Τολμώντας… βουτιές

Η Νατάσα Τριανταφύλλη ερωτεύτηκε τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» και τους μεταφέρει στο θέατρο

Η Νατάσα Τριανταφύλλη
είναι ένας άνθρωπος που αγαπά βαθιά το θέατρο αλλά αγαπά πολύ και τη ζωή. Είναι δηλαδή ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Ξέρεις ότι μπορείς να πας για καφέ μαζί της και δεν θα μιλάτε δυο ώρες μόνο για το θέατρο. Με λίγα λόγια, δεν είναι μία αυτιστική καλλιτέχνης. «Στην Ελλάδα ακόμα είμαστε πολύ συμπλεγματικοί με το θέμα της αφοσίωσης σε κάτι. Θεωρούμε ότι η αφοσίωση συνεπάγεται στέρηση, ενώ αντίθετα το να λες πως δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς την τέχνη σου επιτάσσει το να είσαι πολύ ανοιχτός στη ζωή για να μπορέσεις επιστρέψεις τις εμπειρίες σου στην τέχνη σου», μου λέει.

Την πρωτοσυνάντησα πριν από σχεδόν δύο χρόνια με αφορμή την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά, την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο Αίθριο του Μουσείου Μπενάκη. Προσωπικά είχα βρει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την ανάγνωσή της. Για πρώτη αφορά άκουσα τα Χορικά και κατάλαβα το κείμενο. Η ίδια δεν πτοήθηκε κι από κάποιες αρνητικές κριτικές. «Νομίζω ότι είχαν όλοι δίκιο. Και εμείς που την κάναμε και οι σχεδόν 5000 θεατές που την είδαν και αυτοί που γράψανε καλά και αυτοί που γράψανε κακά. Στο θέατρο τα πράγματα λειτουργούν για τον καθένα ξεχωριστά. Προσωπικά είμαι ευγνώμων που έγινε όλο αυτό», μου επισημαίνει.

Πριν ακόμα την πρεμιέρα της «Αντιγόνης» ήξερε την επόμενη θεατρική της δουλειά. Είχε μόλις διαβάσει τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογιέφσκι κι είχε αρχίσει να στροβιλίζεται στο κεφάλι της η τρελή ιδέα να τους μεταφέρει στο θέατρο. «Είναι όπως όταν ερωτεύεσαι κάποιον και δεν ξέρεις απαραίτητα γιατί τον ερωτεύεσαι. Είπα ότι θα το κάνω από μία παρόρμηση», μου εξηγεί. Χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για να πάρει σάρκα και οστά η ιδέα της αυτή. Στις 14 Απριλίου οι «Αδελφοί Καραμάζοφ» θα ζωντανέψουν στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε διασκευή του Διονύση Καψάλη, σκηνοθεσία της Νατάσας, μουσική της Μόνικα και μία ομάδα εξαιρετικά ταλαντούχων ηθοποιών (Λ. Γεωργακόπουλος, Λ. Παπαληγούρα, Α. Αλμπάνης, Β. Τρουφάκου, Α. Τσαμάτης, Μπ. Γιαλατσάτος, Μ. Ηλίας).



«Τώρα, λίγο πριν την πρεμιέρα, κατάλαβα ότι υπάρχει κάτι σε αυτό το μυθιστόρημα με το οποίο ταυτίζομαι πολύ. Αυτή η πίστη ότι δεν γίνεται να φτάσεις στο δυνατό φως αν δεν περάσεις από το βαθύ σκοτάδι», μου εξομολογείται. Δεν υιοθετεί όμως την άποψη ότι ο Ντοστογιέφσκι σκιαγραφεί μία αέναη μάχη του ανθρώπου ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. «Δεν είναι μάχη. Είναι μια βαθιά αποδοχή ότι υπάρχουν και τα δύο μέσα μας. Είναι τόσο γενναίος ο τρόπος που βλέπει τους ανθρώπους ο Ντοστογιέφσκι που σε αναγκάζει να βλέπεις τα πράγματα πολύ πιο συνολικά από αυτό που μας βολεύει να τα βλέπουμε για να καθησυχάζουμε ο καθένας τον εαυτό του», σχολιάζει.

«Εδώ που τα λέμε σε μια εποχή σαν τη δική μας είναι παράδοξο να ζητάς από τους ανθρώπους σαφήνεια», γράφει ο Ντοστογιέφσκι στον πρόλογο των «Αδελφών Καραμάζοφ». Άραγε, σε ποια σαφήνεια αναφέρεται; «Μιλάει για μία σαφήνεια που περικλείει πολλά και όχι ένα. Η σαφήνεια έχει να κάνει με τη γενναιότητα. Ο Ντοστογιέφσκι ανατέμνει τις ανθρώπινες ψυχές χωρίς να χρησιμοποιεί όρους ψυχολογίας. Στα μυθιστορήματά του βλέπεις “βουτιές”. Μια “βουτιά” είναι και ο καραμαζοφικός άνθρωπος. Υπάρχει μία πολύ ωραία φράση μέσα στο έργο, που λέει “θέλουμε να χαίρεστε ωσάν παιδιά”. Τα παιδιά κάνουν “βουτιές”, δεν φοβούνται, ζουν στο κόκκινο τις καταστάσεις, δεν χτίζουν τον τοίχο τους για να επιβιώσουν όπως κάνουμε όλοι μας» παρατηρεί η Νατάσα.

Μια «βουτιά» είναι κι αυτή η παράσταση. Μια «βουτιά», που προέκυψε από αυτή τη μικρή μετατόπιση μέσα της, που αισθάνθηκε διαβάζοντας το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. «Ένιωσα πολύ μικρή, αλλά ωραία μικρή. Άρχισα να βλέπω τα πράγματα γύρω μου αλλιώς. Μέσα από το πρίσμα μίας θεώρησης ότι δεν υπάρχει μόνο αυτό που καταλαβαίνω, αλλά κι αυτό που δεν καταλαβαίνω», παραδέχεται. Η λέξη–κλειδί όμως είναι το «ανέξοδα». «Ναι, το “ανέξοδα” είναι μία προσωπική μου μετατόπιση. Πριν ήμουν πολύ πιο σκληρή. Συνειδητοποίησα ότι δεν ζει κανένας ανέξοδα και ίσως να μην προλαβαίνουμε να το σκεφτούμε αυτό», συμπληρώνει.



Αν και ο Ντοστογιέφσκι δεν είναι θεατρικός συγγραφέας η διαδικασία της θεατρικής διασκευής δεν δυσκόλεψε ιδιαίτερα τη Νατάσα και τους συνεργάτες της. «Η στιγμή που αποφασίσαμε να το κάνουμε ήταν όταν παρατήρησα πόσο εξαιρετικά δομημένο είναι. Έχει δώδεκα κεφάλαια –καθόλου τυχαίο φυσικά– και έναν κεντρικό ήρωα, τον Αλιόσα. Μοιάζει σαν να διαγράφει την πορεία του Αλιόσα ανά συνθήκη και ανά κατάσταση. Αυτό είναι πολύ θεατρικό και σκηνικά δόκιμο», μου εξηγεί υπογραμμίζοντας ότι από την βασική πλοκή του βιβλίου λίγα πράγματα έχουν αφήσει έξω.

Επειδή ωστόσο είναι ένας άνθρωπος που πατάει και με τα δύο πόδια στη γη σπεύδει να προτείνει στους θεατές ότι το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να διαβάσουν το μυθιστόρημα. «Η παράσταση αυτή είναι απλά η έμπνευση που προκάλεσε σε όλους εμάς η ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος. Αυτό προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε. Δεν αξίζει να μπεις σε κανέναν άλλον αγώνα».

Μετά το τέλος της κουβέντας μας και πριν ανανεώσουμε το ραντεβού μας για το Θέατρο Τέχνης και την παράστασή της, πήγαμε σε έναν συγκλονιστικό φούρνο στο Κουκάκι που ήξερε η Νατάσα. Προσωπικά απήλαυσα το ίδιο τη συζήτηση για τον Ντοστογιέφσκι με τα λαχταριστά αρτοσκευάσματα του «Τάκη». Δεν ξέρω αν γίνομαι ασεβής, αλλά νομίζω έχουν και τα δύο την αξία τους. Κάτι μου λέει ότι μάλλον συμφωνεί και η Νατάσα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr