Η φιλολογία σήμερα

Ο Βασίλειος Βερτουδάκης, λέκτορας Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, μιλάει για την τύχη των φιλολογικών σπουδών, την πανεπιστημιακή πραγματικότητα στη χώρα μας και τις πηγές γνώσης που βρίσκονται διάσπαρτες στην Αθήνα

Γεννημένος στη Ρόδο και με καταγωγή από την Κρήτη, ο καθηγητής κλασικών σπουδών του τμήματος Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, Βασίλειος Βερτουδάκης, εντρυφεί στην κλασική γνώση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και εφοδιάζει με τις γνώσεις και την πείρα του τους εκκολαπτόμενους φιλολόγους. Με πατέρα στρατιωτικό, οι συχνές μεταθέσεις και αλλαγές τόπου κατοικίας, αποτέλεσαν μία κανονικότητα για την παιδική του ηλικία. «Επειδή έζησα σε πολλές πόλεις», σημειώνει ο ίδιος με μία γλυκιά μελαγχολία, «δεν μπόρεσα να διατηρήσω παιδικούς φίλους. Από την άλλη, όμως, απέκτησα εμπειρίες και η αλήθεια είναι πως σπάζοντας τον τοπικισμό, μπορείς να σχετικοποιήσεις μέσα σου και την εντοπιότητα». Μικρός δεν σκεφτόταν καν να γίνει καθηγητής, όμως η μοίρα του επεφύλασσε άλλα σχέδια… Η μεταστροφή του προς τις θεωρητικές επιστήμες έγινε στην εφηβεία, γύρω στα 16, όταν ένας φιλόλογος, ονόματι Μάνος Λουκάκης, τον στιγμάτισε θετικά, και αποτέλεσε την αφορμή για τη στροφή του στη φιλολογία.

Σε έναν διαφωτιστικό διάλογο, ο λέκτορας Βασίλειος Βερτουδάκης μας μίλησε για την κάμψη των φιλολογικών σπουδών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την πανεπιστημιακή πραγματικότητα στη χώρα μας εν έτει 2016 και τις πηγές γνώσης που βρίσκονται διάσπαρτες στην καρδιά του Λεκανοπεδίου.

Στον παράγοντα τύχη, «με τη σημασία της μοιρολατρικής αποδοχής» δεν είναι σύμφωνος. Κατά τα λεγόμενά του όμως, «υπάρχει ο "καιρός", όπως έλεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή μία στιγμή, η οποία μπορεί να προκύψει στη ζωή σου, ένα momentum που μπορεί να βοηθήσει ή να καθυστερήσει ορισμένες εξελίξεις στη ζωή σου. Ο Αλμπέρ Καμύ για παράδειγμα ήταν πάμφτωχος, ο πατέρας του πέθανε πολύ νωρίς, η μητέρα του κωφάλαλη, πλύστρα στο Αλγέρι της Αφρικής, μαυροπόδαρος, όπως τους λέγανε οι Γάλλοι, δηλαδή Γάλλος της Αλγερίας, και δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Έτυχε όμως στο σχολείο να έχει έναν πολύ οξυδερκή δάσκαλο, ο οποίος διέγνωσε την αξία του, τον έσπρωξε και έγινε ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς και διανοουμένους του 20ού αιώνα. Το ερώτημα λοιπόν που πρέπει να θέσουμε σ’ αυτό το σημείο είναι, αν δεν βρισκόταν αυτό το πρόσωπο, δεν θα είχε την ανέλιξη που είχε; Πιστεύω τελικά, ότι ο άνθρωπος που έχει μέσα του πάρα πολύ μεγάλη ενέργεια, θα βρει τρόπο να την εκτονώσει. Η τύχη όμως, το momentum, η συγκυρία, ο καιρός, μια ευκαιρία, μπορεί να γίνει καταλύτης και να σπρώξει τα πράγματα πολύ περισσότερο».



Στρέφοντας εν συνεχεία τη συζήτηση στην τύχη της φιλολογίας και τον περιορισμό των θεωρητικών σπουδών, ο κ. Βερτουδάκης μας εξήγησε ότι, «αν το δούμε μακροσκοπικά, η φιλολογία ανήκει στον κλάδο των ανθρωπιστικών επιστημών. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες γνώρισαν μια μεγάλη άνθιση από την Αναγέννηση ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βλέποντας, λοιπόν, τα πράγματα σε βάθος χρόνου, η φιλολογία δεν έχει πλέον τη θέση που είχε για παράδειγμα τον 19ο αιώνα, όπου οι φιλολογικές σπουδές κι η γνώση των κλασικών γλωσσών (αρχαίων και λατινικών) ήταν ο κορμός της σπουδής, όχι μόνο ενός θεωρητικού επιστήμονα, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε κάθε επιστήμονα. Ακόμη κι ο γιατρός, ο φαρμακοποιός, ο γεωπόνος, και εννοείται ο νομικός, δεν μπορούσε να σταδιοδρομήσει, χωρίς τη γνώση κλασικών γλωσσών.»

Υπάρχουν βέβαια δύο βασικοί λόγοι που υπαγορεύουν αυτή την εξέλιξη. Αρχικά, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την εκβιομηχάνιση του βίου μας, υπάρχει μια διόγκωση στις θετικές, μοντέρνες επιστήμες, όπως της πληροφορικής και της επικοινωνίας, οι οποίες μοιραία αναπτύσσονται σε βάρος κάποιων άλλων, παλαιότερων. Ανάμεσα στις επιστήμες που πλήρωσαν αυτή τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος ήταν οι ανθρωπιστικές, συμπεριλαμβανομένης και της φιλολογίας. Ο δεύτερος λόγος είναι ιστορικός. Η "μήτρα" των ανθρωπιστικών επιστημών, κατ’ εξοχή, δε, της φιλολογίας, τον 19ο αιώνα ήταν η Γερμανία. Η Γερμανία λάτρεψε τους Λατίνους και τους αρχαίους Έλληνες, με μία επιμονή στους Έλληνες, ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα. Παράδειγμα ο μεγάλος Γ. Βίνκελμαν, ο οποίος έφυγε από τη Γερμανία, πήγε στην Ιταλία, όπου γνώρισε το μεσογειακό φως, κατακλύσθηκε εκεί από τις αρχαιότητες της Ιταλίας, οι οποίες όμως ήταν σε μεγάλο βαθμό αντίγραφα κλασικών ελληνικών έργων. Έτσι λοιπόν σχημάτισε μέσα του αυτό το αισθητικό κριτήριο των αρχαίων Ελλήνων, που υπήρξε η μήτρα του νεοκλασικισμού και ως ένα βαθμό του φιλελληνισμού, στον οποίο στηρίχτηκε μετέπειτα και το αίτημα για την ίδρυση του Ελληνικού κράτους».

«Ο 19ος αιώνας», συνεχίζει ο ίδιος, «είναι στην κυριολεξία μια παντοκρατορία των Γερμανών πάνω στις ανθρωπιστικές σπουδές. Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την ένωση της Γερμανίας το 1870, και την είσοδό της στον χώρο της βιομηχανίας και της αποικιοκρατίας, πράγματα που η Γερμανία δεν τα είχε, αλλά ήθελε να ακολουθήσει τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της Γαλλίας και της Αγγλίας, κι έτσι και αυτή άρχισε να μεταστρέφει κάπως τις σπουδές της σε περισσότερο μοντέρνες - τεχνολογικές επιστήμες. Αυτό όμως που καθόρισε την τύχη της Γερμανίας και κατ' επέκταση της Ευρώπης πάνω στην επιρροή που είχαν στις ανθρωπιστικές σπουδές, είναι το μοιραίο έτος 1933, όπου ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία και όλη η αφρόκρεμα της γερμανικής επιστήμης (όλοι γνωρίζουμε τον Αινστάιν), πάρα πολλοί φιλόλογοι, φιλόσοφοι, και φορείς των ανθρωπιστικών επιστημών, αναγκάζονται να φύγουν από τη Γερμανία και να μετακομίσουν στη Βρετανία ή στις ΗΠΑ, είτε γιατί ήταν Εβραίοι, είτε γιατί είχαν Εβραίους συζύγους, είτε απλώς γιατί ήταν φιλελεύθερα πνεύματα.»



Από τότε λοιπόν, από τη δεκαετία του '30, παρουσιάζεται μία μετατόπιση του κέντρου των φιλολογικών σπουδών, από την Ευρώπη και δη από τη Γερμανία, στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Οπότε, οι επιστήμες αυτές μελλοντικά εντάχθηκαν σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Από το ανθρωπιστικό-ουμανιστικό πλαίσιο της προπολεμικής Ευρώπης, μετέβησαν σε ένα μοντέλο οικονομικής αποτελεσματικότητας και κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, μητρόπολη της οποίας ήταν η Αμερική».

Αναφορικά με την ύπαρξη κομματικών παρατάξεων στα ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, ο κ. Βερτουδάκης υποστήριξε, πως «το να εκπροσωπούνται οι φοιτητές, δεν είναι κακό. Εκπροσωπούνται σε όλα τα πανεπιστήμια. Το θέμα είναι για ποιου είδους εκπροσώπηση μιλάμε. Όταν γίνονται διασκέψεις των Υπουργών Παιδείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα η οποία δεν εκπροσωπείται από τον εκλεγμένο εκπρόσωπο των φοιτητών, δίπλα στον Υπουργό Παιδείας. Ενώ, όλες οι χώρες, όταν υπάρχουν φοιτητικά θέματα, μαζί με τον Υπουργό και τους υπηρεσιακούς παράγοντες έχουν κι έναν εκλεγμένο εκπρόσωπο των φοιτητών. Η Ελλάδα όμως ποτέ δεν στέλνει δικό της εκπρόσωπο, παρά το γεγονός ότι εμείς είμαστε οι πιο πολιτικοποιημένοι στα πανεπιστήμιά μας.»

Και γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ποτέ οι παρατάξεις δεν συμφωνούν μεταξύ τους ποιος είναι ο εκλεγμένος εκπρόσωπός τους. Αυτό από μόνο του συνιστά μία αντίφαση. Επομένως, εκπροσώπηση των φοιτητών πρέπει να υπάρχει. Το θέμα όμως είναι γιατί αυτή η εκπροσώπηση πρέπει να είναι κομματικά προσδιορισμένη. Βέβαια, τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν μπορεί να είναι μια νησίδα αθωότητας σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Όπως δηλαδή υπάρχει κομματισμός στον συνδικαλισμό, όπως υπάρχει κομματισμός σε όλα τα επαγγελματικά σωματεία, μοιραία και οι φοιτητές δεν μπορούν να είναι έξω από αυτό το "παιχνίδι" των κομμάτων. Οι συνέπειες βέβαια είναι απολύτως αρνητικές. Το καλώς νοούμενο συμφέρον του πανεπιστημίου "καπελώνεται" από το μικροκομματικό συμφέρον των παρατάξεων. Συνεπώς, είναι πολύ καλή η πολιτικοποίηση των φοιτητών, η εγρήγορσή τους στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, αλλά κατά τη γνώμη μου πρέπει να είναι αδέσμευτοι κομματικών παρατάξεων. Οι περισσότεροι φοιτητές ωστόσο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών λειτουργούν υγιώς, εκτός από ορισμένους που είναι ακραίοι και επιβάλλονται».

Πέρα όμως από την ύπαρξη κομματικών παρατάξεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, διαφέρουν και υστερούν σε ορισμένα πράγματα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Οι λόγοι που υπαγορεύουν αυτή τη διαφορά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Βασίλειου Βερτουδάκη, είναι ότι «στην Ελλάδα πάσχουμε στο οργανωτικό κομμάτι και τη συλλογικότητα και φυσικά υπάρχει πρόβλημα ως προς τη χρηματοδότηση. Αυτοί είναι οι κυριότεροι λόγοι που ευθύνονται για την υστέρηση του ελληνικού πανεπιστημίου έναντι των ευρωπαϊκών. Ως χώρα δεν έχουμε διάρκεια στόχων και προθέσεων. Η παιδεία όμως είναι μία μακροπρόθεσμη επένδυση. Ωστόσο, με ένα ασταθές πολιτικό σύστημα, που επιδιώκει την επανεκλογή του, τέτοιου είδους μακρόπνοες επενδύσεις δεν είναι προσφιλείς. Το πανεπιστήμιο, οι έρευνες, οι βιβλιοθήκες περνούν έτσι σε δεύτερη μοίρα».

Σε αντίθεση όμως με το νοσηρό δημόσιο σύστημα, «υπάρχουν ορισμένες εξαιρετικές νησίδες ατόμων, είτε μικρών ομάδων που δημιουργούν πολύ καλές συνθήκες δουλειάς. Ας πούμε υπάρχει το ΕΛΙΑ, το Ελληνικό και Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο, το οποίο έχει βιβλιοθήκη, αρχείο λογοτεχνών και πολιτικών και κάνει εδώ και μερικές δεκαετίες πάρα πολύ καλή και συστηματική δουλειά. Οφείλεται βέβαια στον αείμνηστο Μάνο Χαριτάτο και στον κύκλο που είχε δημιουργήσει, οι οποίοι από κοινού κατόρθωσαν να "χτίσουν" μια νησίδα έρευνας και πολιτισμού στο κέντρο της Αθήνας. Ακόμη, στην Αθήνα έχουμε πολύ καλές βιβλιοθήκες. Για παράδειγμα η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, ένας θησαυρός κυρίως του μεσαιωνικού και νεωτέρου ελληνισμού, που οφείλεται κι αυτή στη δωρεά του Έλληνα διπλωμάτη, λογίου και λάτρη των βιβλίων Ιωάννη Γενναδίου. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφέρουμε ότι η καλύτερα συγκροτημένη βιβλιοθήκη κλασικών σπουδών είναι η περίφημη Blegen της Αμερικανικής Σχολής στην Ελλάδα, στην οδό Σουηδίας στο Κολωνάκι. Η Αμερικανική Βιβλιοθήκη αποτελεί στην ουσία το "τελευταίο καταφύγιο" για τον ερευνητή των κλασικών σπουδών στην Ελλάδα».



Πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, ο κ. Βερτουδάκης τονίζει πως ως Έλληνες, «πρέπει να κερδίσουμε τη διεθνή εκτίμηση και τον σεβασμό με τη δημιουργία ενός σοβαρού κράτους. Δεν πρέπει πλέον να βαυκαλιζόμαστε με τα επιτεύγματα παλαιότερων εποχών και βεβαίως του κλασικού κλέους των αρχαίων Ελλήνων, και να στραφούμε στο να εντάξουμε τη χώρα μας στον σύγχρονο χάρτη με θετικό πρόσημο. Οι ικανότητες υπάρχουν, όπως επίσης και πολλά αρνητικά, αλλά ως συλλογικότητα μπορούμε να πετύχουμε τους στόχους μας».

Εν κατακλείδι, και έχοντας αποθησαυρίσει τον χρόνο μας, ο κ. Βασίλειος Βερτουδάκης, μας έδωσε το δικό του μήνυμα για τη ζωή: «Ο Φρειδερίκος Νίτσε, ο οποίος υπεραγαπούσε τους Έλληνες, έλεγε "γίνε αυτός που είσαι", αναπαράγοντας μια αναστροφή του Πίνδαρου, που έλεγε: " Γένοιο οἷος ἐσσὶ µαθών". Δηλαδή, αφού πρώτα μάθεις ποιος είσαι, γίνε μετά αυτό, δίνοντας όλο σου το εσωτερικό πυρ για να το καταφέρεις. Εδώ φυσικά, υπάρχει η προκείμενη της αυτεπίγνωσης και της αυτογνωσίας. Έτσι λοιπόν, πρέπει να έχουμε μέτρο του ποιοι πραγματικά είμαστε, κι όχι αυτού που θα θέλαμε, ή αυτού που φαντασιωνόμαστε ότι είμαστε».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr