Η εξουσία και… ο θεατρίνος
04.03.2016
07:59
Ο Τάκης Τζαμαργιάς σκηνοθετεί τον «Ριχάρδο τον Γ’» του Σαίξπηρ με την Καίτη Κωνσταντίνου στον πρωταγωνιστικό ρόλο
Το ομορφότερο πράγμα στο θέατρο είναι οι συναντήσεις. Όταν δύο ή και περισσότεροι άνθρωποι ηλεκτρίζονται αλλόκοτα ο ένας από τον άλλον. Όταν αισθάνονται ότι έχουν να πουν κάτι μαζί. Όταν εκτιμούν και αφήνονται ο ένας στον άλλον. Έτσι γεννιούνται οι μεγάλες παραστάσεις. Όταν η έμπνευση δεν έρχεται μονόπλευρα. Όταν τα θέλω συμπίπτουν.
Όταν μου πρωτοείπε πριν από κάποιους μήνες ο Τάκης Τζαμαργιάς ότι σχεδιάζει να σκηνοθετήσει τον «Ριχάρδο τον Γ’» του Σαίξπηρ με την Καίτη Κωνσταντίνου εξεπλάγην. Ύστερα το βρήκα ενδιαφέρον και προκλητικό, αλλά και μάλλον ριψοκίνδυνο. Εκείνος όμως ήξερε. Είχε συναντηθεί με την Καίτη. Είχαν συνομιλήσει οι ενέργειές τους. Είχαν συντονιστεί τα θέλω τους. «Νομίζω ότι η Καίτη έχει μία προδιάθεση να παίξει πιο ιδιαίτερα πλάσματα. Από την άλλη έχει ένα πολύ ωραίο τρόπο να διαχειρίζεται το κοινό. Έχει αίσθηση του χιούμορ, έχει μια αμεσότητα και ειλικρίνεια. Και ο Ριχάρδος απευθύνεται στο κοινό. Το κοιτάει και τους μιλάει», μου εξηγεί.
Η Καίτη Κωνσταντίνου είναι γνωστή στους περισσότερους από την τηλεόραση και συγκεκριμένα από τη θρυλική πια Σωσώ στα «Εγκλήματα». Όπως μου είπε και κάποιος φίλος χαριτολογώντας: «Έκανε το λάθος να παίξει πολύ καλά στην τηλεόραση!». Η αλήθεια είναι ότι μάλλον το κοινό την έχει αδικήσει ως προς το εύρος του ταλέντου της. Έχει κάνει σαφώς λιγότερη τηλεόραση απ’ όση νομίζουν οι περισσότεροι, έχει διανύσει χιλιόμετρα στο σανίδι, έχει τις ρίζες της υποκριτικής της καριέρας στο Θέατρο Τέχνης και το κυριότερο είναι ένας άνθρωπος στέρεος, σκεπτόμενος και ανήσυχος, που δεν ενέδωσε στις Σειρήνες και συνεχίζει να ψάχνεται.
«Σαφέστατα είναι η δουλειά μου και βιοπορίζομαι από αυτή, αλλά προσπαθώ όσο με παίρνει να κάνω κάποιες αυστηρές επιλογές», μου λέει δικαιολογώντας μου ουσιαστικά και τη διετή αποχή της από τα θεατρικά δρώμενα. «Δεν υπήρχε κάτι που να με καλύπτει και είχα αποφασίσει να κάνω θέατρο μόνο αν με συγκινήσει κάτι πάρα πολύ. Φυσικά δεν σταματούσα να ψάχνω και να διαβάζω κείμενα. Είμαι πάντα στην αναζήτηση για κάτι που να με γεμίζει. Χωρίς να λέω ότι δεν έχω κάνει και τους συμβιβασμούς μου. Απλά τα όχι που έχω πει είναι περισσότερα σίγουρα από τα ναι».
Όταν μου πρωτοείπε πριν από κάποιους μήνες ο Τάκης Τζαμαργιάς ότι σχεδιάζει να σκηνοθετήσει τον «Ριχάρδο τον Γ’» του Σαίξπηρ με την Καίτη Κωνσταντίνου εξεπλάγην. Ύστερα το βρήκα ενδιαφέρον και προκλητικό, αλλά και μάλλον ριψοκίνδυνο. Εκείνος όμως ήξερε. Είχε συναντηθεί με την Καίτη. Είχαν συνομιλήσει οι ενέργειές τους. Είχαν συντονιστεί τα θέλω τους. «Νομίζω ότι η Καίτη έχει μία προδιάθεση να παίξει πιο ιδιαίτερα πλάσματα. Από την άλλη έχει ένα πολύ ωραίο τρόπο να διαχειρίζεται το κοινό. Έχει αίσθηση του χιούμορ, έχει μια αμεσότητα και ειλικρίνεια. Και ο Ριχάρδος απευθύνεται στο κοινό. Το κοιτάει και τους μιλάει», μου εξηγεί.
Η Καίτη Κωνσταντίνου είναι γνωστή στους περισσότερους από την τηλεόραση και συγκεκριμένα από τη θρυλική πια Σωσώ στα «Εγκλήματα». Όπως μου είπε και κάποιος φίλος χαριτολογώντας: «Έκανε το λάθος να παίξει πολύ καλά στην τηλεόραση!». Η αλήθεια είναι ότι μάλλον το κοινό την έχει αδικήσει ως προς το εύρος του ταλέντου της. Έχει κάνει σαφώς λιγότερη τηλεόραση απ’ όση νομίζουν οι περισσότεροι, έχει διανύσει χιλιόμετρα στο σανίδι, έχει τις ρίζες της υποκριτικής της καριέρας στο Θέατρο Τέχνης και το κυριότερο είναι ένας άνθρωπος στέρεος, σκεπτόμενος και ανήσυχος, που δεν ενέδωσε στις Σειρήνες και συνεχίζει να ψάχνεται.
«Σαφέστατα είναι η δουλειά μου και βιοπορίζομαι από αυτή, αλλά προσπαθώ όσο με παίρνει να κάνω κάποιες αυστηρές επιλογές», μου λέει δικαιολογώντας μου ουσιαστικά και τη διετή αποχή της από τα θεατρικά δρώμενα. «Δεν υπήρχε κάτι που να με καλύπτει και είχα αποφασίσει να κάνω θέατρο μόνο αν με συγκινήσει κάτι πάρα πολύ. Φυσικά δεν σταματούσα να ψάχνω και να διαβάζω κείμενα. Είμαι πάντα στην αναζήτηση για κάτι που να με γεμίζει. Χωρίς να λέω ότι δεν έχω κάνει και τους συμβιβασμούς μου. Απλά τα όχι που έχω πει είναι περισσότερα σίγουρα από τα ναι».
Με τον Τάκη Τζαμαργιά συναντήθηκαν για να συζητήσουν για κάποιο άλλο έργο. Ο «Ριχάρδος ο Γ’» προέκυψε στην πορεία και ήταν ιδέα του Τάκη. «Όλο το έργο είναι ένα παιχνίδι εξουσίας. Ο Τάκης δεν ήθελε να δώσει ένα συγκεκριμένο φύλο σε αυτό το πλάσμα. Έτσι το αντιμετωπίζουμε. Σαν πλάσμα. Δεν θέλαμε να μείνουμε σε αυτό το επιφανειακό ότι μία γυναίκα υποδύεται έναν άντρα», μου λέει η Καίτη και ο Τάκης προσθέτει: «Ο Ριχάρδος είναι ένας θεατρίνος και ο θεατρίνος δεν έχει φύλο. Δεν είναι ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Στη σκηνή αποκτά άλλες διαστάσεις. Για τον Ριχάρδο δεν υπάρχει η έννοια του άλλου. Ακόμα και όταν φλερτάρει τη Λαίδη Άννα δηλώνει ότι το κάνει για κάποιο σκοπό».
Ένα παιχνίδι εξουσίας λοιπόν και τα φύλα μπορούν να πάνε στην άκρη. Άλλωστε αυτό που διακρίνει τον Ριχάρδο δεν είναι η αρσενική του φύση, αλλά το κοφτερό του μυαλό, η απαράμιλλη ρητορική του δεινότητα και η απόλυτη δίψα για εξουσία. «Στο πρώτο μέρος του έργου ο Ριχάρδος διακατέχεται από ένα πολύ ισχυρό θέλω. Όλα είναι ένα θέλω. Έχω σκεφτεί ότι θα μπορούσε ο ρόλος να παιχτεί κι από έναν υπολογιστή. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο μπροστά του παρά η κατάκτηση της εξουσίας. Γνωρίζει όμως πολύ καλά και τη διαφθορά και την κενότητα της εξουσίας. Αυτό είναι το συγκλονιστικό. Μερικές φορές νομίζεις ότι έχεις να κάνεις με έναν επαναστάτη», παρατηρεί ο Τάκης.
«Όσο κι αν φαίνεται παράξενο ο Ριχάρδος είναι ένας αντιεξουσιαστής. Στήνει όλη αυτή την ίντριγκα για να κατακτήσει τον θρόνο μέσα σε ένα εντελώς σάπιο περιβάλλον. Πηγαίνει με έναν τρόπο ενάντια σε όλη αυτή τη σαπίλα και τη βρωμιά της εξουσίας κι όταν τελικά κατακτά το στέμμα δεν τον αφορά πια τίποτα», συμπληρώνει η Καίτη. «Όταν γίνεται Βασιλιάς εκεί πια το πράγμα έχει τελειώσει», συνεχίζει ο Τάκης. «Δεν μπορεί να διαχειριστεί τα πράγματα. Όχι επειδή είναι ανίκανος. Απλά έτσι όπως έχει τοποθετήσει τον εαυτό του σε ένα σύμπαν που ο άλλος απουσιάζει, με το τέλος του θέλω του έρχεται αντιμέτωπος με το κενό. Δεν έχει μάθει άλλο πράγμα στη ζωή του παρά μόνο να σκοτώνει».
«Είναι ένα εντελώς προσωπικό του παιχνίδι η κατάκτηση του στέμματος. Όταν τα καταφέρνει αγγίζει πια τα όρια της παραφροσύνης, σκοτώνει ανθρώπους που τον έχουν βοηθήσει», σχολιάζει η Καίτη και ο Τάκης μιλάει γι’ αυτό το ξύπνημα της συνείδησης, που μοιάζει ασήκωτο φορτίο. «Οι τελευταίες μελέτες υποστηρίζουν ότι αυτό το περίφημο “Το βασίλειό μου για ένα άλογο!” που λέει στο τέλος δεν είναι αυτό που πιστεύαμε για χρόνια, ότι δηλαδή βλέπει το αδιέξοδο της μάχης και ζητάει ένα άλογο για να φύγει. Ουσιαστικά ζητάει ένα άλλο σώμα για να μπει μέσα. Γιατί αυτό το σώμα δεν μπορεί να αντέξει το ξύπνημα της συνείδησης».
Ο ίδιος δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην παρουσία των φαντασμάτων μέσα στο έργο. Τόσο της Μαργαρίτας στην αρχή, όσο και των άλλων νεκρών που καταδιώκουν τον Ριχάρδο στο φινάλε σε μία σκηνή ανθολογίας μέσα στην παράσταση. «Για μένα αυτά τα φαντάσματα συμβολίζουν αυτούς τους νεκρούς που είναι τελικά πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς. Μπορούν δηλαδή να σε ελέγξουν πολύ πιο έντονα από τους ζωντανούς», παρατηρεί.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς δεν είναι μόνο ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης, είναι πάνω απ’ όλα ένας σπουδαίος θεατρικός δάσκαλος. Δουλεύει εξαντλητικά το κείμενο με τους ηθοποιούς του. Εστιάζει στον λόγο. Δίνει βαρύτητα στην κάθε λέξη. Για τον «Ριχάρδο τον Γ’» χρησιμοποίησε την ποιητική μετάφραση του Κ. Καρθαίου, που χρονολογείται από το 1939 και την πρώτη παρουσίαση του έργου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη στο Εθνικό. Ήταν μία πολύ συνειδητή επιλογή. Ήθελε να πατήσει σε μία στέρεα ποιητική γλώσσα, που θα έρθει να συνομιλήσει με το σήμερα μέσα από τη σκηνοθετική του ματιά που παραπέμπει σε μία γκόθικ ατμόσφαιρα και μία πανκ αισθητική. Χάρη στην εξαιρετική διδασκαλία του δεν χάνεις λέξη από το κείμενο. Το ακούς καθαρά χωρίς να απουσιάζει και η απαιτούμενη ποιητικότητα.
Όλα είναι μαύρα. Τα κοστούμια, τα σκηνικά, τα πάντα. «Η γκόθικ και νέο πανκ αισθητική προέκυψε στην πορεία. Δεν ήταν αυτή η αρχική ανάγκη μου. Αρχικά είχα σκεφτεί να τοποθετήσω τη δράση σε ένα σφαγείο, αλλά δεν μας βγήκε», μου λέει ο Τάκης, που συνεργάστηκε στα σκηνικά και τα κοστούμια με την ικανότατη Ελένη Μανωλοπούλου. «Ήθελα να κρατήσω το πνεύμα του έργου μέσα από τη μετάφραση του Κ. Καρθαίου, που εκφράζει μια άλλη εποχή, και να ακουμπήσω ταυτόχρονα το σήμερα. Ένιωθα λοιπόν ότι αυτός ο δρόμος του γκόθικ με βοηθάει να το καταφέρω αυτό. Φτιάξαμε ένα σκηνικό από καρέκλες και γυαλιά. Οι καρέκλες από τη μία συμβολίζουν την εξουσία, αλλά εκτός από αυτό, επειδή εδώ έχουμε να κάνουμε και μ’ ένα συνονθύλευμα από καρέκλες, συμβολίζουν και την εξαθλίωση», μου εξηγεί. Το σκηνικό συμπληρώνει μία εντυπωσιακή απαστράπτουσα (σαν ντισκόμπαλα σχεδόν) νεκροκεφαλή που κρέμεται πάνω απ’ όλους και απ’ όλα.
Χρειάζονται μόλις μερικά λεπτά από την έναρξη της παράστασης για να καταλάβεις ότι το στοίχημα, που τόλμησαν ο Τάκης και η Καίτη τους πέτυχε. Εκείνη αποδεικνύεται ιδανικός Ριχάρδος. Με σαρδόνιο χιούμορ, ζηλευτή αμεσότητα και την ίδια στιγμή μια αλλόκοτη μελαγχολία που πλημμυρίζει αυτό το δυστυχισμένο, σακατεμένο μέσα του πλάσμα. «Για μένα είναι ένας γοητευτικός από γραφής ρόλος, κυρίως γιατί τα όπλα του είναι το μυαλό του και η ρητορεία του. Εμείς φύγαμε από το πρώτο επίπεδο, βαθύναμε λίγο πιο πολύ στην ψυχή και στο μυαλό του Ριχάρδου προκειμένου να αναδειχτεί η γοητεία αυτού του πλάσματος», μου επισημαίνει η Καίτη.
«Τελικά η εξουσία μας οδηγεί στην αυτοπραγμάτωση ή είναι κι αυτό μια φενάκη;», τους ρωτάω. «Σίγουρα είναι μια φενάκη και ο Ριχάρδος την αποκαλύπτει», απαντά πρώτος ο Τάκης. «Ένας λόγος που ασκεί τόση γοητεία πάνω μας είναι επειδή είναι πανέξυπνος. Το μυαλό του τρέχει με ταχύτητα φωτός. Το πρόβλημα είναι ότι έχει ένα τόσο ισχυρό θέλω, που δεν υπάρχει τίποτα άλλο γι’ αυτόν. Κι από αυτή την άποψη έχει ενδιαφέρον για όλους εμάς, που πολλές φορές είμαστε απόλυτα δοσμένοι σε κάτι. Ο Ριχάρδος ανακαλεί έναν κόσμο μέσα μας, που ο πολιτισμός έχει κάπως “τακτοποιήσει”. Ή έτσι νομίζουμε». Η Καίτη είναι πιο επιφυλακτική. «Σε κάποιους μπορεί να λειτουργεί η εξουσία και ως αυτοπραγμάτωση. Υπάρχουν άνθρωποι απίστευτα εξουσιομανείς. Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσω γιατί δεν υπήρξα ποτέ τέτοιος άνθρωπος».
Αναρωτιέμαι τι στάση οφείλουμε να κρατάμε απέναντι στους σύγχρονους Ριχάρδους. «Νομίζω η δημιουργία είναι ένας καλός δρόμος για αντισταθείς. Να φέρεσαι ανθρώπινα, να μην άγεσαι και να φέρεσαι από την κάθε Σειρήνα. Πρέπει λίγο να τα φιλτράρουμε τα πράγματα, γιατί τα έχουμε νομίζω κάπως χαμένα. Ζούμε μια κατάσταση του παράλογου», παρατηρεί η Καίτη τονίζοντας ότι δεν θεωρεί ότι η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα είναι αυτό που λέμε Κρίση. «Κρίση είναι κάτι που τελειώνει και επανερχόμαστε σε αυτό που ήμασταν πριν. Εγώ δεν πιστεύω ότι θα επανέλθουμε στην πρότερη κατάσταση. Νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με μία αλλαγή. Και θα ακολουθήσουν κι άλλες πολλές αλλαγές. Θέλω να είμαι αισιόδοξη και να πιστέψω ότι μέσα στις αρνητικές αλλαγές θα υπάρξουν και κάποιες θετικές. Το εύχομαι. Δεν νομίζω όμως ότι έχουν φανεί ακόμα αυτά τα θετικά. Θέλουμε λίγο χρόνο. Ξέρετε, είναι μια περίοδος που κανείς δεν μπορεί να μιλάει με σιγουριά. Υπάρχει μια γενική θολούρα. Είμαστε σ’ ένα περίμενε».
«Εγώ απέναντι στους Ριχάρδους σήμερα δεν μπορώ να κρατήσω καμία στάση, γιατί με αιφνιδιάζουν. Αυτή η αλλαγή στον άνθρωπο που φέρνει η εξουσία με τρελαίνει. Δεν είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω τους Ριχάρδους. Το θέμα είναι να μη γοητεύεσαι από τη ρητορική τους δεινότητα και την υποκριτική τέχνη τους», μου λέει ο Τάκης και η Καίτη καταλήγει: «Όπως είναι ο Ριχάρδος παραμορφωμένος, έτσι και σήμερα βλέπουμε τη μεταμόρφωση και την παραμόρφωση της εξουσίας. Με το πέρασμα των αιώνων η εξουσία έχει μάθει να μεταμορφώνεται με τεράστια επιτυχία, έτσι ώστε δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο σκληρή είναι. Μας παραπλανά η εξουσία κι αυτή είναι και η επικινδυνότητά της».
Χαίρομαι να μιλάω με ανθρώπους που έχουν και γνώση και λόγο και άποψη. Όπως επίσης χαίρομαι να βλέπω και ωραίες παραστάσεις. Και ο «Ριχάρδος ο Γ’» στο Σύγχρονο Θέατρο είναι μία από αυτές.
Ένα παιχνίδι εξουσίας λοιπόν και τα φύλα μπορούν να πάνε στην άκρη. Άλλωστε αυτό που διακρίνει τον Ριχάρδο δεν είναι η αρσενική του φύση, αλλά το κοφτερό του μυαλό, η απαράμιλλη ρητορική του δεινότητα και η απόλυτη δίψα για εξουσία. «Στο πρώτο μέρος του έργου ο Ριχάρδος διακατέχεται από ένα πολύ ισχυρό θέλω. Όλα είναι ένα θέλω. Έχω σκεφτεί ότι θα μπορούσε ο ρόλος να παιχτεί κι από έναν υπολογιστή. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο μπροστά του παρά η κατάκτηση της εξουσίας. Γνωρίζει όμως πολύ καλά και τη διαφθορά και την κενότητα της εξουσίας. Αυτό είναι το συγκλονιστικό. Μερικές φορές νομίζεις ότι έχεις να κάνεις με έναν επαναστάτη», παρατηρεί ο Τάκης.
«Όσο κι αν φαίνεται παράξενο ο Ριχάρδος είναι ένας αντιεξουσιαστής. Στήνει όλη αυτή την ίντριγκα για να κατακτήσει τον θρόνο μέσα σε ένα εντελώς σάπιο περιβάλλον. Πηγαίνει με έναν τρόπο ενάντια σε όλη αυτή τη σαπίλα και τη βρωμιά της εξουσίας κι όταν τελικά κατακτά το στέμμα δεν τον αφορά πια τίποτα», συμπληρώνει η Καίτη. «Όταν γίνεται Βασιλιάς εκεί πια το πράγμα έχει τελειώσει», συνεχίζει ο Τάκης. «Δεν μπορεί να διαχειριστεί τα πράγματα. Όχι επειδή είναι ανίκανος. Απλά έτσι όπως έχει τοποθετήσει τον εαυτό του σε ένα σύμπαν που ο άλλος απουσιάζει, με το τέλος του θέλω του έρχεται αντιμέτωπος με το κενό. Δεν έχει μάθει άλλο πράγμα στη ζωή του παρά μόνο να σκοτώνει».
«Είναι ένα εντελώς προσωπικό του παιχνίδι η κατάκτηση του στέμματος. Όταν τα καταφέρνει αγγίζει πια τα όρια της παραφροσύνης, σκοτώνει ανθρώπους που τον έχουν βοηθήσει», σχολιάζει η Καίτη και ο Τάκης μιλάει γι’ αυτό το ξύπνημα της συνείδησης, που μοιάζει ασήκωτο φορτίο. «Οι τελευταίες μελέτες υποστηρίζουν ότι αυτό το περίφημο “Το βασίλειό μου για ένα άλογο!” που λέει στο τέλος δεν είναι αυτό που πιστεύαμε για χρόνια, ότι δηλαδή βλέπει το αδιέξοδο της μάχης και ζητάει ένα άλογο για να φύγει. Ουσιαστικά ζητάει ένα άλλο σώμα για να μπει μέσα. Γιατί αυτό το σώμα δεν μπορεί να αντέξει το ξύπνημα της συνείδησης».
Ο ίδιος δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην παρουσία των φαντασμάτων μέσα στο έργο. Τόσο της Μαργαρίτας στην αρχή, όσο και των άλλων νεκρών που καταδιώκουν τον Ριχάρδο στο φινάλε σε μία σκηνή ανθολογίας μέσα στην παράσταση. «Για μένα αυτά τα φαντάσματα συμβολίζουν αυτούς τους νεκρούς που είναι τελικά πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς. Μπορούν δηλαδή να σε ελέγξουν πολύ πιο έντονα από τους ζωντανούς», παρατηρεί.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς δεν είναι μόνο ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης, είναι πάνω απ’ όλα ένας σπουδαίος θεατρικός δάσκαλος. Δουλεύει εξαντλητικά το κείμενο με τους ηθοποιούς του. Εστιάζει στον λόγο. Δίνει βαρύτητα στην κάθε λέξη. Για τον «Ριχάρδο τον Γ’» χρησιμοποίησε την ποιητική μετάφραση του Κ. Καρθαίου, που χρονολογείται από το 1939 και την πρώτη παρουσίαση του έργου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη στο Εθνικό. Ήταν μία πολύ συνειδητή επιλογή. Ήθελε να πατήσει σε μία στέρεα ποιητική γλώσσα, που θα έρθει να συνομιλήσει με το σήμερα μέσα από τη σκηνοθετική του ματιά που παραπέμπει σε μία γκόθικ ατμόσφαιρα και μία πανκ αισθητική. Χάρη στην εξαιρετική διδασκαλία του δεν χάνεις λέξη από το κείμενο. Το ακούς καθαρά χωρίς να απουσιάζει και η απαιτούμενη ποιητικότητα.
Όλα είναι μαύρα. Τα κοστούμια, τα σκηνικά, τα πάντα. «Η γκόθικ και νέο πανκ αισθητική προέκυψε στην πορεία. Δεν ήταν αυτή η αρχική ανάγκη μου. Αρχικά είχα σκεφτεί να τοποθετήσω τη δράση σε ένα σφαγείο, αλλά δεν μας βγήκε», μου λέει ο Τάκης, που συνεργάστηκε στα σκηνικά και τα κοστούμια με την ικανότατη Ελένη Μανωλοπούλου. «Ήθελα να κρατήσω το πνεύμα του έργου μέσα από τη μετάφραση του Κ. Καρθαίου, που εκφράζει μια άλλη εποχή, και να ακουμπήσω ταυτόχρονα το σήμερα. Ένιωθα λοιπόν ότι αυτός ο δρόμος του γκόθικ με βοηθάει να το καταφέρω αυτό. Φτιάξαμε ένα σκηνικό από καρέκλες και γυαλιά. Οι καρέκλες από τη μία συμβολίζουν την εξουσία, αλλά εκτός από αυτό, επειδή εδώ έχουμε να κάνουμε και μ’ ένα συνονθύλευμα από καρέκλες, συμβολίζουν και την εξαθλίωση», μου εξηγεί. Το σκηνικό συμπληρώνει μία εντυπωσιακή απαστράπτουσα (σαν ντισκόμπαλα σχεδόν) νεκροκεφαλή που κρέμεται πάνω απ’ όλους και απ’ όλα.
Χρειάζονται μόλις μερικά λεπτά από την έναρξη της παράστασης για να καταλάβεις ότι το στοίχημα, που τόλμησαν ο Τάκης και η Καίτη τους πέτυχε. Εκείνη αποδεικνύεται ιδανικός Ριχάρδος. Με σαρδόνιο χιούμορ, ζηλευτή αμεσότητα και την ίδια στιγμή μια αλλόκοτη μελαγχολία που πλημμυρίζει αυτό το δυστυχισμένο, σακατεμένο μέσα του πλάσμα. «Για μένα είναι ένας γοητευτικός από γραφής ρόλος, κυρίως γιατί τα όπλα του είναι το μυαλό του και η ρητορεία του. Εμείς φύγαμε από το πρώτο επίπεδο, βαθύναμε λίγο πιο πολύ στην ψυχή και στο μυαλό του Ριχάρδου προκειμένου να αναδειχτεί η γοητεία αυτού του πλάσματος», μου επισημαίνει η Καίτη.
«Τελικά η εξουσία μας οδηγεί στην αυτοπραγμάτωση ή είναι κι αυτό μια φενάκη;», τους ρωτάω. «Σίγουρα είναι μια φενάκη και ο Ριχάρδος την αποκαλύπτει», απαντά πρώτος ο Τάκης. «Ένας λόγος που ασκεί τόση γοητεία πάνω μας είναι επειδή είναι πανέξυπνος. Το μυαλό του τρέχει με ταχύτητα φωτός. Το πρόβλημα είναι ότι έχει ένα τόσο ισχυρό θέλω, που δεν υπάρχει τίποτα άλλο γι’ αυτόν. Κι από αυτή την άποψη έχει ενδιαφέρον για όλους εμάς, που πολλές φορές είμαστε απόλυτα δοσμένοι σε κάτι. Ο Ριχάρδος ανακαλεί έναν κόσμο μέσα μας, που ο πολιτισμός έχει κάπως “τακτοποιήσει”. Ή έτσι νομίζουμε». Η Καίτη είναι πιο επιφυλακτική. «Σε κάποιους μπορεί να λειτουργεί η εξουσία και ως αυτοπραγμάτωση. Υπάρχουν άνθρωποι απίστευτα εξουσιομανείς. Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσω γιατί δεν υπήρξα ποτέ τέτοιος άνθρωπος».
Αναρωτιέμαι τι στάση οφείλουμε να κρατάμε απέναντι στους σύγχρονους Ριχάρδους. «Νομίζω η δημιουργία είναι ένας καλός δρόμος για αντισταθείς. Να φέρεσαι ανθρώπινα, να μην άγεσαι και να φέρεσαι από την κάθε Σειρήνα. Πρέπει λίγο να τα φιλτράρουμε τα πράγματα, γιατί τα έχουμε νομίζω κάπως χαμένα. Ζούμε μια κατάσταση του παράλογου», παρατηρεί η Καίτη τονίζοντας ότι δεν θεωρεί ότι η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα είναι αυτό που λέμε Κρίση. «Κρίση είναι κάτι που τελειώνει και επανερχόμαστε σε αυτό που ήμασταν πριν. Εγώ δεν πιστεύω ότι θα επανέλθουμε στην πρότερη κατάσταση. Νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με μία αλλαγή. Και θα ακολουθήσουν κι άλλες πολλές αλλαγές. Θέλω να είμαι αισιόδοξη και να πιστέψω ότι μέσα στις αρνητικές αλλαγές θα υπάρξουν και κάποιες θετικές. Το εύχομαι. Δεν νομίζω όμως ότι έχουν φανεί ακόμα αυτά τα θετικά. Θέλουμε λίγο χρόνο. Ξέρετε, είναι μια περίοδος που κανείς δεν μπορεί να μιλάει με σιγουριά. Υπάρχει μια γενική θολούρα. Είμαστε σ’ ένα περίμενε».
«Εγώ απέναντι στους Ριχάρδους σήμερα δεν μπορώ να κρατήσω καμία στάση, γιατί με αιφνιδιάζουν. Αυτή η αλλαγή στον άνθρωπο που φέρνει η εξουσία με τρελαίνει. Δεν είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω τους Ριχάρδους. Το θέμα είναι να μη γοητεύεσαι από τη ρητορική τους δεινότητα και την υποκριτική τέχνη τους», μου λέει ο Τάκης και η Καίτη καταλήγει: «Όπως είναι ο Ριχάρδος παραμορφωμένος, έτσι και σήμερα βλέπουμε τη μεταμόρφωση και την παραμόρφωση της εξουσίας. Με το πέρασμα των αιώνων η εξουσία έχει μάθει να μεταμορφώνεται με τεράστια επιτυχία, έτσι ώστε δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο σκληρή είναι. Μας παραπλανά η εξουσία κι αυτή είναι και η επικινδυνότητά της».
Χαίρομαι να μιλάω με ανθρώπους που έχουν και γνώση και λόγο και άποψη. Όπως επίσης χαίρομαι να βλέπω και ωραίες παραστάσεις. Και ο «Ριχάρδος ο Γ’» στο Σύγχρονο Θέατρο είναι μία από αυτές.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr