Μπάνιο στον αστερισμό του Ευρίπου
11.08.2016
07:58
Μια αναδρομή στο παρελθόν, με αφορμή την επαναλειτουργία της πλαζ Αστέρια στη Χαλκίδα μετά από τρεις δεκαετίες.
Το «αν » είναι ένα από τα ελάχιστα free press που κυκλοφορούν στην ελληνική περιφέρεια - αυτό είναι το ένα του χαρακτηριστικό. Το δεύτερο αφορά την πραγματικά αξιόλογη θεματολογία του, που είναι αφιερωμένη «στις τέχνες, στους ανθρώπους και στον πολιτισμό». Με αφορμή λοιπόν την επαναλειτουργία της πλαζ Αστέρια στη Χαλκίδα, μετά από τρεις δεκαετίες, οι συντάκτες του περιοδικού ετοίμασαν το παρακάτω αφιέρωμα. Το μεταφέρουμε αυτούσιο.
Φοινικιές και ψάθινες ομπρελίτσες φύτρωσαν δίπλα στο κύμα της Βοιωτικής Χαλκίδας, σηματοδοτώντας ένα δεύτερο ξεκίνημα για την πλαζ Αστέρια, μια επιστροφή που δεν είναι ακριβώς επιστροφή, αλλά μια χαρακτηριστική ιστορία της Χαλκίδας. Όπως κάθε ιστορία που συνδέεται με την πόλη, οι απαρχές της χάνονται στην αχλή του χρόνου. Βαπτίστηκα στα ρεύματα της Χαλκίδας το καλοκαίρι του 1972, σε αυτήν ακριβώς την πλαζ. Τα τελευταία καλοκαίρια που ο πατέρας κατέβαινε στη Ελλάδα από την Πόλη για δουλειές, μας έφερνε μαζί και μέναμε στο ξενοδοχείο Χαρά με τη μαμά. Κατεβαίναμε θυμάμαι κάθε πρωί τις σκάλες του Άλσους και πηγαίναμε για το θαλασσινό μπάνιο μας στα Αστέρια.
Υπήρχε σκεπαστή είσοδος με σκάλες επί του πεζοδρομίου στη Μακαρίου που κατέληγε στο ταμείο με τα εισιτήρια και τα ράφια με τις αντιηλιακές κρέμες στο κατάστημα από κάτω. Συνηθισμένος στα πιο ανάλατα νερά του Μαρμαρά, δεν ξεχνώ την πρώτη μου βουτιά εκεί. Το πώς πετάχτηκα έξω με τα μάτια, τα ρουθούνια και το λαρύγγι μου να μοιάζουν να έχουν αρπάξει φωτιά. Κλασσικά καλοκαίρι, είχα και τραύματα στα γόνατα από πεσίματα, τα οποία επίσης έτσουζαν δαγκωμένα από το αλάτι των τρελών νερών. Η δεύτερη δυνατή ανάμνηση από τα Αστέρια είναι ο ριγέ αμμώδες βυθός που χαράκωνε ευχάριστα τις γυμνές πατούσες μου. Όλα αυτά καθώς προσπαθούσα να αποφύγω κάποιο θαλάσσιο μαμουνάκι που κουβαλούσε το κέλυφος του αφήνοντας σημάδια στο διάβα του. Ομπρέλες, γεμάτα τραπέζια και ανεμελιά, μου άρεσε πολύ τότε η πόλη της Χαλκίδας, με μια πλαζ στολίδι, σχεδόν συνομήλικη μου, η οποία, εν αγνοία μου τότε, βρισκόταν ήδη στον κολοφώνα της, πριν ξεκινήσει η πορεία προς τη δύση της.
Όπως σας έχω περιγράψει σε άλλα άρθρα μου, υπήρξε μια περίοδος στην Εύβοια, κάπως αντιφατική, καθώς ο Νομός άφηνε πίσω του μια σκληρότερη εποχή, όπου παρατηρούνταν ένας αναβρασμός, μια διάθεση για πρόοδο και αλλαγή, που στάθηκε υπεύθυνη για την Χαλκίδα που ξέρουμε σήμερα, με τα καλά, αλλά και με τα κακά της. Δεν θα ασχοληθούμε με τις πολυκατοικίες που άρχισαν να αντικαθιστούν τα νεοκλασσικά τότε, ήταν πανελλήνιο το κακό, αλλά θα εστιάσουμε στα καλά, για να φτιάξουμε το παραμύθι. Είχε οραματιστές η πόλη, το ένα σχέδιο ξεκινούσε μετά το άλλο και η Χαλκίδα γινόταν μια νέα, άλλη πόλη. Το 1960 το ξενοδοχείο Lucy δέσποζε φρέσκο κι εντυπωσιακό στον ουρανό του Ευρίπου, ξεκινούσαν τα έργα για την καινούργια Ιχθυόσκαλα και είχε έρθει ο καιρός να συζητιέται η αναβάθμιση της Γέφυρας της Χαλκίδας.
Φοινικιές και ψάθινες ομπρελίτσες φύτρωσαν δίπλα στο κύμα της Βοιωτικής Χαλκίδας, σηματοδοτώντας ένα δεύτερο ξεκίνημα για την πλαζ Αστέρια, μια επιστροφή που δεν είναι ακριβώς επιστροφή, αλλά μια χαρακτηριστική ιστορία της Χαλκίδας. Όπως κάθε ιστορία που συνδέεται με την πόλη, οι απαρχές της χάνονται στην αχλή του χρόνου. Βαπτίστηκα στα ρεύματα της Χαλκίδας το καλοκαίρι του 1972, σε αυτήν ακριβώς την πλαζ. Τα τελευταία καλοκαίρια που ο πατέρας κατέβαινε στη Ελλάδα από την Πόλη για δουλειές, μας έφερνε μαζί και μέναμε στο ξενοδοχείο Χαρά με τη μαμά. Κατεβαίναμε θυμάμαι κάθε πρωί τις σκάλες του Άλσους και πηγαίναμε για το θαλασσινό μπάνιο μας στα Αστέρια.
Υπήρχε σκεπαστή είσοδος με σκάλες επί του πεζοδρομίου στη Μακαρίου που κατέληγε στο ταμείο με τα εισιτήρια και τα ράφια με τις αντιηλιακές κρέμες στο κατάστημα από κάτω. Συνηθισμένος στα πιο ανάλατα νερά του Μαρμαρά, δεν ξεχνώ την πρώτη μου βουτιά εκεί. Το πώς πετάχτηκα έξω με τα μάτια, τα ρουθούνια και το λαρύγγι μου να μοιάζουν να έχουν αρπάξει φωτιά. Κλασσικά καλοκαίρι, είχα και τραύματα στα γόνατα από πεσίματα, τα οποία επίσης έτσουζαν δαγκωμένα από το αλάτι των τρελών νερών. Η δεύτερη δυνατή ανάμνηση από τα Αστέρια είναι ο ριγέ αμμώδες βυθός που χαράκωνε ευχάριστα τις γυμνές πατούσες μου. Όλα αυτά καθώς προσπαθούσα να αποφύγω κάποιο θαλάσσιο μαμουνάκι που κουβαλούσε το κέλυφος του αφήνοντας σημάδια στο διάβα του. Ομπρέλες, γεμάτα τραπέζια και ανεμελιά, μου άρεσε πολύ τότε η πόλη της Χαλκίδας, με μια πλαζ στολίδι, σχεδόν συνομήλικη μου, η οποία, εν αγνοία μου τότε, βρισκόταν ήδη στον κολοφώνα της, πριν ξεκινήσει η πορεία προς τη δύση της.
Όπως σας έχω περιγράψει σε άλλα άρθρα μου, υπήρξε μια περίοδος στην Εύβοια, κάπως αντιφατική, καθώς ο Νομός άφηνε πίσω του μια σκληρότερη εποχή, όπου παρατηρούνταν ένας αναβρασμός, μια διάθεση για πρόοδο και αλλαγή, που στάθηκε υπεύθυνη για την Χαλκίδα που ξέρουμε σήμερα, με τα καλά, αλλά και με τα κακά της. Δεν θα ασχοληθούμε με τις πολυκατοικίες που άρχισαν να αντικαθιστούν τα νεοκλασσικά τότε, ήταν πανελλήνιο το κακό, αλλά θα εστιάσουμε στα καλά, για να φτιάξουμε το παραμύθι. Είχε οραματιστές η πόλη, το ένα σχέδιο ξεκινούσε μετά το άλλο και η Χαλκίδα γινόταν μια νέα, άλλη πόλη. Το 1960 το ξενοδοχείο Lucy δέσποζε φρέσκο κι εντυπωσιακό στον ουρανό του Ευρίπου, ξεκινούσαν τα έργα για την καινούργια Ιχθυόσκαλα και είχε έρθει ο καιρός να συζητιέται η αναβάθμιση της Γέφυρας της Χαλκίδας.
Το ίδιο καλοκαίρι και η πλαζ “τα Αστέρια” ανήκαν στο κοινό με την ονομασία «Μαϊάμι», αντικαθιστώντας τα λουτρά που ξηλώθηκαν, οι Μπανιέρες Καρώνη, όπως ήταν γνωστά.. Μαγική εποχή να είσαι Χαλκιδέος. Ο Ωνάσης προσγειωνόταν με υδροπλάνο στον Ευβοϊκό για να επιβιβαστεί στη θαλαμηγό Χριστίνα που ήταν αγκυροβολημένη στον Νότιο λιμάνι, με τον Τσώρτσιλ να τον περιμένει στην κουπαστή. Η γέφυρα θα άνοιγε στις 5 το απόγευμα για να πλεύσει η θαλαμηγός με προορισμό την Αιδηψό. Το ίδιο καλοκαίρι το στενό περνούσε και φαλενοειδές κήτος που έκανε την ίδια ακριβώς εντύπωση στους ντόπιους κατοίκους, όπως και κάτι δεκαετίες πίσω. Όπως το ανέφερε ο Ευβοϊκός Κήρυξ, το θαλάσσιο πλάσμα, το οποίο περιγράφεται μεταξύ 10 με 12 μέτρα, «διήλθε την γέφυρα πυροβολούμενον».
Όπως δημοσιεύει ο Ευβοϊκός Κήρυξ στις 14 Δεκεμβρίου του 1952, η Λιμενική Επιτροπή Χαλκίδας ανέθεσε στον «συμπολίτην» και αρχιτέκτονα μηχανικό του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Αντώνιο Μάλλιο, να κατασκευάσει τα νέα λουτρά της πόλης «κατ’ απομίμησιν και μικρογραφίαν πλαζ των Καννών.» Ο πολυπράγμων κ. Μάλλιος ξεκίνησε άμεσα τη μελέτη, με διάθεση να δώσει στην πόλη του άλλο ένα δείγμα ανάπτυξης και πολιτισμού που θα άφηνε ιστορία. Στόχος, σύγχρονες λουτρικές εγκαταστάσεις ευρωπαϊκού τύπου στη βοιωτική ακτή, κάτω ακριβώς από το άλσος του Καράμπαμπα, μήκους 120 μέτρων και βάθος 5μιση μέτρων. Τα λουτρά θα είχαν δύο πτέρυγες, μία ανδρών και μία γυναικών, με ένα κέντρο αναψυχής, δύο γραφεία, 66 καμπίνες και 400 περίπου ερμάρια για την τοποθέτηση των ρούχων. Οι εγκαταστάσεις θα διέθεταν φυσικά ντους και άλλους βοηθητικούς χώρους. Μεταξύ των δύο πτερύγων είχε προβλεφτεί υπόστεγο παιχνιδίων, όπως πινγκ-πόνγκ και άλλων.
Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός δεν θυμίζει κουπαστή πλοίου τυχαία. Ο λουόμενος που απολαμβάνει την πορτοκαλάδα του στην ακτή της πλαζ, όπως παρατηρεί τα τρελά νερά να ρέουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση έχει πράγματι την αίσθηση ότι κάθεται σε κουπαστή κινούμενου πλοίου. «Το πολιτισμένον τούτο έργον κατά τους υπολογισμούς αρμοδίων θα υπερβή τα 500.000.000 δρχ. θα συντελέση δε εκτός του ευπρεπισμού του τμήματος τούτου και της τουριστικής σκοπιμότητος και εις την εξυπηρέτησιν των λουομένων εντοπίων και ξένων καταργουμένων των σημερινών ξυλίνων λουτρών του Δημοσίου των οποίων την εκμετάλλευσιν είχεν ο αείμνηστος επιχειρηματίας Λουκ. Καρώνης. Τα Λουτρά ταύτα των οποίων η κατασκευή θα αρχίση εντός ολίγου, είναι λίαν απαραίτητα δια τον τόπον θα έχουσι δε άμεσον οικονομικήν απόδοσιν».*
Όταν έφτασε το καλοκαίρι του 1957, ενώ η εφημερίδα διατυμπάνιζε για μήνες την παράδοση των νέων λουτρών στους δημότες, τα έργα δυστυχώς ήταν ακόμα σε εξέλιξη. «Δυστυχώς πάντοτε έφαγαν οι τύποι την ουσίαν. Αι διατυπώσεις των δημοπρασιών μας έφεραν στο καλοκαίρι» έγραφε με πικρία ο Κήρυξ. Μια παλιά ιστορία ακριβώς σαν σημερινή δηλαδή. Άλλο επαναλαμβανόμενο μοτίβο, ότι ενώ το έργο είχε ξεκινήσει επί Δημαρχίας Αντώνιου Μαργαρίτη, με τη μεσολάβηση των Δημοτικών Εκλογών του 1959, θα ήταν ο νέος Δήμαρχος Δημήτρης Σκούρας που θα έκοβε την κορδέλα των εγκαινίων.
Το περιοδικό «αν»
Πως ήρθε το τέλος; Πότε ήρθε το τέλος; Το άρθρο ετούτο είναι ένα νοσταλγικό παραμύθι, δεν έχει πολιτικά κίνητρα, δεν ψάχνει για υπεύθυνους. Κάποιοι οικονομικοί λόγοι θα συντέλεσαν στο να μην ανοίξει το αναψυκτήριο ένα καλοκαίρι. Αυτό θα ήταν αρκετό για τους Χαλκιδέους να αλλάξουν τις κολυμβητικές τους συνήθειες και ώσπου να το αντιληφθεί κανείς… παρακμή, εγκατάλειψη, λήθη. 1980 με 1981 θυμάμαι κάποιους λίγους κολυμβητές τα καλοκαίρια και κάτι συναυλίες, το κατάστημα όμως κλειστό κι εγκαταλειμμένο. Και ακολούθησαν αρκετά χρόνια σιωπής μέχρι να ξαναμπεί στα σχέδια επί Δημαρχίας Ζεμπίλη. Τα έργα τρέχουν να προλάβουν το καλοκαίρι που βρίσκεται πάντα δέκα βήματα εμπρός, και οι δημότες απτόητοι πλατσουρίζουν ήδη στην αμμώδη ακτή του. Να προσέχουν μόνο τα κεφαλάκια τους από τον ήλιο και τις καρύδες που πέφτουν από τα φοινικόδεντρα. Αν και νομίζω ότι δεν διαθέτουν τα εν λόγω φρούτα, χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρος.
Γράψε για τα Αστέρια είπε η φωνή στο τηλέφωνο. Και ξεκίνησε η φανφάρα του Ιντιάνα Τζόουνς στο κεφάλι μου. Γιατί όντως, μπορεί η πλαζ της Χαλκίδας να έχει ιστορία όχι μεγαλύτερη των 55 χρόνων, σε έναν τόπο όμως με προβληματική μνήμη ήταν πιλάλα η συγκέντρωση πληροφοριών. Όταν φτάνει κάτι καλό στη Χαλκίδα, οι Χαλκιδέοι το κάνουν μέρος της καθημερινότητας τους και το απολαμβάνουν σαν να ήταν από πάντα εδώ. Οπότε κανείς δεν συγκρατεί πότε ξεκίνησε. Και όταν αυτό σταματήσει και εξαφανιστεί, κανείς δεν το αναζητεί, κανενός δεν του λείπει, σα να μην υπήρξε ποτέ.
Ο δημοσιογράφος Θ. Θεοχάρης σχολιάζει τους συμπολίτες του στον Ευβοϊκό Κήρυξ, στις 18 Ιουλίου του 1959: «Οι Χαλκιδέοι είναι οι αθεραπεύτως αδιάφοροι». Ενδεικτικά, πληροφορίες διαθέσιμες για την πλαζ τ’ Αστέρια στα Αρχεία της πόλης: 0. Ολογράφως μηδέν, ζίρο, τίποτα. Θα μου ήταν αδύνατο να γράψω αυτό το άρθρο χωρίς τη συμβολή της Κάλλιας Χατζηγιάννη, φύλακα των αρχείων, η οποία μου πρότεινε τους ευγενέστατους Χαλκιδέους συμπολίτες μας όπως τον κ. Κώστα Δημητούλη, αρχιτέκτονα-μηχανικό και αρθρογράφο, και τον κ. Βαγγέλη Αγγέλου, επίσης αρχιτέκτονα-μηχανικό Ε.Μ.Π. των οποίων η συμβολή ήταν πολυτιμότατη.
*«Η Σημερινή Χαλκίς» του Ιωαν. Β. Παπαγρηγορίου (1953)
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr