Ο λόγος στη Μίλλυ…

Η Ειρήνη Μαργαρίτη μιλά για την ποιητική της συλλογή «Φλαμίνγκο» που της εξασφάλισε το Βραβείο Γιάννης Βαρβέρης της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων

«Τη λέγαν Μίλλυ. Και ζούσε μέσα σε ένα αεροπλάνο. Πολλά χρόνια. Μισή φλαμίνγκο μισή άνθρωπος. Ροζ από την κορφή ως τα νύχια», Ναι, από τη Μίλλυ θα ξεκινήσω. Ίσως γιατί από την πρώτη στιγμή που διάβασα την ποιητική συλλογή της Ειρήνης Μαργαρίτη
«Φλαμίνγκο» μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι από τη Μίλλυ ξεκινάνε όλα. Από αυτό το αλλόκοτο ονειρικό πλάσμα, που κοιτάει τον κόσμο από ψηλά και οι φτέρνες του χαϊδεύουν τα μαλλιά μας.

«Μίλησέ μου για τη Μίλλυ», λέω στην Ειρήνη. «Είναι σαν όλα τα ροζ που έχουμε μέσα μας. Εκείνα τα κομμάτια μας τα πιο ρομαντικά και ευαίσθητα, που επιλέγουμε να δείξουμε λιγότερο», μου απαντά. «Οι άνθρωποι που μου αρέσει να διαβάζω – είτε είναι πεζογράφοι είτε ποιητές – τολμάνε να εκτεθούν, να πουν τα πράγματα έτσι όπως ακριβώς τα αισθάνονται. Αν έχει κάτι μοναδικό ο κάθε άνθρωπος είναι ο τρόπος του να νιώθει τα πράγματα», παρατηρεί.
Η ποίηση είναι η υπέρτατη έκθεση του εσωτερικού μας κόσμου. Είναι η στιγμή που το προσωπικό γίνεται συλλογικό. Είναι μια μουσική, που σε παρασέρνει στον ρυθμό της. «Εγώ σ’ αυτή τη μουσική επιμένω πάντα. Μια λέξη, μια μικρή λέξη μπορεί να μου χαλάει το ρυθμό και ψάχνω να βρω μια άλλη που ταιριάζει καλύτερα», σχολιάζει η Ειρήνη.



Πάνε σχεδόν τρία χρόνια που τη γνώρισα. Σαν ηθοποιό και νεαρή σκηνοθέτιδα. Για το ποιητικό της τάλαντο δεν είχα ιδέα. «Πάντα είχα ένα ημερολόγιο, που έγραφα πράγματα που ένιωθα ή αποσπάσματα άλλων κειμένων που έβρισκα και μου αρέσανε», μου εξομολογείται αποκαλύπτοντας μου ότι το πρώτο της ποίημα το έγραψε στα 14 της από ερωτική απογοήτευση. «Κάποια στιγμή η ποίηση άρχισε να γίνεται ένα καταφύγιο, στο οποίο επανερχόμουν όλο και πιο συχνά. Έγραφα χωρίς να το έχω πάρει ποτέ σοβαρά. Κι αυτό σιγά σιγά άρχισε να εξελίσσεται από μόνο του».

Το «Φλαμίνγκο», που βραβεύθηκε πρόσφατα από την Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων με το Βραβείο Γιάννης Βαρβέρης, περιλαμβάνει ποιήματα, που έγραψε μέσα στα τελευταία οκτώ χρόνια. Ένα ψηφιδωτό από εικόνες και στιγμές, που λες και ίπτανται της πραγματικότητας. Σαν τη Μίλλυ. «Είναι ένας τόπος, που μπορώ να γυρίσω και να είμαι ο εαυτός μου. Είναι μία μετάβαση. Σαν να ψάχνεις να βρεις πού είσαι… Στο όνειρο; Στην πραγματικότητα; Ποια είναι η πραγματικότητα; Ή καλύτερα ποια είναι η πραγματικότητά μου;» παρατηρεί.



Η απώλεια κυριαρχεί. Σε όλες της τις εκφάνσεις. «Δεν ξεκίνησα να γράψω για μία απώλεια, για έναν θάνατο… Το ποίημα η ‘Τελευταία έξοδος’ δεν το έγραψα για να μιλήσω για τον θάνατο ενός δικού μου ανθρώπου. Για μένα αυτό το ποίημα μιλάει για την επανάσταση. Και τελικά αυτό που προκύπτει είναι ότι εγώ χάνω – ή και βρίσκω, δεν ξέρω – την επαναστατική μου ορμή μπροστά στην απώλεια ενός δικού μου ανθρώπου. Νομίζω ότι στην ποίηση λειτουργούν και κάποια πράγματα ερήμην σου. Εσύ μπορεί να νομίζεις ότι γράφεις για κάτι, αλλά στην ουσία να γράφεις για κάτι άλλο», μου επισημαίνει η Ειρήνη.

Κι επίσης μπορείς να γράφεις για κάτι κι ο άλλος να καταλάβει κάτι άλλο. Μετά την έκδοσή του ένα ποίημα ανήκει στον αναγνώστη του, όχι στον ποιητή του. «Δεν έχει σημασία γιατί έγραψε κάποιος ένα ποίημα. Σημασία έχει πώς το διαβάζει αυτός που το διαβάζει», όπως σημειώνει εύστοχα η Ειρήνη. Γι’ αυτό και στην ποίηση δεν χωράνε αναλύσεις. Τι με νοιάζει τι ήθελε να πει ο ποιητής; Το θέμα είναι τι αισθάνθηκα εγώ διαβάζοντας αυτό το ποίημα. Η ποίηση είναι μουσική. Και τη μουσική τη νιώθεις, δεν την εξηγείς.



«Είναι πολύ σημαντικό που πήρα την απόφαση να τα εκδώσω αυτά τα ποιήματα. Πολύ σημαντικό για μένα. Αισθάνομαι ότι μπόρεσα να αφήσω πίσω μου ένα κομμάτι της ζωής μου. Δεν χρειάζεται πια να ασχολούμαι με αυτά τα οκτώ χρόνια της ζωής μου με τον ίδιο τρόπο που ασχολιόμουν», παραδέχεται η Ειρήνη προτρέποντας οποιονδήποτε αμφιταλαντεύεται για το αν πρέπει να εκδώσει κάτι δικό του να το κάνει ασυζητητί. «Όλοι αναρωτιούνται αν αξίζει κάτι να εκδοθεί, αλλά η πραγματική δυσκολία έγκειται στο να το αφήσεις πίσω σου. Το αρχικό μου ζητούμενο ήταν να γίνουν ύλη πράγματα που έχω σκεφτεί, να μην υπάρχουν μόνο στο κεφάλι μου».

Είναι κι αυτό ένα στάδιο ενηλικίωσης. Βασικό στάδιο. «Αν δεν μεγαλώσεις πέθανες», όπως γράφει και η Ειρήνη σε ένα ποίημά της. «Αυτοκαταστρέφεσαι από ένα σημείο και μετά αν δεν αφήσεις πίσω σου το παιδί μέσα σου για να ζήσεις την κάθε ηλικία, την κάθε στιγμή της ζωής σου. Είναι ένα είδος θανάτου το να κολλήσεις σε μία φάση της ζωής σου. Για μένα όλο αυτό ήταν μία διαδικασία, μέσα από την οποία αισθάνθηκα ότι μεγαλώνω, ότι αναγκάζομαι να αφήσω πίσω μου ένα κομμάτι μου» μου εξηγεί. «Μα μεγαλώνουμε στην πραγματικότητα ποτέ; Μέσα σου δεν θα υπάρχει για πάντα η μικρή Ειρήνη;» αναρωτιέμαι. «Φυσικά και υπάρχει και τη φροντίζω πολύ. Είναι αυτό το ροζ που σου είπα στην αρχή. Όμως δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ανεξέλεγκτη, γιατί έχω υποφέρει κι από αυτό. Η διαχείριση της μικρής Ειρήνης είναι δουλειά της ενήλικης Ειρήνης», μου απαντά.



Η ενήλικη Ειρήνη λοιπόν – ίσως ενίοτε με το αθώα διερευνητικό βλέμμα της μικρής Ειρήνης – έχει μάθει να παρατηρεί. Τους πάντες και τα πάντα γύρω της. «Το να κάνεις κάτι αυτή την πραγματικότητα, που ενίοτε γίνεται πολύ σκληρή, είναι και μία άμυνα δική σου για να την αντέξεις. Τη νοηματοδοτείς για να συνεχίσεις να ζεις σε αυτή την πραγματικότητα. Είναι μία απεγνωσμένη ανάγκη να οργανώσεις το χάος», ομολογεί.

Κάπως έτσι ένα ποίημα μπορεί να ξεπηδήσει από μέσα της μέσα σε μόλις λίγα λεπτά. Στο τρένο. Κοιτώντας έναν τύπο με μπλε μπλούζα να μιλάει στο τηλέφωνο κρατώντας μια σακούλα. «Σταθμός Λαρίσης θυμήθηκα πως είναι κάποια τρένα που έρχονται και φεύγουν. Αλλιώτικα. Αυτά δεν με πάνε σπίτι μου. Είναι αυτά για να μας ταξιδεύουν. Μάλλον σιέλ την έλεγες την μπλούζα».



«Σε κάποια ποιήματά μου μπορεί να επανέρχομαι συνέχεια. Κάποια άλλα μπορεί να τα γράψω και να μην τα ξανακοιτάξω. Επίσης είναι σημαντικό να παίρνεις λίγο την απόστασή σου. Υπάρχουν όμως φορές που μου αρέσει και το άγαρμπο. Αυτά που σε προδίδουν. Αυτό το στοιχείο του ‘επιμελώς ατημέλητου’ μου αρέσει στην τέχνη», τονίζει η Ειρήνη.

«Πού συναντιέται η ζωή με την ποίηση;» την ρωτάω. Προβληματίζεται. Παύση. «Όταν αφήνεις τον εαυτό σου να κάνει ένα κλικ και να δει αλλιώς τα πράγματα», μου λέει. «Τη λέγαν Μίλλυ. Κι ίσως δεν την είδαμε ποτέ. Κι ας περπατούσε πάνω απ’ τα κεφάλια μας».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr