Οι εμμονές που στρώνουν τον δρόμο για τη θυσία της Ιφιγένειας
09.07.2012
07:12
Πόσο πραγματικός είναι ο κίνδυνος να βγει η χώρα από το ευρώ και μέσα από μια χρεοκοπία να επιστρέψει στη δραχμή; Υπάρχουν δυνάμεις στην Ευρώπη -όπως υπαινίχτηκε πρόσφατα ο Ολάντ- που θέλουν πραγματικά την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης ώστε να παραδειγματιστούν όσες χώρες δείξουν απροθυμία να εφαρμόσουν τα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ούτε αυτονόητες, ούτε φυσικά μονοδιάστατες. Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι χωρίς να μπορεί να επιλέξει τον δρόμο της οριστικής λύτρωσης από τα αδιέξοδα που την οδήγησε το πελατειακό κράτος και ο λαϊκισμός της Μεταπολίτευσης. Παγιδευμένη στη μέγγενη της αναβλητικότητας και της αναποφασιστικότητας και με την οικονομία της να καταρρέει καθημερινά, η ελληνική κοινωνία δεν φαίνεται να βρίσκει εκείνο το απόθεμα ψυχραιμίας και νηφαλιότητας που χρειάζεται ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματά της, πείθοντας ταυτόχρονα τους εταίρους και δανειστές της ότι μπορεί να δρομολογήσει τη σωτηρία της.
Αν και είναι αλήθεια ότι το μνημόνιο απέτυχε επειδή οι δανειστές μας θέλησαν να υποτιμήσουν βίαια και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το βιοτικό μας επίπεδο, είναι εξίσου αλήθεια ότι ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας σιχαίνεται τις μεταρρυθμίσεις και την «αποσοβιετοποίηση» της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς τη φορολογική μεταρρύθμιση, χωρίς την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, χωρίς τον εξορθολογισμό του κράτους και χωρίς πέντε μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις που θα απελευθερώσουν την κοινωνία από «το βαθύ κράτος», η χώρα δεν θα μπορέσει να ορθοποδήσει ακόμα και αν παραμείνουμε στο ευρώ. Χωρίς αυτά δεν θα μπορέσει να πείσει τους δανειστές μας ότι πράγματι κάτι μπορεί να αλλάξει στη χώρα αυτή που να σηματοδοτεί μια επανεκκίνησή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Πόσο πραγματικός είναι ο κίνδυνος να βγει η χώρα από το ευρώ και μέσα από μια χρεοκοπία να επιστρέψει στη δραχμή; Υπάρχουν δυνάμεις στην Ευρώπη -όπως υπαινίχτηκε πρόσφατα ο Ολάντ- που θέλουν πραγματικά την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης ώστε να παραδειγματιστούν όσες χώρες δείξουν απροθυμία να εφαρμόσουν τα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ούτε αυτονόητες, ούτε φυσικά μονοδιάστατες. Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι χωρίς να μπορεί να επιλέξει τον δρόμο της οριστικής λύτρωσης από τα αδιέξοδα που την οδήγησε το πελατειακό κράτος και ο λαϊκισμός της Μεταπολίτευσης. Παγιδευμένη στη μέγγενη της αναβλητικότητας και της αναποφασιστικότητας και με την οικονομία της να καταρρέει καθημερινά, η ελληνική κοινωνία δεν φαίνεται να βρίσκει εκείνο το απόθεμα ψυχραιμίας και νηφαλιότητας που χρειάζεται ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματά της, πείθοντας ταυτόχρονα τους εταίρους και δανειστές της ότι μπορεί να δρομολογήσει τη σωτηρία της.
Αν και είναι αλήθεια ότι το μνημόνιο απέτυχε επειδή οι δανειστές μας θέλησαν να υποτιμήσουν βίαια και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το βιοτικό μας επίπεδο, είναι εξίσου αλήθεια ότι ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας σιχαίνεται τις μεταρρυθμίσεις και την «αποσοβιετοποίηση» της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς τη φορολογική μεταρρύθμιση, χωρίς την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, χωρίς τον εξορθολογισμό του κράτους και χωρίς πέντε μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις που θα απελευθερώσουν την κοινωνία από «το βαθύ κράτος», η χώρα δεν θα μπορέσει να ορθοποδήσει ακόμα και αν παραμείνουμε στο ευρώ. Χωρίς αυτά δεν θα μπορέσει να πείσει τους δανειστές μας ότι πράγματι κάτι μπορεί να αλλάξει στη χώρα αυτή που να σηματοδοτεί μια επανεκκίνησή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Η Μέρκελ, ο Ολάντ και ο Νότος
Είναι αλήθεια ότι οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση διέπραξαν τραγικά λάθη με την Ελλάδα. Κυρίως η Γερμανία που δεν στάθμισε τις επιπτώσεις μιας βίαιης και εντέλει κοινωνικά άδικης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, που εγκλώβισε την ελληνική οικονομία στον φαύλο κύκλο της ύφεσης. Επειτα από τρία χρόνια λιτότητας, δύο μνημόνια, δύο εκλογές και μια μακρά περίοδο πολιτικής αστάθειας, η πολιτική Μέρκελ στην Ελλάδα ηττήθηκε. Οπως έχει αρχίσει να ηττάται στην Ευρώπη. Κυρίως από την εκλογή του Ολάντ στη Γαλλία, που αμφισβήτησε τις επιλογές του Σαρκοζί και την απροθυμία του Ραχόι και του Μόντι να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ελλάδας. Και οι δύο γνώριζαν ποιο θα ήταν το τέλος των ίδιων και των κομμάτων τους, αν υπέβαλλαν τις κοινωνίες τους σε προγράμματα αλά ελληνικά. Προφανώς οι δύο αυτές χώρες δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα. Είναι δύο μεγάλες οικονομικές δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο ποσοστό του ευρωπαϊκού ΑΕΠ με βιομηχανικούς κολοσσούς και ισχυρή θέση στον διεθνή καταμερισμό.
Είναι πλέον βέβαιο ότι οι Γερμανοί θα αναγκαστούν σταδιακά να χαλαρώσουν την πολιτική τους και κυρίως να αποδεχτούν αυτό που έως χτες αρνούνταν κατηγορηματικά: το ευρωομόλογο. Χωρίς τη διευθέτηση του χρέους του Ευρωπαϊκού Νότου και χωρίς ανάπτυξη, η Ευρώπη είναι καταδικασμένη στην ύφεση και ενδεχομένως στη διάλυση, αν ο πλούσιος Βορράς -κυρίως οι Γερμανοί- δεν αναλάβουν το κόστος μιας συνολικής επανεκκίνησης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Το πρόβλημα για μας, που είμαστε το πρώτο θύμα αυτής της πολιτικής, είναι μήπως μέσα από μια βαθιά κρίση της συνοχής της Ευρώπης μάς θυσιάσουν σαν Ιφιγένεια για να φυσήξει και πάλι ούριος άνεμος στα πανιά της Ευρώπης. Βεβαίως, μετά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, οι πιθανότητες να μας αφήσουν έξω από το ευρώ, έστω και για ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, έως ότου δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να επιστρέψουμε, φαίνεται να έχουν μειωθεί αισθητά. Και μολονότι η τρόικα έφτασε στην Αθήνα «θυμωμένη», αμφισβητώντας τις διευκολύνσεις που παρασκηνιακά φαίνεται ότι έχει συμφωνήσει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι, αν πειστεί πως θα προχωρήσουμε αποφασιστικά τις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις, θα δεχτεί να χαλαρώσουν τα δημοσιονομικά μέτρα. Ετσι γίνεται πάντα στις διαπραγματεύσεις. Ζητάς πάντα στην αρχή για να σου δώσουν εκείνα που έχεις αποφασίσει ότι θέλεις. «Το πρόβλημα με την υποχώρηση των μεγάλων στρατών», έλεγε πρόσφατα ο Σημίτης μιλώντας για την αναγκαστική αλλαγή πολιτικής της Γερμανίας που έρχεται, «είναι ότι στην οπισθοχώρηση μπορεί να αποδεκατίσουν κάνα σύνταγμα που θα βρουν απομονωμένο», εννοώντας προφανώς τον κίνδυνο να χρησιμεύσουμε σαν Ιφιγένεια...
Γι’ αυτό οι επόμενοι μήνες είναι εξαιρετικά κρίσιμοι για να προχωρήσουν καταιγιστικά όλες εκείνες οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν το κλίμα έξω και θα αρχίσει να αποκαθίσταται η αξιοπιστία της χώρας στις αγορές και τους εταίρους μας.
Αν και είναι αλήθεια ότι το μνημόνιο απέτυχε επειδή οι δανειστές μας θέλησαν να υποτιμήσουν βίαια και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το βιοτικό μας επίπεδο, είναι εξίσου αλήθεια ότι ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας σιχαίνεται τις μεταρρυθμίσεις και την «αποσοβιετοποίηση» της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς τη φορολογική μεταρρύθμιση, χωρίς την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, χωρίς τον εξορθολογισμό του κράτους και χωρίς πέντε μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις που θα απελευθερώσουν την κοινωνία από «το βαθύ κράτος», η χώρα δεν θα μπορέσει να ορθοποδήσει ακόμα και αν παραμείνουμε στο ευρώ. Χωρίς αυτά δεν θα μπορέσει να πείσει τους δανειστές μας ότι πράγματι κάτι μπορεί να αλλάξει στη χώρα αυτή που να σηματοδοτεί μια επανεκκίνησή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Η Μέρκελ, ο Ολάντ και ο Νότος
Είναι αλήθεια ότι οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση διέπραξαν τραγικά λάθη με την Ελλάδα. Κυρίως η Γερμανία που δεν στάθμισε τις επιπτώσεις μιας βίαιης και εντέλει κοινωνικά άδικης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, που εγκλώβισε την ελληνική οικονομία στον φαύλο κύκλο της ύφεσης. Επειτα από τρία χρόνια λιτότητας, δύο μνημόνια, δύο εκλογές και μια μακρά περίοδο πολιτικής αστάθειας, η πολιτική Μέρκελ στην Ελλάδα ηττήθηκε. Οπως έχει αρχίσει να ηττάται στην Ευρώπη. Κυρίως από την εκλογή του Ολάντ στη Γαλλία, που αμφισβήτησε τις επιλογές του Σαρκοζί και την απροθυμία του Ραχόι και του Μόντι να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ελλάδας. Και οι δύο γνώριζαν ποιο θα ήταν το τέλος των ίδιων και των κομμάτων τους, αν υπέβαλλαν τις κοινωνίες τους σε προγράμματα αλά ελληνικά. Προφανώς οι δύο αυτές χώρες δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα. Είναι δύο μεγάλες οικονομικές δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο ποσοστό του ευρωπαϊκού ΑΕΠ με βιομηχανικούς κολοσσούς και ισχυρή θέση στον διεθνή καταμερισμό.
Είναι πλέον βέβαιο ότι οι Γερμανοί θα αναγκαστούν σταδιακά να χαλαρώσουν την πολιτική τους και κυρίως να αποδεχτούν αυτό που έως χτες αρνούνταν κατηγορηματικά: το ευρωομόλογο. Χωρίς τη διευθέτηση του χρέους του Ευρωπαϊκού Νότου και χωρίς ανάπτυξη, η Ευρώπη είναι καταδικασμένη στην ύφεση και ενδεχομένως στη διάλυση, αν ο πλούσιος Βορράς -κυρίως οι Γερμανοί- δεν αναλάβουν το κόστος μιας συνολικής επανεκκίνησης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Το πρόβλημα για μας, που είμαστε το πρώτο θύμα αυτής της πολιτικής, είναι μήπως μέσα από μια βαθιά κρίση της συνοχής της Ευρώπης μάς θυσιάσουν σαν Ιφιγένεια για να φυσήξει και πάλι ούριος άνεμος στα πανιά της Ευρώπης. Βεβαίως, μετά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, οι πιθανότητες να μας αφήσουν έξω από το ευρώ, έστω και για ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, έως ότου δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να επιστρέψουμε, φαίνεται να έχουν μειωθεί αισθητά. Και μολονότι η τρόικα έφτασε στην Αθήνα «θυμωμένη», αμφισβητώντας τις διευκολύνσεις που παρασκηνιακά φαίνεται ότι έχει συμφωνήσει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι, αν πειστεί πως θα προχωρήσουμε αποφασιστικά τις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις, θα δεχτεί να χαλαρώσουν τα δημοσιονομικά μέτρα. Ετσι γίνεται πάντα στις διαπραγματεύσεις. Ζητάς πάντα στην αρχή για να σου δώσουν εκείνα που έχεις αποφασίσει ότι θέλεις. «Το πρόβλημα με την υποχώρηση των μεγάλων στρατών», έλεγε πρόσφατα ο Σημίτης μιλώντας για την αναγκαστική αλλαγή πολιτικής της Γερμανίας που έρχεται, «είναι ότι στην οπισθοχώρηση μπορεί να αποδεκατίσουν κάνα σύνταγμα που θα βρουν απομονωμένο», εννοώντας προφανώς τον κίνδυνο να χρησιμεύσουμε σαν Ιφιγένεια...
Γι’ αυτό οι επόμενοι μήνες είναι εξαιρετικά κρίσιμοι για να προχωρήσουν καταιγιστικά όλες εκείνες οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν το κλίμα έξω και θα αρχίσει να αποκαθίσταται η αξιοπιστία της χώρας στις αγορές και τους εταίρους μας.
Και γι’ αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος -ούτε λεπτό- γιατί αν σε πάρει ο χρόνος από κάτω, τότε θα χαθούν όλα, και η χώρα θα ξαναβρεθεί σύντομα στο κενό. Το ερώτημα λοιπόν είναι αν αυτή η κυβέρνηση έχει συνειδητοποιήσει την αποστολή της, αν είναι διατεθειμένη να σπάσει αβγά και κυρίως αν έχει καταλάβει ότι για να βγει η χώρα από το αδιέξοδο θα πρέπει να έρθει σε ρήξη με την αναποφασιστικότητα, την ατολμία και το πολιτικό κόστος. Αν ναι, υπάρχει ελπίδα ότι θα ξημερώσει. Αν όχι, τότε θα μπούμε οριστικά και αμετάκλητα στο βαθύ σκοτάδι...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr