Η Δάφνη και η μπάντα της
03.04.2016
21:00
H Δάφνη Λάζου είχε απωθημένο να φτιάξει τη δική της μπάντα. Και εγένετο Daphne and the Fuzz
Τη Δάφνη Λάζου νιώθω ότι την ξέρω χρόνια. Η frontwoman των Daphne and the Fuzz είναι ένα κορίτσι που κινείται στην πόλη, έχει φροντίσει, όμως, να υιοθετήσει τους δικούς της ρυθμούς και τους δικούς της κανόνες. Και αυτή της την ιδιαιτερότητα την έχει μεταφέρει και στη μουσική της με τον καλύτερο τρόπο. Η ίδια γράφει μουσική και στίχους από μικρή, ωστόσο ονειρευόταν πάντα να φτιάξει μια μπάντα. Να έχει τους μουσικούς της και όλοι μαζί να δίνουν μια άλλη πνοή, πιο συμμετοχική, στα κομμάτια που υπογράφει η ίδια. Σε αντίθετη περίπτωση, η δουλειά της θα ήταν περισσότερο προσωπική και σε πολλές περιπτώσεις όχι τόσο σύνθετη.
Από το 2013 όταν κυκλοφόρησε το “Doop doop”, το πρώτο τους single, το κοινό της Αθήνας τούς έδειξε μεγάλη αγάπη. Οι μουσικοί παραγωγοί το συμπεριλάμβαναν όλο και πιο συχνά στις εκπομπές τους και η Inner Ear τους τίμησε δίνοντάς του μια θέση στην επετειακή της συλλογή “Inn Pop” για τις 100 κυκλοφορίες της. Με αρκετά live και τους φίλους τους να πολλαπλασιάζονται, η μπάντα επανήλθε δισκογραφικά τον Μάρτιο του 2014 με το “F.M.R.” ένα κομμάτι εμπνευσμένο από την εμπειρία της Δάφνης στο Παρίσι, όπου έμεινε για πέντε μήνες με το πρόγραμμα Erasmus.
Αφορμή για αυτή τη συνάντηση με τη Δάφνη στάθηκε ο πρώτος προσωπικός δίσκος του γκρουπ, που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες. Τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση των Daphne and the Fuzz, η ίδια θεωρεί ότι είναι η καλύτερη στιγμή να δείξουν ολοκληρωμένα τη δουλειά τους, με κομμάτια που πιστεύει πολύ και που ανυπομονεί να τα παίξει ζωντανά. Αλλωστε, στη Δάφνη αρέσει πολύ να μοιράζεται. Για αυτό και από την αρχή, όταν ξεκίνησε να παίζει μουσική, δεν ήθελε να πάρει πάνω της όλο το πρότζεκτ. «Ηταν απωθημένο μου από όταν ήμουν μικρή να έχω μπάντα. Επισης, όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε δεν ένιωθα άνετα να το πάρω όλο πάνω μου, ντρεπόμουν και μου φαινόταν αγχωτικό να είναι καθαρά προσωπική μου υπόθεση. Αν και συνεχίζουμε να έχουμε τη μορφή της μπάντας, δεν έχω πρόβλημα πλέον να βγαίνω μπροστά και νομίζω πως σε πολλές περιπτώσεις είναι και απαραίτητο».
Μαζί με τη Δάφνη παίζει ντραμς ο Δημήτρη Δουμουλιάκας, με τον οποίο συνεργάζεται από την αρχή των Daphne and the Fuzz, έχοντας ταιριάξει από την αρχή στον ήχο και την αισθητική, ο Βασίλης Νησσόπουλος (μπάσο), ο Ορέστης Μπενέκας (πλήκτρα) και ο Γιάννης Ράλλης (κιθάρα). «Oλοι τους έπαιζαν σε μπάντες που μου άρεσαν πάρα πολύ και η αισθητική τους ήταν πολύ κοντά σε αυτό που είχα κι εγώ στο μυαλό μου. Ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα και στη συνέχεια καταλήξαμε να παίζουμε και μαζί», λέει η ίδια. Με αυτή τη σύνθεση και τις μελωδίες της Δάφνης στο πιάνο στις αποσκευές της η μπάντα έβγαλε το “Doop doop” και ξεκίνησε ουσιαστικά να γίνεται αναγνωρίσιμη στο κοινό. «Στην αρχή όταν βγάλαμε το “Doop doop” είχαμε την τύχη να μας πάει κάπως από μόνο του και νομίζαμε ότι αυτό ήταν το φυσικό», θυμάται η ίδια και συνεχίζει: «Στην πορεία συνειδητοποιήσαμε πόσο τρέξιμο και αφοσίωση χρειάζεται για να κρατηθεί μια μπάντα και να μπορέσει να εξελιχθεί. Μαζεύαμε υλικό, πειραματιστήκαμε, βρήκαμε τον ήχο μας και ανθρώπους να στηρίξουν τις προσπάθειές μας».
Και ευτυχώς για εκείνους, αυτοί οι άνθρωποι ήταν αρκετοί - και στην πορεία όλο και αυξάνονται. Η Δάφνη μπορεί να λέει ότι δεν περίμενε να έχει τέτοια ανταπόκριση το πρώτο τους κομμάτι, αλλά η απλή του μελωδία και οι στίχοι βοήθησαν να το αγαπήσουμε γρήγορα και φυσικά αυτό τους βοήθησε πολύ για να ακουστούν στο ευρύ κοινό, ενισχύοντας την επιθυμία τους να κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους δίσκο. Αυτό έγινε την Παρασκευή 18 Μαρτίου, όταν και η Inner Ear κυκλοφόρησε σε cd, digital και βινύλιο το “Daphne and the fuzz” σε παραγωγή Αλεξ Μπόλπαση. Τα κομμάτια είναι επηρεασμένα από διάφορα μουσικά είδη, από pop και rock μέχρι jazz, soul και blues. «Αποφασίσαμε να τους δώσουμε ένα ενιαίο ύφος, εστιάζοντας σε vintage pop/rock ενορχηστρώσεις και παραγωγή», αναφέρει η ίδια. Οσο για τους στίχους: «Είναι βασισμένοι σε προσωπικές μου εμπειρίες και ανησυχίες. Μου αρέσει όταν γράφω κομμάτια να καταγράφω αυθόρμητα τις σκέψεις μου σαν να απευθύνομαι σε κάποιο υπαρκτό ή φανταστικό πρόσωπο».
Μιλώντας μαζί της, αναρωτιέμαι πόσο εύκολο είναι για ένα νέο κορίτσι να μπει στη μουσική βιομηχανία αυτή την εποχή. «Το δύσκολο δεν ήταν τόσο να μπω στη μουσική βιομηχανία (σίγουρα έπαιξε καθοριστικό παράγοντα και η τύχη), όσο το να μπορέσω να αξιοποιήσω σωστά ό,τι βρέθηκε στον δρόμο μου για να διατηρήσω και να εξελίξω την πορεία μου», απαντάει η Δάφνη. «Οταν βγάλαμε το πρώτο single πριν από τρία χρόνια, μου φάνηκε ότι έγιναν όλα τόσο σύντομα… Δεν είχα τη γνώση και την ωριμότητα για να είμαι σίγουρη για τις επιλογές που κάνω. Αυτό που έπρεπε να δουλέψω περισσότερο ήταν να μάθω πώς λειτουργεί η μουσική βιομηχανία, ώστε να κάνω συνειδητές επιλογές, αλλά και να είμαι σίγουρη γι αυτό που θέλω να πετύχω».
Από το 2013 όταν κυκλοφόρησε το “Doop doop”, το πρώτο τους single, το κοινό της Αθήνας τούς έδειξε μεγάλη αγάπη. Οι μουσικοί παραγωγοί το συμπεριλάμβαναν όλο και πιο συχνά στις εκπομπές τους και η Inner Ear τους τίμησε δίνοντάς του μια θέση στην επετειακή της συλλογή “Inn Pop” για τις 100 κυκλοφορίες της. Με αρκετά live και τους φίλους τους να πολλαπλασιάζονται, η μπάντα επανήλθε δισκογραφικά τον Μάρτιο του 2014 με το “F.M.R.” ένα κομμάτι εμπνευσμένο από την εμπειρία της Δάφνης στο Παρίσι, όπου έμεινε για πέντε μήνες με το πρόγραμμα Erasmus.
Αφορμή για αυτή τη συνάντηση με τη Δάφνη στάθηκε ο πρώτος προσωπικός δίσκος του γκρουπ, που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες. Τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση των Daphne and the Fuzz, η ίδια θεωρεί ότι είναι η καλύτερη στιγμή να δείξουν ολοκληρωμένα τη δουλειά τους, με κομμάτια που πιστεύει πολύ και που ανυπομονεί να τα παίξει ζωντανά. Αλλωστε, στη Δάφνη αρέσει πολύ να μοιράζεται. Για αυτό και από την αρχή, όταν ξεκίνησε να παίζει μουσική, δεν ήθελε να πάρει πάνω της όλο το πρότζεκτ. «Ηταν απωθημένο μου από όταν ήμουν μικρή να έχω μπάντα. Επισης, όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε δεν ένιωθα άνετα να το πάρω όλο πάνω μου, ντρεπόμουν και μου φαινόταν αγχωτικό να είναι καθαρά προσωπική μου υπόθεση. Αν και συνεχίζουμε να έχουμε τη μορφή της μπάντας, δεν έχω πρόβλημα πλέον να βγαίνω μπροστά και νομίζω πως σε πολλές περιπτώσεις είναι και απαραίτητο».
Μαζί με τη Δάφνη παίζει ντραμς ο Δημήτρη Δουμουλιάκας, με τον οποίο συνεργάζεται από την αρχή των Daphne and the Fuzz, έχοντας ταιριάξει από την αρχή στον ήχο και την αισθητική, ο Βασίλης Νησσόπουλος (μπάσο), ο Ορέστης Μπενέκας (πλήκτρα) και ο Γιάννης Ράλλης (κιθάρα). «Oλοι τους έπαιζαν σε μπάντες που μου άρεσαν πάρα πολύ και η αισθητική τους ήταν πολύ κοντά σε αυτό που είχα κι εγώ στο μυαλό μου. Ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα και στη συνέχεια καταλήξαμε να παίζουμε και μαζί», λέει η ίδια. Με αυτή τη σύνθεση και τις μελωδίες της Δάφνης στο πιάνο στις αποσκευές της η μπάντα έβγαλε το “Doop doop” και ξεκίνησε ουσιαστικά να γίνεται αναγνωρίσιμη στο κοινό. «Στην αρχή όταν βγάλαμε το “Doop doop” είχαμε την τύχη να μας πάει κάπως από μόνο του και νομίζαμε ότι αυτό ήταν το φυσικό», θυμάται η ίδια και συνεχίζει: «Στην πορεία συνειδητοποιήσαμε πόσο τρέξιμο και αφοσίωση χρειάζεται για να κρατηθεί μια μπάντα και να μπορέσει να εξελιχθεί. Μαζεύαμε υλικό, πειραματιστήκαμε, βρήκαμε τον ήχο μας και ανθρώπους να στηρίξουν τις προσπάθειές μας».
Και ευτυχώς για εκείνους, αυτοί οι άνθρωποι ήταν αρκετοί - και στην πορεία όλο και αυξάνονται. Η Δάφνη μπορεί να λέει ότι δεν περίμενε να έχει τέτοια ανταπόκριση το πρώτο τους κομμάτι, αλλά η απλή του μελωδία και οι στίχοι βοήθησαν να το αγαπήσουμε γρήγορα και φυσικά αυτό τους βοήθησε πολύ για να ακουστούν στο ευρύ κοινό, ενισχύοντας την επιθυμία τους να κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους δίσκο. Αυτό έγινε την Παρασκευή 18 Μαρτίου, όταν και η Inner Ear κυκλοφόρησε σε cd, digital και βινύλιο το “Daphne and the fuzz” σε παραγωγή Αλεξ Μπόλπαση. Τα κομμάτια είναι επηρεασμένα από διάφορα μουσικά είδη, από pop και rock μέχρι jazz, soul και blues. «Αποφασίσαμε να τους δώσουμε ένα ενιαίο ύφος, εστιάζοντας σε vintage pop/rock ενορχηστρώσεις και παραγωγή», αναφέρει η ίδια. Οσο για τους στίχους: «Είναι βασισμένοι σε προσωπικές μου εμπειρίες και ανησυχίες. Μου αρέσει όταν γράφω κομμάτια να καταγράφω αυθόρμητα τις σκέψεις μου σαν να απευθύνομαι σε κάποιο υπαρκτό ή φανταστικό πρόσωπο».
Μιλώντας μαζί της, αναρωτιέμαι πόσο εύκολο είναι για ένα νέο κορίτσι να μπει στη μουσική βιομηχανία αυτή την εποχή. «Το δύσκολο δεν ήταν τόσο να μπω στη μουσική βιομηχανία (σίγουρα έπαιξε καθοριστικό παράγοντα και η τύχη), όσο το να μπορέσω να αξιοποιήσω σωστά ό,τι βρέθηκε στον δρόμο μου για να διατηρήσω και να εξελίξω την πορεία μου», απαντάει η Δάφνη. «Οταν βγάλαμε το πρώτο single πριν από τρία χρόνια, μου φάνηκε ότι έγιναν όλα τόσο σύντομα… Δεν είχα τη γνώση και την ωριμότητα για να είμαι σίγουρη για τις επιλογές που κάνω. Αυτό που έπρεπε να δουλέψω περισσότερο ήταν να μάθω πώς λειτουργεί η μουσική βιομηχανία, ώστε να κάνω συνειδητές επιλογές, αλλά και να είμαι σίγουρη γι αυτό που θέλω να πετύχω».
Η συζήτηση περνάει από τη μουσική στην Αθήνα, τα προβλήματα της εποχής και επανέρχεται σε αυτό που η Δάφνη αγαπάει περισσότερο. Στις μελωδίες, τις δικές της, αλλά και των συναδέλφων της, ιδιαίτερα των συνομήλικών της. Της αρέσει να γνωρίζει νέους μουσικούς και να βλέπει τη δική τους καλλιτεχνική και δισκογραφική πορεία και ανεξαιρέτως των μουσικών καταβολών πιστεύει ότι θα έπρεπε να είναι ακόμα πιο δεμένοι σαν γενιά, υποστηρίζοντας περισσότερο ο ένας τον άλλον. «Εκτιμώ όλους τους μουσικούς της γενιάς μου για το ότι -παρά τις δύσκολες συνθήκες- συνεχίζουν να κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν και τους ευχαριστεί και κάνουν ό,τι μπορούν για να υπερβούν τα εμπόδια της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας. Οσον αφορά τα προσωπικά μου γούστα, από τις αγαπημένες μου σύγχρονες ελληνικές μπάντες είναι οι Whereswilder και οι Cave Children. Μου αρέσουν επίσης πολύ η Katerina Duska και η Σtella».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr