Πέρα από σύνορα
22.02.2016
07:54
Η μουσική είναι ο λόγος που ο πιανίστας Στέφανος Τσάπης ξυπνά κάθε πρωί
Ο Στέφανος Τσάπης είναι ένας εξαιρετικός πιανίστας. Οταν άκουσα για πρώτη φορά τη μουσική του, δεν γνώριζα ότι ζει στο Παρίσι και ότι η οικογένεια του αγαπάει ιδιαίτερα την κλασική μουσική. Ο Στέφανος άρχισε να μελετάει πιάνο από πέντε ετών. Πήγαινε συχνά τις συναυλίες του θείου του, Jean-Louis Haguenauer, και -όπως ήταν φυσικό- μαγευόταν από αυτές. Ο θείος του είναι ένας κλασικός πιανίστας με διεθνή καριέρα, αλλά και ο παππούς του ήταν ένας εξαιρετικός ερασιτέχνης πιανίστας.
Οι γονείς του είναι επιστήμονες, όπως και τα δύο αδέρφια του. Εκείνος όμως επέλεξε να ασχοληθεί με τη μουσική, στην αρχή για προσωπική του ευχαρίστηση και στη συνέχεια επαγγελματικά. Μέχρι τα 18 του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα κλασικής και τζαζ μουσικής με καθηγητές όπως ο Αντώνης Σκόκο, που σπούδαζε τότε στο Παρίσι, και λίγα χρόνια αργότερα πήρε το δίπλωμά του στη μουσικολογία, ενώ σπούδαζε κλασικό πιάνο στο Ωδείο της Gennevilliers και μετά στο Εθνικό Ωδείο του Παρισιού στο τμήμα Τζαζ με τους Benjamin Moussay και Emil Spanyi. Σήμερα ο ίδιος είναι συντονιστής στο ίδιο τμήμα του ωδείου και διδάσκει film scoring, καθώς και ένα μάθημα για τις μουσικές του κόσμου. Από τα βραβεία που έχει πάρει όλα αυτά τα χρόνια εκείνος ξεχωρίζει το Duke Ellington Composers που πήρε το 2012 για τη σύνθεση “Mount Athos”. «Ο Duke Ellington είναι για μένα ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες του 20ού αιώνα και ήταν μεγάλη τιμή να διακριθώ από αυτή την επιτροπή - και επιπλέον για μια πολύ προσωπική μου σύνθεση που πηγάζει από τις ελληνικές μου ρίζες», σημειώνει ο ίδιος.
Εντυπωσιακές σπουδές, όπως και η μετέπειτα πορεία του. Πώς ξεκίνησε όμως η αγάπη του για αυτό το είδος μουσικής; «Οταν ήμουν μικρός πήγαινα συχνά στις συναυλίες του θείου μου, όπου ανακάλυψα με άμεσο τρόπο τα έργα των Debussy, Bach, Schubert κά. Στα επτά μου χρόνια η μάνα μου μου χάρισε μια κασέτα του Thelonious Monk (“Solo Monk”) και έπαθα σοκ. Χάρη σ΄ αυτή μου ανοίχτηκε ο κόσμος της τζαζ και του αυτοσχεδιασμού. Εγινα φανατικός και άκουγα συνεχώς δίσκους των Art Tatum, Earl Hines, Duke Ellington, Louis Armstrong, Oscar Peterson. Ο κόσμος της τζαζ ήταν ένας κρυφός κόσμος που ήταν αποκλειστικά δικός μου. Οσον αφορά το κλασικό πιάνο, επειδή πάντα είχα πολύ καλό αυτί και δεν ήμουν καλός στην ανάγνωση, μάθαινα απ' έξω τις παρτιτούρες, όπως κάνει κάποιος με τα standards της τζαζ. Δύο καθηγητές μου ανέπτυξαν το γούστο μου για τη μελέτη και την τεχνική, η Josette Morata για το κλασικό πιάνο και ο Benjamin Moussay για την τζαζ. Και έτσι ποτέ δεν θεώρησα ότι ήταν αγγαρεία, αλλά ένα παιχνίδι που συνεχώς εξελίσσεται».
Ο Στέφανος είναι από αυτούς τους μουσικούς που χρησιμοποίησαν τις γνώσεις τους στο πιάνο για να εκφράσουν αυτό που έχουν μέσα τους. Για αυτό και δεν το μετάνιωσαν ποτέ. Οπως ο ίδιος εξομολογείται: «Για κάποιο διάστημα πίστευα ότι δεν είχα αρκετή τεχνική στο πιάνο. Τη μέρα που κατάλαβα ότι η σύνθεση μετρούσε πολύ για μένα, ένιωσα μια απελευθέρωση. Σε τι ωφελεί η τεχνική αν δεν έχεις τίποτα να πεις;». Και όπως φάνηκε στην πορεία, ο ίδιος είχε πολλά να πει μέσα από τις μελωδίες του. Ηταν, άλλωστε, μόλις 14 όταν έγραψε την πρώτη του σύνθεση. «Δεν έχω βαρεθεί ποτέ με την μουσική και η μουσική είναι ο λόγος που ξυπνάω κάθε πρωί» αναφέρει όταν τον ρωτάω αν μετάνιωσε ποτέ που ασχολήθηκε με τη μουσική και συνεχίζει: «Αλλά το να είσαι καλλιτέχνης σήμερα, σημαίνει επίσης να είσαι μάνατζερ, γραφίστας, καλός σε δημόσιες σχέσεις, κτλ. Και, ναι, πολλές φορές με κουράζει να πρέπει να είμαι όλα αυτά ταυτόχρονα, και ιδίως εις βάρος της μουσικής».
Οι γονείς του είναι επιστήμονες, όπως και τα δύο αδέρφια του. Εκείνος όμως επέλεξε να ασχοληθεί με τη μουσική, στην αρχή για προσωπική του ευχαρίστηση και στη συνέχεια επαγγελματικά. Μέχρι τα 18 του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα κλασικής και τζαζ μουσικής με καθηγητές όπως ο Αντώνης Σκόκο, που σπούδαζε τότε στο Παρίσι, και λίγα χρόνια αργότερα πήρε το δίπλωμά του στη μουσικολογία, ενώ σπούδαζε κλασικό πιάνο στο Ωδείο της Gennevilliers και μετά στο Εθνικό Ωδείο του Παρισιού στο τμήμα Τζαζ με τους Benjamin Moussay και Emil Spanyi. Σήμερα ο ίδιος είναι συντονιστής στο ίδιο τμήμα του ωδείου και διδάσκει film scoring, καθώς και ένα μάθημα για τις μουσικές του κόσμου. Από τα βραβεία που έχει πάρει όλα αυτά τα χρόνια εκείνος ξεχωρίζει το Duke Ellington Composers που πήρε το 2012 για τη σύνθεση “Mount Athos”. «Ο Duke Ellington είναι για μένα ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες του 20ού αιώνα και ήταν μεγάλη τιμή να διακριθώ από αυτή την επιτροπή - και επιπλέον για μια πολύ προσωπική μου σύνθεση που πηγάζει από τις ελληνικές μου ρίζες», σημειώνει ο ίδιος.
Εντυπωσιακές σπουδές, όπως και η μετέπειτα πορεία του. Πώς ξεκίνησε όμως η αγάπη του για αυτό το είδος μουσικής; «Οταν ήμουν μικρός πήγαινα συχνά στις συναυλίες του θείου μου, όπου ανακάλυψα με άμεσο τρόπο τα έργα των Debussy, Bach, Schubert κά. Στα επτά μου χρόνια η μάνα μου μου χάρισε μια κασέτα του Thelonious Monk (“Solo Monk”) και έπαθα σοκ. Χάρη σ΄ αυτή μου ανοίχτηκε ο κόσμος της τζαζ και του αυτοσχεδιασμού. Εγινα φανατικός και άκουγα συνεχώς δίσκους των Art Tatum, Earl Hines, Duke Ellington, Louis Armstrong, Oscar Peterson. Ο κόσμος της τζαζ ήταν ένας κρυφός κόσμος που ήταν αποκλειστικά δικός μου. Οσον αφορά το κλασικό πιάνο, επειδή πάντα είχα πολύ καλό αυτί και δεν ήμουν καλός στην ανάγνωση, μάθαινα απ' έξω τις παρτιτούρες, όπως κάνει κάποιος με τα standards της τζαζ. Δύο καθηγητές μου ανέπτυξαν το γούστο μου για τη μελέτη και την τεχνική, η Josette Morata για το κλασικό πιάνο και ο Benjamin Moussay για την τζαζ. Και έτσι ποτέ δεν θεώρησα ότι ήταν αγγαρεία, αλλά ένα παιχνίδι που συνεχώς εξελίσσεται».
Ο Στέφανος είναι από αυτούς τους μουσικούς που χρησιμοποίησαν τις γνώσεις τους στο πιάνο για να εκφράσουν αυτό που έχουν μέσα τους. Για αυτό και δεν το μετάνιωσαν ποτέ. Οπως ο ίδιος εξομολογείται: «Για κάποιο διάστημα πίστευα ότι δεν είχα αρκετή τεχνική στο πιάνο. Τη μέρα που κατάλαβα ότι η σύνθεση μετρούσε πολύ για μένα, ένιωσα μια απελευθέρωση. Σε τι ωφελεί η τεχνική αν δεν έχεις τίποτα να πεις;». Και όπως φάνηκε στην πορεία, ο ίδιος είχε πολλά να πει μέσα από τις μελωδίες του. Ηταν, άλλωστε, μόλις 14 όταν έγραψε την πρώτη του σύνθεση. «Δεν έχω βαρεθεί ποτέ με την μουσική και η μουσική είναι ο λόγος που ξυπνάω κάθε πρωί» αναφέρει όταν τον ρωτάω αν μετάνιωσε ποτέ που ασχολήθηκε με τη μουσική και συνεχίζει: «Αλλά το να είσαι καλλιτέχνης σήμερα, σημαίνει επίσης να είσαι μάνατζερ, γραφίστας, καλός σε δημόσιες σχέσεις, κτλ. Και, ναι, πολλές φορές με κουράζει να πρέπει να είμαι όλα αυτά ταυτόχρονα, και ιδίως εις βάρος της μουσικής».
Και από εκείνες τις πρώτες δειλές και παιχνιδιάρικες παρτιτούρες ήρθε το 2012 o δίσκος “Mataroa”, που ξεδίπλωσε όλο το μεγαλείο της ψυχής τους. «Η ιστορία του Ματαρόα με στοίχειωνε για αρκετά χρόνια», αρχίζει να μου αφηγείται. «Το βιβλίο του Ανδρέα Κέδρου “Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο” μου έδωσε την επιθυμία να γράψω ένα έργο γύρω από την ιστορία αυτού του πλοίου και του ταξιδιού που έκαναν αυτοί οι νεαροί Ελληνες τότε, λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Σκέφτηκα πως θα ήταν ενδιαφέρον να βάλουμε δίπλα-δίπλα τα κείμενα του Γιάννη Ρίτσου και του Ανδρέα Κέδρου. Ο ένας έμεινε στην Ελλάδα, ο άλλος έφυγε. Ο ένας γράφει μια μαρτυρία σε πεζό κείμενο, ο άλλος χρησιμοποιεί μια ποιητική γλώσσα που ξυπνάει πολύ δυνατές εικόνες στον αναγνώστη. Είναι σαν ένας φανταστικός διάλογος που αναπτύσσεται ανάμεσά τους. Ενα από τα κείμενα που χρησιμοποιούμε στον δίσκο, είναι το “Γράμμα προς τη Γαλλία”, ένας λόγος που έβγαλε ο Γιάννης Ρίτσος στις 14 Ιουλίου του 1945 στην πλατεία Συντάγματος. Μερικούς μήνες αργότερα ο Ανδρέας Κέδρος και άλλοι 200 νέοι φοιτητές επιβιβάζονται στο Ματαρόα και παίρνουν τον δρόμο για το Παρίσι. Aυτή η ιστορία είχε επίσης ιδιαίτερη σημασία για μένα για έναν πολύ απλό λόγο: Ο πατέρας μου γεννήθηκε στον Πειραιά το 1945 και αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι το 1969, κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Στην πραγματικότητα είναι η ιστορία του πατέρα μου ειπωμένη με πλάγιο τρόπο».
Αυτή η πρώτη προσωπική του δουλειά είχε μεγάλη ανταπόκριση από κοινό και κριτικούς και έδωσε την ευκαιρία στον Στέφανο να συναντήσει ενδιαφέροντες ανθρώπους του χώρου: τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο, τον Μάνο Ζαχαρία, την Κυβέλη Καστοριάδη. «Μου άνοιξε επίσης τον δρόμο προς το σινεμά. Η μουσική του δίσκου παίχτηκε σε ένα ντοκιμαντέρ για την ελληνική κρίση, “Khaos, les visages humains de la crise grecque”, της Ana Dumitrescu. Δεν είχα καταλάβει ότι, στην ουσία, είχα γράψει μια μουσική για ταινία… χωρίς ταινία».
Στις 18 Μαρτίου κυκλοφορεί ο επόμενος δίσκος του με τίτλο “Border Lines” από την εταιρεία Cristal Records/Harmonia Mundi. Σε αυτόν ο Στέφανος παίζει με τον Marc Buronfosse στο κοντραμπάσο και τον Arnaud Biscay στα ντραμς. Είναι ένα άλμπουμ που εξετάζει την έννοια του συνόρου με ποικίλους τρόπους. «Εβρισκα ότι είχε ενδιαφέρον αυτός ο τίτλος για κάποιον σαν κι εμένα, δηλαδή έναν Ελληνογάλλο που αισθάνεται Γάλλος στην Ελλάδα και Ελληνας στην Γαλλία. Αυτή η αίσθηση ότι είμαι συνεχώς μεταξύ δύο πολιτισμών, ότι δεν ανήκω πραγματικά σε κανέναν από τους δύο, δεν με αφήνει ποτέ. Ποιος ξέρει; Ισως η χώρα μου να είναι σε αυτό το ενδιάμεσο. Η μουσική πάντα μου επέτρεπε να ξεπεράσω αυτήν την αίσθηση. Βεβαίως το ότι μου ήρθε αυτή η ιδέα για τον τίτλο σε αυτές τις στιγμές που ζούμε και με αυτά που συμβαίνουν όσο μιλάμε στα σύνορα της Ευρώπης, δεν είναι τυχαίο».
Ακούγοντας τον επερχόμενο δίσκο του συμπεραίνω ότι περιέχει καθαρή τζαζ. Με πειραγμένες μελωδίες και πολλούς αυτοσχεδιασμούς. Ποια είναι, όμως, η γνώμη του Στέφανου; «Δεν το σκέφτομαι με αυτούς τους όρους, διότι αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ξεπεράσω τα στυλιστικά όρια στη μουσική. Βεβαίως αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο ο ορισμός της τζαζ, πχ. στο “Border Lines” παίζουμε έναν καρσιλαμά με tablas και ηλεκτρική κιθάρα. Επίσης για μένα, τζαζ σημαίνει να παίρνεις μελωδίες που σου αρέσουν και να τις διασκευάζεις με δικό σου τρόπο». Σε αυτή τη δουλειά υπάρχει και πάλι έντονο το ελληνικό στοιχείο. Σταύρος Ξαρχάκος, Απόστολος Καλδάρας αλλά και Καραγκιόζης. «Ηθελα να εξερευνήσω τα μουσικά σύνορα της Ελλάδας. Για αυτόν τον λόγο υπάρχουν διασκευές από κομμάτια που προέρχονται από τη Μακεδονία, τη Μικρασία και ρεμπέτικα», αναφέρει ο ίδιος.
Από τα 11 κομμάτια του δίσκου που θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε σε λίγο παραπάνω από ένα μήνα στέκομαι στη διασκευή των τραγουδιών «Το πρακτορείο/Καίγομαι» του Σταύρου Ξαρχάκου από την ταινία «Ρεμπέτικο»: πέντε λεπτά και 18 δευτερόλεπτα πραγματικά μαγικής μουσικής που ενώνει το ρεμπέτικο με την τζαζ και σε ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Ο Στέφανος σχολιάζει σχετικά: «Η τζαζ γεννήθηκε σχεδόν στην ίδια εποχή με το ρεμπέτικο, όπως και το ταγκό εξάλλου, και είναι μουσικές που παίρνουν ρίζες στον υπόκοσμο των πόλεων. Γεννήθηκαν επίσης στην περίοδο που αναπτύσσονταν οι δισκογραφικές εταιρείες. Δεν πιστεύω ότι κάνω λάθος λέγοντας ότι συχνά συναντιόνταν Ελληνες μουσικούς και jazzmen μέσα στο στούντιο στις ΗΠΑ».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr