Ημερολόγιο μιας γενιάς με τραγούδια!
08.05.2018
21:22
Tι σχέση μπορεί να έχουν το «Ταξίδι της φάλαινας» των Στέρεο Νόβα, ο «Πεχλιβάνης» του Θανάση Παπακωνσταντίνου και το «Δεν ταιριάζετε σου λέω» του Παντελή Παντελίδη; Η απάντηση στο βιβλίο του δημοσιογράφου Βύρωνας Κριτζά «Οι ωραίοι έχουν χρέη»…
Τα αγόρια στην εφηβεία τους -συνήθως- δεν κρατούν ημερολόγιο. Αυτό δεν ισχύει για τον Βύρωνα Κριτζά. Ο τελευταίος -γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1987 και από το 2005 κατοικεί στην Αθήνα και εργάζεται ως δημοσιογράφος, σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα από το 2008- είχε στο μυαλό του ένα διαφορετικό καμβά όπου τα τραγούδια της ενηλικίωσης του πήραν την σκυτάλη από τις λέξεις ενός τυπικού προσωπικού ημερολογίου και έφτιαξαν πρωτότυπα και αυθεντικά κείμενα που διαμορφώνουν το προφίλ μιας γενιάς. Και όλα αυτά βρέθηκαν σε ένα βιβλίο. Τίτλος του, «Οι ωραίοι έχουν χρέη» και με το συνοδευτικό επεξηγηματικό «και 44 ακόμα τραγούδια που καθρεφτίζουν την Ελλάδα από το 1990 έως το 2017» (εκδόσεις Πατάκη).
Ο ίδιος ο Κριτζάς (Byron Kritzas) σε ανάρτηση του στο fb γράφει: «Nα μιλήσουμε για τη γενιά μας. Να μιλήσουμε όχι για τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού τραγουδιού, αλλά για το βάρος και την ελαφρότητα των πρόσφατων χρόνων του. Να μιλήσουμε για εμάς προσωπικά. Από το ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ. Από το Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο Θανάση. Από την Κλειώ στη Μαριαλένα. Με ζωγραφιές του Αχιλλέα Ραζή, ταχύτητες ίντερνετ, αδυναμίες πέψης, σκαμπρόζικα λογοπαίγνια, σεξ, βία και δωρεάν παιδεία. Μόλις κυκλοφόρησε!».
Τα κείμενα που ακολουθούν τους τίτλους των τραγουδιών είναι άκρως προσωπικά, σχεδόν ιδιωτικά αλλά καταφέρνουν να υπερβούν και το προσωπικό και το ιδιωτικό και να μιλήσουν με όρους δημόσιου και συλλογικού για μια δύσκολη εποχή.
Στο εισαγωγικό σημείωμα του ο Κριτζάς γράφει: «Καθόμασταν με τον Αχιλλέα στο καφέ «Φίλιον», αγχωμένοι, βιαστικοί, και του έλεγα ότι θέλω να γράψω ένα δεύτερο βιβλίο, οπωσδήποτε θέλω, μόνο που δεν ξέρω ποιο ακριβώς θα ’ναι το θέμα. Η ιδέα που είχα, στο περίπου, ήταν να πιάσω ορισμένα πρόσφατα ελληνικά τραγούδια που τα θεωρώ σημαντικά και να εξηγήσω τους λόγους –κάτι τέτοιο. Ακουγόταν κάπως απλοϊκό. Χρειαζόμουν ένα πιο συγκεκριμένο κόνσεπτ, πιο «πιασάρικο». Και μου ήρθε. Γιατί πολύ γρήγορα αντιλήφθηκα πως μέσα από τα επιλεγμένα τραγούδια, τα οποία άρχιζαν από το 1990 και έφταναν ως το σήμερα ακριβώς επειδή ήθελα να είναι τραγούδια «της εποχής μου», δεν καθρεφτιζόταν μονάχα η ιστορία της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, αλλά και η μικρή προσωπική μου πορεία μέσα στα χρόνια, καθώς επίσης και οι μεταβολές στο περιβάλλον μου: στα πολιτικά, στον τρόπο που ερωτευόμαστε, στον τρόπο που μιλάμε, στα γούστα και στις παραξενιές μας... Ξαφνικά, είχα στα χέρια μου ένα συναρπαστικό θέμα το οποίο έσκασε από μόνο του, χωρίς να το αναζητήσω, σαν το ωραίο τραγούδι που σε βρίσκει απ’ το ρα-διόφωνο την ώρα που οδηγάς. Έξω από εμάς, από την οδό Σκουφά και κάτω, η Αθήνα είχε γεμίσει κολεκτίβες, περφόρμανς, workshops, συνεργατικά καφενεία, start ups, animation, φεστιβάλ, όλοι κάτι φτιάχνανε, κάτι προσπαθούσαν. Το τραγούδι στεκόταν κάπως αμήχανα μέσα σε αυτό τον αναβρασμό.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, ακολουθούσε συνταγές. Ασπαζόταν την παράδοση με τρόπο άγονο. Μαγείρευε τη νέα εναλλακτική σούπα για να χορτάσει όπως όπως. Ένας κόσμος που παρακολουθούσε συναυλίες για να μεθύσει, έκραζε στο Facebook τραγούδια που μετέδιδαν μια ζωντάνια, αναπολούσε τη χρυσή εποχή και κοιτούσε να δει μήπως βρει πρόσκληση για το επόμενο live. Παράλληλα, στο δικό μου το μυαλό, το μοντέρνο τραγούδι εξακολουθούσε να καταγράφει την τρελή πορεία της ζωής μας, τις καμπύλες και τις ευθείες της – και μάλιστα, με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι, για παράδειγμα, το weird wave του ελληνικού σινεμά. Είχα την αίσθηση, δηλαδή, ότι υπάρχουν στιχάκια πρόσφατα τα οποία φανερώνουν αλήθειες για το ποιοι είμαστε (ή ποιοι θέλουμε να είμαστε, ή ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε) καλύτερα από οτιδήποτε – και έφτασε μια μέρα που δεν άντε-χα άλλο και ήθελα αυτό το πράγμα να το κάνω βιβλίο. Κατόπιν σκέψεως, έπεισα τον εαυτό μου ότι η ιστορία αυτή, η ιστορία μιας εποχής μέσα από τραγούδια, θα είχε ενδιαφέρον να ακουστεί όχι από έναν κοινωνιολόγο ή έναν διανοούμενο, αλλά από έναν τριαντάρη που ωρίμασε μέσα της. Κάποιον που ως παιδί προσπαθούσε να καταλάβει τον κόσμο γύρω του, ύστερα, στα δεκαοχτώ του, πήγαινε από μια επαρχιακή πόλη στην Αθήνα για να σπουδάσει, γελούσε, έκλαιγε, ερωτευόταν, προσπαθούσε να βγάλει λεφτά – και από δίπλα τον ακολουθούσαν τραγούδια, που ήταν η αντανάκλασή του, η λαχτάρα του, σε στίχους και μουσική. Έφτιαξα πλάνο. Θα έπαιρνα μονάχα ένα κομμάτι από κάθε στιχουργό, ώστε να διατηρηθούν οι ισορροπίες, και θα προσπαθούσα να συμπεριλάβω τραγούδια που κάτι έλεγαν, κάτι σήμαιναν, ανεξαρτήτως της αναγνώρισης, της επιτυχίας ή του κοινού στο οποίο απευθύνονται».
Το βιβλίο συνδυάζεται με την θέαση-ακρόαση των video στο σχετικό playlist στο youtube.
Ο ίδιος ο Κριτζάς (Byron Kritzas) σε ανάρτηση του στο fb γράφει: «Nα μιλήσουμε για τη γενιά μας. Να μιλήσουμε όχι για τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού τραγουδιού, αλλά για το βάρος και την ελαφρότητα των πρόσφατων χρόνων του. Να μιλήσουμε για εμάς προσωπικά. Από το ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ. Από το Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο Θανάση. Από την Κλειώ στη Μαριαλένα. Με ζωγραφιές του Αχιλλέα Ραζή, ταχύτητες ίντερνετ, αδυναμίες πέψης, σκαμπρόζικα λογοπαίγνια, σεξ, βία και δωρεάν παιδεία. Μόλις κυκλοφόρησε!».
Τα κείμενα που ακολουθούν τους τίτλους των τραγουδιών είναι άκρως προσωπικά, σχεδόν ιδιωτικά αλλά καταφέρνουν να υπερβούν και το προσωπικό και το ιδιωτικό και να μιλήσουν με όρους δημόσιου και συλλογικού για μια δύσκολη εποχή.
Στο εισαγωγικό σημείωμα του ο Κριτζάς γράφει: «Καθόμασταν με τον Αχιλλέα στο καφέ «Φίλιον», αγχωμένοι, βιαστικοί, και του έλεγα ότι θέλω να γράψω ένα δεύτερο βιβλίο, οπωσδήποτε θέλω, μόνο που δεν ξέρω ποιο ακριβώς θα ’ναι το θέμα. Η ιδέα που είχα, στο περίπου, ήταν να πιάσω ορισμένα πρόσφατα ελληνικά τραγούδια που τα θεωρώ σημαντικά και να εξηγήσω τους λόγους –κάτι τέτοιο. Ακουγόταν κάπως απλοϊκό. Χρειαζόμουν ένα πιο συγκεκριμένο κόνσεπτ, πιο «πιασάρικο». Και μου ήρθε. Γιατί πολύ γρήγορα αντιλήφθηκα πως μέσα από τα επιλεγμένα τραγούδια, τα οποία άρχιζαν από το 1990 και έφταναν ως το σήμερα ακριβώς επειδή ήθελα να είναι τραγούδια «της εποχής μου», δεν καθρεφτιζόταν μονάχα η ιστορία της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, αλλά και η μικρή προσωπική μου πορεία μέσα στα χρόνια, καθώς επίσης και οι μεταβολές στο περιβάλλον μου: στα πολιτικά, στον τρόπο που ερωτευόμαστε, στον τρόπο που μιλάμε, στα γούστα και στις παραξενιές μας... Ξαφνικά, είχα στα χέρια μου ένα συναρπαστικό θέμα το οποίο έσκασε από μόνο του, χωρίς να το αναζητήσω, σαν το ωραίο τραγούδι που σε βρίσκει απ’ το ρα-διόφωνο την ώρα που οδηγάς. Έξω από εμάς, από την οδό Σκουφά και κάτω, η Αθήνα είχε γεμίσει κολεκτίβες, περφόρμανς, workshops, συνεργατικά καφενεία, start ups, animation, φεστιβάλ, όλοι κάτι φτιάχνανε, κάτι προσπαθούσαν. Το τραγούδι στεκόταν κάπως αμήχανα μέσα σε αυτό τον αναβρασμό.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, ακολουθούσε συνταγές. Ασπαζόταν την παράδοση με τρόπο άγονο. Μαγείρευε τη νέα εναλλακτική σούπα για να χορτάσει όπως όπως. Ένας κόσμος που παρακολουθούσε συναυλίες για να μεθύσει, έκραζε στο Facebook τραγούδια που μετέδιδαν μια ζωντάνια, αναπολούσε τη χρυσή εποχή και κοιτούσε να δει μήπως βρει πρόσκληση για το επόμενο live. Παράλληλα, στο δικό μου το μυαλό, το μοντέρνο τραγούδι εξακολουθούσε να καταγράφει την τρελή πορεία της ζωής μας, τις καμπύλες και τις ευθείες της – και μάλιστα, με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι, για παράδειγμα, το weird wave του ελληνικού σινεμά. Είχα την αίσθηση, δηλαδή, ότι υπάρχουν στιχάκια πρόσφατα τα οποία φανερώνουν αλήθειες για το ποιοι είμαστε (ή ποιοι θέλουμε να είμαστε, ή ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε) καλύτερα από οτιδήποτε – και έφτασε μια μέρα που δεν άντε-χα άλλο και ήθελα αυτό το πράγμα να το κάνω βιβλίο. Κατόπιν σκέψεως, έπεισα τον εαυτό μου ότι η ιστορία αυτή, η ιστορία μιας εποχής μέσα από τραγούδια, θα είχε ενδιαφέρον να ακουστεί όχι από έναν κοινωνιολόγο ή έναν διανοούμενο, αλλά από έναν τριαντάρη που ωρίμασε μέσα της. Κάποιον που ως παιδί προσπαθούσε να καταλάβει τον κόσμο γύρω του, ύστερα, στα δεκαοχτώ του, πήγαινε από μια επαρχιακή πόλη στην Αθήνα για να σπουδάσει, γελούσε, έκλαιγε, ερωτευόταν, προσπαθούσε να βγάλει λεφτά – και από δίπλα τον ακολουθούσαν τραγούδια, που ήταν η αντανάκλασή του, η λαχτάρα του, σε στίχους και μουσική. Έφτιαξα πλάνο. Θα έπαιρνα μονάχα ένα κομμάτι από κάθε στιχουργό, ώστε να διατηρηθούν οι ισορροπίες, και θα προσπαθούσα να συμπεριλάβω τραγούδια που κάτι έλεγαν, κάτι σήμαιναν, ανεξαρτήτως της αναγνώρισης, της επιτυχίας ή του κοινού στο οποίο απευθύνονται».
Το βιβλίο συνδυάζεται με την θέαση-ακρόαση των video στο σχετικό playlist στο youtube.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr