Ένα Ιδιόμορφο Χρηματιστήριο Εμπορεύματος: Η Αγορά Ελαιολάδου και οι Ελαιομεσίτες της Μυτιλήνης
21.12.2018
07:32
Στην πρωτεύουσα της Λέσβου για πολλές δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα λειτουργούσε μια χονδρική αγορά ελαιολάδου – το βασικό προϊόν του νησιού του Αιγαίου- που είχε χαρακτηριστικά άτυπου χρηματιστηρίου εμπορεύματος
Στο κέντρο της πόλης της Μυτιλήνης, κυρίως στην περιοχή της προκυμαίας του κεντρικού της λιμένα , που σήμερα αποτελεί το κεντρικό πόλο διασκέδασης για τους κατοίκους και επισκέπτες, λειτουργούσε για πολλές δεκαετίες του 20ου αιώνα. μια άκρως ενδιαφέρουσα χονδρική αγορά του ελαιολάδου.
Εξού και το όνομα “ Λαδάδικα”.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στοιχείο, από την οπτική γωνιά ενός κοινωνικού επιστήμονα, προέρχεται από το γεγονός ότι, η λειτουργία της αγοράς αυτής περιείχε τα βασικά χαρακτηριστικά ενός χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, ενός χώρου , όπου καθημερινά (και όχι επ’ ευκαιρία) συγκεντρώνεται η προσφορά και η ζήτηση συγκεκριμένων αγαθών για τη σύναψη πράξεων και τη διαμόρφωση τιμών.
Υπήρχαν βεβαίως και οι ακόλουθες διαφορές από τα επίσημα χρηματιστήρια της εποχής, που, ωστόσο, δεν αλλοίωναν ουσιαστικά το χαρακτηρισμό της παραπάνω αγοράς ως χρηματιστηριακής:
-Δεν υπήρχε κανένα νομοθετημένο πλαίσιο λειτουργίας.
-Δεν υπήρχε συγκεκριμένο κατάστημα για συνεδριάσεις και με κεντρικό Κύκλο, όπου συγκεντρώνονται οι χρηματιστές για την εκφώνηση και αντιφώνηση εντολών. Χρηματιστηριακός χώρος, όπου διενεργούνταν πράξεις αγοραπωλησίας, πρέπει να αποτελούσε η παραπάνω περιοχή στο κέντρο τησ πόλης.
-Δεν υπήρχε συγκεκριμένο ωράριο λειτουργίας.
Συνήθως όμως, η αιχμή των συναλλαγών ήταν στο χρονικό διάστημα 9π.μ. – 1μμ.
Ως γνωστόν, για την εξυπηρέτηση του σκοπού της συγκέντρωσης της προσφοράς και ζήτησης για διάφορα αγαθά η υπηρεσίες, κάθε χρηματιστηριακή αγορά διαθέτει ένα μηχανισμό για την πραγματοποίηση συναλλαγών, που φέρνει σε επικοινωνία πωλητές και αγοραστές.
Οι κύριες δραστηριότητες στα πλαίσια αυτού του μηχανισμού είναι κατά σειρά, η αξιολόγηση πληροφοριών πριν και μετά την πράξη συναλλαγής, η δρομολόγηση και εκτέλεση των εντολών αγοράς η πώλησης, η εκκαθάριση και ο διακανονισμός των πληρωμών.
Οι πράξεις, που ενεργούνται, μπορεί να είναι άμεσης εκτέλεσης, η να αναφέρονται σε απώτερο χρόνο (προθεσμιακές).
Η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού κρίνεται από την ταχύτητα των συναλλαγών και από την έκταση ,που αυτός εμπεριέχει στρεβλώσεις στη διαμόρφωση των τιμών ως αποτέλεσμα της πλεονεκτικής πληροφόρησης, η της δεσπόζουσας θέσης ορισμένων πλευρών της αγοράς.
Εξού και το όνομα “ Λαδάδικα”.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στοιχείο, από την οπτική γωνιά ενός κοινωνικού επιστήμονα, προέρχεται από το γεγονός ότι, η λειτουργία της αγοράς αυτής περιείχε τα βασικά χαρακτηριστικά ενός χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, ενός χώρου , όπου καθημερινά (και όχι επ’ ευκαιρία) συγκεντρώνεται η προσφορά και η ζήτηση συγκεκριμένων αγαθών για τη σύναψη πράξεων και τη διαμόρφωση τιμών.
Υπήρχαν βεβαίως και οι ακόλουθες διαφορές από τα επίσημα χρηματιστήρια της εποχής, που, ωστόσο, δεν αλλοίωναν ουσιαστικά το χαρακτηρισμό της παραπάνω αγοράς ως χρηματιστηριακής:
-Δεν υπήρχε κανένα νομοθετημένο πλαίσιο λειτουργίας.
-Δεν υπήρχε συγκεκριμένο κατάστημα για συνεδριάσεις και με κεντρικό Κύκλο, όπου συγκεντρώνονται οι χρηματιστές για την εκφώνηση και αντιφώνηση εντολών. Χρηματιστηριακός χώρος, όπου διενεργούνταν πράξεις αγοραπωλησίας, πρέπει να αποτελούσε η παραπάνω περιοχή στο κέντρο τησ πόλης.
-Δεν υπήρχε συγκεκριμένο ωράριο λειτουργίας.
Συνήθως όμως, η αιχμή των συναλλαγών ήταν στο χρονικό διάστημα 9π.μ. – 1μμ.
Ως γνωστόν, για την εξυπηρέτηση του σκοπού της συγκέντρωσης της προσφοράς και ζήτησης για διάφορα αγαθά η υπηρεσίες, κάθε χρηματιστηριακή αγορά διαθέτει ένα μηχανισμό για την πραγματοποίηση συναλλαγών, που φέρνει σε επικοινωνία πωλητές και αγοραστές.
Οι κύριες δραστηριότητες στα πλαίσια αυτού του μηχανισμού είναι κατά σειρά, η αξιολόγηση πληροφοριών πριν και μετά την πράξη συναλλαγής, η δρομολόγηση και εκτέλεση των εντολών αγοράς η πώλησης, η εκκαθάριση και ο διακανονισμός των πληρωμών.
Οι πράξεις, που ενεργούνται, μπορεί να είναι άμεσης εκτέλεσης, η να αναφέρονται σε απώτερο χρόνο (προθεσμιακές).
Η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού κρίνεται από την ταχύτητα των συναλλαγών και από την έκταση ,που αυτός εμπεριέχει στρεβλώσεις στη διαμόρφωση των τιμών ως αποτέλεσμα της πλεονεκτικής πληροφόρησης, η της δεσπόζουσας θέσης ορισμένων πλευρών της αγοράς.
Κεντρικό ρόλο στο μηχανισμό αυτό και την αποτελεσματικότητα του διαδραματίζει ο μεσίτης η χρηματιστής, που μέσω της μεσολάβησής του ανάμεσα σε πωλητές και αγοραστές τους παρέχει πληροφορίες για τις συνθήκες στην αγορά και ενισχύει την ποιότητα της διαδικασίας για την ανακάλυψη της τιμής ισορροποίας ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση και διευκολύνει την πραγματοποίηση συναλλαγών.
Συγχρόνως, μέσω αυτής της διαδικασίας μειώνεται η ασυμμετρία στην πληροφόρηση μεταξύ αγοραστών και πωλητών και βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα της αγοράς.
Ολα από τα παραπάνω στοιχεία υπήρχαν στην αγορά ελαιολάδου της Μυτιλήνης:
Στην πλευρά των αγοραστών βρίσκονταν οι τυποποιητές, έμποροι και εξαγωγείς ελαιολάδου, οι ραφινερίες και τα σαπωνοποιία ( για τα μη βρώσιμα ελαιόλαδα).
Ενδεικτικά αναφέρω τις ακόλουθες εταιρείες:
Στους πωλητές συγκαταλέγονταν οι μεμονωμένοι παραγωγοί και τα ελαιοτριβεία της Λέσβου και της Χίου.
Τη διαμεσολάβηση ανάμεσα σις δύο πλευρές για την πραγματοποίηση συναλλαγών εκτελούσαν τα ελαιομεσιτικά γραφεία . Η ακόλουθη περιγραφή των σταδίων διαμεσολάβησης και πραγματοποίησης συναλλαγών βασίζεται και στην άμεση προσωπική εμπειρία του γράφοντος από το ελαιομεσιτικό γραφείο του πατέρα του Γαβριήλ Τζωάννου:
Ο ενδιαφερόμενος πωλητής παρέδιδε η απέστελνε από το χωριό του στον ελαιομεσίτη ένα μικρό μπουκάλι με το δείγμα το ελαιολάδου, που τον ενδιέφερε να πωλήσει, αναφέροντας συγχρόνως την ποσότητα που τούτο εκπροσωπούσε.
Ο ελαιομεσίτης προέβαινε κατόπιν σε ποιοτικό έλεγχο του δείγματος με οξυμέτρηση, δοκιμή γεύσης και όσφρηση.
Η οξυμέτρηση γινόταν με μείξη σόδας και καταλύτη σε ειδικό οξύμετρο. Η ποσότητα της σόδας, που απαιτείτο για να αλλάξει το χρώμα του μείγματος από ανοικτό πράσινο σε κόκκινο προσδιόριζε το μέγεθος της οξύτητας.
Μετά την ποιοτική κατάταξή του, το δείγμα παρουσιάζονταν στους ειδικούς ελεγκτές ποιότητας στα καταστήματα των αγοραστών (στους μεγάλους οίκους δεν συνέπιπταν με τον ίδιο τον επιχειρηματία) και εφόσον υπήρχε ενδιαφέρον, ακολουθούσε η διαπραγμάτευση με τον αγοραστή για τη διαμόρφωση τιμής και το κλείσιμο συμφωνίας.
Κάθε ελαιομεσίτης επισκέπτονταν την ίδια μέρα πολλούς αγοραστές, επιδεικνύοντας τα δείγματα από τους διαφόρους εντολείς του διερευνώντας αρχικά το ενδιαφέρον των αγοραστών για τις διάφορες ποιοτικές κατηγορίες.
Επιδίωκε πάντοτε να εξασφαλίσει την μεγαλύτερη τιμή για τον πωλητή, κινούμενος βάσει των εντολών, που είχε λάβει.
Οι όροι των εντολών ήταν:
-Πώληση σε ορισμένη τιμή, η καλύτερη από αυτή,
-Πώληση στην καλύτερη τιμή, που θα εξασφαλίσει,
- Πώληση περίπου (μικρή απόκλιση) στην τιμή τάδε,
- Διερεύνηση αγοράς, ενημέρωση και αναμονή νεότερης εντολής.
Παράλληλα, οι μεσίτες δέχονταν αιτήματα από τους τυποποιητές ,η εμπόρους για την εξασφάλιση προμήθειας συγκεκριμένων ποσοτήτων ανά ποιοτική κατηγορία . Τα αιτήματα αυτά με τη σειρά τους αντανακλούσαν τις συνθήκες ζήτησης στις τελικές αγορές κατανάλωσης.
Η κυριότερες αγορές για το Λεσβιακό ελαιόλαδο βρίσκονταν κυρίως στη Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα, όπου οι καταναλωτές προτιμούσαν τις ποικιλίες από Αδραμυτιανή και Κολοβή ελιά.
Στο πλαίσιο των παραπάνω κινήσεων κάθε ελαιομεσίτης καθίστατο καθημερινά βαθύς γνώστης των συνθηκών προσφοράς και ζήτησης, που διαμορφώνονταν στην αγορά και κεντρικός αξιολογητής και πάροχος των πληροφοριών προς τους εντολείς του για τις συναλλαγές.
Δεδομένου ότι, υπήρχαν πολλοί ελαιομεσίτες (κατά μέσο όρο 20 στην ίδια χρονική περίοδο), που λειτουργούσαν μεταξύ τους ανταγωνιστικά, ο ρόλος τους στην απόκτηση και διακίνηση πληροφοριών ήταν καταλυτικός στην εξάλειψη της ασύμμετρης πληροφόρησης και τη διαμόρφωση συνθηκών γνήσιου ανταγωνισμού στην αγορά προς όφελος των παραγωγών και την αποφυγή ολιγοψωνίων.
Η πληροφόρηση των παραγωγών γινόταν είτε με προσωπική επίσκεψη του ενδιαφερομένου στο μεσιτικό γραφείο, είτε τηλεφωνικά.
Ορισμένα γραφεία εξέδιδαν καθημερινά δελτία τιμών Δελτίο τιμών εξέδιδε και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Μυτιλήνης.
Πρέπει να επισημανθεί ότι, στην περίοδο πριν από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ε.Ο.Κ. στις αυξομειώσεις των τιμών υπήρχαν όρια, εξαιτίας του κρατικού παρεμβατισμού, μέσω του μηχανισμού της συγκέντρωσης ελαιολάδου και των αγορανομικών διατάξεων.
Στη συγκέντρωση και αποθεματοποίηση ελαιολάδου, που την υλοποιούσε η Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών, το κράτος αγόραζε σε προσδιορισμένες τιμές, ανεξάρτητα από ποσότητα με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κατώτατο επίπεδο τιμών στην αγορά.
Αντίστοιχα, το κράτος επενέβαινε στην αγορά για να ελέγξει την άνοδο των τιμών πάνω από ένα αποδεκτό όριο , είτε με αγορανομικές διατάξεις, που προσδιόριζαν ανώτατες τιμές για τον καταναλωτή, είτε με την αύξηση της προσφοράς χρησιμοποιώντας τα κρατικά αποθέματα.
Υπήρξαν και περιπτώσεις εισαγωγών σε χρονιές περιορισμένης εθνικής παραγωγής.
Θα θυμίσω στους παλαιότερους τον πολιτικό θόρυβο, που προέκυψε το 1961 με αφορμή την εισαγωγή ελαιολάδου από την Ισπανία, στο οποίο διαπιστώθηκε πως υπήρχε μούργα.
Μετά την επίτευξη συμφωνίας ακολουθούσε η μεταφορά του προϊόντος από τον πωλητή και την παράδοσή του στον αγοραστή, την οποία επέβλεπε ο μεσίτης.
Η μεταφορά μεταπολεμικά γινόταν σε σιδερένια βαρέλια δυναμικότητας 150/155 οκάδων (192,3/198,7 κιλών), που συνήθως τα διέθετε στον παραγωγό ο μεσίτης .
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η μεταφορά γινόταν σε λαγίνια, που ήταν και μονάδα μέτρησης.
Κατά την παράδοση του προϊόντος μετά το ζύγισμα και τον ποιοτικό έλεγχο, ακολουθούσε το στάδιο του διακανονισμού τυχών διαφορών .
Η πληρωμή γινόταν μέσω του μεσιτικού γραφείου, που με τη σειρά του πίστωνε το λογαριασμό του παραγωγού η απέστελνε τα χρήματα στον παραγωγό συνήθως με τους οδηγούς των φορτηγών η των λεωφορείων που εξυπηρετούσαν τις οδικές συγκοινωνίες του νησιού.
Πρέπει να επισημανθεί το υψηλό επίπεδο πίστης και ασφάλειας στις συναλλαγές και τη μεταφορά χρημάτων, δεδομένου ότι δεν παρουσιάζονταν τότε κρούσματα απώλειας η κλοπής.
Πέρα από τις παραπάνω υπηρεσίες τα μεσιτικά γραφεία προσέφεραν και χώρους αποθήκευσης για τα ελαιόλαδα των πελατών τους, εν όψει πωλήσεως.
Επίσης, παρείχαν πολλές φορές και χρηματοδότηση στον παραγωγό προκαταβάλλοντας μέρος της εκτιμώμενης αξίας του προϊόντος, που είχαν εντολή να πωλήσουν.
Η προκαταβολή συμψηφίζονταν με το τελικό ποσό, που προέκυπτε από την πώληση.
Μέσω των πράξεων χρηματοδότησης οι μεσίτες παρείχαν σημαντική ρευστότητα στην αγορά παρέχοντας μαζί με τη διάχυση της πληροφόρησης ένα καίριο στήριγμα στην αποτελεσματικότητά της.
Για όλες τις υπηρεσίες τους οι μεσίτες εισέπρατταν προμήθεια, που ανέρχετο σε 1% από τον παραγωγό και 1% από τον αγοραστή.
Ας σημειωθεί, ότι, σύμφωνα με τα τότε ήθη, δεν χρεώνονταν προμήθεια για τα ελαιόλαδα ,που ανήκαν σε εκκλησίες και τα Φιλανθρωπικά Καταστήματα Μυτιλήνης.
Τη διακίνησή αυτών των ελαιολάδων αναλάμβανε ο Σύνδεσμος των Μεσιτών Μυτιλήνης ( επίσημα αναγνωρισμένο σωματείο) με εκ περιτροπής ανάθεση του έργου στα μέλη του.
Σε όλα τα επισήμως θεσμοθετημένα χρηματιστήρια ανά την υφήλιο, είτε με μεγάλους, είτε με μικρούς όγκους συναλλαγών, το οργανωτικό τους πλαίσιο, οι κανόνες λειτουργίας και οι συναλλαγές διέπονται, ως γνωστόν , από εκτεταμένες νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις και υπόκεινται στον έλεγχο κρατικών ρυθμιστικών αρχών ( στην Ελλάδα π.χ. από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς). Όχι μόνο στις πρόσφατες δεκαετίες, αλλά και στο απώτερο παρελθόν.
Αντιθέτως, η αγορά ελαιολάδου της Μυτιλήνης λειτουργούσε αποτελεσματικά , με τα δεδομένα της τεχνολογίας της εποχής, χωρίς να υπάρχει κανένα επί τούτοις επίσημα νομοθετημένο κανονιστικό πλαίσιο και αντίστοιχη εποπτεία , εκτός βεβαίως από τις προβλέψεις του Αστικού και του Εμπορικού Κώδικα.
Στην πράξη λειτουργούσε σύμφωνα με άγραφους κανόνες, που ωστόσο τους τηρούσαν με ιδιαίτερη σεβασμό οι συμμετέχοντες.
Ήταν μία αυτορυθμιζόμενη αγορά, όπου ο λόγος τιμής στις συμφωνίες είχε θέση γραπτού συμβολαίου.
Ίσχυε το Dictum Meum Pactum.
Η παράβασή του κανόνα αυτού και η μη τήρηση των συμπεφωνημένων οδηγούσε σε κοινωνική περιθωριοποίηση.
Η περίπτωση αυτή προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκρινόμενη με το τι συμβαίνει στη σύγχρονη εποχή σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα των εκτεταμένων και αυστηρών νομοθετικών ρυθμίσεων στην πρόληψη δυσλειτουργιών στις αγορές εμπορευμάτων και κεφαλαίου.
Είναι πολύ συχνά δυστυχώς τα φαινόμενα σκανδαλωδών συμπεριφορών σε βάρος του επενδυτικού κοινού παρά το γεγονός ότι, οι εποπτικές αρχές διαθέτουν πλούσιο οπλοστάσιο και το υψηλό κόστος συμμόρφωσης σε πολύπλοκους κανονισμούς.
Η σύγκριση αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε προβληματισμό αναφορικά με τις προσεγγίσεις, που κατά κανόνα επιλέγονται για τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις και την εποπτεία των αγορών.
Πιστεύω ότι, περισσότερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην καλλιέργεια των κατάλληλων κοινωνικών θεσμών και ης ηθικής για την αποτροπή παραβατικών συμπεριφορών αξιοποιώντας τις εξηγήσεις για τα πολιτιστικά φαινόμενα, που προσφέρονται από τις κοινωνικές επιστήμες.
Ο κ. Ιωάννης Τζωάννος έχει διατελέσει καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και βουλευτής Επικρατείας.
Συγχρόνως, μέσω αυτής της διαδικασίας μειώνεται η ασυμμετρία στην πληροφόρηση μεταξύ αγοραστών και πωλητών και βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα της αγοράς.
Ολα από τα παραπάνω στοιχεία υπήρχαν στην αγορά ελαιολάδου της Μυτιλήνης:
Στην πλευρά των αγοραστών βρίσκονταν οι τυποποιητές, έμποροι και εξαγωγείς ελαιολάδου, οι ραφινερίες και τα σαπωνοποιία ( για τα μη βρώσιμα ελαιόλαδα).
Ενδεικτικά αναφέρω τις ακόλουθες εταιρείες:
Στους πωλητές συγκαταλέγονταν οι μεμονωμένοι παραγωγοί και τα ελαιοτριβεία της Λέσβου και της Χίου.
Τη διαμεσολάβηση ανάμεσα σις δύο πλευρές για την πραγματοποίηση συναλλαγών εκτελούσαν τα ελαιομεσιτικά γραφεία . Η ακόλουθη περιγραφή των σταδίων διαμεσολάβησης και πραγματοποίησης συναλλαγών βασίζεται και στην άμεση προσωπική εμπειρία του γράφοντος από το ελαιομεσιτικό γραφείο του πατέρα του Γαβριήλ Τζωάννου:
Ο ενδιαφερόμενος πωλητής παρέδιδε η απέστελνε από το χωριό του στον ελαιομεσίτη ένα μικρό μπουκάλι με το δείγμα το ελαιολάδου, που τον ενδιέφερε να πωλήσει, αναφέροντας συγχρόνως την ποσότητα που τούτο εκπροσωπούσε.
Ο ελαιομεσίτης προέβαινε κατόπιν σε ποιοτικό έλεγχο του δείγματος με οξυμέτρηση, δοκιμή γεύσης και όσφρηση.
Η οξυμέτρηση γινόταν με μείξη σόδας και καταλύτη σε ειδικό οξύμετρο. Η ποσότητα της σόδας, που απαιτείτο για να αλλάξει το χρώμα του μείγματος από ανοικτό πράσινο σε κόκκινο προσδιόριζε το μέγεθος της οξύτητας.
Μετά την ποιοτική κατάταξή του, το δείγμα παρουσιάζονταν στους ειδικούς ελεγκτές ποιότητας στα καταστήματα των αγοραστών (στους μεγάλους οίκους δεν συνέπιπταν με τον ίδιο τον επιχειρηματία) και εφόσον υπήρχε ενδιαφέρον, ακολουθούσε η διαπραγμάτευση με τον αγοραστή για τη διαμόρφωση τιμής και το κλείσιμο συμφωνίας.
Κάθε ελαιομεσίτης επισκέπτονταν την ίδια μέρα πολλούς αγοραστές, επιδεικνύοντας τα δείγματα από τους διαφόρους εντολείς του διερευνώντας αρχικά το ενδιαφέρον των αγοραστών για τις διάφορες ποιοτικές κατηγορίες.
Επιδίωκε πάντοτε να εξασφαλίσει την μεγαλύτερη τιμή για τον πωλητή, κινούμενος βάσει των εντολών, που είχε λάβει.
Οι όροι των εντολών ήταν:
-Πώληση σε ορισμένη τιμή, η καλύτερη από αυτή,
-Πώληση στην καλύτερη τιμή, που θα εξασφαλίσει,
- Πώληση περίπου (μικρή απόκλιση) στην τιμή τάδε,
- Διερεύνηση αγοράς, ενημέρωση και αναμονή νεότερης εντολής.
Παράλληλα, οι μεσίτες δέχονταν αιτήματα από τους τυποποιητές ,η εμπόρους για την εξασφάλιση προμήθειας συγκεκριμένων ποσοτήτων ανά ποιοτική κατηγορία . Τα αιτήματα αυτά με τη σειρά τους αντανακλούσαν τις συνθήκες ζήτησης στις τελικές αγορές κατανάλωσης.
Η κυριότερες αγορές για το Λεσβιακό ελαιόλαδο βρίσκονταν κυρίως στη Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα, όπου οι καταναλωτές προτιμούσαν τις ποικιλίες από Αδραμυτιανή και Κολοβή ελιά.
Στο πλαίσιο των παραπάνω κινήσεων κάθε ελαιομεσίτης καθίστατο καθημερινά βαθύς γνώστης των συνθηκών προσφοράς και ζήτησης, που διαμορφώνονταν στην αγορά και κεντρικός αξιολογητής και πάροχος των πληροφοριών προς τους εντολείς του για τις συναλλαγές.
Δεδομένου ότι, υπήρχαν πολλοί ελαιομεσίτες (κατά μέσο όρο 20 στην ίδια χρονική περίοδο), που λειτουργούσαν μεταξύ τους ανταγωνιστικά, ο ρόλος τους στην απόκτηση και διακίνηση πληροφοριών ήταν καταλυτικός στην εξάλειψη της ασύμμετρης πληροφόρησης και τη διαμόρφωση συνθηκών γνήσιου ανταγωνισμού στην αγορά προς όφελος των παραγωγών και την αποφυγή ολιγοψωνίων.
Η πληροφόρηση των παραγωγών γινόταν είτε με προσωπική επίσκεψη του ενδιαφερομένου στο μεσιτικό γραφείο, είτε τηλεφωνικά.
Ορισμένα γραφεία εξέδιδαν καθημερινά δελτία τιμών Δελτίο τιμών εξέδιδε και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Μυτιλήνης.
Πρέπει να επισημανθεί ότι, στην περίοδο πριν από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ε.Ο.Κ. στις αυξομειώσεις των τιμών υπήρχαν όρια, εξαιτίας του κρατικού παρεμβατισμού, μέσω του μηχανισμού της συγκέντρωσης ελαιολάδου και των αγορανομικών διατάξεων.
Στη συγκέντρωση και αποθεματοποίηση ελαιολάδου, που την υλοποιούσε η Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών, το κράτος αγόραζε σε προσδιορισμένες τιμές, ανεξάρτητα από ποσότητα με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κατώτατο επίπεδο τιμών στην αγορά.
Αντίστοιχα, το κράτος επενέβαινε στην αγορά για να ελέγξει την άνοδο των τιμών πάνω από ένα αποδεκτό όριο , είτε με αγορανομικές διατάξεις, που προσδιόριζαν ανώτατες τιμές για τον καταναλωτή, είτε με την αύξηση της προσφοράς χρησιμοποιώντας τα κρατικά αποθέματα.
Υπήρξαν και περιπτώσεις εισαγωγών σε χρονιές περιορισμένης εθνικής παραγωγής.
Θα θυμίσω στους παλαιότερους τον πολιτικό θόρυβο, που προέκυψε το 1961 με αφορμή την εισαγωγή ελαιολάδου από την Ισπανία, στο οποίο διαπιστώθηκε πως υπήρχε μούργα.
Μετά την επίτευξη συμφωνίας ακολουθούσε η μεταφορά του προϊόντος από τον πωλητή και την παράδοσή του στον αγοραστή, την οποία επέβλεπε ο μεσίτης.
Η μεταφορά μεταπολεμικά γινόταν σε σιδερένια βαρέλια δυναμικότητας 150/155 οκάδων (192,3/198,7 κιλών), που συνήθως τα διέθετε στον παραγωγό ο μεσίτης .
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η μεταφορά γινόταν σε λαγίνια, που ήταν και μονάδα μέτρησης.
Κατά την παράδοση του προϊόντος μετά το ζύγισμα και τον ποιοτικό έλεγχο, ακολουθούσε το στάδιο του διακανονισμού τυχών διαφορών .
Η πληρωμή γινόταν μέσω του μεσιτικού γραφείου, που με τη σειρά του πίστωνε το λογαριασμό του παραγωγού η απέστελνε τα χρήματα στον παραγωγό συνήθως με τους οδηγούς των φορτηγών η των λεωφορείων που εξυπηρετούσαν τις οδικές συγκοινωνίες του νησιού.
Πρέπει να επισημανθεί το υψηλό επίπεδο πίστης και ασφάλειας στις συναλλαγές και τη μεταφορά χρημάτων, δεδομένου ότι δεν παρουσιάζονταν τότε κρούσματα απώλειας η κλοπής.
Πέρα από τις παραπάνω υπηρεσίες τα μεσιτικά γραφεία προσέφεραν και χώρους αποθήκευσης για τα ελαιόλαδα των πελατών τους, εν όψει πωλήσεως.
Επίσης, παρείχαν πολλές φορές και χρηματοδότηση στον παραγωγό προκαταβάλλοντας μέρος της εκτιμώμενης αξίας του προϊόντος, που είχαν εντολή να πωλήσουν.
Η προκαταβολή συμψηφίζονταν με το τελικό ποσό, που προέκυπτε από την πώληση.
Μέσω των πράξεων χρηματοδότησης οι μεσίτες παρείχαν σημαντική ρευστότητα στην αγορά παρέχοντας μαζί με τη διάχυση της πληροφόρησης ένα καίριο στήριγμα στην αποτελεσματικότητά της.
Για όλες τις υπηρεσίες τους οι μεσίτες εισέπρατταν προμήθεια, που ανέρχετο σε 1% από τον παραγωγό και 1% από τον αγοραστή.
Ας σημειωθεί, ότι, σύμφωνα με τα τότε ήθη, δεν χρεώνονταν προμήθεια για τα ελαιόλαδα ,που ανήκαν σε εκκλησίες και τα Φιλανθρωπικά Καταστήματα Μυτιλήνης.
Τη διακίνησή αυτών των ελαιολάδων αναλάμβανε ο Σύνδεσμος των Μεσιτών Μυτιλήνης ( επίσημα αναγνωρισμένο σωματείο) με εκ περιτροπής ανάθεση του έργου στα μέλη του.
Σε όλα τα επισήμως θεσμοθετημένα χρηματιστήρια ανά την υφήλιο, είτε με μεγάλους, είτε με μικρούς όγκους συναλλαγών, το οργανωτικό τους πλαίσιο, οι κανόνες λειτουργίας και οι συναλλαγές διέπονται, ως γνωστόν , από εκτεταμένες νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις και υπόκεινται στον έλεγχο κρατικών ρυθμιστικών αρχών ( στην Ελλάδα π.χ. από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς). Όχι μόνο στις πρόσφατες δεκαετίες, αλλά και στο απώτερο παρελθόν.
Αντιθέτως, η αγορά ελαιολάδου της Μυτιλήνης λειτουργούσε αποτελεσματικά , με τα δεδομένα της τεχνολογίας της εποχής, χωρίς να υπάρχει κανένα επί τούτοις επίσημα νομοθετημένο κανονιστικό πλαίσιο και αντίστοιχη εποπτεία , εκτός βεβαίως από τις προβλέψεις του Αστικού και του Εμπορικού Κώδικα.
Στην πράξη λειτουργούσε σύμφωνα με άγραφους κανόνες, που ωστόσο τους τηρούσαν με ιδιαίτερη σεβασμό οι συμμετέχοντες.
Ήταν μία αυτορυθμιζόμενη αγορά, όπου ο λόγος τιμής στις συμφωνίες είχε θέση γραπτού συμβολαίου.
Ίσχυε το Dictum Meum Pactum.
Η παράβασή του κανόνα αυτού και η μη τήρηση των συμπεφωνημένων οδηγούσε σε κοινωνική περιθωριοποίηση.
Η περίπτωση αυτή προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκρινόμενη με το τι συμβαίνει στη σύγχρονη εποχή σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα των εκτεταμένων και αυστηρών νομοθετικών ρυθμίσεων στην πρόληψη δυσλειτουργιών στις αγορές εμπορευμάτων και κεφαλαίου.
Είναι πολύ συχνά δυστυχώς τα φαινόμενα σκανδαλωδών συμπεριφορών σε βάρος του επενδυτικού κοινού παρά το γεγονός ότι, οι εποπτικές αρχές διαθέτουν πλούσιο οπλοστάσιο και το υψηλό κόστος συμμόρφωσης σε πολύπλοκους κανονισμούς.
Η σύγκριση αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε προβληματισμό αναφορικά με τις προσεγγίσεις, που κατά κανόνα επιλέγονται για τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις και την εποπτεία των αγορών.
Πιστεύω ότι, περισσότερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην καλλιέργεια των κατάλληλων κοινωνικών θεσμών και ης ηθικής για την αποτροπή παραβατικών συμπεριφορών αξιοποιώντας τις εξηγήσεις για τα πολιτιστικά φαινόμενα, που προσφέρονται από τις κοινωνικές επιστήμες.
Ο κ. Ιωάννης Τζωάννος έχει διατελέσει καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και βουλευτής Επικρατείας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr