Μη δημόσια Πανεπιστήμια: «Παράκαμψη» του Άρθρου 16 μέσω του άρθρου 28 του Συντάγματος;
24.08.2023
15:52
Ο διάλογος για τα μη δημόσια Πανεπιστήμια έχει φουντώσει μετά από τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης και τις σχετικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού και του αρμόδιου Υπουργού
Το θέμα έχει πρακτική, πολιτική και νομική διάσταση. Το ότι η χώρα μας «εξάγει» κάθε χρόνο χιλιάδες φοιτητές, με τεράστιο κόστος και οικονομικό (για τις οικογένειες και για το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας) και δημογραφικό, προκαλώντας αχρείαστο brain drain είναι δεδομένο. Το ότι κάποια Τμήματα ΑΕΙ στη χώρα μας, ιδίως σε περιφερειακά Πανεπιστήμια προερχόμενα από «ανωτατικοποιήσεις», στερούνται πόρων, υποδομών, καθηγητών και … φοιτητών είναι επίσης γνωστό. Τέλος, είναι σφόδρα πιθανό ότι με την κατάλληλη νομοθεσία και κρατική εποπτεία και υποστήριξη η Ελλάδα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε εκπαιδευτικό hub για φοιτητές από τις γύρω χώρες: Βαλκανικές χώρες, Τουρκία, Ρωσία, Ουκρανία και χώρες βορείου Αφρικής.
Αυτά όμως δεν απαντούν στο νομικό πρόβλημα: μπορεί η κυβέρνηση να «παρακάμψει» το 16 Σ μέσω του 28 Σ; Ο επιστημονικός διάλογος είναι ζωηρός και πολλά επιχειρήματα ακούγονται εκατέρωθεν από συνταγματολόγους περιωπής, όπως οι κκ Σαρμάς, Βενιζέλος Μανιτάκης κτλ. Πρίν από αυτούς, ο καθηγητής Αλιβιζάτος έχει εκτενώς συζητήσει τις διάφορες εναλλακτικές σε μια εξαιρετική μονογραφία (Πέρα από το 16 – Τα πριν και μετά, εκδ. Μεταίχμιο, 2007).
Πολλές από τις θετικές απόψεις βασίζονται, υποτίθεται, στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας έναντι της ΕΕ και στις θεμελιώδεις ελευθερίες της Εσωτερικής Αγοράς της ΕΕ (κυκλοφορίας, εγκατάστασης, παροχής υπηρεσιών κτλ). Όμως, οι σχετικές υποχρεώσεις αφορούν στην επαγγελματική - και δεν επεκτείνονται κατ’ανάγκη στην ακαδημαϊκή - αναγνώριση των τίτλων σπουδών που προέρχονται από την ΕΕ. Η επαγγελματική αναγνώριση έχει θεσμοθετηθεί ήδη με το π.δ. 38/2010, όπως έχει συμπληρωθεί με ένα από τα Μνημόνια, και καλύπτει πλέον όλους τους αποφοίτους Πανεπιστημίων της ΕΕ, ανεξαρτήτως αν το επάγγελμά τους είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο (δικηγόροι, γιατροί, αρχιτέκτονες κτλ) ή όχι (πολιτικοί επιστήμονες, αρχαιολόγοι, τεχνικοί υπολογιστών κτλ). Είναι μια αναγνώριση η οποία δίδεται από το ΑΤΕΕΝ του Υπουργείου Παιδείας, σχετικά εύκολα και σε εύλογο (πλέον) χρόνο.
Στην πράξη παραμένουν κάποια προβλήματα, σχετιζόμενα με τη διοικητική δεισιδαιμονία της χώρας μας, όπως λ.χ. ότι κάποια Τμήματα ΑΕΙ αρνούνται να δεχθούν στις εξετάσεις τους αποφοίτους των αλλοδαπών Πανεπιστημίων στους οποίους έχει επιβληθεί το σχετικό αντισταθμιστικό μέτρο από το ΑΤΕΕΝ ως προϋπόθεση αναγνώρισης. Ή ότι κάποιοι επαγγελματικοί σύλλογοι αρνούνται να εγγράψουν ως μέλη τους αποφοίτους στους οποίους το ΑΤΕΕΝ έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα να ασκούν το σχετικό επάγγελμα.
Είναι επίσης αλήθεια ότι η διάκριση μεταξύ επαγγελματικής και ακαδημαϊκής αναγνώρισης είναι συχνά δυσνόητη πρακτικά. Είναι, πάντως, μια νομική διάκριση την οποία αντιστοιχεί στη λογική των «δοτών αρμοδιοτήτων» της ΕΕ – καθώς αυτή έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες σε θέματα ενιαίας αγοράς και οικονομίας αλλά πολύ περιορισμένες σε θέματα εκπαίδευσης – και την οποίαν έχει υιοθετήσει το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ) σε πάρα πολλές υποθέσεις.
Συνεπώς, η Ελλάδα μετά από σειρά καταδικαστικών αποφάσεων του ΔΕΕ - και αφήνοντας κατά μέρος τα παραπάνω προβλήματα εφαρμογής, τα οποία πάντως επιλύονται από τα διοικητικά δικαστήρια της χώρας - συμμορφώνεται ήδη με τις απαιτήσεις των θεμελιωδών ελευθεριών της Εσωτερικής Αγοράς.
Αλλά ούτε και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, σε συνδυασμό με την απόφαση του ΔΕΕ Επιτροπή κ Ουγγαρίας (σχετικά με το EEU του Τζορτζ Σόρος) προξενεί κάποια επιπλέον υποχρέωση για τη χώρα μας. Διότι σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη, αυτός δε γεννά νέες υποχρεώσεις προς τα Κράτη Μέλη πλην αυτών που ήδη απορρέουν από τη Συνθήκη, για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω. Η υποχρέωση της Ουγγαρίας για απελευθέρωση της αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών προέκυπτε από τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει στα πλαίσια του ΠΟΕ και της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο των Υπηρεσιών (GATS). Η χώρα μας, απεναντίας, στα πλαίσια της GATS έχει ρητώς εξαιρέσει την ανώτατη εκπαίδευση, επικαλούμενη ακριβώς το άρθρο 16 Σ.
Συνεπώς, δύσκολα μπορεί να θεμελιωθεί επιχείρημα στις απαιτήσεις του δικαίου της ΕΕ ή του ΠΟΕ, εκτός αν η χώρα μας πάρει την πρωτοβουλία να άρει την επιφύλαξη που έχει εισαγάγει στην GATS σχετικά με την ανώτατη παιδεία.
Συνεπώς, η συζήτηση επανέρχεται στο εσωτερικό δίκαιο και στις σχέσεις μεταξύ δύο διατάξεων του Συντάγματος. Πως «διαπλέκονται» τα άρθρα 16(5) και 28(1); Το πρώτο προβλέπει ΑΕΙ με τη μορφή ΝΠΔΔ, υπό την εποπτεία του Κράτους. Το δεύτερο προβλέπει ότι οι «διεθνείς συμβάσεις … αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». Δύο τουλάχιστον διαπιστώσεις ανακύπτουν με μόνη την ανάγνωση των εν λόγω διατάξεων.
Πρώτον το 28 Σ προβλέπει υπερνομοθετική – όχι υπερσυνταγματική – ισχύ των διεθνών συμφωνιών. Στο μέτρο που οι προτεινόμενες συμφωνίες δεν θα εντάσσονται στο δίκαιο της ΕΕ (ή του ΠΟΕ) και δεν θα εμφορούνται από την αρχή της υπεροχής που χαρακτηρίζει το δίκαιο αυτό, είναι δύσκολο να δει κανείς πώς θα μπορέσουν να ανατρέψουν το περιεχόμενο του 16 Σ.
Δεύτερον, το 28 Σ είναι μια «οριζόντια» διάταξη χωρίς κανονιστικό περιεχόμενο, που αφορά στην υποδοχή και ιεραρχία του διεθνούς δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη – είναι μια «διαδικαστική» διάταξη. Απεναντίας, το 16 Σ προβλέπει συγκεκριμένη ουσιαστική και λεπτομερή ρύθμιση για την παιδεία. Είναι νομικά εφικτό στη βάση μιας οριζόντιας, διαδικαστικής διάταξης να παραμεριστεί μια συγκεκριμένη ουσιαστική διάταξη την οποία συμπεριέλαβε ο συντακτικός νομοθέτης ήδη στο πρώτο μετακατοχικό Σύνταγμα της χώρας και η οποία «επεβίωσε» επανειλημμένων αναθεωρητικών προσπαθειών; Και αν αυτό συμβεί για την παιδεία, για ποιες άλλες ουσιαστικές διατάξεις του Συντάγματος μπορεί να συμβεί και για ποιες όχι;
Στα ερωτήματα αυτά θα πρέπει να απαντήσουν οι συνταγματολόγοι μας τον επόμενο καιρό.
*Ο Βασίλης Χατζόπουλος είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου και Πολιτικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Κολλέγιο της Ευρώπης, καθώς και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Αυτά όμως δεν απαντούν στο νομικό πρόβλημα: μπορεί η κυβέρνηση να «παρακάμψει» το 16 Σ μέσω του 28 Σ; Ο επιστημονικός διάλογος είναι ζωηρός και πολλά επιχειρήματα ακούγονται εκατέρωθεν από συνταγματολόγους περιωπής, όπως οι κκ Σαρμάς, Βενιζέλος Μανιτάκης κτλ. Πρίν από αυτούς, ο καθηγητής Αλιβιζάτος έχει εκτενώς συζητήσει τις διάφορες εναλλακτικές σε μια εξαιρετική μονογραφία (Πέρα από το 16 – Τα πριν και μετά, εκδ. Μεταίχμιο, 2007).
Πολλές από τις θετικές απόψεις βασίζονται, υποτίθεται, στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας έναντι της ΕΕ και στις θεμελιώδεις ελευθερίες της Εσωτερικής Αγοράς της ΕΕ (κυκλοφορίας, εγκατάστασης, παροχής υπηρεσιών κτλ). Όμως, οι σχετικές υποχρεώσεις αφορούν στην επαγγελματική - και δεν επεκτείνονται κατ’ανάγκη στην ακαδημαϊκή - αναγνώριση των τίτλων σπουδών που προέρχονται από την ΕΕ. Η επαγγελματική αναγνώριση έχει θεσμοθετηθεί ήδη με το π.δ. 38/2010, όπως έχει συμπληρωθεί με ένα από τα Μνημόνια, και καλύπτει πλέον όλους τους αποφοίτους Πανεπιστημίων της ΕΕ, ανεξαρτήτως αν το επάγγελμά τους είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο (δικηγόροι, γιατροί, αρχιτέκτονες κτλ) ή όχι (πολιτικοί επιστήμονες, αρχαιολόγοι, τεχνικοί υπολογιστών κτλ). Είναι μια αναγνώριση η οποία δίδεται από το ΑΤΕΕΝ του Υπουργείου Παιδείας, σχετικά εύκολα και σε εύλογο (πλέον) χρόνο.
Στην πράξη παραμένουν κάποια προβλήματα, σχετιζόμενα με τη διοικητική δεισιδαιμονία της χώρας μας, όπως λ.χ. ότι κάποια Τμήματα ΑΕΙ αρνούνται να δεχθούν στις εξετάσεις τους αποφοίτους των αλλοδαπών Πανεπιστημίων στους οποίους έχει επιβληθεί το σχετικό αντισταθμιστικό μέτρο από το ΑΤΕΕΝ ως προϋπόθεση αναγνώρισης. Ή ότι κάποιοι επαγγελματικοί σύλλογοι αρνούνται να εγγράψουν ως μέλη τους αποφοίτους στους οποίους το ΑΤΕΕΝ έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα να ασκούν το σχετικό επάγγελμα.
Είναι επίσης αλήθεια ότι η διάκριση μεταξύ επαγγελματικής και ακαδημαϊκής αναγνώρισης είναι συχνά δυσνόητη πρακτικά. Είναι, πάντως, μια νομική διάκριση την οποία αντιστοιχεί στη λογική των «δοτών αρμοδιοτήτων» της ΕΕ – καθώς αυτή έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες σε θέματα ενιαίας αγοράς και οικονομίας αλλά πολύ περιορισμένες σε θέματα εκπαίδευσης – και την οποίαν έχει υιοθετήσει το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ) σε πάρα πολλές υποθέσεις.
Συνεπώς, η Ελλάδα μετά από σειρά καταδικαστικών αποφάσεων του ΔΕΕ - και αφήνοντας κατά μέρος τα παραπάνω προβλήματα εφαρμογής, τα οποία πάντως επιλύονται από τα διοικητικά δικαστήρια της χώρας - συμμορφώνεται ήδη με τις απαιτήσεις των θεμελιωδών ελευθεριών της Εσωτερικής Αγοράς.
Αλλά ούτε και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, σε συνδυασμό με την απόφαση του ΔΕΕ Επιτροπή κ Ουγγαρίας (σχετικά με το EEU του Τζορτζ Σόρος) προξενεί κάποια επιπλέον υποχρέωση για τη χώρα μας. Διότι σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη, αυτός δε γεννά νέες υποχρεώσεις προς τα Κράτη Μέλη πλην αυτών που ήδη απορρέουν από τη Συνθήκη, για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω. Η υποχρέωση της Ουγγαρίας για απελευθέρωση της αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών προέκυπτε από τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει στα πλαίσια του ΠΟΕ και της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο των Υπηρεσιών (GATS). Η χώρα μας, απεναντίας, στα πλαίσια της GATS έχει ρητώς εξαιρέσει την ανώτατη εκπαίδευση, επικαλούμενη ακριβώς το άρθρο 16 Σ.
Συνεπώς, δύσκολα μπορεί να θεμελιωθεί επιχείρημα στις απαιτήσεις του δικαίου της ΕΕ ή του ΠΟΕ, εκτός αν η χώρα μας πάρει την πρωτοβουλία να άρει την επιφύλαξη που έχει εισαγάγει στην GATS σχετικά με την ανώτατη παιδεία.
Συνεπώς, η συζήτηση επανέρχεται στο εσωτερικό δίκαιο και στις σχέσεις μεταξύ δύο διατάξεων του Συντάγματος. Πως «διαπλέκονται» τα άρθρα 16(5) και 28(1); Το πρώτο προβλέπει ΑΕΙ με τη μορφή ΝΠΔΔ, υπό την εποπτεία του Κράτους. Το δεύτερο προβλέπει ότι οι «διεθνείς συμβάσεις … αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». Δύο τουλάχιστον διαπιστώσεις ανακύπτουν με μόνη την ανάγνωση των εν λόγω διατάξεων.
Πρώτον το 28 Σ προβλέπει υπερνομοθετική – όχι υπερσυνταγματική – ισχύ των διεθνών συμφωνιών. Στο μέτρο που οι προτεινόμενες συμφωνίες δεν θα εντάσσονται στο δίκαιο της ΕΕ (ή του ΠΟΕ) και δεν θα εμφορούνται από την αρχή της υπεροχής που χαρακτηρίζει το δίκαιο αυτό, είναι δύσκολο να δει κανείς πώς θα μπορέσουν να ανατρέψουν το περιεχόμενο του 16 Σ.
Δεύτερον, το 28 Σ είναι μια «οριζόντια» διάταξη χωρίς κανονιστικό περιεχόμενο, που αφορά στην υποδοχή και ιεραρχία του διεθνούς δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη – είναι μια «διαδικαστική» διάταξη. Απεναντίας, το 16 Σ προβλέπει συγκεκριμένη ουσιαστική και λεπτομερή ρύθμιση για την παιδεία. Είναι νομικά εφικτό στη βάση μιας οριζόντιας, διαδικαστικής διάταξης να παραμεριστεί μια συγκεκριμένη ουσιαστική διάταξη την οποία συμπεριέλαβε ο συντακτικός νομοθέτης ήδη στο πρώτο μετακατοχικό Σύνταγμα της χώρας και η οποία «επεβίωσε» επανειλημμένων αναθεωρητικών προσπαθειών; Και αν αυτό συμβεί για την παιδεία, για ποιες άλλες ουσιαστικές διατάξεις του Συντάγματος μπορεί να συμβεί και για ποιες όχι;
Στα ερωτήματα αυτά θα πρέπει να απαντήσουν οι συνταγματολόγοι μας τον επόμενο καιρό.
*Ο Βασίλης Χατζόπουλος είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου και Πολιτικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Κολλέγιο της Ευρώπης, καθώς και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr