Συνταγματική σοφία…
25.07.2017
14:46
Ο συνταγματικός πολιτισμός μιας χώρας αποτελεί αναμφίβολα σημαντικό τμήμα του γενικότερου πολιτισμικού κεκτημένου της. Και ειδικά, βέβαια, του πολιτικού πολιτισμού της…
Εύλογα, λοιπόν, και ο συνταγματικός λόγος που αρθρώνεται στη χώρα μας, κυρίως δε η πολιτική «σοφία και σωφροσύνη», οι οποίες αποτυπώνονται στις ασκήσεις συνταγματικού αναθεωρητισμού που προωθούν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου δεν μπορούν παρά να αντανακλούν τη γενικότερη σοβαρότητα, υπευθυνότητα και το αίσθημα ευθύνης που τις χαρακτηρίζει. Και το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί πολύ υψηλό… (Αυτό, πέραν του ότι η σήμερα κυβερνώσα παράταξη, ειδικά αυτή, θυμάται και «σηκώνει» το θέμα με έναν ακραίο αναθεωρητικό ριζοσπαστισμό –ίσως και πρωτογονισμό- κάθε φορά που η πολιτική και οικονομική συγκυρία επιτάσσει να ενεργοποιηθούν μηχανισμοί αποπροσανατολισμού της προσοχής της κοινής γνώμης από τα κοινωνικά ζητήματα.
Ενώ φαίνεται να μην διστάζει να ακολουθήσει ακόμη και την, βοναπαρτιστικού ή χιτλερικού τύπου, δημοψηφισματική μεθόδευση προκειμένου να δρομολογήσει την επιθυμητή στην ίδια συνταγματική αναθεώρηση, κόντρα στη σαφέστατη –τόσο σαφή όσο και το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης των δικαστικών- αντίθετη συνταγματική πρόβλεψη. Βέβαια, θα μπορούσε να προβληθεί ως αντεπιχείρημα υπέρ της αναθεώρησης δια δημοψηφίσματος το ότι και ο ντε Γκολ το 1962 ανάλογη διαδικασία ακολούθησε. Ωστόσο εκεί τουλάχιστον υπήρχε το «ψευτοπάτημα» του άρθρου 11 του γαλλικού Συντάγματος του 1958, που μιλάει για δημοψήφισμα με στόχο την αναδιοργάνωση των δημοσίων εξουσιών…).
Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν…
Α) Η «συνταγματική σοφία» του Σύριζα
Προς το παρόν ας εστιάσουμε σε μια μόνον από τις «ρηξικέλευθες» αναθεωρητικές ιδέες, την οποία με άγχος κατά καιρούς προτείνει ο δεσπόζων κυβερνητικός εταίρος: Τη συνταγματική καθιέρωση της ολοσχερούς αναλογικής ως παγίου και αμεταβλήτου εκλογικού συστήματος της χώρας (αφού βέβαια το κόμμα του κ. Τσίπρα κέρδισε δύο εκλογές με μικτό αναλογικό/πλειοψηφικό σύστημα, το οποίο -εσφαλμένα- στην ελληνική πολιτική αργκό ονομάζεται «ενισχυμένη αναλογική»).
Ας μην επιμείνουμε, εν προκειμένω, ιδιαίτερα στο μεταπολιτευτικό κεκτημένο του πολιτικού πολιτισμού μας, δηλαδή να μην γίνονται αλλαγές στον εκλογικό νόμο της χώρας με διαφανή σκοπιμότητα υπηρέτησης των συμφερόντων των εκάστοτε κυβερνώντων: Μήτε ο Γεώργιος Ράλλης το 1981 μήτε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1993 άλλαξαν τον εκλογικό νόμο προς την αναλογική κατεύθυνση, που τότε κατεξοχήν θα ευνοούσε το κόμμα τους. Μόνον ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε κάτι τέτοιο παραμονές των εκλογών του 1989, αλλά από το 2001 αυτό το κεκτημένο του πολιτικού πολιτισμού μας έγινε κεκτημένο και του συνταγματικού μας πολιτισμού, ώστε η ιδιοτελής θέσπιση εκλογικής νομοθεσίας να μην εναπόκειται πλέον στην αυτοσυγκράτηση ή την ευπρέπεια των κυβερνώντων. Αυτή η ρύθμιση, άλλωστε, σώζει σήμερα από την άμεση εφαρμογή του εκλογικού νόμου των Συριζανέλ…
Εύλογα, λοιπόν, και ο συνταγματικός λόγος που αρθρώνεται στη χώρα μας, κυρίως δε η πολιτική «σοφία και σωφροσύνη», οι οποίες αποτυπώνονται στις ασκήσεις συνταγματικού αναθεωρητισμού που προωθούν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου δεν μπορούν παρά να αντανακλούν τη γενικότερη σοβαρότητα, υπευθυνότητα και το αίσθημα ευθύνης που τις χαρακτηρίζει. Και το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί πολύ υψηλό… (Αυτό, πέραν του ότι η σήμερα κυβερνώσα παράταξη, ειδικά αυτή, θυμάται και «σηκώνει» το θέμα με έναν ακραίο αναθεωρητικό ριζοσπαστισμό –ίσως και πρωτογονισμό- κάθε φορά που η πολιτική και οικονομική συγκυρία επιτάσσει να ενεργοποιηθούν μηχανισμοί αποπροσανατολισμού της προσοχής της κοινής γνώμης από τα κοινωνικά ζητήματα.
Ενώ φαίνεται να μην διστάζει να ακολουθήσει ακόμη και την, βοναπαρτιστικού ή χιτλερικού τύπου, δημοψηφισματική μεθόδευση προκειμένου να δρομολογήσει την επιθυμητή στην ίδια συνταγματική αναθεώρηση, κόντρα στη σαφέστατη –τόσο σαφή όσο και το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης των δικαστικών- αντίθετη συνταγματική πρόβλεψη. Βέβαια, θα μπορούσε να προβληθεί ως αντεπιχείρημα υπέρ της αναθεώρησης δια δημοψηφίσματος το ότι και ο ντε Γκολ το 1962 ανάλογη διαδικασία ακολούθησε. Ωστόσο εκεί τουλάχιστον υπήρχε το «ψευτοπάτημα» του άρθρου 11 του γαλλικού Συντάγματος του 1958, που μιλάει για δημοψήφισμα με στόχο την αναδιοργάνωση των δημοσίων εξουσιών…).
Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν…
Α) Η «συνταγματική σοφία» του Σύριζα
Προς το παρόν ας εστιάσουμε σε μια μόνον από τις «ρηξικέλευθες» αναθεωρητικές ιδέες, την οποία με άγχος κατά καιρούς προτείνει ο δεσπόζων κυβερνητικός εταίρος: Τη συνταγματική καθιέρωση της ολοσχερούς αναλογικής ως παγίου και αμεταβλήτου εκλογικού συστήματος της χώρας (αφού βέβαια το κόμμα του κ. Τσίπρα κέρδισε δύο εκλογές με μικτό αναλογικό/πλειοψηφικό σύστημα, το οποίο -εσφαλμένα- στην ελληνική πολιτική αργκό ονομάζεται «ενισχυμένη αναλογική»).
Ας μην επιμείνουμε, εν προκειμένω, ιδιαίτερα στο μεταπολιτευτικό κεκτημένο του πολιτικού πολιτισμού μας, δηλαδή να μην γίνονται αλλαγές στον εκλογικό νόμο της χώρας με διαφανή σκοπιμότητα υπηρέτησης των συμφερόντων των εκάστοτε κυβερνώντων: Μήτε ο Γεώργιος Ράλλης το 1981 μήτε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1993 άλλαξαν τον εκλογικό νόμο προς την αναλογική κατεύθυνση, που τότε κατεξοχήν θα ευνοούσε το κόμμα τους. Μόνον ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε κάτι τέτοιο παραμονές των εκλογών του 1989, αλλά από το 2001 αυτό το κεκτημένο του πολιτικού πολιτισμού μας έγινε κεκτημένο και του συνταγματικού μας πολιτισμού, ώστε η ιδιοτελής θέσπιση εκλογικής νομοθεσίας να μην εναπόκειται πλέον στην αυτοσυγκράτηση ή την ευπρέπεια των κυβερνώντων. Αυτή η ρύθμιση, άλλωστε, σώζει σήμερα από την άμεση εφαρμογή του εκλογικού νόμου των Συριζανέλ…
Ας μην επιμείνουμε επίσης ιδιαίτερα στο πασίγνωστο και υπερτονισμένο από πολλούς συμπέρασμα πως η «απλή» -πλην εξαιρετικά περίπλοκη στη λειτουργία της- αναλογική είναι η θεσμική συνταγή της ακυβερνησίας: Δεν είναι μόνον που τα -ολοσχερώς ή σχεδόν ολοσχερώς- αναλογικά αναδεικνυόμενα κοινοβούλια έχουν προσδόκιμο ζωής πολύ κατώτερο του μισού εκείνων που αναδεικνύονται με διαφορετικό σύστημα, πλειοψηφικό, μικτό ή «αναλογική με πλειοψηφικά στοιχεία» (πανευρωπαϊκό συγκριτικό εύρημα αυτό). Δεν είναι, επίσης, που στο διάστημα ζωής του ιδίου κοινοβουλίου συχνότατα προκύπτουν κυβερνητικά σχήματα τελείως διαφορετικού μεταξύ τους πολιτικοϊδεολογικού προσανατολισμού: η γαλλική Βουλή του 1952, για παράδειγμα, έφερε διαδοχικά στην πρωθυπουργία τον Αντουάν Πιναί, κάτι σαν γάλλο Στέφανο Μάνο, και τον Πιέρ Μαντές Φρανς, που με μικρή δόση υπερβολής θα χαρακτηρίζαμε ως -σοβαρό και εγγράμματο- Λαφαζάνη… Δεν είναι, επίσης, που καθίσταται πιθανότερη η παραγωγή κυβερνώντος σχήματος, το οποίο μόνον ως αποτύπωση της λαϊκής βούλησης δεν μπορεί να θεωρηθεί: στις αρχές της δεκαετίας του 1980, για παράδειγμα, πρωθυπουργός της Ιταλίας έγινε ο Τζιοβάνι Σπαντολίνι (το κόμμα του οποίου είχε ψηφιστεί από 2% περίπου του εκλογικού σώματος)…
Είναι, επίσης, πως από την «αναλογική λαϊκή ετυμηγορία» μέχρι τη συγκρότηση –πολιτικής, όχι υπηρεσιακής- κυβέρνησης συνήθως μεσολαβούν πολλοί μήνες, κάποτε και χρόνια, γεγονός εξαιρετικά βλαπτικό για χώρες με στιβαρή δημόσια διοίκηση, όπως το Βέλγιο ή η Ολλανδία, η οποία δημόσια διοίκηση θα πρέπει εκεί να αυτοσχεδιάζει ή/και να πελαγοδρομεί ακέφαλη, οπωσδήποτε όμως είναι καταστροφικό για χώρες σαν τη δική μας…
Κυρίως, όμως, η ανευθυνότητα της συριζαίας πρότασης δεν βρίσκεται τόσο στην –ήδη ψηφισμένη άλλωστε- υιοθέτηση της απλής αναλογικής, όσο στην πρόταση για καθιέρωσή της ως παγίου και αμετάβλητου εκλογικού συστήματος: Τα εκλογικά συστήματα είναι η τεχνική και θεσμική μέθοδος για προσαρμογή των πολιτικών συστημάτων στα μεταβαλλόμενα δεδομένα της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και πρέπει να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής τους, ώστε να μην λειτουργούν ως θεσμική τροχοπέδη στη δυναμική των πολιτικοκοινωνικών μεταβολών. (Σκεφθείτε στο μέλλον η ελληνική κοινωνία να αρχίσει να ξαναψηφίζει δικομματικά, δίνοντας σε δύο μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς ποσοστά κοντά στο 40% στον καθένα, με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου μέρους της κοινωνίας να στρέφει την προτίμησή του σε κάποιο αντισυστημικό κόμμα. Αν η ολοσχερής αναλογική αποτελούσε πάγιο εκλογικό σύστημα, ουσιαστικά ουδεμία κυβερνητική εναλλαγή θα είναι δυνατή και μόνη λύση θα ήταν η διαρκής αναπαραγωγή της συγκυβέρνησης των δύο μεγάλων κομμάτων. Πράγμα που σημαίνει ότι σχεδόν όλη την κοινωνική δυσαρέσκεια από την κυβερνητική δράση θα την καρπούνταν κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή ή το ΚΚΕ ή έστω εκφραστές ενός ελληνικού μπερλουσκονισμού…).
Αλλά και η «συνταγματική σοφία» της ΝΔ δεν δείχνει πολύ μεγαλύτερη…
Β) Η «συνταγματική σοφία» της ΝΔ
Ποια υπήρξε η βασική συνταγματική πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης επί προεδρίας Κυριάκου Μητσοτάκη; Να καταστεί, κατόπιν συμφωνίας σήμερα των πολιτικών δυνάμεων, αναθεωρήσιμο το σύνολο ουσιαστικά των συνταγματικών διατάξεων από την επόμενη Βουλή, μόνον με 151 βουλευτικές ψήφους! «Σύνταγμα του Ράιχ είναι πλέον η βούληση του Φύρερ», είχε πει μετά από μια κάπως ανάλογη μεθόδευση το 1934 ο πρόεδρος της γερμανικής εταιρείας Συνταγματικού Δικαίου. Σύνταγμα της Ελλάδας θα ήταν η βούληση του επόμενου πρωθυπουργού της χώρας, εάν υιοθετείτο η επιπόλαιη αυτή πρόταση. Εξέλιξη εξαιρετικά επικίνδυνη για μια σειρά λόγων. Κυρίως διότι –ακόμη και αν ο ελληνικός λαός είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη συνταγματική σοφία, σωφροσύνη και ευθυκρισία του διαφαινόμενου ως πιθανότερου αυριανού πρωθυπουργού- η ζωή γενικώς, και η πολιτική ζωή ειδικότερα, είναι γεμάτη απρόοπτα. Μια απρόβλεπτη πολιτική η βιολογική εξέλιξη θα μπορούσε να καταστήσει απόλυτο θεσμοδότη, ουσιαστικά συνταγματικό δικτάτορα της χώρας, κάποια ανώριμη ή και επικίνδυνη προσωπικότητα. Αλλά ακόμη και αν η λαϊκή ψήφος καθιστούσε κυρίαρχο των μελλοντικών συνταγματικών ρυθμίσεων τον σοφότερο των πολιτικών, και πάλι δεν θα επρόκειτο για ευκταία εξέλιξη: Το Σύνταγμα κάθε χώρας, ως θεσμικό κέλυφος που θα προσδιορίζει για χρόνια τον δημόσιο βίο της, πρέπει να αποτελεί προϊόν ευρύτερης κοινωνικοπολιτικής συναίνεσης.
Αυτή τη σοφία υπηρετεί η προβλεπόμενη διαδικασία της αναθεώρησής του. Και η απουσία της εν λόγω συναίνεσης προοιωνίζεται παραγωγή πολιτικών τριγμών, αν όχι σεισμών, που μόνο την εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν θα υπηρετούσαν. Μάλιστα η ουσιαστική συνταγματική σοφία θέλει βάση των συνταγματικών αναθεωρήσεων να μην είναι μόνον η ευρύτερη δυνατή πολιτική συναίνεση –τέτοια όμως που δεν θα στερεί θεσμικοπολιτικού δυναμισμού τις αναθεωρήσεις-, αλλά να υπάρχει και διαχρονική αποδοχή της νέας κατεύθυνσης, ώστε αυτή να μην είναι προϊόν μιας πολιτικής στιγμής, της στιγμιαίας δηλαδή βούλησης του εκλογικού σώματος. (Υπ’ αυτή την έννοια εξαιρετικά προβληματική μάς φαίνεται και η πρόταση του «Πατριάρχη» της ελληνικής συνταγματικής επιστήμης Νίκου Αλιβιζάτου να ολοκληρώνεται σε μια μόνο βουλή η διαδικασία της αναθεώρησης…).
Αλλά, επειδή κάποτε οι μεγαλύτερες πολιτικές βλακείες γίνονται ομόφωνα (για παράδειγμα: όλες οι πτέρυγες του ελληνικού κοινοβουλίου, παρά τις σώφρονες προειδοποιήσεις του Βενιζέλου από το εξωτερικό αλλά και τις παλαιότερες του Ιωάννη Μεταξά, χειροκροτούσαν φρενιτιωδώς τη δήλωση του πρωθυπουργού Γούναρη πως το μέτωπο των εχθροπραξιών στη Μικρά Ασία θα επεκτεινόταν μέχρις Σαγγαρίου…), και η «τομή», το κοινό σημείο δηλαδή, των συνταγματικών προτάσεων Σύριζα και ΝΔ δεν καθησυχάζει με τη σοφία του…
Γ) Η κοινή «συνταγματική σοφία» Σύριζα και ΝΔ
Πού συμπίπτουν οι συνταγματικές προτάσεις των δύο μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων του τόπου; Μα στην ανάγκη να μεταφέρεται στο λαό η ευθύνη άμεσης εκλογής του ΠτΔ, εφόσον κάποια στιγμή αποδειχθεί ατελέσφορη η προσπάθεια να αναδειχθεί αυτός από το Κοινοβούλιο… Τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο;
Πρώτον, πως θα υπήρχε πολιτική ρευστότητα και αβεβαιότητα για τη σταθερότητα του πολιτικού κύκλου, ικανή να αποθαρρύνει τους επενδυτές… Δεύτερον, πως θα υπήρχαν δύο ειδών ΠτΔ, οι άμεσα και οι έμμεσα εκλεγόμενοι, κάτι που θα δυσκόλευε το πολίτευμα να βρει μια παγιωμένη λειτουργία… Τρίτον, στις περιπτώσεις ύπαρξης Προέδρου εκλεγμένου από τον λαό, θα υπήρχαν δύο αλληλοανταγωνιζόμενα κέντρα πολιτικής ισχύος, με πιθανότατη έως και αναπόφευκτη σε βάθος χρόνου μια παραγωγό πολιτικής κρίσης σύγκρουσή τους… Τέταρτον, την ύπαρξη συχνά ΠτΔ, ο οποίος θα εκλεγόταν από τον λαό, πιθανότατα βάσει κάποιων προγραμματικών εξαγγελιών και ως εκλεκτός ενός μόνον τμήματος της κοινωνίας. Αυτό είναι λογικότατο σε συστήματα προεδρικά (ΗΠΑ, Κύπρος) και ημιπροεδρικά (Ρωσία, Γαλλία), απολύτως όμως ασύμβατο με την κοινοβουλευτική δημοκρατία, στη φύση της οποίας είναι ο αρχηγός του κράτους να λειτουργεί υπερκομματικά, ως ουδέτερος θεσμικός ρυθμιστής/εξισορροπιστής… Τέλος, δε, πέμπτον, θα ωθούσε την εκάστοτε αντιπολίτευση σε πράξεις θεσμικού τυχοδιωκτισμού: Αυτή θα προκαλούσε προεδρικές εκλογές, αν έβλεπε σοβαρό ενδεχόμενο νίκης του δικού της προεδρικού υποψηφίου. Αυτός δε, εκλεγόμενος, θα μάλλον θα διέλυε τη Βουλή, προκειμένου αυτή να εναρμονισθεί με το πνεύμα της λαϊκής εντολής, όπως θα έχει καταγραφεί στις προεδρικές εκλογές. (Πιθανότατα, μάλιστα, και ως υποψήφιος θα έχει δεσμευθεί για τη σχετική πρωτοβουλία της διάλυσης). Θα ακολουθούν κοινοβουλευτικές εκλογές –με απλή αναλογική, εφόσον υιοθετηθεί στο σύνολό της η συνταγματική φιλοσοφία του Σύριζα- και, μετά από μια μακρότατη προεκλογική περίοδο, ο τόπος θα έχει σχεδόν διασφαλισμένη και μια ανάλογη περίοδο ακυβερνησίας. Η οποία δύσκολα μπορεί να προεξοφληθεί πως θα λειτουργούσε αναπτυξιακά…
Συμπέρασμα
Η συναινετική συνταγματική αναθεώρηση του 2001 –η τελευταία εκτεταμένη και σοβαρή- είχε τις αδυναμίες της: Δεν διασφάλισε την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας (η ηγεσία της οποίας θα έπρεπε να αναδεικνύεται από την επιτροπή θεσμών του Κοινοβουλίου με αυξημένη πλειοψηφία), αλλά ούτε και το κύρος της, αφού εξακολουθεί να εναποτίθεται στους δικαστικούς λειτουργούς να αυτοπροσδιορίζουν τις απολαβές τους… Ασχολήθηκε με απίθανες λεπτομερειακές ρυθμίσεις, που δεν προσιδιάζει στον Καταστατικό Χάρτη να ρυθμίζει… Δεν ρύθμισε το θέμα της παραγραφής ή του ακαταδίωκτου, χωρίς άδεια της Βουλής, των αδικημάτων των πολιτικών… Δεν δημιούργησε Συνταγματικό Δικαστήριο για ενιαία και ενδεχομένως προληπτική κρίση της συνταγματικότητας των νόμων, ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου… Κοκ…
Ωστόσο…
Διατήρησε την εσωτερική συνοχή του κοινοβουλευτικού συστήματος… Προφύλαξε την ανάγκη διαχρονικής μάλιστα συναίνεσης για την ολοκλήρωση της αναθεωρητικής διαδικασίας… Και αφαίρεσε από τους εκάστοτε κυβερνώντες τη δυνατότητα να διαμορφώνουν σκανδαλωδώς ευνοϊκή για τους ίδιους εκλογική νομοθεσία ή να προβαίνουν σε ιδιοτελή αναχάραξη των ορίων των εκλογικών περιφερειών…
Κάθε περαιτέρω αναθεωρητική πρωτοβουλία χρειάζεται γνώση, στοχασμό και περίσκεψη. Διαφορετικά καλύτερο θα ήταν να μην επιχειρηθούν καθόλου τυχοδιωκτικά εγχειρήματα…
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr