Αναζητώντας νέες φόρμες
18.02.2015
08:00
Ο Δημήτρης Καραντζάς μιλά για την παράσταση «Φαέθων» που σκηνοθετεί στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων
Είχαμε περίπου δύο χρόνια να τα πούμε από κοντά. Χάρηκα που τον βρήκα στην πιο ώριμή του φάση. Την τελευταία φορά που είδα τον Δημήτρη Καραντζά
Τον συναντώ στο θρυλικό θεατράκι της Οδού Κυκλάδων. Βρίσκεται σε πυρετώδεις πρόβες για τον «Φαέθοντα», το νέο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη. Κοιτάζω γύρω μου. Η αύρα του Λευτέρη Βογιατζή είναι παντού. «Πώς νιώθεις;» τον ρωτάω. «Είμαι πολύ συγκινημένος που σκηνοθετώ μία παράσταση εδώ. Εχω τεράστια αδυναμία σε αυτό το θέατρο», μου εξομολογείται, επισημαίνοντάς μου ότι έχει δει όλες τις παραστάσεις που παρουσιάστηκαν στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων από το 2002 και μετά. «Δεν μου έχει προξενήσει κανένας άλλος σκηνοθέτης αυτό το δέος που μου προκαλούσε ο Λευτέρης Βογιατζής
τον θυμόμουν κάπως φοβισμένο υπό το βάρος της ταμπέλας του «νέου καλύτερου σκηνοθέτη» που του είχαν φορτώσει. Σήμερα μοιάζει πιο συνειδητοποιημένος και ήρεμος. Οι επαγγελματικές του φιλοδοξίες έχουν υπερκαλυφθεί μέχρι ώρας. Τώρα μπορεί να δουλέψει ελεύθερος.Τον συναντώ στο θρυλικό θεατράκι της Οδού Κυκλάδων. Βρίσκεται σε πυρετώδεις πρόβες για τον «Φαέθοντα», το νέο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη. Κοιτάζω γύρω μου. Η αύρα του Λευτέρη Βογιατζή είναι παντού. «Πώς νιώθεις;» τον ρωτάω. «Είμαι πολύ συγκινημένος που σκηνοθετώ μία παράσταση εδώ. Εχω τεράστια αδυναμία σε αυτό το θέατρο», μου εξομολογείται, επισημαίνοντάς μου ότι έχει δει όλες τις παραστάσεις που παρουσιάστηκαν στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων από το 2002 και μετά. «Δεν μου έχει προξενήσει κανένας άλλος σκηνοθέτης αυτό το δέος που μου προκαλούσε ο Λευτέρης Βογιατζής
. Και δεν το λέω καθόλου τυπικά», μου λέει και θυμάται μία σκηνή από το “Bella Venezia”, που τον στοιχειώνει ακόμα. «Ηταν ένας εφιάλτης στο έργο, που ακουγόταν ένα τραγούδι και εμφανίζονταν τα παιδιά που έπαιζαν στην παράσταση. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό».
Τώρα ήρθε η σειρά του να σκηνοθετήσει μια παράσταση στο θέατρο που λάτρεψε. Και το κάνει με ένα έργο του Δημητριάδη. Για δεύτερη φορά μετά τον «Κυκλισμό του Τετραγώνου». Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που τον εξιτάρει στον λόγο και τον τρόπο του. «Τα έργα του Δημητριάδη έχουν μία πολύ ιδιαίτερη κατασκευή. Ακόμα και σαν γραπτά. Σε κάποια σημεία είναι πολύ πυκνογραμμένα, μετά με κεφαλαία… Είναι λίγο σαν μία παρτιτούρα. Αυτό τον κάνει να ξεφεύγει από τον νατουραλισμό και σου αφήνει χώρο να ψάξεις περιοχές που δεν είναι αντιληπτές σε ένα πρώτο επίπεδο. Με ενδιαφέρει περισσότερο τι συμβαίνει στις παύσεις ή στις εναλλαγές των ρυθμών του ίδιου του κειμένου», μου επισημαίνει και προσθέτει: «Επίσης, ενώ φαντάζουν τρομερά ζοφερά, κατά τη γνώμη μου, κρύβουν όλα μέσα τους την ελπίδα. Ο Δημητριάδης βυθίζεται στο σκοτάδι για να προτείνει την αντίστροφη κίνηση».
Ο «Φαέθων» είναι ένα έργο που θυμίζει τραγωδία στη δομή του. «Τα πιο βάρβαρα πράγματα λαμβάνουν χώρα εκτός σκηνής κι εμείς ακούμε μόνο την επίδραση που έχουν σε αυτούς που είναι πάνω στη σκηνή», μου εξηγεί ο Δημήτρης. Είναι η ιστορία μίας οικογένειας. Μιας οικογένειας, που ο πατέρας έχει επιβάλλει μέσα στα χρόνια ένα σύστημα μοναρχίας. Κανείς δεν έχει αντιταχθεί σε αυτό. Μέχρι εκείνη τη νύχτα… «Τη νύχτα που τους συναντάμε ο γιος θα δοκιμάσει για πρώτη φορά τα όρια της ανυπακοής προκαλώντας μία συνολική αντίδραση στο όλο σύστημα. Ενώ η ιστορία φαίνεται να αφορά μία οικογένεια, στην πραγματικότητα ο Δημητριάδης κάνει ένα ευρύτερο σχόλιο για το τι σημαίνει υποταγή και πραγματική ανυπακοή. Τι σημαίνει να αναλαμβάνεις να ξεριζώσεις το κακό με το ρίσκο να βρεθείς στο άγνωστο. Πολλές φορές οι άνθρωποι κλείνονται σε ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα εξαιτίας του τρόμου που τους προκαλεί το άγνωστο πέραν αυτού. Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια αυτό το έχουμε βιώσει», παρατηρεί ο Δημήτρης.
Το έργο εξελίσσεται μέσα σε μία νύχτα, αλλά παράλληλα ο Δημητριάδης κάνει κι ένα ιδιαίτερο παιχνίδι με τους χρόνους. «Είναι σαν να ξεκινάει από το τέλος. Εχει συμβεί η τραγωδία και είναι σαν να ξεκινά η αφήγησή της από την αρχή. Δεν είναι όμως σαν flashback. Δεν είσαι σίγουρος αν όλο αυτό που βλέπεις είναι αποκύημα της φαντασίας των δύο αδερφών που διηγούνται την ιστορία ή ένας ονειρικός τόπος από τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις», μου λέει.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σκηνοθετική προσέγγισή του στο έργο. Η παράσταση παίζεται σε όλους τους χώρους του θεάτρου, αν και οι θεατές κάθονται μόνο στην πλατεία, στην τραπεζαρία του σπιτιού, όπου είναι και το επίκεντρο της δράσης. «Παράλληλα όμως έχουν πληροφορία για το τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή μέσα στο σπίτι. Γίνονται δέκτες διαφορετικών ηχητικών πηγών. Ουσιαστικά έχουν την ψευδαίσθηση ότι βρίσκονται σε ένα πραγματικό σπίτι», μου εξηγεί.
Μέσα από τη συγκεκριμένη παράσταση ο Δημήτρης επιλέγει να αρχίσει να εξερευνά για πρώτη φορά το κεφάλαιο ρεαλισμός στο θέατρο. «Τώρα βέβαια ο ρεαλισμός είναι μία πολύ μεγάλη κουβέντα και είναι επίσης και πολύ παρεξηγημένος. Εγώ λοιπόν ψάχνω να βρω εδώ τι σημαίνει για μένα ρεαλισμός», μου τονίζει, εξηγώντας ότι όλο το προηγούμενο διάστημα ψαχνόταν πάνω σε έναν τρόπο που είχε να κάνει με την διπλή ύπαρξη του ρόλου με τον ηθοποιό. Το πώς συνομιλεί ο ηθοποιός με τον ρόλο. «Σε αυτή την παράσταση δοκιμάζω κάτι άλλο, μία άλλη κατάσταση, μία άλλη αντιμετώπιση του σκηνικού χώρου. Ανοίγω έναν διάλογο με τον ρεαλισμό αναζητώντας τον. Με ενδιέφερε να έρθουν τα πρόσωπα και να δούμε τι δυναμικές δημιουργούνται ακολουθώντας τα πρόσωπα», μου υπογραμμίζει.
Οσο για εκείνους που ισχυρίζονται ότι επαναλαμβάνεται και έχει εγκλωβιστεί σε ένα ολοένα και πιο φορμαλιστικό θέατρο, η απάντησή του είναι αποστομωτική. «Εχω καταλάβει ότι υπάρχει μία κοινότητα ανθρώπων που στην αρχή ενθουσιάζεται με κάτι και μετά θεωρεί ότι αυτό το είδε και το βαρέθηκε. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με το πώς ένας άνθρωπος σκηνοθετεί και στοχάζεται μέσα από τη δουλειά του. Υπό την ίδια έννοια, διαφωνώ πολύ και με τον ενθουσιασμό. Πρέπει πρώτα να δεις τι ψάχνει κάποιος και πού το πάει… Το αίτημα 'σε κάθε παράσταση θέλω να βλέπω και κάτι άλλο' νομίζω ότι δεν μπορεί να απευθύνεται σε σκηνοθέτες, αλλά σε εμπόρους».
Συζητάμε για την εμπειρία της Επιδαύρου πέρυσι το καλοκαίρι και μου εξομολογείται ότι το διάστημα των γενικών δοκιμών εκεί ήταν μαγικό. Θα ήθελε να επιστρέψει σε αυτή. «Με τους 'Πέρσες' του Αισχύλου», μου λέει. Οχι όμως φέτος. Φέτος το καλοκαίρι θέλει να ξεκουραστεί. Το έχει ανάγκη. «Θέλω λίγο να κάτσω και να καταλάβω τι γίνεται. Μέχρι τώρα ήταν πολύ πυκνά τα πράγματα και καμιά φορά παρασύρεσαι και δεν μπορείς να τους αντισταθείς. Αισθάνομαι όμως ότι έχω αφήσει πολλά δικά μου 'θέλω' εκτός. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω παραστάσεις και μόνο», μου λέει και χαμογελώ πλατιά. Είναι η πιο υγιής αντίδραση ενός νέου καλλιτέχνη κόντρα σε όλον αυτόν ιδρυματισμό των ανθρώπων του χώρου.
Τώρα ήρθε η σειρά του να σκηνοθετήσει μια παράσταση στο θέατρο που λάτρεψε. Και το κάνει με ένα έργο του Δημητριάδη. Για δεύτερη φορά μετά τον «Κυκλισμό του Τετραγώνου». Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που τον εξιτάρει στον λόγο και τον τρόπο του. «Τα έργα του Δημητριάδη έχουν μία πολύ ιδιαίτερη κατασκευή. Ακόμα και σαν γραπτά. Σε κάποια σημεία είναι πολύ πυκνογραμμένα, μετά με κεφαλαία… Είναι λίγο σαν μία παρτιτούρα. Αυτό τον κάνει να ξεφεύγει από τον νατουραλισμό και σου αφήνει χώρο να ψάξεις περιοχές που δεν είναι αντιληπτές σε ένα πρώτο επίπεδο. Με ενδιαφέρει περισσότερο τι συμβαίνει στις παύσεις ή στις εναλλαγές των ρυθμών του ίδιου του κειμένου», μου επισημαίνει και προσθέτει: «Επίσης, ενώ φαντάζουν τρομερά ζοφερά, κατά τη γνώμη μου, κρύβουν όλα μέσα τους την ελπίδα. Ο Δημητριάδης βυθίζεται στο σκοτάδι για να προτείνει την αντίστροφη κίνηση».
Ο «Φαέθων» είναι ένα έργο που θυμίζει τραγωδία στη δομή του. «Τα πιο βάρβαρα πράγματα λαμβάνουν χώρα εκτός σκηνής κι εμείς ακούμε μόνο την επίδραση που έχουν σε αυτούς που είναι πάνω στη σκηνή», μου εξηγεί ο Δημήτρης. Είναι η ιστορία μίας οικογένειας. Μιας οικογένειας, που ο πατέρας έχει επιβάλλει μέσα στα χρόνια ένα σύστημα μοναρχίας. Κανείς δεν έχει αντιταχθεί σε αυτό. Μέχρι εκείνη τη νύχτα… «Τη νύχτα που τους συναντάμε ο γιος θα δοκιμάσει για πρώτη φορά τα όρια της ανυπακοής προκαλώντας μία συνολική αντίδραση στο όλο σύστημα. Ενώ η ιστορία φαίνεται να αφορά μία οικογένεια, στην πραγματικότητα ο Δημητριάδης κάνει ένα ευρύτερο σχόλιο για το τι σημαίνει υποταγή και πραγματική ανυπακοή. Τι σημαίνει να αναλαμβάνεις να ξεριζώσεις το κακό με το ρίσκο να βρεθείς στο άγνωστο. Πολλές φορές οι άνθρωποι κλείνονται σε ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα εξαιτίας του τρόμου που τους προκαλεί το άγνωστο πέραν αυτού. Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια αυτό το έχουμε βιώσει», παρατηρεί ο Δημήτρης.
Το έργο εξελίσσεται μέσα σε μία νύχτα, αλλά παράλληλα ο Δημητριάδης κάνει κι ένα ιδιαίτερο παιχνίδι με τους χρόνους. «Είναι σαν να ξεκινάει από το τέλος. Εχει συμβεί η τραγωδία και είναι σαν να ξεκινά η αφήγησή της από την αρχή. Δεν είναι όμως σαν flashback. Δεν είσαι σίγουρος αν όλο αυτό που βλέπεις είναι αποκύημα της φαντασίας των δύο αδερφών που διηγούνται την ιστορία ή ένας ονειρικός τόπος από τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις», μου λέει.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σκηνοθετική προσέγγισή του στο έργο. Η παράσταση παίζεται σε όλους τους χώρους του θεάτρου, αν και οι θεατές κάθονται μόνο στην πλατεία, στην τραπεζαρία του σπιτιού, όπου είναι και το επίκεντρο της δράσης. «Παράλληλα όμως έχουν πληροφορία για το τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή μέσα στο σπίτι. Γίνονται δέκτες διαφορετικών ηχητικών πηγών. Ουσιαστικά έχουν την ψευδαίσθηση ότι βρίσκονται σε ένα πραγματικό σπίτι», μου εξηγεί.
Μέσα από τη συγκεκριμένη παράσταση ο Δημήτρης επιλέγει να αρχίσει να εξερευνά για πρώτη φορά το κεφάλαιο ρεαλισμός στο θέατρο. «Τώρα βέβαια ο ρεαλισμός είναι μία πολύ μεγάλη κουβέντα και είναι επίσης και πολύ παρεξηγημένος. Εγώ λοιπόν ψάχνω να βρω εδώ τι σημαίνει για μένα ρεαλισμός», μου τονίζει, εξηγώντας ότι όλο το προηγούμενο διάστημα ψαχνόταν πάνω σε έναν τρόπο που είχε να κάνει με την διπλή ύπαρξη του ρόλου με τον ηθοποιό. Το πώς συνομιλεί ο ηθοποιός με τον ρόλο. «Σε αυτή την παράσταση δοκιμάζω κάτι άλλο, μία άλλη κατάσταση, μία άλλη αντιμετώπιση του σκηνικού χώρου. Ανοίγω έναν διάλογο με τον ρεαλισμό αναζητώντας τον. Με ενδιέφερε να έρθουν τα πρόσωπα και να δούμε τι δυναμικές δημιουργούνται ακολουθώντας τα πρόσωπα», μου υπογραμμίζει.
Οσο για εκείνους που ισχυρίζονται ότι επαναλαμβάνεται και έχει εγκλωβιστεί σε ένα ολοένα και πιο φορμαλιστικό θέατρο, η απάντησή του είναι αποστομωτική. «Εχω καταλάβει ότι υπάρχει μία κοινότητα ανθρώπων που στην αρχή ενθουσιάζεται με κάτι και μετά θεωρεί ότι αυτό το είδε και το βαρέθηκε. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με το πώς ένας άνθρωπος σκηνοθετεί και στοχάζεται μέσα από τη δουλειά του. Υπό την ίδια έννοια, διαφωνώ πολύ και με τον ενθουσιασμό. Πρέπει πρώτα να δεις τι ψάχνει κάποιος και πού το πάει… Το αίτημα 'σε κάθε παράσταση θέλω να βλέπω και κάτι άλλο' νομίζω ότι δεν μπορεί να απευθύνεται σε σκηνοθέτες, αλλά σε εμπόρους».
Συζητάμε για την εμπειρία της Επιδαύρου πέρυσι το καλοκαίρι και μου εξομολογείται ότι το διάστημα των γενικών δοκιμών εκεί ήταν μαγικό. Θα ήθελε να επιστρέψει σε αυτή. «Με τους 'Πέρσες' του Αισχύλου», μου λέει. Οχι όμως φέτος. Φέτος το καλοκαίρι θέλει να ξεκουραστεί. Το έχει ανάγκη. «Θέλω λίγο να κάτσω και να καταλάβω τι γίνεται. Μέχρι τώρα ήταν πολύ πυκνά τα πράγματα και καμιά φορά παρασύρεσαι και δεν μπορείς να τους αντισταθείς. Αισθάνομαι όμως ότι έχω αφήσει πολλά δικά μου 'θέλω' εκτός. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω παραστάσεις και μόνο», μου λέει και χαμογελώ πλατιά. Είναι η πιο υγιής αντίδραση ενός νέου καλλιτέχνη κόντρα σε όλον αυτόν ιδρυματισμό των ανθρώπων του χώρου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr