Ο μεγάλος περίπατος του Φώτου
Ο μεγάλος περίπατος του Φώτου
«Παλαμηδίου 10»: Το νέο βιβλίο του βετεράνου κινηματογραφιστή Φώτου Λαμπρινού
Το νέο βιβλίο του βετεράνου κινηματογραφιστή Φώτου Λαμπρινού «Παλαμηδίου 10» είναι «το αυτοβιογραφικό ντοκυμανταίρ ενός παιδιού που γεννήθηκε στη δικτατορία του Μεταξά και ένεκα των ιδεών και, κυρίως, της στάσης των γονέων του απέναντι στα κοσμοϊστορικά γεγονότα ζει μέχρι την ενηλικίωσή του» - Γ.Κ.Καρατζάς
«Πρέπει να πιέσω πολύ τη μνήμη μου για να θυμηθώ τη ζωή μας σε αυτό το σπίτι την πρώτη περίοδο, μετά δηλαδή από το 1941, όταν οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν εκεί. Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων ετών. Ήξερα βέβαια ότι είχε γίνει πόλεμος , γιατί στο προηγούμενο σπίτι, στην οδό Ασημάκη Φωτήλα, στα Εξάρχεια, μας ξύπναγαν πολλές φορές οι σειρήνες και μεταφερόμαστε στο υπόγειο της γωνιακής πολυκατοικίας, στη συμβολή με την Καλλιδρομίου, απέναντι από την Μετσόβου και μπροστά στη Σπυρίδωνος Τρικούπη. Μια πολυκατοικία άχτιστη ακόμα και μόνο με τον τσιμεντένιο σκελετό, αυτό που λέγαμε καραγιαπί.
Όταν πήγαμε στην Παλαμηδίου (…)».
Ο Φώτος Λαμπρινός παίζει με τις διαδρομές της μνήμης όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με τις εικόνες. Το «όταν πήγαμε στην Παλαμηδίου (…)» θυμίζει την πρώτη σκηνή της ταινίας «Ο Θίασος»- όπου ο Λαμπρινός συνεργάζεται για το σενάριο της με τον σκηνοθέτη της. «Φθινόπωρο του ’52 ξανάρθαμε στο Αίγιο» . Με λίγα λόγια, το Αίγιο του Αγγελόπουλου είναι η Παλαμηδίου του Λαμπρινού.
«Παλαμηδίου 10» ονομάζεται το νέο βιβλίο του βετεράνου κινηματογραφιστή Φώτου Λαμπρινού (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Ο ίδιος ο συγγραφέας επιλέγει να συνοδεύσει τον τίτλο του βιβλίου με την ένδειξη Ντοκυμανταίρ. Μάλιστα, σε μια υποσημείωση που βρίσκεται στις πρώτες κιόλας σελίδες βιβλίου ο Λαμπρινός σπεύδει να εξηγήσει: «Στην περίπτωση (…) του παρόντος βιβλίου, ντοκιμαντέρ συμβαίνει τη χρήση και την αναπαραγωγή των “γεγονότων” όπως νομίζω ότι τα έζησα ή όπως τα έχει συγκρατήσει, επιλεκτικά, η μνήμη μου, ωσάν να πρόκειται για σκηνές κινηματογραφικής ταινίας που ο ίδιος έχω “γυρίσει” και τις μεταφέρω στο μοντάζ, ως υλικά μιας προεπιλεγμένης δραματουργικής αφήγησης».
Σε κάθε περίπτωση, ο Λαμπρινός διαμορφώνει μια αφήγηση της ζωής του – της ζωής του έως τα 18 του χρόνια που με μια βαλίτσα στα χέρια αναχωρεί με τρένο για την Βιέννη. Η αφήγηση της ζωής του Λαμπρινού που δεν ακολουθεί μια ευθύγραμμη χρονική πορεία είναι θα λέγαμε ένας μεγάλος περίπατος σαν και εκείνο του Πέτρου για την Άλκη Ζέη. Ο Λαμπρινός με τα συνεχή «μπρος πίσω» δίνει ένταση και ρυθμό αλλά διαφυλάσσει την μοναδικότητα των στιγμών. Ο μεγάλος περίπατος του είναι από μια άποψη ένα κομμάτι της «ελληνικής τραγωδίας» - το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτή η τραγωδία διέρχεται και από τη γειτονιά της Παλαμηδίου από το ίδιο το σπίτι της οικογένειας.
Η αφήγηση είναι συνταρακτική ως προς τα μέλη της οικογένειας, στρατευμένη στην υπόθεση της κομμουνιστικής ουτοπίας. Η μητέρα, η Ευγενία, μια ανεξάρτητη δυναμική γυναίκα που εργάζεται στο ραφείο του Εθνικού Θεάτρου είναι από τις λίγες που επιστρέφουν από τα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου και πριν προλάβει να ξαναβρεί τον βηματισμό της στέλνεται για μια παρατεταμένη θητεία σε τόπους εξορίας. Ο πατέρας, ο Γιώργος, είναι δημοσιογράφος στον «Ριζοσπάστη». Και εκείνος παλιός εξόριστος της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου έχει πολλές περιπέτειες με το Κόμμα και την καθοδήγηση του. Στα χρόνια του Εμφυλίου ακολουθεί μια διαδρομή από την Αθήνα στο εξωτερικό και από εκεί στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και της Στερεάς Ελλάδας. Για χρόνια η οικογένεια και ο γιός του – ο Φώτος Λαμπρινός είναι στέλεχος της Αριστεράς- αγνοεί το τέλος του. Το φρικτό του τέλος. Μετά από χρόνια ο γιός του μαθαίνει από την τότε κομματική ηγεσία ότι ο πατέρας του αφέθηκε στη «λούφα» ( έτσι ονόμαζαν οι αντάρτες τις κρυψώνες τους) μιας και δεν μπορούσε να ακολουθήσει λόγω προβλημάτων υγείας τα υπολείμματα του ΔΣΕ ( Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας) στη πορεία τους για τα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας (1949). Κανείς δεν γύρισε να τον αναζητήσει. Η τύχη του ήταν προδιαγεγραμμένη. Σύλληψη και θάνατος.
Οι περιπέτειες της οικογένειας δίνουν μια απρόσμενη ελευθερία κινήσεων στον μικρό Φώτο και εκείνος την αξιοποιεί όσο καλύτερα μπορεί. Η ελευθερία των κινήσεων του μας δίνει την δυνατότητα να απολαύσουμε τον περίπατο του στην Αθήνα της Κατοχής και της Αντίστασης αλλά και στην μεταπολεμική Ελλάδα. Πρόσωπα και καταστάσεις διαμορφώνουν μια άγνωστη εν πολλοίς «τοιχογραφία» της εποχής.
«Πρέπει να πιέσω πολύ τη μνήμη μου για να θυμηθώ τη ζωή μας σε αυτό το σπίτι την πρώτη περίοδο, μετά δηλαδή από το 1941, όταν οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν εκεί. Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων ετών. Ήξερα βέβαια ότι είχε γίνει πόλεμος , γιατί στο προηγούμενο σπίτι, στην οδό Ασημάκη Φωτήλα, στα Εξάρχεια, μας ξύπναγαν πολλές φορές οι σειρήνες και μεταφερόμαστε στο υπόγειο της γωνιακής πολυκατοικίας, στη συμβολή με την Καλλιδρομίου, απέναντι από την Μετσόβου και μπροστά στη Σπυρίδωνος Τρικούπη. Μια πολυκατοικία άχτιστη ακόμα και μόνο με τον τσιμεντένιο σκελετό, αυτό που λέγαμε καραγιαπί.
Όταν πήγαμε στην Παλαμηδίου (…)».
Ο Φώτος Λαμπρινός παίζει με τις διαδρομές της μνήμης όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με τις εικόνες. Το «όταν πήγαμε στην Παλαμηδίου (…)» θυμίζει την πρώτη σκηνή της ταινίας «Ο Θίασος»- όπου ο Λαμπρινός συνεργάζεται για το σενάριο της με τον σκηνοθέτη της. «Φθινόπωρο του ’52 ξανάρθαμε στο Αίγιο» . Με λίγα λόγια, το Αίγιο του Αγγελόπουλου είναι η Παλαμηδίου του Λαμπρινού.
«Παλαμηδίου 10» ονομάζεται το νέο βιβλίο του βετεράνου κινηματογραφιστή Φώτου Λαμπρινού (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Ο ίδιος ο συγγραφέας επιλέγει να συνοδεύσει τον τίτλο του βιβλίου με την ένδειξη Ντοκυμανταίρ. Μάλιστα, σε μια υποσημείωση που βρίσκεται στις πρώτες κιόλας σελίδες βιβλίου ο Λαμπρινός σπεύδει να εξηγήσει: «Στην περίπτωση (…) του παρόντος βιβλίου, ντοκιμαντέρ συμβαίνει τη χρήση και την αναπαραγωγή των “γεγονότων” όπως νομίζω ότι τα έζησα ή όπως τα έχει συγκρατήσει, επιλεκτικά, η μνήμη μου, ωσάν να πρόκειται για σκηνές κινηματογραφικής ταινίας που ο ίδιος έχω “γυρίσει” και τις μεταφέρω στο μοντάζ, ως υλικά μιας προεπιλεγμένης δραματουργικής αφήγησης».
Σε κάθε περίπτωση, ο Λαμπρινός διαμορφώνει μια αφήγηση της ζωής του – της ζωής του έως τα 18 του χρόνια που με μια βαλίτσα στα χέρια αναχωρεί με τρένο για την Βιέννη. Η αφήγηση της ζωής του Λαμπρινού που δεν ακολουθεί μια ευθύγραμμη χρονική πορεία είναι θα λέγαμε ένας μεγάλος περίπατος σαν και εκείνο του Πέτρου για την Άλκη Ζέη. Ο Λαμπρινός με τα συνεχή «μπρος πίσω» δίνει ένταση και ρυθμό αλλά διαφυλάσσει την μοναδικότητα των στιγμών. Ο μεγάλος περίπατος του είναι από μια άποψη ένα κομμάτι της «ελληνικής τραγωδίας» - το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτή η τραγωδία διέρχεται και από τη γειτονιά της Παλαμηδίου από το ίδιο το σπίτι της οικογένειας.
Η αφήγηση είναι συνταρακτική ως προς τα μέλη της οικογένειας, στρατευμένη στην υπόθεση της κομμουνιστικής ουτοπίας. Η μητέρα, η Ευγενία, μια ανεξάρτητη δυναμική γυναίκα που εργάζεται στο ραφείο του Εθνικού Θεάτρου είναι από τις λίγες που επιστρέφουν από τα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου και πριν προλάβει να ξαναβρεί τον βηματισμό της στέλνεται για μια παρατεταμένη θητεία σε τόπους εξορίας. Ο πατέρας, ο Γιώργος, είναι δημοσιογράφος στον «Ριζοσπάστη». Και εκείνος παλιός εξόριστος της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου έχει πολλές περιπέτειες με το Κόμμα και την καθοδήγηση του. Στα χρόνια του Εμφυλίου ακολουθεί μια διαδρομή από την Αθήνα στο εξωτερικό και από εκεί στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και της Στερεάς Ελλάδας. Για χρόνια η οικογένεια και ο γιός του – ο Φώτος Λαμπρινός είναι στέλεχος της Αριστεράς- αγνοεί το τέλος του. Το φρικτό του τέλος. Μετά από χρόνια ο γιός του μαθαίνει από την τότε κομματική ηγεσία ότι ο πατέρας του αφέθηκε στη «λούφα» ( έτσι ονόμαζαν οι αντάρτες τις κρυψώνες τους) μιας και δεν μπορούσε να ακολουθήσει λόγω προβλημάτων υγείας τα υπολείμματα του ΔΣΕ ( Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας) στη πορεία τους για τα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας (1949). Κανείς δεν γύρισε να τον αναζητήσει. Η τύχη του ήταν προδιαγεγραμμένη. Σύλληψη και θάνατος.
Οι περιπέτειες της οικογένειας δίνουν μια απρόσμενη ελευθερία κινήσεων στον μικρό Φώτο και εκείνος την αξιοποιεί όσο καλύτερα μπορεί. Η ελευθερία των κινήσεων του μας δίνει την δυνατότητα να απολαύσουμε τον περίπατο του στην Αθήνα της Κατοχής και της Αντίστασης αλλά και στην μεταπολεμική Ελλάδα. Πρόσωπα και καταστάσεις διαμορφώνουν μια άγνωστη εν πολλοίς «τοιχογραφία» της εποχής.
Σε ενημερωτικό σημείωμα των εκδοτών διαβάζουμε: «Το αυτοβιογραφικό ντοκυμανταίρ ενός παιδιού που γεννήθηκε στη δικτατορία του Μεταξά και ένεκα των ιδεών και, κυρίως, της στάσης των γονέων του απέναντι στα κοσμοϊστορικά γεγονότα ζει μέχρι την ενηλικίωσή του παρακολουθώντας τις εξορίες, τις φυλακές, τα βασανιστήρια και τα γερμανικά στρατόπεδα όχι ως κάτι το σπάνιο και εξαιρετικό αλλά ως καθημερινότητα αναπόφευκτη – σχεδόν “φυσιολογική”. Ένα περιβάλλον καλλιτεχνών-διανοουμένων (Γιώργης Λαμπρινός, Σωτήρης Πατατζής, Μίμης Φωτόπουλος, Βασίλης Ρώτας, Μέμος Μακρής, Φοίβος Ανωγειανάκης, Μέλπω Αξιώτη, Στάθης Δρομάζος, Ντίνος Τσαλόγλου και πολλοί άλλοι) τοποθετεί τον ήρωα του βιβλίου σε προνομιούχο θέση σχετικά με τους ενδοιασμούς και τα ερωτήματα, τη στάση ζωής, τις αξίες της τέχνης, το ήθος και τη συμπεριφορά ανθρώπων οι οποίοι, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, προσέφεραν τη ζωή τους για χάρη των ιδεών τους και μόνο. Κεντρική φιγούρα η μητέρα του, που βίωσε τα γεγονότα από τη θέση μιας εργαζόμενης γυναίκας και πλήρωσε για τις πεποιθήσεις της με «αναγκαστική εργασία» στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και με ανταμοιβή, μετά την Απελευθέρωση, την τετράχρονη εξορία σε ξερονήσια.
Όλα αυτά διαδραματίζονται σε ταπεινές γειτονιές μιας πόλης με ανθρώπινα μέτρα».
Για το τέλος, κράτησα τα βιογραφικά στοιχεία. Aριστούχος του Iνστιτούτου Kινηματογραφίας της Mόσχας (1965-1970) στο εργαστήρι του Mιχαήλ Pομμ. Εργάστηκε ως σκηνοθέτης στο ραδιόφωνο (ΕΙΡ, 1961-1963 και 1981-1984) και στο θέατρο (Ιονέσκο, Το μάθημα, Γαλλικό Ινστιτούτο, 1958· θίασος Δημήτρη Χορν, θέατρο «Κεντρικόν», 1962-1964), και ως κριτικός κινηματογράφου στις εφημερίδες Αυγή και Δημοκρατική Αλλαγή (1961-1964).
Ερεύνησε διεξοδικά (1970-1973), σε συνεργασία με τους Κώστα Γαβρά, Νίκο Σβορώνο και Δημήτρη Δεσποτίδη, τα διεθνή κινηματογραφικά αρχεία Επικαίρων (Newsreels) στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, γεγονός που βοήθησε στη μετέπειτα παραγωγή της σειράς Πανόραμα του αιώνα (1982-1987 – για λογαριασμό της ΕΡΤ). Συνέβαλε στην ίδρυση του κινηματογραφικού αρχείου του Υπoυργείου Εξωτερικών (1998-2000) και συνεργάστηκε ως τεκμηριωτής με το Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο (ΕΟΑ, 2008-2010).
Σκηνοθέτησε πολλά ντοκυμανταίρ, μεταξύ των οποίων: 100 ώρες του Μάη (1963-1964, σε συνεργασία με τον Δήμο Θέο, σχετικά με τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη)· Επισκεφτείτε την Ελλάδα (Μόσχα 1970)· Μουσικό οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου (1976-1977 – για λογαριασμό της ΕΡΤ)· Ο Πειραιάς του Γιάννη Τσαρούχη (1980)· Πανόραμα του αιώνα (1982-1987, σε συνεργασία με τον Λέοντα Λοΐσιο)· Σεργκέι Παρατζάνωφ (1989-1990)· Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο (1992)· Αναζητώντας τη Βερενίκη (1997-1998)· Χούντα είναι. Θα περάσει; (2012-2013).
Σκηνοθέτησε επίσης τις μεγάλου μήκους ταινίες: Άρης Βελουχιώτης – το δίλημμα (1981), Δοξόμπους (1987), Γλέντι γενεθλίων ή Μια βουβή βαλκανική ιστορία (1995), Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος (2007), The Great Utopia (2017).
Έχει διδάξει «Σχέσεις κινηματογράφου και ιστορίας» στα Πανεπιστήμια Κρήτης (Ρέθυμνο 1993-1996), Θεσσαλίας (Βόλος 2000-2002) και Πάντειο (Αθήνα 2003). Χρημάτισε υπεύθυνος του προγράμματος της ΕΡΤ για διεθνείς συμπαραγωγές ντοκυμανταίρ (History Doc) και έχει δημοσιεύσει κείμενα για το ελληνικό και βαλκανικό σινεμά σε εκδόσεις του εξωτερικού (Centre Georges Pompidou, 1995· La Biennale di Venezia, 2000) και του εσωτερικού (Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τόμοι 6-10, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1993). Έχει μεταφράσει Τσέχωφ (Εκδόσεις Καστανιώτη), Αντρέα Καμιλέρι (Εκδόσεις Πατάκη) και πρόσφατα Μαρίνα Τσβετάγιεβα (Ίκαρος).
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα βιβλία του: Ισχύς μου η αγάπη του φακού – Τα κινηματογραφικά Επίκαιρα ως τεκμήρια της ιστορίας (1895-1940) (2005)· Λευκά σοσόνια (2006)· Χούντα είναι. Θα περάσει; – Τα κινηματογραφικά Επίκαιρα στη διάρκεια της Δικτατορίας, 1967-1974 (2013)· Παλαμηδίου 10 (2019).
Όλα αυτά διαδραματίζονται σε ταπεινές γειτονιές μιας πόλης με ανθρώπινα μέτρα».
Για το τέλος, κράτησα τα βιογραφικά στοιχεία. Aριστούχος του Iνστιτούτου Kινηματογραφίας της Mόσχας (1965-1970) στο εργαστήρι του Mιχαήλ Pομμ. Εργάστηκε ως σκηνοθέτης στο ραδιόφωνο (ΕΙΡ, 1961-1963 και 1981-1984) και στο θέατρο (Ιονέσκο, Το μάθημα, Γαλλικό Ινστιτούτο, 1958· θίασος Δημήτρη Χορν, θέατρο «Κεντρικόν», 1962-1964), και ως κριτικός κινηματογράφου στις εφημερίδες Αυγή και Δημοκρατική Αλλαγή (1961-1964).
Ερεύνησε διεξοδικά (1970-1973), σε συνεργασία με τους Κώστα Γαβρά, Νίκο Σβορώνο και Δημήτρη Δεσποτίδη, τα διεθνή κινηματογραφικά αρχεία Επικαίρων (Newsreels) στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, γεγονός που βοήθησε στη μετέπειτα παραγωγή της σειράς Πανόραμα του αιώνα (1982-1987 – για λογαριασμό της ΕΡΤ). Συνέβαλε στην ίδρυση του κινηματογραφικού αρχείου του Υπoυργείου Εξωτερικών (1998-2000) και συνεργάστηκε ως τεκμηριωτής με το Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο (ΕΟΑ, 2008-2010).
Σκηνοθέτησε πολλά ντοκυμανταίρ, μεταξύ των οποίων: 100 ώρες του Μάη (1963-1964, σε συνεργασία με τον Δήμο Θέο, σχετικά με τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη)· Επισκεφτείτε την Ελλάδα (Μόσχα 1970)· Μουσικό οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου (1976-1977 – για λογαριασμό της ΕΡΤ)· Ο Πειραιάς του Γιάννη Τσαρούχη (1980)· Πανόραμα του αιώνα (1982-1987, σε συνεργασία με τον Λέοντα Λοΐσιο)· Σεργκέι Παρατζάνωφ (1989-1990)· Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο (1992)· Αναζητώντας τη Βερενίκη (1997-1998)· Χούντα είναι. Θα περάσει; (2012-2013).
Σκηνοθέτησε επίσης τις μεγάλου μήκους ταινίες: Άρης Βελουχιώτης – το δίλημμα (1981), Δοξόμπους (1987), Γλέντι γενεθλίων ή Μια βουβή βαλκανική ιστορία (1995), Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος (2007), The Great Utopia (2017).
Έχει διδάξει «Σχέσεις κινηματογράφου και ιστορίας» στα Πανεπιστήμια Κρήτης (Ρέθυμνο 1993-1996), Θεσσαλίας (Βόλος 2000-2002) και Πάντειο (Αθήνα 2003). Χρημάτισε υπεύθυνος του προγράμματος της ΕΡΤ για διεθνείς συμπαραγωγές ντοκυμανταίρ (History Doc) και έχει δημοσιεύσει κείμενα για το ελληνικό και βαλκανικό σινεμά σε εκδόσεις του εξωτερικού (Centre Georges Pompidou, 1995· La Biennale di Venezia, 2000) και του εσωτερικού (Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τόμοι 6-10, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1993). Έχει μεταφράσει Τσέχωφ (Εκδόσεις Καστανιώτη), Αντρέα Καμιλέρι (Εκδόσεις Πατάκη) και πρόσφατα Μαρίνα Τσβετάγιεβα (Ίκαρος).
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα βιβλία του: Ισχύς μου η αγάπη του φακού – Τα κινηματογραφικά Επίκαιρα ως τεκμήρια της ιστορίας (1895-1940) (2005)· Λευκά σοσόνια (2006)· Χούντα είναι. Θα περάσει; – Τα κινηματογραφικά Επίκαιρα στη διάρκεια της Δικτατορίας, 1967-1974 (2013)· Παλαμηδίου 10 (2019).
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα