Πέτρος Χριστούλιας: Ενας παραμυθάς απ’ τη Χαλκίδα
Πέτρος Χριστούλιας: Ενας παραμυθάς απ’ τη Χαλκίδα
Ο Πέτρος Χριστούλιας μιλάει για το επάγγελμα του κομίστα αλλά για το πως είναι να ζεις μόνιμα στη Χαλκίδα.
Όπου και να επιλέγαμε να συναντήσουμε τον κομίστα και εικονογράφο Πέτρο Χριστούλια, ένα είναι σίγουρο: η Χαλκίδα δεν θα μπορούσε να λείπει από τη συζήτηση. Γι” αυτό και αποφασίσαμε να τον επισκεφτούμε στην πόλη του -και συγκεκριμένα στο αγαπημένο του καφέ-, ώστε να μιλήσουμε μαζί του στο καθημερινό του περιβάλλον και να τον φωτογραφίσουμε εκεί ακριβώς που αγαπά να ζει και να δημιουργεί. «Εχω ήδη δύο χρόνια που έφυγα από την Αθήνα και ζω στη Χαλκίδα, στο μέρος από όπου κατάγομαι και μεγάλωσα», μας εξηγεί καθώς ο σερβιτόρος φέρνει τα ποτά μας.
Συγκεκριμένα, όπως λέει, όταν τελείωσε το σχολείο έφυγε για Θεσσαλονίκη ώστε να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στη συνέχεια μετακόμισε στην Αθήνα και τα Εξάρχεια, όπου έζησε και δούλεψε περίπου για μία επταετία, για να αποφασίσει τελικά πρόσφατα να επιστρέψει στη γενέτειρά του. «Δυστυχώς με την κρίση ξεκίνησε να χάνεται το urban στοιχείο από το κέντρο της πόλης. Η γοητεία που μου ασκούσε το αστικό τοπίο χάθηκε, και τη θέση της πήρε η ασχήμια κι ένα πρόσωπο πολύ σκληρό».
Η απόφαση να μετακομίσει μία… ώρα πιο βόρεια από το κέντρο της Αθήνας δεν ήταν δύσκολη, αφού πάντοτε διατηρούσε δεσμούς με τη Χαλκίδα. Την επισκεπτόταν συχνά, μια και συνεργαζόταν με το Εργαστήρι Τέχνης της πόλης, ενώ εκεί εξέδωσε και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Σελίδες και σκίτσα από την ιστορία της Χαλκίδας» το 1997.
«Το Εργαστήρι Τέχνης, που ιδρύθηκε πριν από 35 χρόνια από τον δήμαρχο Γιάννη Σπάνο και τους ζωγράφους Χαρίκλεια και Δημήτρη Μυταρά, είναι για μένα, αλλά και όλα τα παιδιά που μεγάλωσαν εδώ, πνεύμονας πολιτισμού. Κι αυτό κυρίως εξαιτίας των σημαντικών καθηγητών που δίδασκαν και διδάσκουν», υποστηρίζει. Ο ίδιος εξάλλου πέρασε από εκεί ως μαθητής και επέστρεψε λίγα χρόνια αργότερα για να διδάξει -τι άλλο;- κόμικ. «Αγαπάω τη διδασκαλία, να μεταδίδω πράγματα. Το τμήμα κόμικ που έχω αναλάβει τώρα αποτελείται από ενήλικες και έφηβους. Για την ακρίβεια είμαστε 12 με 15 άτομα που φέρνουμε εις πέρας ομαδικά πρότζεκτ». Η σχέση του με τα παιδιά είναι άριστη και θεωρεί μάλιστα πως η ζωγραφική είναι κάτι έμφυτο. «Τα παιδιά πάντα θα έχουν την ανάγκη να παρατηρήσουν, να μάθουν, να ζωγραφίσουν», τονίζει. «Αυτό που χρειάζονται είναι το κατάλληλο ερέθισμα».
Συγκεκριμένα, όπως λέει, όταν τελείωσε το σχολείο έφυγε για Θεσσαλονίκη ώστε να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στη συνέχεια μετακόμισε στην Αθήνα και τα Εξάρχεια, όπου έζησε και δούλεψε περίπου για μία επταετία, για να αποφασίσει τελικά πρόσφατα να επιστρέψει στη γενέτειρά του. «Δυστυχώς με την κρίση ξεκίνησε να χάνεται το urban στοιχείο από το κέντρο της πόλης. Η γοητεία που μου ασκούσε το αστικό τοπίο χάθηκε, και τη θέση της πήρε η ασχήμια κι ένα πρόσωπο πολύ σκληρό».
Η απόφαση να μετακομίσει μία… ώρα πιο βόρεια από το κέντρο της Αθήνας δεν ήταν δύσκολη, αφού πάντοτε διατηρούσε δεσμούς με τη Χαλκίδα. Την επισκεπτόταν συχνά, μια και συνεργαζόταν με το Εργαστήρι Τέχνης της πόλης, ενώ εκεί εξέδωσε και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Σελίδες και σκίτσα από την ιστορία της Χαλκίδας» το 1997.
«Το Εργαστήρι Τέχνης, που ιδρύθηκε πριν από 35 χρόνια από τον δήμαρχο Γιάννη Σπάνο και τους ζωγράφους Χαρίκλεια και Δημήτρη Μυταρά, είναι για μένα, αλλά και όλα τα παιδιά που μεγάλωσαν εδώ, πνεύμονας πολιτισμού. Κι αυτό κυρίως εξαιτίας των σημαντικών καθηγητών που δίδασκαν και διδάσκουν», υποστηρίζει. Ο ίδιος εξάλλου πέρασε από εκεί ως μαθητής και επέστρεψε λίγα χρόνια αργότερα για να διδάξει -τι άλλο;- κόμικ. «Αγαπάω τη διδασκαλία, να μεταδίδω πράγματα. Το τμήμα κόμικ που έχω αναλάβει τώρα αποτελείται από ενήλικες και έφηβους. Για την ακρίβεια είμαστε 12 με 15 άτομα που φέρνουμε εις πέρας ομαδικά πρότζεκτ». Η σχέση του με τα παιδιά είναι άριστη και θεωρεί μάλιστα πως η ζωγραφική είναι κάτι έμφυτο. «Τα παιδιά πάντα θα έχουν την ανάγκη να παρατηρήσουν, να μάθουν, να ζωγραφίσουν», τονίζει. «Αυτό που χρειάζονται είναι το κατάλληλο ερέθισμα».
Ετσι, για να καταφέρει να τραβήξει την προσοχή μικρών και μεγάλων, ανέλαβε την περασμένη χρονιά να διασκευάσει ο ίδιος ένα διήγημα του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου, αναγνωρισμένου επιμελητή του Παπαδιαμάντη, το οποίο είχε σχέση με τη Χαλκίδα. Στη συνέχεια ανέθεσε στους μαθητές του να το εικονογραφήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα εξαιρετικό εικονογραφημένο παιδικό παραμύθι που λίγους μήνες αργότερα κυκλοφόρησε και στα βιβλιοπωλεία.
Συνεχίζοντας την κουβέντα μαζί του, καταλαβαίνουμε από πρώτο χέρι ότι δεν πρόκειται για έναν κομίστα που σχεδιάζει ιστορίες κλεισμένος στο καβούκι του. Αντιθέτως, ο Πέτρος εικονογραφεί παιδικά βιβλία -η μεγάλη του αγάπη-, σχεδιάζει επιτυχημένες ιστορίες όπως «Τα χαρακώματα» και το «Σλαπ», φτιάχνει μικρά στριπάκια για την ετικέτα της μπίρας Marea, μέχρι και αφίσες όπως αυτές της καλοκαιρινής εκστρατείας του Future Library. Αυτή την περίοδο μάλιστα ασχολείται με τον επόμενό του ήρωα -υπερήρωα για την ακρίβεια- που ακούει στο όνομα «Καπετάν Νυχτερίδας» και ζει στην Τρούμπα τη δεκαετία του ’50. «Ο ήρωας θυμίζει γνωστά στερεότυπα από αντίστοιχους σούπερ ήρωες αλλά στην ουσία είναι αστός που βρίσκεται στο λούμπεν και χαμηλοταξικό περιβάλλον της Τρούμπας.
Ερωτεύεται τη Θοδώρα, μία τραγουδίστρια σε ταβέρνα, και προσπαθεί να κερδίσει το ενδιαφέρον της νικώντας τη γοητεία που ασκεί σε αυτή το περιθώριο. Στα μάτια της είναι κατ” αρχήν φλώρος», λέει χαμογελώντας, «αλλά τελικά διαπιστώνει ότι είναι πιο εύκολο να τη ρίξει στο κρεβάτι παρά να την κερδίσει πραγματικά».
Αυτόματα αναρωτιέται κανείς γιατί την εποχή των χολιγουντιανών παραγωγών, των σκοτεινών υπερηρώων και της ψηφιακής επανάστασης, ο Πέτρος διαλέγει έναν ήρωα που δεν ταιριάζει όχι μόνο με την εποχή μας, αλλά και με την ηλικία του. «Θέλω να πιστεύω», απαντά, «από ειλικρίνεια. Η έμπνευσή μου ξεκινά από τη σχέση που είχα ως φοιτητής με τη μουσική της εποχής. Είχα συγκεντρώσει αρκετές πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε, και προσπαθώντας να είμαι ειλικρινής στη δουλειά μου, χρησιμοποίησα αυτό το background, το οποίο βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον. Πήρα τα στερεότυπα της υπερηρωικής φαντασίας, φυσικά με έναν χιουμοριστικό τρόπο, και τα τοποθέτησα μέσα στον ρεαλισμό της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Και απ’ ό,τι φαίνεται αυτό το δίπολο έδεσε». Οσο αντισυμβατικός όμως και αν είναι ο υπέρηρωας του Πέτρου, δεν παύει να είναι ένας ακόμη υπερήρωας. «Μπορεί να μην τους χρειαζόμαστε καθόλου στην πραγματικότητα τους σούπερ ήρωες, στα κόμικ όμως η ύπαρξή τους είναι απαραίτητη. Ο δημιουργός χρειάζεται μια εμβληματική εικόνα, μια φιγούρα που περνά στη συλλογική συνείδηση. Και στη δική μου περίπτωση πρόκειται για ένα στερεότυπο που χρησιμοποιώ σαν όχημα για να πάω σε μια ιστορία και μια εποχή που έχει να κάνει με τις δικές μου προσωπικές εμμονές».
Πέρα από τον «Καπετάν Νυχτερίδα», ο Πέτρος συνεχίζει να σχεδιάζει το «Σλαπ», μια εξαιρετική δουλειά σε σενάριο του Τάσου Ζαφειριάδη και του Λουκά Τσουκνίδα. Για τους μη γνωρίζοντες, είναι ένα κόμικ σε συνέχειες που αποτελείται πάντα από τρία καρέ με έντονο το στοιχείο της επανάληψης. Ο ένα χαρακτήρας λέει ένα κλισέ και μέχρι το τρίτο καρέ έχει προλάβει να φάει… σφαλιάρα. «Η ιστορία παρωδεί τον τρόπο που γίνεται ο διάλογος στην Ελλάδα και δεν είναι τίποτα άλλο από μία επανάληψη μεταξύ της αναμάσησης της έτοιμης πληροφορίας και της βίας».
Οσο για τη δουλειά του στην μπίρα Marea, που σημειωτέον παρασκευάζεται στην Εύβοια, εξηγεί ταπεινά πως δεν έκανε κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που κάνει συνήθως. «Η εταιρεία γνώριζε τη δουλειά μου και ήρθε σε επαφή μαζί μου. Ηταν δική τους η ιδέα να μπει για πρώτη φορά μια ιστορία κόμικ σε ετικέτα μπίρας. Εγώ απλά ανέλαβα την εικονογράφηση σε σενάρια του δημοσιογράφου Ηλία Κανέλλη».
Αναπόφευκτα η κουβέντα πηγαίνει και στον χώρο του ελληνικού κόμικ γενικότερα. Η άποψη ότι ο κλάδος αναπτύσσεται σταθερά τα τελευταία χρόνια βρίσκει και τον ίδιο σύμφωνο, χωρίς να παραγνωρίζει βέβαια πως παραμένουμε μία πολύ μικρή αγορά σε σχέση με το εξωτερικό. «Στο παρελθόν δεν υπήρχαν πολλοί Ελληνες δημιουργοί. Υπήρχε βέβαια η «Βαβέλ» με τον πειραματικό της χώρο, ο Αρκάς, ο Γιάννης Καλαϊτζής και ορισμένοι άλλοι που άφησαν το δικό τους στίγμα». Η μεγάλη στροφή παρατηρεί πως πραγματοποιείται μετά την κυκλοφορία του «9» της «Ελευθεροτυπίας». «Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια δημιουργήθηκε μια γενιά που έδωσε στον χώρο μεγάλη και σημαντική παραγωγή. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και παίζει φυσικά και το Comicdom, που είναι ένα συνέδριο λίγο πιο κοντά στα αμερικάνικα πρότυπα.
Ετσι πλέον βλέπει κανείς μια σκηνή πολύ πιο ενεργή και να γίνονται παραγωγές, εκδόσεις, αλλά και αυτοεκδόσεις. Ολο αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι για τον χώρο». Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως οι κομίστες περνούν μια ζωή χαρισάμενη. Υπάρχουν πολλές δυσκολίες, οι οποίες ωστόσο ξεπερνιούνται αν έχεις ανοιχτούς τους ορίζοντές σου. «Ο κομίστας είναι ένα ακόμη ελεύθερο επάγγελμα όπως πολλά άλλα.
Το θετικό είναι πως σου επιτρέπει να ασχοληθείς με μία ευρεία γκάμα πραγμάτων για να εξασφαλίσεις τα προς το ζειν. Αλλά να ασχολείσαι αποκλειστικά με τα κόμικ στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο», συμπληρώνει και καταλήγει: «Αν όμως έχεις χρόνο, όρεξη και πάνω από όλα αγάπη για τη δουλειά, μπορείς να ζήσεις από αυτή».
Συνεχίζοντας την κουβέντα μαζί του, καταλαβαίνουμε από πρώτο χέρι ότι δεν πρόκειται για έναν κομίστα που σχεδιάζει ιστορίες κλεισμένος στο καβούκι του. Αντιθέτως, ο Πέτρος εικονογραφεί παιδικά βιβλία -η μεγάλη του αγάπη-, σχεδιάζει επιτυχημένες ιστορίες όπως «Τα χαρακώματα» και το «Σλαπ», φτιάχνει μικρά στριπάκια για την ετικέτα της μπίρας Marea, μέχρι και αφίσες όπως αυτές της καλοκαιρινής εκστρατείας του Future Library. Αυτή την περίοδο μάλιστα ασχολείται με τον επόμενό του ήρωα -υπερήρωα για την ακρίβεια- που ακούει στο όνομα «Καπετάν Νυχτερίδας» και ζει στην Τρούμπα τη δεκαετία του ’50. «Ο ήρωας θυμίζει γνωστά στερεότυπα από αντίστοιχους σούπερ ήρωες αλλά στην ουσία είναι αστός που βρίσκεται στο λούμπεν και χαμηλοταξικό περιβάλλον της Τρούμπας.
Ερωτεύεται τη Θοδώρα, μία τραγουδίστρια σε ταβέρνα, και προσπαθεί να κερδίσει το ενδιαφέρον της νικώντας τη γοητεία που ασκεί σε αυτή το περιθώριο. Στα μάτια της είναι κατ” αρχήν φλώρος», λέει χαμογελώντας, «αλλά τελικά διαπιστώνει ότι είναι πιο εύκολο να τη ρίξει στο κρεβάτι παρά να την κερδίσει πραγματικά».
Αυτόματα αναρωτιέται κανείς γιατί την εποχή των χολιγουντιανών παραγωγών, των σκοτεινών υπερηρώων και της ψηφιακής επανάστασης, ο Πέτρος διαλέγει έναν ήρωα που δεν ταιριάζει όχι μόνο με την εποχή μας, αλλά και με την ηλικία του. «Θέλω να πιστεύω», απαντά, «από ειλικρίνεια. Η έμπνευσή μου ξεκινά από τη σχέση που είχα ως φοιτητής με τη μουσική της εποχής. Είχα συγκεντρώσει αρκετές πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε, και προσπαθώντας να είμαι ειλικρινής στη δουλειά μου, χρησιμοποίησα αυτό το background, το οποίο βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον. Πήρα τα στερεότυπα της υπερηρωικής φαντασίας, φυσικά με έναν χιουμοριστικό τρόπο, και τα τοποθέτησα μέσα στον ρεαλισμό της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Και απ’ ό,τι φαίνεται αυτό το δίπολο έδεσε». Οσο αντισυμβατικός όμως και αν είναι ο υπέρηρωας του Πέτρου, δεν παύει να είναι ένας ακόμη υπερήρωας. «Μπορεί να μην τους χρειαζόμαστε καθόλου στην πραγματικότητα τους σούπερ ήρωες, στα κόμικ όμως η ύπαρξή τους είναι απαραίτητη. Ο δημιουργός χρειάζεται μια εμβληματική εικόνα, μια φιγούρα που περνά στη συλλογική συνείδηση. Και στη δική μου περίπτωση πρόκειται για ένα στερεότυπο που χρησιμοποιώ σαν όχημα για να πάω σε μια ιστορία και μια εποχή που έχει να κάνει με τις δικές μου προσωπικές εμμονές».
Πέρα από τον «Καπετάν Νυχτερίδα», ο Πέτρος συνεχίζει να σχεδιάζει το «Σλαπ», μια εξαιρετική δουλειά σε σενάριο του Τάσου Ζαφειριάδη και του Λουκά Τσουκνίδα. Για τους μη γνωρίζοντες, είναι ένα κόμικ σε συνέχειες που αποτελείται πάντα από τρία καρέ με έντονο το στοιχείο της επανάληψης. Ο ένα χαρακτήρας λέει ένα κλισέ και μέχρι το τρίτο καρέ έχει προλάβει να φάει… σφαλιάρα. «Η ιστορία παρωδεί τον τρόπο που γίνεται ο διάλογος στην Ελλάδα και δεν είναι τίποτα άλλο από μία επανάληψη μεταξύ της αναμάσησης της έτοιμης πληροφορίας και της βίας».
Οσο για τη δουλειά του στην μπίρα Marea, που σημειωτέον παρασκευάζεται στην Εύβοια, εξηγεί ταπεινά πως δεν έκανε κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που κάνει συνήθως. «Η εταιρεία γνώριζε τη δουλειά μου και ήρθε σε επαφή μαζί μου. Ηταν δική τους η ιδέα να μπει για πρώτη φορά μια ιστορία κόμικ σε ετικέτα μπίρας. Εγώ απλά ανέλαβα την εικονογράφηση σε σενάρια του δημοσιογράφου Ηλία Κανέλλη».
Αναπόφευκτα η κουβέντα πηγαίνει και στον χώρο του ελληνικού κόμικ γενικότερα. Η άποψη ότι ο κλάδος αναπτύσσεται σταθερά τα τελευταία χρόνια βρίσκει και τον ίδιο σύμφωνο, χωρίς να παραγνωρίζει βέβαια πως παραμένουμε μία πολύ μικρή αγορά σε σχέση με το εξωτερικό. «Στο παρελθόν δεν υπήρχαν πολλοί Ελληνες δημιουργοί. Υπήρχε βέβαια η «Βαβέλ» με τον πειραματικό της χώρο, ο Αρκάς, ο Γιάννης Καλαϊτζής και ορισμένοι άλλοι που άφησαν το δικό τους στίγμα». Η μεγάλη στροφή παρατηρεί πως πραγματοποιείται μετά την κυκλοφορία του «9» της «Ελευθεροτυπίας». «Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια δημιουργήθηκε μια γενιά που έδωσε στον χώρο μεγάλη και σημαντική παραγωγή. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και παίζει φυσικά και το Comicdom, που είναι ένα συνέδριο λίγο πιο κοντά στα αμερικάνικα πρότυπα.
Ετσι πλέον βλέπει κανείς μια σκηνή πολύ πιο ενεργή και να γίνονται παραγωγές, εκδόσεις, αλλά και αυτοεκδόσεις. Ολο αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι για τον χώρο». Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως οι κομίστες περνούν μια ζωή χαρισάμενη. Υπάρχουν πολλές δυσκολίες, οι οποίες ωστόσο ξεπερνιούνται αν έχεις ανοιχτούς τους ορίζοντές σου. «Ο κομίστας είναι ένα ακόμη ελεύθερο επάγγελμα όπως πολλά άλλα.
Το θετικό είναι πως σου επιτρέπει να ασχοληθείς με μία ευρεία γκάμα πραγμάτων για να εξασφαλίσεις τα προς το ζειν. Αλλά να ασχολείσαι αποκλειστικά με τα κόμικ στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο», συμπληρώνει και καταλήγει: «Αν όμως έχεις χρόνο, όρεξη και πάνω από όλα αγάπη για τη δουλειά, μπορείς να ζήσεις από αυτή».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα