Η γοητευτική μουσική των Klezmer Yunan

Ο Λεονάρδος Μπατής μιλά για την μπάντα του που εμπνέεται από τη μουσική παράδοση των Εβραίων Ασκενάζι

Οι Klezmer Yunan μετρούν μόλις λίγους μήνες ζωής, αλλά έχουν καταφέρει να τραβήξουν το ενδιαφέρον του μουσικόφιλου κοινού. Το όνομά τους σημαίνει «klezmer από την Ελλάδα», δηλαδή τραγούδια που προέρχονται από τη μουσική παράδοση των Εβραίων Ασκενάζι που αναπτύχθηκε στα Βαλκάνια και στη βορειοανατολική Ευρώπη.

Τους συνάντησα πρώτη φορά στο μπαρ Ο Μπαμπάς στο Κουκάκι και λίγες ημέρες αργότερα επιδίωξα να τους γνωρίσω καλύτερα πριν από ένα live τους στο Six d.o.g.s. Ο Λεονάρδος Μπατής, frontman του σχήματος, μου σύστησε την παρέα του και μου εξήγησε τι είναι αυτό το τόσο γοητευτικό είδος μουσικής που παίζουν. Ο ίδιος είναι ηθοποιός, αλλά από μικρός μαγευόταν από όλες τις τέχνες. Ξεκίνησε την κουβέντα μας με μια -όπως είπε ο ίδιος- εξυπνάδα. «Το ξέρετε ότι μουσική στην αρχαιότητα ονόμαζαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε τέχνη; Αυτό που ονομάζουμε σήμερα μουσική λεγόταν αρμονία. Αυτό το λέω γιατί από μικρός μαγευόμουν από όλες τις τέχνες. Είχα μεγάλη αδυναμία στα χρώματα και στα μαγικά κόλπα που μου έκανε ο θείος μου ο Χοσέ. Η μουσική όμως ήταν πάντα ό,τι πιο ηδονικό».

Από την υποκριτική στη μουσική, λοιπόν, και αν ρωτήσεις τον ίδιο πώς έγινε η μετάβαση θα απαντήσει: «Με το θέατρο και την υποκριτική ασχολήθηκα όταν με απασχόλησε η σχέση μου με την κοινωνία. Αλλά και στο θέατρο έχω παίξει πολλή μουσική. Θεωρώ πως η μουσική είναι πολύ βασικό μέσο για να προσεγγίσεις τη θεατρική έκφραση και σε υποκριτικό, αλλά και σε σκηνοθετικό επίπεδο. Πάντα μου έκανε εντύπωση που στις δραματικές σχολές η μουσική δεν διδάσκεται παρά ελάχιστα. Οι περισσότεροι ηθοποιοί και σκηνοθέτες στην Ελλάδα, με μια τόσο πλούσια μουσική παράδοση, γνωρίζουν από τα πολύ βασικά έως απολύτως τίποτα. Πολλοί έχουν μουσικότητα, αλλά λίγοι γνωρίζουν τη γλώσσα για να μπορέσουν να δημιουργήσουν ομαδικά πιο σύνθετες μορφές».

Αναλύοντας το πρόβλημα της παιδείας στο θέατρο, ο Λεονάρδος παραδέχεται ότι η κατάσταση στον χώρο σήμερα μας έχει κάνει να ξεχνάμε ότι κατά βάση είναι ένα παιχνίδι. «Στο θέατρο (αλλά και στη μουσική) έρχεσαι να παίξεις για να αποκαλυφθεί το μυστήριο. Να μοιραστείς με τους συμπαίκτες σου και το κοινό το μυστήριο της ζωής παίζοντας με τα φαινόμενα. Να συγκινηθείς με το “τραγικό” της ύπαρξης. Ακούγεται μεγαλεπίβολο, αλλά εγώ αυτό καταλαβαίνω όταν κλαίμε ή όταν γελάμε ή ακόμα καλύτερα όταν συμβαίνουν και τα δύο μαζί».

Με αυτό το παράπονο -όπως αναφέρει ο ίδιος- και με ολίγη κούραση αποφάσισε να συγκεντρωθεί περισσότερο στη μουσική και να δημιουργήσει τους Klezmer Yunan. Απότερος σκοπός του εγχειρήματος είναι ένα θέατρο φτιαγμένο από ανθρώπους με μουσικές γνώσεις και παιχνιδιάρικη διάθεση σε έναν κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο. Πρώτη στην παρέα ήρθε η Justine Gussot, στο πιάνο, μετά ο Θοδωρής Καπετανάκος στο ηλεκτρικό μπάσο, ο κιθαρίστας Κώστας Νικολόπουλος που ανέλαβε τις ενορχηστρώσεις και αργότερα ο Δημήτρης Χαϊδεμενάκης στα κρουστά, ο Βασίλης Σοφιάς στην ηλεκτρική κιθάρα και ο Διονύσης (Dio) Κώνστας στα τύμπανα.

Οι Klezmer Yunan παίζουν klezmer και ελληνικά παραδοσιακά κλαρινοτράγουδα διασκευασμένα. «Klezmer είναι η μουσική παράδοση των Εβραίων Ασκενάζι που αναπτύχθηκε στα Βαλκάνια και στη βορειοανατολική Ευρώπη», μου εξηγεί ο Λεονάρδος και συνεχίζει: «Λόγω Βαλκανίων υπάρχει κοινό ρεπερτόριο με τα ελληνικά παραδοσιακά. Υπάρχουν διάφορα κομμάτια όπως το γνωστό “Μισιρλού” ή το “Papirosen” ή ακόμα και το θέμα του Καραγκιόζη (ταυταλιανό) που τα βρίσκεις σε παλιές ηχογραφήσεις και από τις δύο παραδόσεις. Επίσης, και οι δύο παραδόσεις έχουν υιοθετήσει με παρόμοιο τρόπο το κλαρινέτο ως πολύ βασικό όργανο».



Οι επιρροές τους είναι όπως φαίνεται και από τον ήχο τους πολλές. «Ακριβώς επειδή οι επιρροές έχουν να κάνουν με το θέμα της “ταυτότητας”, είμαστε πολύ ανοιχτοί σε αυτό. Μας αρέσει η funk, η art rock, η jazz, η trip hop, τα balkan, αλλά και η κλασική μουσική. Προσπαθούμε να κρατήσουμε τη σταθερά του ρεπερτορίου και από εκεί και πέρα πειραματιζόμαστε ψάχνοντας την ταυτότητα μας», μου εξηγεί ο ίδιος.

Στις συναυλίες του συγκροτήματος ο κόσμος φαίνεται να το διασκεδάζει. Ο Λεονάρδος ήθελε από την αρχή το live τους να είναι χορευτικά και το έχει καταφέρει σε ένα μεγάλο βαθμό. «Ο κόσμος χορεύει, αλλά εγώ θέλω κι άλλο», λέει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει «ο κόσμος παλιά χόρευε και τραγουδούσε πιο πολύ. Αυτό με πονάει πολύ και θέλω να αλλάξει. Psychedelic τσάμικο, trip hop σούστα, blues πωγωνίσιο και balkan ska χορούς. Αφού αυτό είμαστε. Εχουμε και τις ρομάντζες μας».

Ο Λεονάρδος ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη μουσική παίζοντας στην αρχή αρμόνιο, για να συνεχίσει με κιθάρα. Το κλαρινέτο το έπιασε μεγάλος, γύρω στα 30, από ζήλια, αλλά και από ένα ένστικτο που τώρα πια μπορεί να εξηγήσει και που του έδωσε τη δυνατότητα να προσεγγίσει διαφορετικά στοιχεία της ταυτότητας του.

Πιστεύει όμως ο ίδιος ότι το κλαρίνο είναι ένα παρεξηγημένο όργανο; «Ακούγεται κλισέ, αλλά ναι», απαντάει και εξηγεί: «Στην πόλη βέβαια. Αστικόν το φαινόμενον, αλλά η αστική κουλτούρα εξαπλώνεται. Το κλαρινέτο (κλαρίνο έχει επικρατήσει να λέγεται όταν παίζεται στη δημοτική μας μουσική) ως όργανο έχει πολύ μεγάλο εκφραστικό εύρος και γι’ αυτό έχει χρησιμοποιηθεί, πέρα από την κλασική μουσική, σε τόσες παραδόσεις από την Ινδία μέχρι τη Λατινική Αμερική. Τώρα, ως προς την παρεξήγηση, έχω διάφορες απαντήσεις σε αυτό το φαινόμενο. Η παραδοσιακή μουσική και ειδικά τα “κλαρίνα” δυστυχώς νομίζω συνδέθηκαν αισθητικά με τη Χούντα και τη βαθιά συντήρηση – ίσως εξαιτίας του σήματος της ΥΕΝΕΔ με τον τσοπανάκο! Η αλήθεια είναι βέβαια πως η τεχνολογία και τα ρεύματα που έδωσαν άλλες δυνατότητες στον ήχο, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της εποχής για τα μεγάλα πανηγύρια, οδήγησαν το “ηλεκτρικό” κλαρίνο πολύ συχνά σε έναν λίγο mucho κακό διαπεραστικό ήχο με μεγάλες αισθητικές απώλειες. Με τα δίκια τους λοιπόν κατ’ εμέ οι “ευγενείς” αστοί δεν αντέχουν».

Και καταλήγει ο ίδιος για αυτό το παρεξηγημένο μουσικό όργανο: «Η αστυφιλία και τα κόμπλεξ του επαρχιωτισμού, αλλά και η ταυτόχρονη παγκοσμιοποίηση με τη μουσική βιομηχανία να εισβάλλει δημιουργούν ένα μεγάλο πολιτισμικό σοκ, το οποίο καλούμαστε να διαχειριστούμε. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στροφή στην παράδοση λόγω κρίσης ταυτότητας. Εγώ μπόρεσα να εκτιμήσω το άκουσμα του κλαρίνου γύρω στα 30 ακούγοντας jazz και ινδικά. Στην οικογένειά μου δεν άκουσα ποτέ παραδοσιακά. Ο πατέρας μου άκουγε ελαφρολαϊκα και η μάνα μου rock και ethnic. Γύρισα λοιπόν όλο τον πλανήτη για να καταλήξω από την ηλεκτρική κιθάρα στο κλαρινάκι με “πετάλια”, προσπαθώντας να τα χωρέσω όλα».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr