Ιστορίες κτιρίων
Ιστορίες κτιρίων
Πέντε νέοι αρχιτέκτονες, ιδρυτές της startup City Tales, υποδεικνύουν το αγαπημένο τους κτίριο μέσα στην πόλη και εξηγούν γιατί το επέλεξαν
Η εταιρεία City Tales ιδρύθηκε πριν από περίπου έναν χρόνο στην Αθήνα, από πέντε νέους αρχιτέκτονες που απολαμβάνουν να περιπλανιούνται στην πόλη και στοχεύουν στη δημιουργία νέων αφηγήσεων για το αστικό τοπίο. Οραμά τους, όπως λένε, είναι να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση κατοίκων και επισκεπτών με τον αστικό ιστό και να αναζωπυρώσουν τον διάλογο για τη ζωντανή ιστορία. Μέλη της είναι ο Ιωσήφ Δακορώνιας-Μαρίνα
, ο Ηρακλής Παπαθεοδώρου, ο Δημήτρης Σαγώνας, ο Μιχάλης Στουπάκης και η Γιούλη Φραδέλου, απόφοιτοι όλοι τους από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.
Η επιχείρηση συμμετέχει ενεργά στο πρόγραμμα «egg - enter·grow·go», μια πρωτοβουλία εταιρικής κοινωνικής ευθύνης της Eurobank και του Corallia για την επιχειρηματική επώαση και επιτάχυνση νέων, καινοτόμων επιχειρήσεων. Μέσα από τον χώρο του egg κατάφεραν να επιτύχουν τον κύριο στόχο τους, την ανάπτυξη δηλαδή ενός εξειδικευμένου οδηγού πόλης για «έξυπνες» φορητές συσκευές, με άξονα ενδιαφέροντος την αρχιτεκτονική.
Η εφαρμογή απευθύνεται σε φίλους της αρχιτεκτονικής, επισκέπτες και μόνιμους κατοίκους, αστικούς εξερευνητές που ενδιαφέρονται για κάτι πέρα από τις τουριστικές καμπάνιες ή τους μύθους της σύγχρονης εποχής. «Ερχεται να εξυπηρετήσει το διαρκώς ανερχόμενο ενδιαφέρον για το αστικό περιβάλλον και ταυτόχρονα να εξοικειώσει το ευρύ κοινό με την έννοια της αρχιτεκτονικής, προωθώντας τον πολιτισμό μέσα από την επαφή με την αρχιτεκτονική δημιουργία της κάθε πόλης», τονίζει ο Ηρακλής Παπαθεοδώρου.
Χρησιμοποιώντας την εφαρμογή και έχοντας ως αφετηρία τη θέση σου στον χάρτη, έχεις τη δυνατότητα να περιηγηθείς στην πόλη και να ακολουθήσεις προσωποποιημένες διαδρομές με διαδοχικά σημεία ενδιαφέροντος, ενώ παράλληλα σου αποκαλύπτονται ιστορίες πίσω από τα κτίρια και τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτά. Εναλλακτικά, η εφαρμογή επιτρέπει τη διαμόρφωση σύντομων ελεύθερων διαδρομών προσωπικής ξενάγησης, προκαλώντας τον χρήστη να παρεκκλίνει ελάχιστα από τη συνηθισμένη του πορεία με στόχο να περιπλανηθεί, να εξερευνήσει, να ανακαλύψει εκ νέου την πόλη του. Για να την κατεβάσεις δεν έχεις παρά να μπεις στο www.citytales.eu/app ή εναλλακτικά να σκανάρεις με το κινητό σου το QR Code που βρίσκεται στην αρχή του κειμένου.
Στο παραπάνω πλαίσιο, ζητήσαμε από τα μέλη της City Tales να μας υποδείξουν το αγαπημένο τους κτίριο μέσα στην πόλη, να μας εξηγήσουν γιατί το επέλεξαν και να φωτογραφηθούν δίπλα του. Το αποτέλεσμα είναι ενδεικτικό όχι μόνο της οπτικής τους, αλλά και της αγάπης τους για την πόλη.
Ο Εθνικός Κήπος είναι μια αγαπημένη αγκαλιά της Αθήνας· οι ρυθμοί ανάμεσα στις φυλλωσιές κυλούν διαφορετικά όταν κάνεις την υπέρβαση ώστε να βρεθείς εκεί. Κάθε φορά που επισκέπτομαι τον Κήπο, υπάρχει ένα σταθερό σημείο που χαιρετώ: το λεγόμενο Βοτανικό Μουσείο του Εθνικού Κήπου, που σήμερα παραμένει δυστυχώς κλειστό. Αποκαλείται επίσης περίπτερο της βασίλισσας Ολγας και παλαιότερα λειτούργησε ως κατοικία του εκάστοτε διευθυντή του Κήπου.
Πρόκειται για ένα μικρό, διώροφο νεοκλασικό κτίριο που εντάσσεται ήπια στο περιβάλλον του. Διαθέτει ένα εξίσου μικρό πρόπυλο με αέτωμα που στηρίζεται από δωρικούς κίονες. Μάρμαρο και πωρόλιθος τρέχουν στις όψεις του, αλλά χαρακτηριστικά είναι τα κεραμικά πλακίδια που το ντύνουν, ένα ασυνήθιστο στοιχείο που υπενθυμίζει την ξενική προέλευση του νεοκλασικού ρυθμού. Αποδίδεται στον αρχιτέκτονα Σταμάτιο Κλεάνθη. Οικεία του έργα αποτελούν το Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας -νυν Βυζαντινό Μουσείο- και η οικία του στην Πλάκα που λειτούργησε ως το πρώτο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Τι είναι αυτό που κάνει ένα κτίριο όμορφο; Τι είναι εκείνο που αναζητούμε στα χαρακτηριστικά του; Ο κριτικός τέχνης John Ruskin υποστήριζε πως κάθε καλό κτίριο θα πρέπει όχι μόνο να παρέχει καταφύγιο, αλλά να μας μιλάει για όλα εκείνα που θεωρούμε σημαντικά και που χρειάζεται να ανακαλούμε σε τακτική βάση.
Η αρχιτεκτονική ανέκαθεν λειτουργεί σαν ένα κάτοπτρο για την εποχή της και την κοινωνία. Παράλληλα λειτουργεί σαν καθρέπτης της μνήμης του κάθε παρατηρητή. Το είδωλο απέναντί μας, η προσωπική μας αισθητική, αποτελείται από όσα θέλουμε να γίνουμε, και όσα πιστεύουμε πως μας συνθέτουν.
Στο σεμνό εκείνο κτίριο, βλέπω τα ίχνη των ανθρώπων που υπήρξαν ώστε να υπάρξω. Ανακαλώ τις ιστορίες για τον συνονόματο διευθυντή που περπατούσε στους πυκνούς ίσκιους, και εκείνο το παιδί που μεγάλωσε κάτω από τις μουσμουλιές, που δραπέτευε από τους φεγγίτες, σκαρφάλωνε στον φοίνικα και παρατηρούσε τους περαστικούς πάνω από τα κάγκελα. Κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί, ανακαλώ και δημιουργώ νέες μνήμες, φαντάζομαι, θυμάμαι ώστε να υπάρξω.
Μου αρέσουν οι πόλεις γιατί κρύβουν μέσα τους αληθινά παραμύθια. Ιστορίες και μύθους, μυστικά, αγωνίες, έρωτες και λάθη. Ζωές ολόκληρες που αποτυπώνονται με κάθε λεπτομέρεια στα τσιμέντα, τις προσόψεις, τις γωνιές και τους σκοτεινούς ακάλυπτους.
Την πόλη μου την αγαπώ γιατί συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω, κι όλα στο βαθμό της υπερβολής. Η Αθήνα μου είναι άπειρες μικρές ιστορίες που σε περιμένουν να τις ακούσεις. Ιστορίες ανθρώπων που γιορτάζουν στοιβαγμένοι στις ταράτσες της, ανταλλάσσουν καχύποπτες καλημέρες στα στενά του Κέντρου, ξεσπάνε στους τοίχους της κι ερωτεύονται πάντα με θέα την Ακρόπολη.
Στην οδό Ασωμάτων βρέθηκα για πρώτη φορά όταν ένας οδηγός ταξί αποφάσισε να μου δείξει τη δική του αγαπημένη διαδρομή προς την Ακρόπολη. Εδώ βρίσκεται και το σπίτι με τις Καρυάτιδες, το μικρό αυτό σπίτι που κρύβει ντροπαλά στην όψη του την ιστορία για μια οικογένεια, έναν μύθο, μια φωτογραφία και αρκετή τέχνη.
Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκού νεοκλασικισμού που εμφανίζεται σε ιδιωτικές κατοικίες της Αθήνας και πιστεύεται ότι χτίστηκε το 1880 απο τον Ernst Ziller ή κάποιον μιμητή του. Είναι διώροφο κτίσμα με εσωτερική αυλή και στην όψη του εμφανίζονται δύο Καρυάτιδες με τα χέρια σταυρωμένα, έργο του γλύπτη Ι. Κατακατσάνη.
Εδώ, λέει ο μύθος, ζούσε ένας πατέρας που έχασε τις δύο του κόρες σε μικρή ηλικία και αποφάσισε να διατηρήσει την ανάμνησή τους, δίνοντας τη μορφή των κοριτσιών στα αγάλματα της όψης. Εδώ ο Anri Cartier-Bresson απαθανάτισε δύο μαυροντυμένες ηλικιωμένες γυναίκες να περπατούν, τονίζοντας την αθανασία των αγαλμάτων έναντι της φθοράς των ανθρώπων.
Εδώ ο Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε τη συνύπαρξη του κλασικού με το λαϊκό, και αφηγήθηκε εκ νέου το παραμύθι ενός μικρού σπιτιού με Καρυάτιδες, σε μια ευαίσθητη πόλη που ατέχνως επιμένει να κρύβεται.
Πάντα μου άρεσε να παρατηρώ στις παλιές ελληνικές ταινίες τα κτίρια και τους δρόμους και να προσπαθώ να τα εντοπίσω στον χάρτη της σύγχρονης Αθήνας. Με ενθουσίαζε το γεγονός ότι μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει πόσο διαφορετική και πόσο ίδια ταυτόχρονα παραμένει η πόλη. Αλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, πολλά νέα κτίρια, αλλά και αρκετά παλιά ώστε να μαρτυρούν την αυθεντικότητά της.
Ενα από τα αγαπημένα μου σημεία έχω εντοπίσει περιπλανώμενος στο Θησείο. Δημητρίου Αιγινήτου και Οτρυνεών γωνία, εκεί που ο αστικός ιστός σταματά και αρχίζει το πράσινο του λόφου του Φιλοπάππου και το Αστεροσκοπείο. Τελευταίο κτίριο, χαρακτηριστική στροφή. Θυμάμαι από ελληνική ταινία τους Ζωή Λάσκαρη, Μάνο Κατράκη, Νίκο Φέρτη, Χρόνη Εξαρχάκο και Παντελή Ζερβό να μπαινοβγαίνουν στην πανύψηλη ξύλινη εξώθυρα, σε μία πολεμική ταινία του 1970.
Οποτε περνούσα, σκεφτόμουν πόσο τυχερός είναι όποιος μένει εκεί. Από την όψη της εισόδου, το πράσινο είναι τόσο κοντά που μοιάζει με ιδιωτικός κήπος, ενώ από το δώμα ξετυλίγεται ανεμπόδιστα το Ιστορικό Κέντρο και ο Ιερός Βράχος.
Στην είσοδό του συνάντησα μια μέρα τη σημερινή ιδιοκτήτρια, την κυρία Κυριακή, η οποία με είδε να το φωτογραφίζω και πιάσαμε την κουβέντα. Κτίριο του 1917, αρχιτέκτονας ο Αχιλλέας Γεωργιάδης, ίδιος με του ιερού ναού της Αγίας Μαρίνας, λίγα μέτρα πιο κει. Η κυρία Κυριακή μού θυμίζει ότι πέρα από την ταινία που ανέφερα, έχει γυριστεί και η ταινία «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», με τον Θανάση Βέγγο στη χαρακτηριστική σκηνή του εξώστη, όπου τοποθετεί την ελληνική σημαία και μια κόκκινη κουβέρτα κατά τη διάρκεια της Χούντας και γίνεται στόχος παρακολούθησης της ΚΥΠ. Αποτέλεσε κατοικία καλλιτεχνών, ανάμεσά τους και του ζωγράφου Μίνου Αργυράκη, δημιουργού της «Οδού Ονείρων», που αργότερα ο Μάνος Χατζηδάκις μετέτρεψε σε μουσική επιθεώρηση. Το υπόγειο ήταν το εργαστήριο κατασκευής πηληκίων του παππού της ιδιοκτήτριας και μπορεί ακόμη να βρει κανείς εκεί τις κρεμάστρες, ενώ επί κατοχής επιτάχθηκε από τον ιταλικό στρατό και μετατράπηκε σε μαγειρείο.
Το να ρωτάς έναν αρχιτέκτονα ποιο είναι το αγαπημένο του κτίριο είναι ερώτηση παγίδα. Δεν ξέρω αν έχω αγαπημένο κτίριο στην Αθήνα. Μπορώ να πω όμως ότι εκτιμώ αφάνταστα κάποια κτίρια που συνέβαλαν ή συμβάλλουν στη διαμόρφωση της πόλης προς το καλύτερο και με τον τρόπο τους καινοτόμησαν ή καινοτομούν.
Ενα από αυτά τα κτίρια είναι και το παλιό εργοστάσιο του ΦΙΞ στη λεωφόρο Συγγρού που μετασκευάστηκε πρόσφατα για να στεγάσει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Γιατί, όμως, ένα γρίζο βιομηχανικό κτίριο πάνω σε έναν πολύβουο δρόμο να είναι στα favourites; Ισως γιατί με ενδιέφεραν πάντα τα κτίρια της βιομηχανίας. Ισως γιατί αυτά τα περιβλήματα μιας διαδικασίας που βασίζεται σε μηχανές και σε ανθρώπους μου κινούσαν πάντα την περιέργεια. Ισως γιατί μεγάλωσα απέναντι από ένα από αυτά και το είδα να κατεδαφίζεται...
Το κτίριο του ΦΙΞ στη Συγγρού χτίστηκε το 1957 σε σχέδια του πρωτοποριακού φουτουριστή αρχιτέκτονα Τάκη Χ. Ζενέτου (1926 - 1977) που οραματίστηκε ένα εργοστάσιο που θα μπορούσε να λειτουργεί εσαεί, δίνοντάς του μέσω του σχεδιασμού του τη δυνατότητα να μεταβάλλεται και να μετασκευάζεται ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Το κτίριο λειτούργησε μόλις 13 χρόνια, το 1970 έκλεισε και αργότερα το μισό κατεδαφίστηκε. Παρ’ όλες τις κακουχίες, σχεδόν 60 χρόνια μετά, το ίδιο κτίριο, συνεχίζει να επιτελεί το έργο του στεγάζοντας μία τελείως διαφορετική λειτουργία: αυτή ενός μουσείου.
Θα μπορούσα να πω πολλά ακόμα για την αξία του ΦΙΞ, για την κλίμακά του, την οριζοντιότητά του, για την επιλογή της θέσης και τη συσχέτιση με τον αστικό ιστό την εποχή κατασκευής του. Για εμένα, όμως, η ομορφιά του κτιρίου του Ζενέτου βρίσκεται αλλού: στη διαχρονικότητα ενός έργου που έμεινε πιστό στις επιδιώξεις του δημιουργού του και καταφέρνει ακόμα και σήμερα να βρίσκεται στο επίκεντρο, προσθέτοντας αξία στην πολύπαθη Αθήνα.
Η ιστορία μιας πόλης, η πορεία ενός έθνους, μπορούν κάλλιστα να ταυτιστούν με ιστορίες που κρύβονται πίσω από μια σειρά σημαντικών κτιρίων του τόπου. Ιστορίες που συνθέτοντάς τις ανακαλύπτεις πως το κάθε μικρό γεγονός μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία της αφήγησης μιας μεγάλης ιστορίας.
Μια τέτοια ιστορία κρύβεται σε ένα κτίριο στη συμβολή των οδών Θουκιδίδου και Ναυάρχου Νικοδήμου· στη Σχολή Χιλλ. Ενα από τα πιο ιστορικά κτίρια της Αθήνας που λίγοι πλέον γνωρίζουν την ιστορία του. Με πάνω από 180 χρόνια συνεχούς λειτουργίας, αποτελεί το πρώτο ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα, πριν ακόμα αυτή γίνει πρωτεύουσα.
Ολα συνέβησαν λίγο μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, το 1831, όταν ένας «μισιονάριος» προτεστάντης ιεραπόστολος ονόματι John Hill μαζί με τη γυναίκα του Fanny Francis Mulligan (Hill), αποφασίζουν να ιδρύσουν ένα σχολείο όπου οι νεαροί απόγονοι του Πλάτωνα, του Αριστοκράτη και του Σωκράτη θα μπορούν και πάλι να διδαχτούν τη γλώσσα, να μάθουν καλούς τρόπους και να αποτελέσουν το οικοδόμημα για μια «Νέα Ελλάδα».
Γρήγορα κατηγορούνται για θρησκευτική προπαγάνδα και προσηλυτισμό από το φιλορθόδοξο κύμα. Η Ιερά Σύνοδος διαφωνεί. Παρόλα αυτά, η κυρία Hill αποφασίζει προσβεβλημένη να παραχωρήσει το σχολείο στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρία, όπου για δέκα χρόνια τα δύο σχολεία συνέχισαν να λειτουργούν μαζί. Παρά τις αντιδράσεις, το σχολείο προσελκύει τις κόρες ευκατάστατων και μορφωμένων οικογενειών καθώς και οικογένειες αγωνιστών του ’21. Οι οικογένειες Μπότσαρη, Τρικούπη, Σκουζέ, Μιαούλη, Μαυρομιχάλη και Κριεζή είναι ορισμένες μόνο από αυτές.
Η Σχολή Χιλλ αριθμεί μια σειρά από καινοτομίες της εποχής. Εκεί πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα η κουνιστή πολυθρόνα. Σε αυτό το κτίριο μπήκαν τα πρώτα τζάμια στα παράθυρα και χρησιμοποιήθηκε η πρώτη σόμπα. Σε αυτό επίσης, δόθηκε η μεγαλύτερη χοροεσπερίδα προς τιμήν του Βασιλιά Oθωνα. Από τη Σχολή Χιλλ βγήκαν οι πρώτες δασκάλες. Και όλα αυτά σε ένα κτίριο...
* Φωτογραφίες: Δώρα Καλακίδου
Η εφαρμογή απευθύνεται σε φίλους της αρχιτεκτονικής, επισκέπτες και μόνιμους κατοίκους, αστικούς εξερευνητές που ενδιαφέρονται για κάτι πέρα από τις τουριστικές καμπάνιες ή τους μύθους της σύγχρονης εποχής. «Ερχεται να εξυπηρετήσει το διαρκώς ανερχόμενο ενδιαφέρον για το αστικό περιβάλλον και ταυτόχρονα να εξοικειώσει το ευρύ κοινό με την έννοια της αρχιτεκτονικής, προωθώντας τον πολιτισμό μέσα από την επαφή με την αρχιτεκτονική δημιουργία της κάθε πόλης», τονίζει ο Ηρακλής Παπαθεοδώρου.
Χρησιμοποιώντας την εφαρμογή και έχοντας ως αφετηρία τη θέση σου στον χάρτη, έχεις τη δυνατότητα να περιηγηθείς στην πόλη και να ακολουθήσεις προσωποποιημένες διαδρομές με διαδοχικά σημεία ενδιαφέροντος, ενώ παράλληλα σου αποκαλύπτονται ιστορίες πίσω από τα κτίρια και τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτά. Εναλλακτικά, η εφαρμογή επιτρέπει τη διαμόρφωση σύντομων ελεύθερων διαδρομών προσωπικής ξενάγησης, προκαλώντας τον χρήστη να παρεκκλίνει ελάχιστα από τη συνηθισμένη του πορεία με στόχο να περιπλανηθεί, να εξερευνήσει, να ανακαλύψει εκ νέου την πόλη του. Για να την κατεβάσεις δεν έχεις παρά να μπεις στο www.citytales.eu/app ή εναλλακτικά να σκανάρεις με το κινητό σου το QR Code που βρίσκεται στην αρχή του κειμένου.
Στο παραπάνω πλαίσιο, ζητήσαμε από τα μέλη της City Tales να μας υποδείξουν το αγαπημένο τους κτίριο μέσα στην πόλη, να μας εξηγήσουν γιατί το επέλεξαν και να φωτογραφηθούν δίπλα του. Το αποτέλεσμα είναι ενδεικτικό όχι μόνο της οπτικής τους, αλλά και της αγάπης τους για την πόλη.
Ηρακλής Παπαθεοδώρου, Βοτανικό Μουσείο Εθνικού Κήπου
Ο Εθνικός Κήπος είναι μια αγαπημένη αγκαλιά της Αθήνας· οι ρυθμοί ανάμεσα στις φυλλωσιές κυλούν διαφορετικά όταν κάνεις την υπέρβαση ώστε να βρεθείς εκεί. Κάθε φορά που επισκέπτομαι τον Κήπο, υπάρχει ένα σταθερό σημείο που χαιρετώ: το λεγόμενο Βοτανικό Μουσείο του Εθνικού Κήπου, που σήμερα παραμένει δυστυχώς κλειστό. Αποκαλείται επίσης περίπτερο της βασίλισσας Ολγας και παλαιότερα λειτούργησε ως κατοικία του εκάστοτε διευθυντή του Κήπου.
Πρόκειται για ένα μικρό, διώροφο νεοκλασικό κτίριο που εντάσσεται ήπια στο περιβάλλον του. Διαθέτει ένα εξίσου μικρό πρόπυλο με αέτωμα που στηρίζεται από δωρικούς κίονες. Μάρμαρο και πωρόλιθος τρέχουν στις όψεις του, αλλά χαρακτηριστικά είναι τα κεραμικά πλακίδια που το ντύνουν, ένα ασυνήθιστο στοιχείο που υπενθυμίζει την ξενική προέλευση του νεοκλασικού ρυθμού. Αποδίδεται στον αρχιτέκτονα Σταμάτιο Κλεάνθη. Οικεία του έργα αποτελούν το Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας -νυν Βυζαντινό Μουσείο- και η οικία του στην Πλάκα που λειτούργησε ως το πρώτο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Τι είναι αυτό που κάνει ένα κτίριο όμορφο; Τι είναι εκείνο που αναζητούμε στα χαρακτηριστικά του; Ο κριτικός τέχνης John Ruskin υποστήριζε πως κάθε καλό κτίριο θα πρέπει όχι μόνο να παρέχει καταφύγιο, αλλά να μας μιλάει για όλα εκείνα που θεωρούμε σημαντικά και που χρειάζεται να ανακαλούμε σε τακτική βάση.
Η αρχιτεκτονική ανέκαθεν λειτουργεί σαν ένα κάτοπτρο για την εποχή της και την κοινωνία. Παράλληλα λειτουργεί σαν καθρέπτης της μνήμης του κάθε παρατηρητή. Το είδωλο απέναντί μας, η προσωπική μας αισθητική, αποτελείται από όσα θέλουμε να γίνουμε, και όσα πιστεύουμε πως μας συνθέτουν.
Στο σεμνό εκείνο κτίριο, βλέπω τα ίχνη των ανθρώπων που υπήρξαν ώστε να υπάρξω. Ανακαλώ τις ιστορίες για τον συνονόματο διευθυντή που περπατούσε στους πυκνούς ίσκιους, και εκείνο το παιδί που μεγάλωσε κάτω από τις μουσμουλιές, που δραπέτευε από τους φεγγίτες, σκαρφάλωνε στον φοίνικα και παρατηρούσε τους περαστικούς πάνω από τα κάγκελα. Κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί, ανακαλώ και δημιουργώ νέες μνήμες, φαντάζομαι, θυμάμαι ώστε να υπάρξω.
Γιούλη Φραδέλου, Σπίτι με Καρυάτιδες στην οδό Ασωμάτων
Μου αρέσουν οι πόλεις γιατί κρύβουν μέσα τους αληθινά παραμύθια. Ιστορίες και μύθους, μυστικά, αγωνίες, έρωτες και λάθη. Ζωές ολόκληρες που αποτυπώνονται με κάθε λεπτομέρεια στα τσιμέντα, τις προσόψεις, τις γωνιές και τους σκοτεινούς ακάλυπτους.
Την πόλη μου την αγαπώ γιατί συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω, κι όλα στο βαθμό της υπερβολής. Η Αθήνα μου είναι άπειρες μικρές ιστορίες που σε περιμένουν να τις ακούσεις. Ιστορίες ανθρώπων που γιορτάζουν στοιβαγμένοι στις ταράτσες της, ανταλλάσσουν καχύποπτες καλημέρες στα στενά του Κέντρου, ξεσπάνε στους τοίχους της κι ερωτεύονται πάντα με θέα την Ακρόπολη.
Στην οδό Ασωμάτων βρέθηκα για πρώτη φορά όταν ένας οδηγός ταξί αποφάσισε να μου δείξει τη δική του αγαπημένη διαδρομή προς την Ακρόπολη. Εδώ βρίσκεται και το σπίτι με τις Καρυάτιδες, το μικρό αυτό σπίτι που κρύβει ντροπαλά στην όψη του την ιστορία για μια οικογένεια, έναν μύθο, μια φωτογραφία και αρκετή τέχνη.
Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκού νεοκλασικισμού που εμφανίζεται σε ιδιωτικές κατοικίες της Αθήνας και πιστεύεται ότι χτίστηκε το 1880 απο τον Ernst Ziller ή κάποιον μιμητή του. Είναι διώροφο κτίσμα με εσωτερική αυλή και στην όψη του εμφανίζονται δύο Καρυάτιδες με τα χέρια σταυρωμένα, έργο του γλύπτη Ι. Κατακατσάνη.
Εδώ, λέει ο μύθος, ζούσε ένας πατέρας που έχασε τις δύο του κόρες σε μικρή ηλικία και αποφάσισε να διατηρήσει την ανάμνησή τους, δίνοντας τη μορφή των κοριτσιών στα αγάλματα της όψης. Εδώ ο Anri Cartier-Bresson απαθανάτισε δύο μαυροντυμένες ηλικιωμένες γυναίκες να περπατούν, τονίζοντας την αθανασία των αγαλμάτων έναντι της φθοράς των ανθρώπων.
Εδώ ο Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε τη συνύπαρξη του κλασικού με το λαϊκό, και αφηγήθηκε εκ νέου το παραμύθι ενός μικρού σπιτιού με Καρυάτιδες, σε μια ευαίσθητη πόλη που ατέχνως επιμένει να κρύβεται.
Μιχάλης Στουπάκης, λίγο πριν το Αστεροσκοπείο
Πάντα μου άρεσε να παρατηρώ στις παλιές ελληνικές ταινίες τα κτίρια και τους δρόμους και να προσπαθώ να τα εντοπίσω στον χάρτη της σύγχρονης Αθήνας. Με ενθουσίαζε το γεγονός ότι μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει πόσο διαφορετική και πόσο ίδια ταυτόχρονα παραμένει η πόλη. Αλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, πολλά νέα κτίρια, αλλά και αρκετά παλιά ώστε να μαρτυρούν την αυθεντικότητά της.
Ενα από τα αγαπημένα μου σημεία έχω εντοπίσει περιπλανώμενος στο Θησείο. Δημητρίου Αιγινήτου και Οτρυνεών γωνία, εκεί που ο αστικός ιστός σταματά και αρχίζει το πράσινο του λόφου του Φιλοπάππου και το Αστεροσκοπείο. Τελευταίο κτίριο, χαρακτηριστική στροφή. Θυμάμαι από ελληνική ταινία τους Ζωή Λάσκαρη, Μάνο Κατράκη, Νίκο Φέρτη, Χρόνη Εξαρχάκο και Παντελή Ζερβό να μπαινοβγαίνουν στην πανύψηλη ξύλινη εξώθυρα, σε μία πολεμική ταινία του 1970.
Οποτε περνούσα, σκεφτόμουν πόσο τυχερός είναι όποιος μένει εκεί. Από την όψη της εισόδου, το πράσινο είναι τόσο κοντά που μοιάζει με ιδιωτικός κήπος, ενώ από το δώμα ξετυλίγεται ανεμπόδιστα το Ιστορικό Κέντρο και ο Ιερός Βράχος.
Στην είσοδό του συνάντησα μια μέρα τη σημερινή ιδιοκτήτρια, την κυρία Κυριακή, η οποία με είδε να το φωτογραφίζω και πιάσαμε την κουβέντα. Κτίριο του 1917, αρχιτέκτονας ο Αχιλλέας Γεωργιάδης, ίδιος με του ιερού ναού της Αγίας Μαρίνας, λίγα μέτρα πιο κει. Η κυρία Κυριακή μού θυμίζει ότι πέρα από την ταινία που ανέφερα, έχει γυριστεί και η ταινία «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», με τον Θανάση Βέγγο στη χαρακτηριστική σκηνή του εξώστη, όπου τοποθετεί την ελληνική σημαία και μια κόκκινη κουβέρτα κατά τη διάρκεια της Χούντας και γίνεται στόχος παρακολούθησης της ΚΥΠ. Αποτέλεσε κατοικία καλλιτεχνών, ανάμεσά τους και του ζωγράφου Μίνου Αργυράκη, δημιουργού της «Οδού Ονείρων», που αργότερα ο Μάνος Χατζηδάκις μετέτρεψε σε μουσική επιθεώρηση. Το υπόγειο ήταν το εργαστήριο κατασκευής πηληκίων του παππού της ιδιοκτήτριας και μπορεί ακόμη να βρει κανείς εκεί τις κρεμάστρες, ενώ επί κατοχής επιτάχθηκε από τον ιταλικό στρατό και μετατράπηκε σε μαγειρείο.
Ιωσήφ Δακορώνιας-Μαρίνα, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, λεωφόρος Συγγρού
Το να ρωτάς έναν αρχιτέκτονα ποιο είναι το αγαπημένο του κτίριο είναι ερώτηση παγίδα. Δεν ξέρω αν έχω αγαπημένο κτίριο στην Αθήνα. Μπορώ να πω όμως ότι εκτιμώ αφάνταστα κάποια κτίρια που συνέβαλαν ή συμβάλλουν στη διαμόρφωση της πόλης προς το καλύτερο και με τον τρόπο τους καινοτόμησαν ή καινοτομούν.
Ενα από αυτά τα κτίρια είναι και το παλιό εργοστάσιο του ΦΙΞ στη λεωφόρο Συγγρού που μετασκευάστηκε πρόσφατα για να στεγάσει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Γιατί, όμως, ένα γρίζο βιομηχανικό κτίριο πάνω σε έναν πολύβουο δρόμο να είναι στα favourites; Ισως γιατί με ενδιέφεραν πάντα τα κτίρια της βιομηχανίας. Ισως γιατί αυτά τα περιβλήματα μιας διαδικασίας που βασίζεται σε μηχανές και σε ανθρώπους μου κινούσαν πάντα την περιέργεια. Ισως γιατί μεγάλωσα απέναντι από ένα από αυτά και το είδα να κατεδαφίζεται...
Το κτίριο του ΦΙΞ στη Συγγρού χτίστηκε το 1957 σε σχέδια του πρωτοποριακού φουτουριστή αρχιτέκτονα Τάκη Χ. Ζενέτου (1926 - 1977) που οραματίστηκε ένα εργοστάσιο που θα μπορούσε να λειτουργεί εσαεί, δίνοντάς του μέσω του σχεδιασμού του τη δυνατότητα να μεταβάλλεται και να μετασκευάζεται ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Το κτίριο λειτούργησε μόλις 13 χρόνια, το 1970 έκλεισε και αργότερα το μισό κατεδαφίστηκε. Παρ’ όλες τις κακουχίες, σχεδόν 60 χρόνια μετά, το ίδιο κτίριο, συνεχίζει να επιτελεί το έργο του στεγάζοντας μία τελείως διαφορετική λειτουργία: αυτή ενός μουσείου.
Θα μπορούσα να πω πολλά ακόμα για την αξία του ΦΙΞ, για την κλίμακά του, την οριζοντιότητά του, για την επιλογή της θέσης και τη συσχέτιση με τον αστικό ιστό την εποχή κατασκευής του. Για εμένα, όμως, η ομορφιά του κτιρίου του Ζενέτου βρίσκεται αλλού: στη διαχρονικότητα ενός έργου που έμεινε πιστό στις επιδιώξεις του δημιουργού του και καταφέρνει ακόμα και σήμερα να βρίσκεται στο επίκεντρο, προσθέτοντας αξία στην πολύπαθη Αθήνα.
Δημήτρης Σαγώνας, Σχολή Χιλλ
Η ιστορία μιας πόλης, η πορεία ενός έθνους, μπορούν κάλλιστα να ταυτιστούν με ιστορίες που κρύβονται πίσω από μια σειρά σημαντικών κτιρίων του τόπου. Ιστορίες που συνθέτοντάς τις ανακαλύπτεις πως το κάθε μικρό γεγονός μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία της αφήγησης μιας μεγάλης ιστορίας.
Μια τέτοια ιστορία κρύβεται σε ένα κτίριο στη συμβολή των οδών Θουκιδίδου και Ναυάρχου Νικοδήμου· στη Σχολή Χιλλ. Ενα από τα πιο ιστορικά κτίρια της Αθήνας που λίγοι πλέον γνωρίζουν την ιστορία του. Με πάνω από 180 χρόνια συνεχούς λειτουργίας, αποτελεί το πρώτο ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα, πριν ακόμα αυτή γίνει πρωτεύουσα.
Ολα συνέβησαν λίγο μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, το 1831, όταν ένας «μισιονάριος» προτεστάντης ιεραπόστολος ονόματι John Hill μαζί με τη γυναίκα του Fanny Francis Mulligan (Hill), αποφασίζουν να ιδρύσουν ένα σχολείο όπου οι νεαροί απόγονοι του Πλάτωνα, του Αριστοκράτη και του Σωκράτη θα μπορούν και πάλι να διδαχτούν τη γλώσσα, να μάθουν καλούς τρόπους και να αποτελέσουν το οικοδόμημα για μια «Νέα Ελλάδα».
Γρήγορα κατηγορούνται για θρησκευτική προπαγάνδα και προσηλυτισμό από το φιλορθόδοξο κύμα. Η Ιερά Σύνοδος διαφωνεί. Παρόλα αυτά, η κυρία Hill αποφασίζει προσβεβλημένη να παραχωρήσει το σχολείο στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρία, όπου για δέκα χρόνια τα δύο σχολεία συνέχισαν να λειτουργούν μαζί. Παρά τις αντιδράσεις, το σχολείο προσελκύει τις κόρες ευκατάστατων και μορφωμένων οικογενειών καθώς και οικογένειες αγωνιστών του ’21. Οι οικογένειες Μπότσαρη, Τρικούπη, Σκουζέ, Μιαούλη, Μαυρομιχάλη και Κριεζή είναι ορισμένες μόνο από αυτές.
Η Σχολή Χιλλ αριθμεί μια σειρά από καινοτομίες της εποχής. Εκεί πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα η κουνιστή πολυθρόνα. Σε αυτό το κτίριο μπήκαν τα πρώτα τζάμια στα παράθυρα και χρησιμοποιήθηκε η πρώτη σόμπα. Σε αυτό επίσης, δόθηκε η μεγαλύτερη χοροεσπερίδα προς τιμήν του Βασιλιά Oθωνα. Από τη Σχολή Χιλλ βγήκαν οι πρώτες δασκάλες. Και όλα αυτά σε ένα κτίριο...
* Φωτογραφίες: Δώρα Καλακίδου
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα