Πισίνα… καθρέφτης
03.12.2014
07:54
Ο Μιχάλης Παλίλης σκηνοθετεί το… αντιθεατρικό έργο του Μαρκ Ρέιβενχιλ στο θέατρο 104
«Με ενδιαφέρει η ανθρώπινη ρωγμή, η στιγμή που ο άνθρωπος δεν νιώθει εαυτόν ως τέτοιον. Με ενδιαφέρει εξίσου η άρση και η πτώση του. Κυρίως όμως, με αφορά η στιγμή που ο άνθρωπος είναι πεσμένος και διαπραγματεύεται την επαναφορά του ή την παραμονή του στο έδαφος», μου εξομολογείται ο Μιχάλης Παλίλης με αφορμή τη σκηνοθεσία του στο έργο «Πισίνα (νερό;)» του Μαρκ Ρέιβενχιλ, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του in-yer-face theatre, που παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο 104 στο Γκάζι.
Έχοντας δει αρκετές παραστάσεις του ομολογώ ότι αυτό που θαυμάζω στον Μιχάλη είναι ότι δεν σταματά να ψάχνεται με τον εαυτό του, με την τέχνη του, με τον κόσμο γύρω του. Δεν ακολουθεί την πεπατημένη. «Τι είναι θέατρο και τι όχι; Τι είναι υποκριτική και τι όχι; Τι είναι σκηνοθεσία και τι όχι; Κάθε φορά αυτά τα ερωτήματα υπάρχουν, αλλά σε αυτή τη στιγμή της ζωής μου νιώθω ότι μου οφείλω να αμφισβητήσω τα μέχρι πρότινος δεδομένα. Ένα 'αντί' έχω ως σίγουρο στόχο: να δουλεύω 'αντι-εγωιστικά'. Είναι αξία μου πια και θεωρώ πως η δουλειά μου έχει πετύχει, όταν όλων των συνεργατών μου η δουλειά λάμπει σχεδόν αυθύπαρκτη», σχολιάζει.
Η φετινή του αναμέτρηση με το δαιδαλώδες-αντιθεατρικό με την κλασική έννοια του όρου-κείμενο του Ρέιβενχιλ ήταν ένα στοίχημα. Ένα στοίχημα που κέρδισε μαζί με τους συνεργάτες του. «Μέσα από μια απλή φαινομενικά ιστορία, την επανένωση μιας ομάδας άσημων καλλιτεχνών στο σπίτι της διάσημης και επιτυχημένης πλέον (επίσης καλλιτέχνιδας) φίλης τους και ενός ατυχήματος που συμβαίνει, μια βεντάλια θεματικών ξεδιπλώνεται στα μάτια του θεατή. Το έργο και η παράσταση μιλά για την τέχνη και την εμπορευματοποίησή της, για τους λειτουργούς της και τη λειτουργία της, για τη ζωή, την αρρώστια και τον θάνατο, για τη φιλοδοξία και την ηθική, για τη φιλία και τις αστοχίες της, για την επιτυχία και τη μοναξιά, για την ελπίδα, την αγάπη και τη ζήλια. Μιλά ουσιαστικά για την περιπέτεια του ανθρώπινου βίου», παρατηρεί ο Μιχάλης, που γοητεύτηκε από το γεγονός ότι το έργο είναι γεμάτο ερωτήματα και όχι απαντήσεις, όσο και από την πολιτική του διάσταση. «Το έργο φωτογραφίζει ανισότητες και περιορισμούς σε 'δημοκρατικές', θεωρητικά ίσες για όλους, συνθήκες. Και ευτυχώς όλο αυτό γίνεται χωρίς κανένα δηκτικό διδακτικό δάχτυλο να εγείρεται από την πλευρά του συγγραφέα», προσθέτει.
«Τι συμβολίζει τελικά αυτή η πισίνα, που χάρισε και στο έργο τον τίτλο του;» τον ρωτάω. «Είναι η ουτοπία, το όνειρο, το ιδεατό, ο τόπος, το πεδίο όπου η προσδοκία συναντά την ολοκλήρωση, όπου η πληρότητα συναντάται με το προσωπικώς ευκταίο. Κάτι ανάλογο ίσως της Μόσχας, όπως υπάρχει στις 'Τρεις Αδελφές' του Τσέχοφ, του Κιθαιρώνα των 'Βακχών' ή του 'Youkali' του Κουρτ Βάιλ», μου απαντά ο Μιχάλης και σπεύδει να μου επισημάνει την απουσία νερού στην πισίνα: «Πόσο 'άδεια' είναι άραγε τα όνειρά μας και η ελπίδα μας; Πόσο 'άδεια' είναι όλα τα σύμβολα και αυτή η 'επένδυση ζωής'; Πόσο 'άδεια' είναι η εποχή που τα τροφοδότησε και εξακολουθεί να τα τροφοδοτεί;» αναρωτιέται.
Ο Μιχάλης επέλεξε να στήσει την παράστασή του σε μία αίθουσα προβών. Χωρίς τα κλασικά θεατρικά φώτα, χωρίς τη σύμβαση της σκηνής, χωρίς το «εμείς» και το «εσείς». Τόσο απλά και τόσο σύνθετα μαζί. «Επιλέγω να κάνω τις παραστάσεις εκεί που νιώθω ότι η παράσταση 'αναπνέει' καλύτερα. Δεν ξέρω αν είναι αντισυμβατικότητα. Νομίζω ότι έτσι έπρεπε αυτή η παράσταση να γίνει και γι’ αυτό έγινε έτσι. Ίσως να είναι μη συνηθισμένη, 'γυμνή' από θεατρικά τερτίπια. Είναι όμως πλούσια και γεμάτη από ουσιαστική δουλειά ανθρώπων που συντονίστηκαν και δημιούργησαν», μου λέει αναφέροντας έναν έναν ξεχωριστά τους συνεργάτες του. «Ενδιαφέρομαι για μη προφανή σχήματα και μη αναμενόμενες αιτιάσεις και εκδοχές. Ναι, ήθελα αυτός ο Ravenhill να είναι 'ήσυχος' και χωρίς μουσική. Με τα βλέμματα, τα σώματα, τον λόγο και τις σιωπές να είναι η μουσική…»
Η αρρώστια και η διαχείρισή της, καθώς και η σχέση της με την Τέχνη, είναι μία από τις κεντρικές θεματικές του έργου. «Δυστυχώς ή ευτυχώς μπορώ να διακρίνω την αρρώστια και τη νοσηρότητα πλέον παντού. Όχι μόνο σωματικά, που άνθρωποι γύρω μου ασθενούν και πεθαίνουν πολύ γρήγορα και ξαφνικά, αλλά και ψυχικά και συναισθηματικά. Όλοι μας νομίζω ότι ασθενούμε, αφού δε μας νιώθουμε πλήρεις και ευτυχείς. Κατ' επέκταση και η ζωή μας νοσεί. Τρομερή είναι. Τρομερό είναι για εμένα που τα πράγματα δεν έχουν πια σχήμα, είναι ά-σχημα. Νοσηρό είναι που συνηθίζουμε να βλέπουμε αποκεφαλισμούς στην τηλεόραση, νοσηρός είναι ο εξευτελισμός της ανθρώπινης ζωής στα δημόσια νοσοκομεία, νοσηρό είναι που τα παιδιά κρυώνουν και πεινούν στα δημόσια σχολεία, νοσηρό είναι που ακόμη άνθρωποι αγοράζουν παπούτσια που κοστίζουν όσο δύο βασικοί μισθοί. Τρομερό είναι που η δουλειά μου αποτιμάται με όρους μάρκετινγκ και αγοράς, που είναι δύσκολο να βρεθούν οι συνθήκες που εγώ και οι όμοιοί μου χρειαζόμαστε να δημιουργήσουμε… Όλοι μας νομίζω ασθενούμε. Και μου αρέσει πολύ η ειλικρίνεια του έργου σε αυτό», μου επισημαίνει ο Μιχάλης.
Για το τέλος κρατάω μία ερώτηση που θέτει ο ίδιος στο δελτίο τύπου της παράστασης. «Πόσο έντεχνα ζεις τη ζωή σου;» τον ρωτάω. «Προσπαθώ να τη ζήσω 'έντεχνα'. Δεν ξέρω αν το πετυχαίνω πάντα, γιατί πολλές φορές νιώθω στριμωγμένα σε όλο αυτό που ονομάζεται κόσμος», παραδέχεται. «Με θεωρώ έντεχνο στο βίο μου όταν μπορώ να κοιτάω και όχι μόνο να βλέπω, όταν μπορώ να αντέχω τη σιωπή, όταν μπορώ να αντιλαμβάνομαι και όχι μόνο να καταλαβαίνω, όταν μπορώ να μην ανοίγω διάλογο με όλους όσους δεν τον αξίζουν, όταν μπορώ να ανασαίνω, όταν αλλάζει η ανάσα μου όταν κάτι συμβαίνει. Με θεωρώ 'έντεχνο', όταν ταρακουνάω τα πράγματα. Διεκδικώ για εμένα και τους ανθρώπους που με συναναστρέφονται την ομορφιά, την ησυχία και την έκπληξη. Έχω απόλυτη συνείδηση του τέλους και για αυτό έχω ανάγκη την 'τέχνη' της ζωής. Θέλω να 'φωτοβολείται' η ζωή μου. Πράγμα σπάνιο. Όμως προσπαθώ. Αυτό να κρατήσεις. Την προσπάθεια».
*Η παράσταση «Πισίνα (νερό;)» ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 στο θέατρο 104 (Ευμολπιδών 41, Γκάζι).
Έχοντας δει αρκετές παραστάσεις του ομολογώ ότι αυτό που θαυμάζω στον Μιχάλη είναι ότι δεν σταματά να ψάχνεται με τον εαυτό του, με την τέχνη του, με τον κόσμο γύρω του. Δεν ακολουθεί την πεπατημένη. «Τι είναι θέατρο και τι όχι; Τι είναι υποκριτική και τι όχι; Τι είναι σκηνοθεσία και τι όχι; Κάθε φορά αυτά τα ερωτήματα υπάρχουν, αλλά σε αυτή τη στιγμή της ζωής μου νιώθω ότι μου οφείλω να αμφισβητήσω τα μέχρι πρότινος δεδομένα. Ένα 'αντί' έχω ως σίγουρο στόχο: να δουλεύω 'αντι-εγωιστικά'. Είναι αξία μου πια και θεωρώ πως η δουλειά μου έχει πετύχει, όταν όλων των συνεργατών μου η δουλειά λάμπει σχεδόν αυθύπαρκτη», σχολιάζει.
Η φετινή του αναμέτρηση με το δαιδαλώδες-αντιθεατρικό με την κλασική έννοια του όρου-κείμενο του Ρέιβενχιλ ήταν ένα στοίχημα. Ένα στοίχημα που κέρδισε μαζί με τους συνεργάτες του. «Μέσα από μια απλή φαινομενικά ιστορία, την επανένωση μιας ομάδας άσημων καλλιτεχνών στο σπίτι της διάσημης και επιτυχημένης πλέον (επίσης καλλιτέχνιδας) φίλης τους και ενός ατυχήματος που συμβαίνει, μια βεντάλια θεματικών ξεδιπλώνεται στα μάτια του θεατή. Το έργο και η παράσταση μιλά για την τέχνη και την εμπορευματοποίησή της, για τους λειτουργούς της και τη λειτουργία της, για τη ζωή, την αρρώστια και τον θάνατο, για τη φιλοδοξία και την ηθική, για τη φιλία και τις αστοχίες της, για την επιτυχία και τη μοναξιά, για την ελπίδα, την αγάπη και τη ζήλια. Μιλά ουσιαστικά για την περιπέτεια του ανθρώπινου βίου», παρατηρεί ο Μιχάλης, που γοητεύτηκε από το γεγονός ότι το έργο είναι γεμάτο ερωτήματα και όχι απαντήσεις, όσο και από την πολιτική του διάσταση. «Το έργο φωτογραφίζει ανισότητες και περιορισμούς σε 'δημοκρατικές', θεωρητικά ίσες για όλους, συνθήκες. Και ευτυχώς όλο αυτό γίνεται χωρίς κανένα δηκτικό διδακτικό δάχτυλο να εγείρεται από την πλευρά του συγγραφέα», προσθέτει.
«Τι συμβολίζει τελικά αυτή η πισίνα, που χάρισε και στο έργο τον τίτλο του;» τον ρωτάω. «Είναι η ουτοπία, το όνειρο, το ιδεατό, ο τόπος, το πεδίο όπου η προσδοκία συναντά την ολοκλήρωση, όπου η πληρότητα συναντάται με το προσωπικώς ευκταίο. Κάτι ανάλογο ίσως της Μόσχας, όπως υπάρχει στις 'Τρεις Αδελφές' του Τσέχοφ, του Κιθαιρώνα των 'Βακχών' ή του 'Youkali' του Κουρτ Βάιλ», μου απαντά ο Μιχάλης και σπεύδει να μου επισημάνει την απουσία νερού στην πισίνα: «Πόσο 'άδεια' είναι άραγε τα όνειρά μας και η ελπίδα μας; Πόσο 'άδεια' είναι όλα τα σύμβολα και αυτή η 'επένδυση ζωής'; Πόσο 'άδεια' είναι η εποχή που τα τροφοδότησε και εξακολουθεί να τα τροφοδοτεί;» αναρωτιέται.
Ο Μιχάλης επέλεξε να στήσει την παράστασή του σε μία αίθουσα προβών. Χωρίς τα κλασικά θεατρικά φώτα, χωρίς τη σύμβαση της σκηνής, χωρίς το «εμείς» και το «εσείς». Τόσο απλά και τόσο σύνθετα μαζί. «Επιλέγω να κάνω τις παραστάσεις εκεί που νιώθω ότι η παράσταση 'αναπνέει' καλύτερα. Δεν ξέρω αν είναι αντισυμβατικότητα. Νομίζω ότι έτσι έπρεπε αυτή η παράσταση να γίνει και γι’ αυτό έγινε έτσι. Ίσως να είναι μη συνηθισμένη, 'γυμνή' από θεατρικά τερτίπια. Είναι όμως πλούσια και γεμάτη από ουσιαστική δουλειά ανθρώπων που συντονίστηκαν και δημιούργησαν», μου λέει αναφέροντας έναν έναν ξεχωριστά τους συνεργάτες του. «Ενδιαφέρομαι για μη προφανή σχήματα και μη αναμενόμενες αιτιάσεις και εκδοχές. Ναι, ήθελα αυτός ο Ravenhill να είναι 'ήσυχος' και χωρίς μουσική. Με τα βλέμματα, τα σώματα, τον λόγο και τις σιωπές να είναι η μουσική…»
Η αρρώστια και η διαχείρισή της, καθώς και η σχέση της με την Τέχνη, είναι μία από τις κεντρικές θεματικές του έργου. «Δυστυχώς ή ευτυχώς μπορώ να διακρίνω την αρρώστια και τη νοσηρότητα πλέον παντού. Όχι μόνο σωματικά, που άνθρωποι γύρω μου ασθενούν και πεθαίνουν πολύ γρήγορα και ξαφνικά, αλλά και ψυχικά και συναισθηματικά. Όλοι μας νομίζω ότι ασθενούμε, αφού δε μας νιώθουμε πλήρεις και ευτυχείς. Κατ' επέκταση και η ζωή μας νοσεί. Τρομερή είναι. Τρομερό είναι για εμένα που τα πράγματα δεν έχουν πια σχήμα, είναι ά-σχημα. Νοσηρό είναι που συνηθίζουμε να βλέπουμε αποκεφαλισμούς στην τηλεόραση, νοσηρός είναι ο εξευτελισμός της ανθρώπινης ζωής στα δημόσια νοσοκομεία, νοσηρό είναι που τα παιδιά κρυώνουν και πεινούν στα δημόσια σχολεία, νοσηρό είναι που ακόμη άνθρωποι αγοράζουν παπούτσια που κοστίζουν όσο δύο βασικοί μισθοί. Τρομερό είναι που η δουλειά μου αποτιμάται με όρους μάρκετινγκ και αγοράς, που είναι δύσκολο να βρεθούν οι συνθήκες που εγώ και οι όμοιοί μου χρειαζόμαστε να δημιουργήσουμε… Όλοι μας νομίζω ασθενούμε. Και μου αρέσει πολύ η ειλικρίνεια του έργου σε αυτό», μου επισημαίνει ο Μιχάλης.
Για το τέλος κρατάω μία ερώτηση που θέτει ο ίδιος στο δελτίο τύπου της παράστασης. «Πόσο έντεχνα ζεις τη ζωή σου;» τον ρωτάω. «Προσπαθώ να τη ζήσω 'έντεχνα'. Δεν ξέρω αν το πετυχαίνω πάντα, γιατί πολλές φορές νιώθω στριμωγμένα σε όλο αυτό που ονομάζεται κόσμος», παραδέχεται. «Με θεωρώ έντεχνο στο βίο μου όταν μπορώ να κοιτάω και όχι μόνο να βλέπω, όταν μπορώ να αντέχω τη σιωπή, όταν μπορώ να αντιλαμβάνομαι και όχι μόνο να καταλαβαίνω, όταν μπορώ να μην ανοίγω διάλογο με όλους όσους δεν τον αξίζουν, όταν μπορώ να ανασαίνω, όταν αλλάζει η ανάσα μου όταν κάτι συμβαίνει. Με θεωρώ 'έντεχνο', όταν ταρακουνάω τα πράγματα. Διεκδικώ για εμένα και τους ανθρώπους που με συναναστρέφονται την ομορφιά, την ησυχία και την έκπληξη. Έχω απόλυτη συνείδηση του τέλους και για αυτό έχω ανάγκη την 'τέχνη' της ζωής. Θέλω να 'φωτοβολείται' η ζωή μου. Πράγμα σπάνιο. Όμως προσπαθώ. Αυτό να κρατήσεις. Την προσπάθεια».
*Η παράσταση «Πισίνα (νερό;)» ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 στο θέατρο 104 (Ευμολπιδών 41, Γκάζι).
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr