
Σήμερα, ο Μακρόν επιχειρεί μια υπέρβαση. Προτείνει σειρά αλλαγών στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική που ουσιαστικά έχουν ομοσπονδιακό χαρακτήρα. Μπορεί την κοινή άμυνα να την επιθυμεί και το Βερολίνο, αλλά οι προτάσεις του Γάλλου προέδρου για αλλαγές στην Ευρωζώνη (κοινός προϋπολογισμός, ορισμός υπουργού Οικονομικών κ.ά.) είναι αντίθετες με τις πάγιες γερμανικές θέσεις. Η καγκελάριος αντέδρασε με τη γνωστή τακτική της. Κατά κανόνα αποφεύγει να απορρίπτει κατηγορηματικά γαλλικές πρωτοβουλίες και ως εκ τούτου να συγκρούεται με το Παρίσι. Προτιμάει να δίνει τη μάχη επί του συγκεκριμένου, όπου φροντίζει να απονευρώνει ό,τι δεν είναι συμβατό με τα γερμανικά συμφέροντα. Αυτό έπραξε και τώρα. Καλωσόρισε την ομιλία Μακρόν και συμφώνησε γενικόλογα ότι η Ε.Ε. πρέπει να εξελίσσεται, αλλά μέχρι εκεί.
Το πρόβλημα, άλλωστε, δεν είναι εάν θα οριστεί υπουργός Οικονομικών της Ευρωζώνης, αλλά ποιες αρμοδιότητες θα έχει. Αν βαπτιστεί υπουργός Οικονομικών ο πρόεδρος του Eurogroup με κάποιες δευτερεύουσας σημασίας αρμοδιότητες, το Βερολίνο δεν έχει κανέναν λόγο να αρνηθεί. Το ίδιο αν ο κοινός προϋπολογισμός είναι κάτι περιορισμένο, το οποίο δεν θα αλλάξει ουσιαστικά το σημερινό μοντέλο.
Σε αντίθεση με την τακτική της Μέρκελ, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες απέρριψαν κατηγορηματικά τη θέση του Μακρόν για κοινό προϋπολογισμό της Ευρωζώνης, επειδή ακριβώς την πήραν τοις μετρητοίς. Εσπευσαν, μάλιστα, να δηλώσουν ότι η απόρριψη είναι όρος για να συμμετάσχουν στη συζητούμενη μελλοντική κυβέρνηση συνεργασίας.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες αποκλείουν την καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταφορά πόρων από τη Γερμανία στην Ευρωζώνη, όπως, άλλωστε, και συνολικά το γερμανικό πολιτικό σύστημα. Απλώς, αυτοί το κάνουν με ωμό και ακραίο τρόπο. Γι’ αυτό είναι υπέρ του Grexit και αποκλείουν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν φωναχτά και χωρίς «ναι μεν αλλά» τη στρατηγική Σόιμπλε η οποία, βεβαίως, αντανακλά τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα γερμανικά συμφέροντα κύκλοι των αρχουσών ελίτ.
Τακτικισμοί Μέρκελ
Η Μέρκελ είναι με το ένα πόδι σε αυτή τη γραμμή, αλλά με το άλλο προσπαθεί με τακτικισμούς να τηρήσει ισορροπίες για να περνάει την πολιτική της στην Ε.Ε. χωρίς αντιδράσεις. Και η καγκελάριος θέλει μια Ευρώπη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των γερμανικών συμφερόντων, αλλά φροντίζει να τηρεί τα προσχήματα για να αμβλύνει τις αντιδράσεις.
Από την πλευρά της, η Εναλλακτική για τη Γερμανία υπηρετεί τον γερμανικό οικονομικό εθνικισμό κατά τρόπο ακόμα πιο ακραίο και από τους Ελεύθερους Δημοκράτες. Θεωρεί πως η Γερμανία ό,τι είχε να πάρει από το ευρώ το έχει πάρει. Ως εκ τούτου πρέπει να το εγκαταλείψει επειδή εφεξής θα υποχρεώνεται να πληρώνει.
Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ιδεοληπτική θέση. Η Γερμανία συμβάλλει στον κοινοτικό προϋπολογισμό με περίπου 20 δισ. ευρώ ετησίως (αντιστοίχως η Γαλλία συμβάλλει με περίπου 8 δισ). Από την άλλη πλευρά, όμως, αποκομίζει πολλαπλάσια οφέλη, εμπορικά και χρηματοπιστωτικά. Η Γερμανία τοποθετεί εντός της Ε.Ε. το 25% του ΑΕΠ της (η Γαλλία μόλις το 12,8%) και αντλεί από την Ε.Ε. το 50% του εξωτερικού εμπορικού πλεονάσματός της. Επίσης, λόγω της ανασφάλειας υπάρχει μεγάλη ροή κεφαλαίων στη Γερμανία, γεγονός που έχει μηδενίσει το κόστος του χρήματος για το γερμανικό Δημόσιο και όχι μόνο. Με άλλα λόγια, έχει αποδειχθεί αναμφισβήτητα το ποιος είναι ο μεγάλος κερδισμένος από το κοινό νόμισμα. Και γι’ αυτό η Μέρκελ δεν πρόκειται να τραβήξει το σκοινί μέχρι να σπάσει.
Η τρίτη αξιολόγηση
Μέσα σε αυτό το ρευστό ευρωπαϊκό περιβάλλον, η κυβέρνηση Τσίπρα καλείται να διαπραγματευτεί την τρίτη αξιολόγηση. Η θέση που διαμορφώνεται στο Μαξίμου -προς αυτή την κατεύθυνση την ωθούν και ανώτατοι κοινοτικοί παράγοντες- είναι ότι πρέπει η διαπραγμάτευση να τελειώσει εντός του Νοεμβρίου, επειδή μετά τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης τα πράγματα μπορεί να περιπλακούν.
Το ενδεχόμενο ο αρχηγός των Ελεύθερων Δημοκρατών Λίντνερ να πάρει το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες. Οχι μόνο επειδή θα πάρει μερίδιο από τα χαρτοφυλάκια, αλλά και επειδή κατά μια έννοια βολεύει τη Μέρκελ. Θα μπορεί να κρύβεται πίσω από τους δύσκολους κυβερνητικούς εταίρους της στις διαπραγματεύσεις της με τον Μακρόν και άλλους Ευρωπαίους ηγέτες πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μπορούσε να το κάνει με τον Σόιμπλε.
Η κρίσιμη επίπτωση στην ελληνική υπόθεση θα είναι αναμφίβολα στο ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Η μέχρι τώρα απροθυμία του Βερολίνου να συναινέσει θα μετατραπεί σε κατηγορηματική άρνηση, δεδομένου ότι την ανελαστική θέση των Ελευθέρων Δημοκρατών υποστηρίζουν και οι Χριστιανοκοινωνιστές και πολλοί Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές.
Μια πρόσθετη επίπτωση είναι ότι θα ενισχυθεί η προϋπάρχουσα πρόθεση των σκληροπυρηνικών του ευρωιερατείου να επιβάλουν στην Ελλάδα μια δέσμη από ρήτρες και κόφτες (το αποκαλούν «εθνικές εγγυήσεις») μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η πρόθεση του Τσίπρα για «καθαρή έξοδο από τα μνημόνια» ενδέχεται να μπλοκαριστεί. Μια τέτοια εξέλιξη θα τινάξει στον αέρα το πολιτικό αφήγημά του, γεγονός που πιθανότατα να τον εξωθήσει σε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr