Μια δημοσιογραφική προσέγγιση στην υπόθεση Πόλκ
28.01.2017
07:45
Μια έρευνα που αρχίζει το 1948 και ολοκληρώνεται μόλις το 1977 δημοσιεύεται σε 16 συνέχειες σε μια από τις αρχαιότερες εφημερίδες της χώρας
Στο εξώφυλλο βλέπουμε και τα δύο ονόματα των δημοσιογράφων και συγγραφέων, και του Γιάννη Μαρή και του Γιώργου Λεονταρίτη. Ο δεύτερος, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου από τις εκδόσεις Άγρα, ήταν βοηθός στην έρευνα του Μαρή το 1977 - μια έρευνα που είχε αρχίσει το 1948. Η έρευνα για την υπόθεση Πόλκ. Μια από τις πιο πολυσυζητημένες και σκοτεινές υπόθεσεις της μεταπολεμικής περιόδου, μέσα στο καμίνι του Εμφυλίου Πολέμου. Η υπόθεση της ανεξιχνίαστης μέχρι σήμερα δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου στη Θεσσαλονίκη.
«Είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως εμφανίστηκε ότι έγιναν. Πώς όμως έγιναν;». Η διαπίστωση («τα πράγματα δεν έγιναν όπως εμφανίστηκε ότι έγιναν») και μαζί και η διαχρονική απορία («πώς όμως έγιναν»;) του Γιάννη Μαρή είναι ακόμη και αφορμή για να διαβαστεί αυτό το διπλό βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος. Το πρώτο μέρος του βιβλίου ανήκει στον Γιώργο Λεονταρίτη: «Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πόλκ». Το δεύτερο μέρος στον Γιάννη Μαρή και στη δημοσιογραφική του έρευνα. Μια έρευνα που δημοσιεύεται σε 16 συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις», από τις 30.1.1977 έως τις 15.2.1977: «Ποιος σκότωσε τον Πολκ;».
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στις αρχές του 1977, ο Γιάννης Μαρής, με αφορμή την αίτηση του Γρηγόρη Στακτόπουλου για αναψηλάφηση της δίκης του, δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (την πρωϊνή εφημερίδα του Συγκροτήματος Μπότση), της οποίας ήταν διευθυντικό στέλεχος, μια μεγάλη έρευνα σε συνέχειες για την υπόθεση Πολκ, έρευνα την οποία είχε ο ίδιος ξεκινήσει το 1948 και μόλις είχε ολοκληρώσει. Για την ιστορία, ο Μαρής το 1948 ήταν δημοσιογράφος μιας μικρής εφημερίδας σοσιαλιστικών ιδεών, της «Μάχης», με εκδότη τον ξάδελφο του Ηλία Τσιριμώκο του ΕΑΜικών καταβολών Σοσιαλιστικού Κόμματος Ένωση Λαϊκή Δημοκρατίας. Βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην Θεσσαλονίκη, τον τόπο της στυγερής δολοφονίας με το πολιτικό παρασκήνιο.
Η έρευνα αυτή, έδωσε μια άλλη οπτική γωνία στο αίνιγμα της δολοφονίας του Τζορτζ Πολκ. Πλησίασε περισσότερο στο βάθος του μυστηρίου που είχε συγκλονίσει τότε την Ελλάδα και είχε προκαλέσει θόρυβο σε Ευρώπη και Αμερική.
Ο Μαρής, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «βρήκε νέα στοιχεία και, με την ικανότητα που είχε να εμβαθύνει στα πολύπλοκα μυστήρια, έριξε κάποιο φως σε όσα τότε φαίνονταν ακατανόητα. Ο κορυφαίος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων θα μπορούσε θαυμάσια να κάνει όλη αυτή την ιστορία μυθιστόρημα με αστυνομικό και κατασκοπευτικό μυστήριο. Δεν το έκανε ποτέ. Ήταν ίσως η μόνη φορά που ο Μαρής δεν κατασκεύασε μια ιστορία μυστηρίου, αλλά την έζησε ο ίδιος».
Στο ίδιο κείμενο διαβάζουμε και τα εξής: «Η δολοφονία του Πολκ, η περίφημη υπόθεση Πολκ, παραμένει εδώ και 68 χρόνια ένα από τα σκοτεινότερα μεταπολεμικά εγκλήματα. Η επίσημη άποψη, η επικυρωμένη με μια δικαστική απόφαση, όχι μόνο αμφισβητήθηκε, αλλά αποδείχθηκε διάτρητη. Μια “απόφαση” πολιτικής σκοπιμότητας. Οι ερμηνείες για τα αίτια της δολοφονίας και οι υποθέσεις για τους δράστες της, που έχουν γίνει από διάφορες πλευρές, αποτελούν συλλογισμούς περισσότερο ή λιγότερο πειστικούς και “λογικούς”».
«Είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως εμφανίστηκε ότι έγιναν. Πώς όμως έγιναν;». Η διαπίστωση («τα πράγματα δεν έγιναν όπως εμφανίστηκε ότι έγιναν») και μαζί και η διαχρονική απορία («πώς όμως έγιναν»;) του Γιάννη Μαρή είναι ακόμη και αφορμή για να διαβαστεί αυτό το διπλό βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος. Το πρώτο μέρος του βιβλίου ανήκει στον Γιώργο Λεονταρίτη: «Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πόλκ». Το δεύτερο μέρος στον Γιάννη Μαρή και στη δημοσιογραφική του έρευνα. Μια έρευνα που δημοσιεύεται σε 16 συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις», από τις 30.1.1977 έως τις 15.2.1977: «Ποιος σκότωσε τον Πολκ;».
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στις αρχές του 1977, ο Γιάννης Μαρής, με αφορμή την αίτηση του Γρηγόρη Στακτόπουλου για αναψηλάφηση της δίκης του, δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (την πρωϊνή εφημερίδα του Συγκροτήματος Μπότση), της οποίας ήταν διευθυντικό στέλεχος, μια μεγάλη έρευνα σε συνέχειες για την υπόθεση Πολκ, έρευνα την οποία είχε ο ίδιος ξεκινήσει το 1948 και μόλις είχε ολοκληρώσει. Για την ιστορία, ο Μαρής το 1948 ήταν δημοσιογράφος μιας μικρής εφημερίδας σοσιαλιστικών ιδεών, της «Μάχης», με εκδότη τον ξάδελφο του Ηλία Τσιριμώκο του ΕΑΜικών καταβολών Σοσιαλιστικού Κόμματος Ένωση Λαϊκή Δημοκρατίας. Βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην Θεσσαλονίκη, τον τόπο της στυγερής δολοφονίας με το πολιτικό παρασκήνιο.
Η έρευνα αυτή, έδωσε μια άλλη οπτική γωνία στο αίνιγμα της δολοφονίας του Τζορτζ Πολκ. Πλησίασε περισσότερο στο βάθος του μυστηρίου που είχε συγκλονίσει τότε την Ελλάδα και είχε προκαλέσει θόρυβο σε Ευρώπη και Αμερική.
Ο Μαρής, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «βρήκε νέα στοιχεία και, με την ικανότητα που είχε να εμβαθύνει στα πολύπλοκα μυστήρια, έριξε κάποιο φως σε όσα τότε φαίνονταν ακατανόητα. Ο κορυφαίος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων θα μπορούσε θαυμάσια να κάνει όλη αυτή την ιστορία μυθιστόρημα με αστυνομικό και κατασκοπευτικό μυστήριο. Δεν το έκανε ποτέ. Ήταν ίσως η μόνη φορά που ο Μαρής δεν κατασκεύασε μια ιστορία μυστηρίου, αλλά την έζησε ο ίδιος».
Στο ίδιο κείμενο διαβάζουμε και τα εξής: «Η δολοφονία του Πολκ, η περίφημη υπόθεση Πολκ, παραμένει εδώ και 68 χρόνια ένα από τα σκοτεινότερα μεταπολεμικά εγκλήματα. Η επίσημη άποψη, η επικυρωμένη με μια δικαστική απόφαση, όχι μόνο αμφισβητήθηκε, αλλά αποδείχθηκε διάτρητη. Μια “απόφαση” πολιτικής σκοπιμότητας. Οι ερμηνείες για τα αίτια της δολοφονίας και οι υποθέσεις για τους δράστες της, που έχουν γίνει από διάφορες πλευρές, αποτελούν συλλογισμούς περισσότερο ή λιγότερο πειστικούς και “λογικούς”».
Ο Γιώργος Λεονταρίτης συμμετείχε ως βοηθός στην έρευνα του Μαρή το 1977. Πήρε πρωτότυπες συνεντεύξεις και μαρτυρίες που καταγράφει στο παρόν βιβλίο: «Ο Στακτόπουλος έσπασε τη σιωπή του και μίλησε για την τραγωδία του. Ο Κ. Χατζηαργύρης, δημοσιογράφος, βοηθός του Πολκ, είπε πολλά. Και αργότερα, ο Μάρκος Βαφειάδης, ο αρχηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, τον οποίο το 1948 όλοι οι ξένοι απεσταλμένοι μεγάλων εφημερίδων επεδίωκαν να τον πλησιάσουν στον Γράμμο, μίλησε ανοιχτά, χωρίς καμία επιφύλαξη».
Ένα μικρό απόσπασμα από το μέρος του βιβλίου που ανήκει στον Λεονταρίτη δίνει το περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται η υπόθεση Πόλκ: «Εχει μια ιδιαίτερη σημασία ο τόπος όπου διεπράχθη το έγκλημα. Η Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή ήταν η πόλη που “ένωνε” την υπόλοιπη Ελλάδα με την ανταρτοκρατούμενη από τους κομμουνιστές βόρεια περιοχή, με τον Γράμμο και το Βίτσι. Είχε καταστεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος Αγγλοαμερικανών παραγόντων, και όχι μόνο. Θύμιζε Καζαμπλάνκα ή μικρό Βερολίνο. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ουίνστον Μπερντέτ είχε πει εύστοχα τον Αύγουστο του 1948 ότι: “Είτε οι κομμουνιστές σκότωσαν τον Πολκ, είτε οι ακροδεξιοί, επιλέγοντας το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η κάθε πλευρά άφηνε το έγκλημα στην 'αυλόπορτα' της άλλης !”
»Από ελληνικής πλευράς, η Χωροφυλακή με διευθυντή τον Ξανθόπουλο και η Γενική Ασφάλεια με τον Μουσχουντή είχαν υπό τον έλεγχό τους και δεξιές παρακρατικές οργανώσεις. Με λίγα λόγια, η Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή ήταν μια επικίνδυνη περιοχή...
»Όλες οι “πλευρές” -κομμουνιστές, Βρετανοί, δεξιοί , αλλά και Αμερικανοί- ήξεραν τις προθέσεις του Πολκ να φτάσει στο στρατηγείο του Μάρκου. Όλες είχαν την ευχέρεια να εκμεταλλευθούν αυτές τις προθέσεις του, για να τον σκοτώσουν. Και όλες θα μπορούσαν να έχουν λόγους να τον ξεφορτωθούν με ένα έγκλημα. Το ερώτημα που ακόμα μένει αναπάντητο είναι ποια απ’ όλες επραγματοποίησε αυτό το έγκλημα;».
Ένα μικρό απόσπασμα από το μέρος του βιβλίου που ανήκει στον Λεονταρίτη δίνει το περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται η υπόθεση Πόλκ: «Εχει μια ιδιαίτερη σημασία ο τόπος όπου διεπράχθη το έγκλημα. Η Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή ήταν η πόλη που “ένωνε” την υπόλοιπη Ελλάδα με την ανταρτοκρατούμενη από τους κομμουνιστές βόρεια περιοχή, με τον Γράμμο και το Βίτσι. Είχε καταστεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος Αγγλοαμερικανών παραγόντων, και όχι μόνο. Θύμιζε Καζαμπλάνκα ή μικρό Βερολίνο. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ουίνστον Μπερντέτ είχε πει εύστοχα τον Αύγουστο του 1948 ότι: “Είτε οι κομμουνιστές σκότωσαν τον Πολκ, είτε οι ακροδεξιοί, επιλέγοντας το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η κάθε πλευρά άφηνε το έγκλημα στην 'αυλόπορτα' της άλλης !”
»Από ελληνικής πλευράς, η Χωροφυλακή με διευθυντή τον Ξανθόπουλο και η Γενική Ασφάλεια με τον Μουσχουντή είχαν υπό τον έλεγχό τους και δεξιές παρακρατικές οργανώσεις. Με λίγα λόγια, η Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή ήταν μια επικίνδυνη περιοχή...
»Όλες οι “πλευρές” -κομμουνιστές, Βρετανοί, δεξιοί , αλλά και Αμερικανοί- ήξεραν τις προθέσεις του Πολκ να φτάσει στο στρατηγείο του Μάρκου. Όλες είχαν την ευχέρεια να εκμεταλλευθούν αυτές τις προθέσεις του, για να τον σκοτώσουν. Και όλες θα μπορούσαν να έχουν λόγους να τον ξεφορτωθούν με ένα έγκλημα. Το ερώτημα που ακόμα μένει αναπάντητο είναι ποια απ’ όλες επραγματοποίησε αυτό το έγκλημα;».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr