Η... διεθνής κουζίνα του Ρενάτο

Ο Ρενάτο Μεκόλι μαγειρεύει στο εστιατόριο Βασίλαινας και βαθμολογεί επίδοξους συναδέλφους του στο MasterChef της Αλβανίας

Ο Ρενάτο Μεκόλι
όταν δεν μαγειρεύει στο εστιατόριο Βασίλαινας στον Πειραιά βρίσκεται σε τηλεοπτικό στούντιο της Αλβανίας για τις ανάγκες του τρίτου κύκλου του MasterChef. Ο 33χρονος σεφ ήρθε στην Ελλάδα όταν ήταν 11 ετών και σήμερα δεν την αλλάζει με τίποτα. Αν και έχει συχνά προτάσεις για δουλειά στην Αλβανία δεν σκέφτηκε ποτέ να αφήσει τη χώρα που τον έμαθε να μαγειρεύει και τον ανέδειξε ως σεφ.

Πριν από λίγες μέρες ο Ρενάτο απέσπασε μια ακόμη διάκριση· αυτή του βραβείου για ελληνική δημιουργική κουζίνα από τη διοργάνωση Χρυσοί Σκούφοι του περιοδικού «Αθηνόραμα». Αλλά μεγαλύτερη σημασία για αυτόν δεν έχει ότι οι κριτικοί θαύμασαν το κατσικάκι του στη γάστρα με μυρωδάτο ριζότο με μάραθο και κολοκυθάκια, όσο ότι το έχει αγαπήσει τόσο ο κόσμος, όπως και όλα τα πιάτα του. Οπως και τον ίδιο. Στα είκοσι χρόνια που ζει στην Ελλάδα δεν ένιωσε ποτέ μειονεκτικά εξαιτίας της καταγωγής του. Πήρε αγάπη, ενσωματώθηκε γρήγορα, αν και όπως μου εξομολογείται έκανε πάνω από μια εβδομάδα να μάθει πού βρισκόταν το σπίτι του στη νέα του γειτονιά, στον Νέο Κόσμο, γειτονιά που μένει μέχρι σήμερα.

Οταν έπρεπε να αποχωριστεί το Φιέρι
ένιωθε δυσαρεστημένος. «Μπορεί να έφυγα από μια χώρα που ήταν δύσκολα τα πράγματα, αλλά ήμουν παιδί και ήμουν χαρούμενος. Τα έβλεπα όλα καλά, όπως τα βλέπει ένα παιδί. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να φύγω. Τώρα δεν θέλω σε καμία περίπτωση να γυρίσω πίσω», αναφέρει ο ίδιος, αν και παραδέχεται ότι η Αλβανία έχει αλλάξει εντελώς τα τελευταία χρόνια. «Στην Ελλάδα υπάρχει τρομερή θετική ενέργεια. Οπου και να πας νιώθεις ζωντάνια και θέλεις να κάνεις πολλά πράγματα. Στην Αλβανία νιώθω καλά, αλλά όχι για να ζήσω εκεί».



«Και η μαγειρική πώς μπήκε στη ζωή σου;» τον ρωτάω. «Αρχισε όταν ήμουν επτά χρονών, χωρίς φυσικά να το καταλάβω», θυμάται ο Ρενάτο. «Εβλεπα τη μητέρα μου να μαγειρεύει, τα αρώματα που έβγαιναν από την κουζίνα, και ήθελα να δοκιμάσω. Ετσι μια μέρα που οι γονείς μου έλειπαν στη δουλειά και ήμουν μόνος στο σπίτι με τον αδερφό μου αποφάσισα να δοκιμάσω. Πήρα το κοτόπουλο που είχε αφήσει η μαμά μου για να μαγειρέψει το βράδυ, καθάρισα τις πατάτες -με τον τρόπο που το κάνει ένα παιδί- και τα έβαλα στο φούρνο. Μόνο που νόμιζα ότι δεν χρειάζεται να ανοίξω τίποτα άλλο, ούτε θερμοστάτη, ούτε τίποτα. Και φυσικά το φαγητό δεν ψήθηκε», λέει γελώντας και συνεχίζει: «Οταν γύρισε η μαμά μου στο σπίτι και αναρωτήθηκε τι κάνω, της απάντησα: 'Εδώ περιμένω να ψηθούν οι πατάτες'. μου εξήγησε πόσο επικίνδυνο είναι και να μην το ξανακάνω».

Από τότε ο Ρενάτο έμαθε ευτυχώς να χειρίζεται άψογα τον φούρνο, να φτιάχνει τις δικές του συνταγές και να δημιουργεί πάνω σε διάφορα είδη κουζίνας. Οταν ήρθε στην Ελλάδα δούλεψε σαν λαντζιέρης στη Σπονδή, και παρόλο που δεν ήξερε πόσο διάσημο ήταν το εστιατόριο είχε εντυπωσιαστεί από τη χλιδή και την εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο κόσμος. Δεκαπέντε ετών μόνο, αλλά όταν τελείωνε με τη λάντζα πήγαινε στην κουζίνα και τρελαινόταν να βοηθάει τον Ερβέ Προνζάτο, που ήταν τότε σεφ στο εστιατόριο. Αυτός είναι ο μέντοράς του, ο πρώτος άνθρωπος που είδε το ταλέντο του στη μαγειρική και τον ώθησε να σπουδάσει πάνω σε αυτό. «Με παρακολουθούσε, μου έδινε οδηγίες και ήταν πάντα αυστηρός και εγωιστής, κάτι που μου έκανε πολύ καλό. Γενικά είμαι πάντα ευγνώμων στους ανθρώπους που λένε τα πράγματα όπως είναι, που είναι απαιτητικοί. Ο Ερβέ είναι ο μέντορας μου. Τον κοιτούσα και μάθαινα».

Τα επόμενα χρόνια ο Ρενάτο σπούδαζε μαγειρική και παράλληλα δούλευε στη Σπονδή. Εκεί μπήκε για πρώτη φορά στην κουζίνα και αργότερα ακολούθησε τον Ερβέ σε ό,τι έκανε. Ετσι ήρθε και το Hytra, το Δανάη και το Funky Gourmet και πριν από πέντε χρόνια ο Βασίλαινας και η δημιουργική ελληνική κουζίνα, στην οποία ο Ρενάτο διαπρέπει. Αν τον ρωτήσεις τι σημαίνει αυτό το συγκεκριμένο είδος, ο ίδιος απαντά: «Να γεύεσαι αυτό που σου αρέσει, αυτό που έχεις φάει από μικρός από τη γιαγιά σου, να είναι νόστιμο με απλά υλικά και ο σεφ να προσθέτει τη φαντασία του. Ολο το σύμπαν να δουλεύει για να βγάλεις ένα δημιουργικό πιάτο, με χρώματα και ζωντάνια».



Διακεκριμένος κριτής στην Ελλάδα, σταρ και κριτής του MasterChef στην Αλβανία. Ο ίδιος δεν μπορεί να συνηθίσει ότι είναι μπροστά στις κάμερες και συχνά είναι πιο αυθόρμητος από ό,τι πρέπει. Είναι έντονος και μιλάει ανοιχτά στους διαγωνιζόμενους, όπως θέλει να μιλάνε και σε εκείνον. Οι τηλεθεατές τον θαυμάζουν, τον αγαπάνε και την ώρα που παίζει το κάθε επεισόδιο στην Αλβανία δεν κυκλοφορεί κανείς, όπως με πληροφορεί. Είναι μια τεράστια παραγωγή για τη χώρα, πολύ ακριβή και είναι λογικό οι δύο πρώτοι κύκλοι να έχουν συγκεντρώσει ιδιαίτερα υψηλή τηλεθέαση, όπως αναμένεται να γίνει και με τον τρίτο, τα γυρίσματα του οποίου έχουν ήδη ξεκινήσει.

Αναπόφευκτα η συζήτηση με τον Ρενάτο περνάει και σε θέματα ρατσισμού. Ο ίδιος δεν θυμάται να έχει βιώσει κάποια ρατσιστική επίθεση ως παιδί, ενώ ένα περιστατικό που είχε συμβεί όταν εργαζόταν στο Emporio Armani στο Κολωνάκι το αποδίδει περισσότερο στην παραξενιά της ιδιοκτήτριας και όχι τόσο στην καταγωγή του. Αλλωστε λίγους μήνες μετά του ζήτησαν να επιστρέψει στη δουλειά του και όλα πήγαν καλά. Δεν ένιωσε το ίδιο όμως και όταν τον περίμεναν άγνωστοι έξω από τον Βασίλαινα για να τον φοβίσουν. Τον έβρισαν, τον χτύπησαν και του ζήτησαν να φύγει από τη χώρα. Τρόμαξε, αλλά δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή να αλλάξει κάτι από τη ζωή του.

Τεράστια σημασία σε αυτό έπαιξε η αγάπη και η εμπιστοσύνη που ένιωσε από τους φίλους τους, από τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου και από τους θαμώνες του. Ο Ρενάτο δεν έχει κανένα λόγο να φύγει από την Ελλάδα, την αγαπάει, δουλεύει και συνεχίζει να εξελίσσεται διαρκώς. Αυτή τη στιγμή ετοιμάζει το καλοκαιρινό μενού του εστιατορίου και σχεδιάζει δεκάδες πράγματα για το μέλλον. Του ευχόμαστε να τα πραγματοποιήσει όλα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr