Μια ιπτάμενη τίγρη στην Ομόνοια
11.08.2018
13:42
Το εμβληματικό μέγαρο της Πλατείας Ομονοίας από τις αρχές του 20ου αιώνα που λειτούργησε έχει στεγάσει από ξενοδοχείο, καφεζαχαροπλαστείο, εμπορικά καταστήματα -μέχρι και υπηρεσίες τράπεζας
Το εμβληματικό τετραώροφο μέγαρο που δεσπόζει στη γωνία της οδού Πανεπιστημίου με την πλατεία Ομονοίας από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι τις μέρες μας άλλαξε χρήσεις αλλά και διαχειριστές. Τώρα, στο ισόγειο του προετοιμάζεται να στεγάσει μεγάλα εμπορικά καταστήματα – το ένα εκ των οποίων ανήκει πλέον στη διαχείριση μιας φίρμας από την Δανία, της Flying Tiger Copenhagen ( από την πλευρά της Πλατείας Ομονοίας), ενώ προαναγγέλλεται και το άνοιγμα καταστήματος της φίρμας Galerie de Beaute (από την πλευρά της οδού Πατησίων).
Πάντως, το μέγαρο ξεκίνησε ως ξενοδοχείο και κατέληξε – μετά από μεγάλη χρονική περίοδο απαξίωσης και εγκατάλειψης- να φιλοξενεί υπηρεσίες τράπεζας για σχεδόν 40 χρόνια.
Αν προσφύγει κανείς στο ηλεκτρονικό Αρχείο Νεωτέρων Μνημείων στην ενότητα Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (eie.gr/archaeologia/) θα βρει ένα κατατοπιστικό κείμενο για το μέγαρο της Ομόνοιας (εγγραφή για Ξενοδοχείο "Excelsior", Περιοχή: οδός Πανεπιστημίου 68 & πλατεία Ομονοίας, Έτος: 1910-1914).
«Το τετραώροφο μέγαρο που δεσπόζει στη γωνία της οδού Πανεπιστημίου με την πλατεία Ομονοίας, οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ernst Ziller (1837-1923). Αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν του λεγόμενου εκλεκτικιστικού ιστορισμού, διατηρώντας παράλληλα στοιχεία του ύστερου αθηναϊκού νεοκλασικισμού, σε μεγάλη -για την εποχή του- κλίμακα, καθώς εκτείνεται σε τρεις όψεις, επί της πλατείας Ομονοίας (15 μέτρων), επί της οδού Πανεπιστημίου (41 μέτρων) και επί της οδού Πατησίων (28 μέτρων). Για ένα μεγάλο διάστημα λειτούργησε ως ξενοδοχείο, αρχικά με την επωνυμία "Βικτώρια" (μαρτυρείται μεταξύ των ετών 1912-1926), αλλά κυρίως ως «Εξέλσιορ» (από το 1929). Επρόκειτο για ένα από τα πλέον σημαντικά ξενοδοχεία της πόλης (με 100 δωμάτια και καφεζαχαροπλαστείο-ζυθοπωλείο στο ισόγειο), το οποίο μεταπολεμικά πέρασε σε φάση παρακμής, λειτουργούσε, ωστόσο, ακόμη τη δεκαετία του 1950). Βαθμιαία η χρήση των ορόφων εγκαταλείφτηκε και στο ισόγειο στεγάστηκαν εμπορικά καταστήματα. Στη φάση αυτή οι όψεις και το εσωτερικό είχαν υποστεί σημαντικές καταστροφές ενώ είχαν επέλθει εκτεταμένες αλλοιώσεις στη μορφή του ισογείου. Το κτίριο πέρασε σταδιακά στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας και το 1979 οι όψεις του χαρακτηρίστηκαν ως διατηρητέες από το Υπουργείο Πολιτισμού. Μεταξύ των ετών 1979 και 1981 ανακατασκευάστηκε πλήρως εσωτερικά και αναπαλαιώθηκε εξωτερικά, πάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Τσιβεριώτη».
Τέλος, στο βιβλίο Αθήνα - Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία (συγγραφείς Θανάσης Γιοχάλας, Τόνια Καφετζάκη - Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012) βρίσκουμε μια ενδιαφέρουσα πληροφορία: «στη θέση αυτή βρισκόταν οικία του Λ. Καυταντζόγλου σε σχέδια του ιδίου». Ο αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1811. Ο πατέρας του Ιωάννης Γούτας Καυταντζόγλου ήταν πρόκριτος της Θεσσαλονίκης με μεγάλη προσφορά κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κατά τις σφαγές της Θεσσαλονίκης το 1821, η οικογένειά του κατέφυγε για να διασωθεί στη Μασσαλία, όπου ο Λύσανδρος έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του και στη Ρώμη, όπου σπούδασε, απέσπασε σημαντικά βραβεία. Ως αρχιτέκτονας βραβεύτηκε στην Ιταλία με χρυσό μετάλλιο αξίας εκατόν εξήντα διστήλων για την κατασκευή Πανεπιστημίου. Το 1833 βραβεύτηκε στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό της Ακαδημίας του Μιλάνου. Διακρίθηκε από νωρίς στην Γαλλία και Ιταλία γινόμενος διαδοχικά μέλος των Ακαδημιών Ρώμης, Μπολόνιας, Πάρμας, Μιλάνου, Βενετίας, Λονδίνου, Λισσαβώνας, Μαδρίτης, Βιέννης, και Φιλαδέλφειας.
Το 1844 ο Λύσανδρος κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και ανέλαβε τη διεύθυνση του ιδρυθέντος Σχολείου των Τεχνών στο Πολυτεχνείο μέχρι το 1862, οπότε παραιτήθηκε. Έθεσε τις βάσεις για την οργάνωση και την ανάπτυξη του Ιδρύματος και ήταν βασικός παράγοντας της ανέγερσης του κτηριακού συγκροτήματος του Πολυτεχνείου, του οποίου κατέστρωσε τα σχέδια. Πέθανε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 1885.
Πάντως, το μέγαρο ξεκίνησε ως ξενοδοχείο και κατέληξε – μετά από μεγάλη χρονική περίοδο απαξίωσης και εγκατάλειψης- να φιλοξενεί υπηρεσίες τράπεζας για σχεδόν 40 χρόνια.
Αν προσφύγει κανείς στο ηλεκτρονικό Αρχείο Νεωτέρων Μνημείων στην ενότητα Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (eie.gr/archaeologia/) θα βρει ένα κατατοπιστικό κείμενο για το μέγαρο της Ομόνοιας (εγγραφή για Ξενοδοχείο "Excelsior", Περιοχή: οδός Πανεπιστημίου 68 & πλατεία Ομονοίας, Έτος: 1910-1914).
«Το τετραώροφο μέγαρο που δεσπόζει στη γωνία της οδού Πανεπιστημίου με την πλατεία Ομονοίας, οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ernst Ziller (1837-1923). Αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν του λεγόμενου εκλεκτικιστικού ιστορισμού, διατηρώντας παράλληλα στοιχεία του ύστερου αθηναϊκού νεοκλασικισμού, σε μεγάλη -για την εποχή του- κλίμακα, καθώς εκτείνεται σε τρεις όψεις, επί της πλατείας Ομονοίας (15 μέτρων), επί της οδού Πανεπιστημίου (41 μέτρων) και επί της οδού Πατησίων (28 μέτρων). Για ένα μεγάλο διάστημα λειτούργησε ως ξενοδοχείο, αρχικά με την επωνυμία "Βικτώρια" (μαρτυρείται μεταξύ των ετών 1912-1926), αλλά κυρίως ως «Εξέλσιορ» (από το 1929). Επρόκειτο για ένα από τα πλέον σημαντικά ξενοδοχεία της πόλης (με 100 δωμάτια και καφεζαχαροπλαστείο-ζυθοπωλείο στο ισόγειο), το οποίο μεταπολεμικά πέρασε σε φάση παρακμής, λειτουργούσε, ωστόσο, ακόμη τη δεκαετία του 1950). Βαθμιαία η χρήση των ορόφων εγκαταλείφτηκε και στο ισόγειο στεγάστηκαν εμπορικά καταστήματα. Στη φάση αυτή οι όψεις και το εσωτερικό είχαν υποστεί σημαντικές καταστροφές ενώ είχαν επέλθει εκτεταμένες αλλοιώσεις στη μορφή του ισογείου. Το κτίριο πέρασε σταδιακά στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας και το 1979 οι όψεις του χαρακτηρίστηκαν ως διατηρητέες από το Υπουργείο Πολιτισμού. Μεταξύ των ετών 1979 και 1981 ανακατασκευάστηκε πλήρως εσωτερικά και αναπαλαιώθηκε εξωτερικά, πάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Τσιβεριώτη».
Τέλος, στο βιβλίο Αθήνα - Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία (συγγραφείς Θανάσης Γιοχάλας, Τόνια Καφετζάκη - Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012) βρίσκουμε μια ενδιαφέρουσα πληροφορία: «στη θέση αυτή βρισκόταν οικία του Λ. Καυταντζόγλου σε σχέδια του ιδίου». Ο αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1811. Ο πατέρας του Ιωάννης Γούτας Καυταντζόγλου ήταν πρόκριτος της Θεσσαλονίκης με μεγάλη προσφορά κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κατά τις σφαγές της Θεσσαλονίκης το 1821, η οικογένειά του κατέφυγε για να διασωθεί στη Μασσαλία, όπου ο Λύσανδρος έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του και στη Ρώμη, όπου σπούδασε, απέσπασε σημαντικά βραβεία. Ως αρχιτέκτονας βραβεύτηκε στην Ιταλία με χρυσό μετάλλιο αξίας εκατόν εξήντα διστήλων για την κατασκευή Πανεπιστημίου. Το 1833 βραβεύτηκε στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό της Ακαδημίας του Μιλάνου. Διακρίθηκε από νωρίς στην Γαλλία και Ιταλία γινόμενος διαδοχικά μέλος των Ακαδημιών Ρώμης, Μπολόνιας, Πάρμας, Μιλάνου, Βενετίας, Λονδίνου, Λισσαβώνας, Μαδρίτης, Βιέννης, και Φιλαδέλφειας.
Το 1844 ο Λύσανδρος κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και ανέλαβε τη διεύθυνση του ιδρυθέντος Σχολείου των Τεχνών στο Πολυτεχνείο μέχρι το 1862, οπότε παραιτήθηκε. Έθεσε τις βάσεις για την οργάνωση και την ανάπτυξη του Ιδρύματος και ήταν βασικός παράγοντας της ανέγερσης του κτηριακού συγκροτήματος του Πολυτεχνείου, του οποίου κατέστρωσε τα σχέδια. Πέθανε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 1885.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr