Το καλοκαιρινό σύνδρομο της κάλπης

Οι συνταγές για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες στο τέλος του καλοκαιριού είναι γνωστές – και δοκιμασμένες. Το έκανε ο Κώστας Σημίτης το 1996, το έκανε ο Κώστας Καραμανλής το 2007, το έκανε ο Αλέξης Τσίπρας το 2015: Και οι τρεις πέτυχαν τον στόχο τους – την εκλογική νίκη και την διακυβέρνηση της χώρας

Κανένα από εκείνα τα καλοκαίρια δεν ήταν ανέφελο – αλλά σίγουρα το καλοκαίρι του ΄15 ήταν το πιο διαφορετικό από όσα είχαμε ζήσει ως τότε: από τα capital controls, τις ουρές στα ΑΤΜ και το δημοψήφισμα του Ιουλίου, φτάσαμε στο Μνημόνιο του Δεκαπενταύγουστου και στις κάλπες, με ένα μικρό διάλειμμα κάποιων ημερών. Παρ’ όλα αυτά, ο Αλέξης Τσίπρας επικράτησε με άνεση, παρότι χρειάστηκε για δεύτερη φορά την βοήθεια του Πάνου Καμμένου για να σχηματίσει κυβέρνηση.

Ήταν η νίκη του ’15 η δικαίωση των χειρισμών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για το πρώτο εξάμηνο εκείνης της χρονιάς; Μπορεί κάποιος να το δει έτσι: στην πολιτική, όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος – έτσι, ο ψηφοφόρος δικαίωσε αναδρομικά τους χειρισμούς Τσίπρα – Βαρουφάκη, όσο κι αν ο δεύτερος είχε ήδη πάρει την άγουσα.

Ωστόσο, επτά χρόνια μετά – και ενόψει των επόμενων εθνικών εκλογών, όποτε κι αν γίνουν – είναι σαφές ότι υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση για εκείνο το αποτέλεσμα: δεν είναι το «σύνδρομο του καλοκαιριού» που δίνει τα θετικά εκλογικά αποτελέσματα για τα κόμματα που κυβερνούν, αλλά η απουσία εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης.

Αυτό ισχύει και για τις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν λίγο μετά το κατακαλόκαιρο: Ο αείμνηστος Μιλτιάδης Έβερτ θα μπορούσε να είχε γίνει πρωθυπουργός αν είχε αντίπαλο έναν καταβεβλημένο Παπανδρέου, αλλά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τον Σημίτη σε μία στιγμή που η κοινωνία είχε πειστεί ότι με την αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ έρχονταν καλύτερες ημέρες. Ο Γιώργος Παπανδρέου το 2007 δεν είχε καταφέρει να πείσει ότι ήταν έτοιμος για την ανάληψη της εξουσίας και η οικονομική κρίση δεν είχε κάνει την εμφάνισή της. Το 2015, ο Αντώνης Σαμαράς είχε παραιτηθεί – και ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ήταν ένας υπηρεσιακός πρόεδρος, τον οποίο κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί στη θέση του πρωθυπουργού.

Αν εξαιρέσει κανείς τις εκλογές του 2000, το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν εν πολλοίς προδιαγεγραμμένο. Το ίδιο ισχύει και για την επόμενη εθνική εκλογική αναμέτρηση: η ΝΔ προηγείται με διαφορές που αγγίζουν – αν δεν ξεπερνούν – τις 10 μονάδες, ενώ ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζει ποσοστά καταλληλότητας για την πρωθυπουργία που είναι ίδια με τα ποσοστά που πήρε το κόμμα του στις εκλογές του 2019.

Αυτό συμβαίνει επειδή η κυβέρνηση χειρίστηκε τις – πολλαπλές – κρίσεις που μας βρήκαν με απόλυτη επάρκεια; Επειδή όλα είναι καλώς καμωμένα; Ούτε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να το υποστηρίξει αυτό…

Απλώς, στη ζωή είναι όλα σχετικά – όταν μιλάει ενώπιον των αμερικανικών κοινοβουλευτικών Σωμάτων και καταχειροκροτείται για «να τα ακούσει» από το εσωτερικό επειδή δεν ανέφερε τη λέξη «Τουρκία» και έρχεται μετά ο Ερντογάν και δημιουργεί μία ελληνοτουρκική κρίση με αφορμή εκείνη την εμφάνιση, ποιο συμπέρασμα πρέπει να βγάλει η ελληνική κοινωνία; Μάλλον είναι αυτονόητο…

Το «καλοκαιρινό σύνδρομο» προβλέπει ότι η κοινωνία είναι χαλαρή, προέρχεται στην πλειονότητά της από διακοπές και έχει μία τάση αισιοδοξίας πιο έντονη σε σχέση με τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου. Προφανώς παίζει ρόλο και αυτό – αλλά γιατί οι καταστροφικές φωτιές του 2007 δεν έπαιξαν τελικά κανέναν ρόλο στην διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος; Αρκούν τα όσα εξιστόρησε πρόσφατα ο δήμαρχος της Σπάρτης μπροστά στις κάμερες; Μάλλον όχι…

Εν ολίγοις, το πρόβλημα το έχει το δεύτερο κόμμα, είτε πρόκειται για μετακαλοκαιρινές εκλογές, είτε για ανοιξιάτικες: αν έχει μπορέσει να πείσει ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας ότι η φυσική του θέση είναι στην διακυβέρνηση της χώρας, δεν θα το εμποδίσει η θερινή χαλάρωση.

Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή τη συγκυρία: περίμενε σε κάθε στραβοπάτημα της κυβέρνησης να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση, να αρχίσουν να κατρακυλούν τα ποσοστά της και να πέσει σαν ώριμο φρούτο, χωρίς να χρειαστεί να πείσει την κοινωνία ότι αξίζει τον κόπο να εμπιστευτεί και πάλι το μέλλον της στην αξιωματική αντιπολίτευση. Υπό μία έννοια, είναι στη θέση του ΠΑΣΟΚ πριν από τις εκλογές του 2007: οι ψηφοφόροι δεν είναι έτοιμοι να τον ακούσουν, μετά από την εμπειρία του 2015 – 2019 και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κάτι καινούργιο να τους πει.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr