Αν θέλετε να ζήσετε μια πολύ διαφορετική εμπειρία αγορών επισκεφτείτε το νέο και μεγαλύτερο κατάστημα της αλυσίδας Πλαίσιο, που άνοιξε τις πύλες του πριν λίγες ημέρες στο Αεροδρόμιο Αθηνών, και απολαύστε όλες τις πτυχές της τεχνολογίας όπως ποτέ ξανά.
Καλλιόπη Κοντόζογλου: Πώς ένα εργοστάσιο έγινε μουσείο σύγχρονης τέχνης
Καλλιόπη Κοντόζογλου: Πώς ένα εργοστάσιο έγινε μουσείο σύγχρονης τέχνης
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Project FIX. Αναβιώνοντας το μέλλον» από τις εκδόσεις Ποταμός, η υπεύθυνη αρχιτέκτων του σύνθετου και εντυπωσιακού κτιρίου που στεγάζει το ΕΜΣΤ, εξηγεί στο «ΘEMA» το σκεπτικό και το χρονικό του σχεδιασμού του
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ανάμεσα στα λίγα -η αλήθεια είναι και λόγω περιστάσεων- ευχάριστα γεγονότα των τελευταίων ετών στη χώρα μας είναι η λειτουργία του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) στο νέο κτίριο του ΦΙΞ, ένα πραγματικό κόσμημα στην καρδιά του πιο πολύβουου μέρους της Αθήνας, το οποίο αναμένεται να αναδείξει και τον μοντέρνο και παγκόσμιο χαρακτήρα της πόλης. Υπεύθυνη για τον σχεδιασμό του είναι η αρχιτέκτων Καλλιόπη Κοντόζογλου, εταίρος της 3 ΣΚ Στυλιανίδης Α.Ε., αλλά και επικεφαλής της ομάδας κατά τη φάση της μελέτης εφαρμογής, η οποία συγκέντρωσε την πολύτιμη εμπειρία της σε ένα βιβλίο που ξεδιπλώνει όλο το χρονικό δίνοντας την ευκαιρία σε όλους τους αναγνώστες -και όχι μόνο στους ειδικούς- να κατανοήσουν τη σπουδαιότητα ενός τέτοιου έργου στην καθημερινότητά τους.
Η δίγλωσση έκδοση του βιβλίου «Project Fix. Αναβιώνοντας το μέλλον» της Καλλιόπης Κοντόζογλου με πρόλογο του αρχιτέκτονα Ηλία Ζέγγελη και επίλογο του επίσης αρχιτέκτονα Τιμ Ρόναλντς μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός. Στο πρώτο μέρος μαθαίνουμε τόσο την πολύτιμη ιστορία του αείμνηστου μοντερνιστή αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τον σχεδιασμό του ιστορικού κτιρίου του ΦΙΞ, όσο και του ίδιου του κτιρίου και της τοπογραφίας του, ενώ στο δεύτερο ανιχνεύεται όλο το χρονικό του σχεδιασμού της αρχιτέκτονος, η οποία σεβάστηκε την ιστορία του και επέδειξε βαθιά επίγνωση του συμβολισμού του, βάζοντας τη δική της σφραγίδα-αισθητική ένεση στην καρδιά της πόλης. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για ένα κτίριο που επρόκειτο να λειτουργήσει ως μουσείο, η αρχιτέκτων καταγράφει τις δυσκολίες που προέκυψαν κατά τις διαφορετικές φάσεις μέχρι την οριστική μελέτη, αλλά και την οριστική υλοποίηση. Στη συνέντευξη που ακολουθεί η Καλλιόπη Κοντόζογλου εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» την κοσμοθεωρία της, το σκεπτικό της, αλλά και τις προκλήσεις-δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την πορεία του σχεδιασμού του.
- Είναι ωραίο που στο βιβλίο σας μπορούμε να ακούμε παράλληλα με την ιστορία του κτιρίου και τις ιστορίες της ανέγερσής του: ενδεχομένως καφκικές όσον αφορά την πολιτική τους εκδοχή, αλλά πάντοτε ενδιαφέρουσες. Ποια είναι η ιστορία που θέλετε εσείς να αφηγείται το κτίριο στους επισκέπτες;
Υπάρχουν πολλές παράλληλες ιστορίες. Πρώτα απ’ όλα είναι η ιστορία της επανάχρησης. Τα κτίρια αποτελούν μια σοβαρή επένδυση κάθε κοινωνίας, που είναι χρέος της να τα φροντίζει και να τα ξαναχρησιμοποιεί, παρά τις όποιες δυσκολίες σημαίνει αυτό. Για πολλούς λόγους. Εκτός από την οικονομική διαχείριση των πόρων, που εξυπακούεται (αν και υπάρχει αντίλογος σε αυτό γιατί πολλές φορές είναι οικονομικότερο να γκρεμίσεις κάτι και να το ξαναχτίσεις απ’ το να το διατηρήσεις και να το επισκευάσεις), τα κτίρια ενσωματώνουν και περιβάλλουν τις συλλογικές μνήμες των πόλεων και των κοινωνιών, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν γίνονται ορόσημα μιας εποχής ή τοπόσημα μιας συνοικίας.
Μετά είναι η ιστορία της αθηναϊκής τοπογραφίας, ο θαμμένος ποταμός Ιλισός, που είναι άγνωστος στις νέες γενιές των Αθηναίων. Η νέα όψη του μουσείου στη λεωφόρο Καλλιρρόης είναι η απόπειρά μας να αναδείξουμε αυτή την ξεχασμένη ιστορία. Θα μου πείτε τι σχέση έχει αυτό με ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Τα δημόσια κτίρια, πέραν της συγκεκριμένης χρήσης τους, επωμίζονται και έναν ακόμη ρόλο στην πόλη, αυτόν της διδαχής.
Υπάρχει η ιστορία της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής όπως τη μετουσίωσε ο αρχιτέκτων Τάκης Ζενέτος όταν «τύλιξε» τα ανόμοια κτίρια μιας ζυθοποιίας με την καταπληκτική όψη της Συγγρού (που σήμερα επιζεί κατά το μισό μόνο τμήμα της) και με αυτό τον τρόπο κατασκεύασε ένα ενιαίο κτίριο που ακόμη και σήμερα ως σπάραγμα μας ξαφνιάζει και μας συγκινεί. Η όψη αυτή παίζει καθοριστικό ρόλο στο εσωτερικό του νέου μουσείου γιατί οργανώνει όλη την κατακόρυφη επικοινωνία κατά το μήκος της. Τέλος, υπάρχει η ιστορία του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ενός θεσμού που ταλαιπωρήθηκε για χρόνια άστεγος και που ακόμη δεν έχει βρει πλήρως τον βηματισμό του. Τον θεσμό αυτό επιχειρεί να τοποθετήσει στιβαρά στον αστικό ιστό, αλλά και μέσα μας, το κτίριο δίνοντας πίσω στην πόλη αυτό που πήρε, δηλαδή έναν «δρόμο», μια «πλατεία» και ένα νέο «έδαφος». Το κτίριο στερείται παντελώς από εξωτερικούς χώρους. Ασφυκτιά ανάμεσα σε πολυσύχναστες κυκλοφοριακές αρτηρίες. Ετσι, δημιουργήσαμε στο ισόγειο έναν εσωτερικό «δρόμο» (κατά μήκος της Συγγρού) και μια «πλατεία» (το φουαγιέ) για να μπορεί ο επισκέπτης να προσανατολίζεται, να συναντιέται με τους φίλους του, να επισκέπτεται το βιβλιοπωλείο ή το καφέ, να οργανώνει την επίσκεψή του αν πρόκειται για γκρουπ. Το νέο «έδαφος» είναι το δώμα του κτιρίου, ένας δημόσιος χώρος για εκδηλώσεις (αρχικά επρόκειτο να γίνει εδώ η Γλυπτοθήκη του Μουσείου), απ’ όπου κανείς έρχεται αντιμέτωπος με μια απρόβλεπτη θέαση όλων των γύρω λόφων, σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τον Παρθενώνα, και του Υμηττού.
- Επιμένοντας ότι «ο τόπος είναι το βασικό κομμάτι της κουλτούρας ενός λαού» φαίνεται να αφουγκράζεστε ενεργά τα αφηγήματα της Αθήνας: την ιστορία του Ιλισού, τον θόρυβο της Συγγρού, την επιβλητική κυριαρχία ενός μοντερνιστικού κτιρίου σε μια ήσυχη τότε αρχιτεκτονικά περιοχή. Πόσο δύσκολο ήταν να αφηγηθείτε εκ νέου την ιστορία του κτιρίου με τρόπο καινοφανή σε μια συντηρητική αισθητικά κοινότητα σήμερα;
Σε κάθε κοινωνία υπάρχει συντήρηση και επιθυμία για αλλαγή. Η ελληνική δεν αποτελεί εξαίρεση. Το μουσείο πολεμήθηκε και αγαπήθηκε πριν δημιουργηθεί ως θεσμός, πριν ολοκληρωθεί ως χώρος, και αυτό το δίπολο εξακολούθησε να υπάρχει και μετά την κατασκευή του. Δεν με ξαφνιάζει. Το πιο αμφισβητούμενο κομμάτι του είναι η νέα όψη της Καλλιρρόης. Δεν θα ήθελα να μιλήσω εδώ γι’ αυτήν γιατί υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι στο βιβλίο μου. Απλά να πω ότι αυτή η όψη θα κριθεί ύστερα από χρόνια, όταν θα έχει «παλιώσει» και αλλοιωθεί από τη σκόνη και τα καυσαέρια και αφού θα έχει χορταριάσει από τους σπόρους που θα φέρνουν ο αέρας και τα πουλιά. Τότε θα πλησιάσει σε αυτό που θέλαμε να είναι, δηλαδή ένα κομμάτι μιας γεωλογικής τομής της όχθης του Ιλισού.
- Βρήκα τρομακτικά ευφυές -εκτός από την υδάτινη κουρτίνα που αγκαλιάζει το κάτω τμήμα της κεντρικής όψης της Καλλιρρόης- το γεγονός ότι θελήσατε να προσθέσετε οξείδιο του χαλκού στην επιφάνεια από μπετόν ώστε να «πρασινίσει» με την υγρασία της ατμόσφαιρας, κάτι που τελικά δεν ευοδώθηκε. Υπήρξαν και άλλα -ευφυή, κατά τη γνώμη μου- εγχειρήματα που δεν σας επετράπη να υλοποιηθούν;
Μια μεγάλη αλλαγή από τη μελέτη του διαγωνισμού στη μελέτη που πραγματοποιήθηκε ήταν η όψη της Καλλιρρόης. Η μπετονένια όψη, που επρόκειτο να χρωματιστεί με το οξείδιο του χαλκού, ήταν αυτή προς τον Σταθμό Μετεπιβίβασης. Η όψη της λεωφόρου Καλλιρρόης ήταν και αυτή από μπετόν που προτείναμε να τη χρωματίσουμε προσθέτοντας άργιλο. Η πλήρης περιγραφή είναι στο κεφαλαιάκι «Ο σχεδιασμός των όψεων» (σελ.110). Ενα τμήμα του σχεδιασμού που δεν πραγματοποιήθηκε ήταν η επένδυση με πέτρα του όγκου, που στο βιβλίο αποκαλώ το «Μαγικό Κουτί». Επεσε θύμα του κοστολογίου. Το μεγαλύτερο ποσοστό του προϋπολογισμού του έργου καταναλώθηκε στην ενίσχυση του φέροντος οργανισμού του υπάρχοντος κτιρίου και στις μηχανολογικές εγκαταστάσεις. Η αρχιτεκτονική ήταν ο... φτωχός συγγενής. Το «Μαγικό Κουτί» αντιστοιχεί στο πέτρινο τμήμα της όψης της Καλλιρρόης. Είναι ουσιαστικά το «θησαυροφυλάκιο» του μουσείου γιατί στεγάζει τις μόνιμες συλλογές, καθώς και το έμψυχο υλικό, τα γραφεία, τα αρχεία, τα εργαστήρια και τη βιβλιοθήκη. Η άλλη πλευρά του «Κουτιού» είναι ο τυφλός τοίχος στο πλάι από τις κυλιόμενες σκάλες, στο εσωτερικό του κτιρίου, που τον διαπερνούν μόνο οι είσοδοι στους εκθεσιακούς χώρους και στη βιβλιοθήκη. Αφού δεν μπορούσαμε να τον επενδύσουμε με την ίδια πέτρα, καταλήξαμε στη χρωματική μελέτη να τον βάψουμε με ένα παρεμφερές χρώμα, αλλά τελικά στην κατασκευή, για άγνωστους λόγους, έγινε λευκός όπως όλο το εσωτερικό.
Η δίγλωσση έκδοση του βιβλίου «Project Fix. Αναβιώνοντας το μέλλον» της Καλλιόπης Κοντόζογλου με πρόλογο του αρχιτέκτονα Ηλία Ζέγγελη και επίλογο του επίσης αρχιτέκτονα Τιμ Ρόναλντς μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός. Στο πρώτο μέρος μαθαίνουμε τόσο την πολύτιμη ιστορία του αείμνηστου μοντερνιστή αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τον σχεδιασμό του ιστορικού κτιρίου του ΦΙΞ, όσο και του ίδιου του κτιρίου και της τοπογραφίας του, ενώ στο δεύτερο ανιχνεύεται όλο το χρονικό του σχεδιασμού της αρχιτέκτονος, η οποία σεβάστηκε την ιστορία του και επέδειξε βαθιά επίγνωση του συμβολισμού του, βάζοντας τη δική της σφραγίδα-αισθητική ένεση στην καρδιά της πόλης. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για ένα κτίριο που επρόκειτο να λειτουργήσει ως μουσείο, η αρχιτέκτων καταγράφει τις δυσκολίες που προέκυψαν κατά τις διαφορετικές φάσεις μέχρι την οριστική μελέτη, αλλά και την οριστική υλοποίηση. Στη συνέντευξη που ακολουθεί η Καλλιόπη Κοντόζογλου εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» την κοσμοθεωρία της, το σκεπτικό της, αλλά και τις προκλήσεις-δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την πορεία του σχεδιασμού του.
- Είναι ωραίο που στο βιβλίο σας μπορούμε να ακούμε παράλληλα με την ιστορία του κτιρίου και τις ιστορίες της ανέγερσής του: ενδεχομένως καφκικές όσον αφορά την πολιτική τους εκδοχή, αλλά πάντοτε ενδιαφέρουσες. Ποια είναι η ιστορία που θέλετε εσείς να αφηγείται το κτίριο στους επισκέπτες;
Υπάρχουν πολλές παράλληλες ιστορίες. Πρώτα απ’ όλα είναι η ιστορία της επανάχρησης. Τα κτίρια αποτελούν μια σοβαρή επένδυση κάθε κοινωνίας, που είναι χρέος της να τα φροντίζει και να τα ξαναχρησιμοποιεί, παρά τις όποιες δυσκολίες σημαίνει αυτό. Για πολλούς λόγους. Εκτός από την οικονομική διαχείριση των πόρων, που εξυπακούεται (αν και υπάρχει αντίλογος σε αυτό γιατί πολλές φορές είναι οικονομικότερο να γκρεμίσεις κάτι και να το ξαναχτίσεις απ’ το να το διατηρήσεις και να το επισκευάσεις), τα κτίρια ενσωματώνουν και περιβάλλουν τις συλλογικές μνήμες των πόλεων και των κοινωνιών, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν γίνονται ορόσημα μιας εποχής ή τοπόσημα μιας συνοικίας.
Μετά είναι η ιστορία της αθηναϊκής τοπογραφίας, ο θαμμένος ποταμός Ιλισός, που είναι άγνωστος στις νέες γενιές των Αθηναίων. Η νέα όψη του μουσείου στη λεωφόρο Καλλιρρόης είναι η απόπειρά μας να αναδείξουμε αυτή την ξεχασμένη ιστορία. Θα μου πείτε τι σχέση έχει αυτό με ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Τα δημόσια κτίρια, πέραν της συγκεκριμένης χρήσης τους, επωμίζονται και έναν ακόμη ρόλο στην πόλη, αυτόν της διδαχής.
Υπάρχει η ιστορία της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής όπως τη μετουσίωσε ο αρχιτέκτων Τάκης Ζενέτος όταν «τύλιξε» τα ανόμοια κτίρια μιας ζυθοποιίας με την καταπληκτική όψη της Συγγρού (που σήμερα επιζεί κατά το μισό μόνο τμήμα της) και με αυτό τον τρόπο κατασκεύασε ένα ενιαίο κτίριο που ακόμη και σήμερα ως σπάραγμα μας ξαφνιάζει και μας συγκινεί. Η όψη αυτή παίζει καθοριστικό ρόλο στο εσωτερικό του νέου μουσείου γιατί οργανώνει όλη την κατακόρυφη επικοινωνία κατά το μήκος της. Τέλος, υπάρχει η ιστορία του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ενός θεσμού που ταλαιπωρήθηκε για χρόνια άστεγος και που ακόμη δεν έχει βρει πλήρως τον βηματισμό του. Τον θεσμό αυτό επιχειρεί να τοποθετήσει στιβαρά στον αστικό ιστό, αλλά και μέσα μας, το κτίριο δίνοντας πίσω στην πόλη αυτό που πήρε, δηλαδή έναν «δρόμο», μια «πλατεία» και ένα νέο «έδαφος». Το κτίριο στερείται παντελώς από εξωτερικούς χώρους. Ασφυκτιά ανάμεσα σε πολυσύχναστες κυκλοφοριακές αρτηρίες. Ετσι, δημιουργήσαμε στο ισόγειο έναν εσωτερικό «δρόμο» (κατά μήκος της Συγγρού) και μια «πλατεία» (το φουαγιέ) για να μπορεί ο επισκέπτης να προσανατολίζεται, να συναντιέται με τους φίλους του, να επισκέπτεται το βιβλιοπωλείο ή το καφέ, να οργανώνει την επίσκεψή του αν πρόκειται για γκρουπ. Το νέο «έδαφος» είναι το δώμα του κτιρίου, ένας δημόσιος χώρος για εκδηλώσεις (αρχικά επρόκειτο να γίνει εδώ η Γλυπτοθήκη του Μουσείου), απ’ όπου κανείς έρχεται αντιμέτωπος με μια απρόβλεπτη θέαση όλων των γύρω λόφων, σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τον Παρθενώνα, και του Υμηττού.
- Επιμένοντας ότι «ο τόπος είναι το βασικό κομμάτι της κουλτούρας ενός λαού» φαίνεται να αφουγκράζεστε ενεργά τα αφηγήματα της Αθήνας: την ιστορία του Ιλισού, τον θόρυβο της Συγγρού, την επιβλητική κυριαρχία ενός μοντερνιστικού κτιρίου σε μια ήσυχη τότε αρχιτεκτονικά περιοχή. Πόσο δύσκολο ήταν να αφηγηθείτε εκ νέου την ιστορία του κτιρίου με τρόπο καινοφανή σε μια συντηρητική αισθητικά κοινότητα σήμερα;
Σε κάθε κοινωνία υπάρχει συντήρηση και επιθυμία για αλλαγή. Η ελληνική δεν αποτελεί εξαίρεση. Το μουσείο πολεμήθηκε και αγαπήθηκε πριν δημιουργηθεί ως θεσμός, πριν ολοκληρωθεί ως χώρος, και αυτό το δίπολο εξακολούθησε να υπάρχει και μετά την κατασκευή του. Δεν με ξαφνιάζει. Το πιο αμφισβητούμενο κομμάτι του είναι η νέα όψη της Καλλιρρόης. Δεν θα ήθελα να μιλήσω εδώ γι’ αυτήν γιατί υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι στο βιβλίο μου. Απλά να πω ότι αυτή η όψη θα κριθεί ύστερα από χρόνια, όταν θα έχει «παλιώσει» και αλλοιωθεί από τη σκόνη και τα καυσαέρια και αφού θα έχει χορταριάσει από τους σπόρους που θα φέρνουν ο αέρας και τα πουλιά. Τότε θα πλησιάσει σε αυτό που θέλαμε να είναι, δηλαδή ένα κομμάτι μιας γεωλογικής τομής της όχθης του Ιλισού.
- Βρήκα τρομακτικά ευφυές -εκτός από την υδάτινη κουρτίνα που αγκαλιάζει το κάτω τμήμα της κεντρικής όψης της Καλλιρρόης- το γεγονός ότι θελήσατε να προσθέσετε οξείδιο του χαλκού στην επιφάνεια από μπετόν ώστε να «πρασινίσει» με την υγρασία της ατμόσφαιρας, κάτι που τελικά δεν ευοδώθηκε. Υπήρξαν και άλλα -ευφυή, κατά τη γνώμη μου- εγχειρήματα που δεν σας επετράπη να υλοποιηθούν;
Μια μεγάλη αλλαγή από τη μελέτη του διαγωνισμού στη μελέτη που πραγματοποιήθηκε ήταν η όψη της Καλλιρρόης. Η μπετονένια όψη, που επρόκειτο να χρωματιστεί με το οξείδιο του χαλκού, ήταν αυτή προς τον Σταθμό Μετεπιβίβασης. Η όψη της λεωφόρου Καλλιρρόης ήταν και αυτή από μπετόν που προτείναμε να τη χρωματίσουμε προσθέτοντας άργιλο. Η πλήρης περιγραφή είναι στο κεφαλαιάκι «Ο σχεδιασμός των όψεων» (σελ.110). Ενα τμήμα του σχεδιασμού που δεν πραγματοποιήθηκε ήταν η επένδυση με πέτρα του όγκου, που στο βιβλίο αποκαλώ το «Μαγικό Κουτί». Επεσε θύμα του κοστολογίου. Το μεγαλύτερο ποσοστό του προϋπολογισμού του έργου καταναλώθηκε στην ενίσχυση του φέροντος οργανισμού του υπάρχοντος κτιρίου και στις μηχανολογικές εγκαταστάσεις. Η αρχιτεκτονική ήταν ο... φτωχός συγγενής. Το «Μαγικό Κουτί» αντιστοιχεί στο πέτρινο τμήμα της όψης της Καλλιρρόης. Είναι ουσιαστικά το «θησαυροφυλάκιο» του μουσείου γιατί στεγάζει τις μόνιμες συλλογές, καθώς και το έμψυχο υλικό, τα γραφεία, τα αρχεία, τα εργαστήρια και τη βιβλιοθήκη. Η άλλη πλευρά του «Κουτιού» είναι ο τυφλός τοίχος στο πλάι από τις κυλιόμενες σκάλες, στο εσωτερικό του κτιρίου, που τον διαπερνούν μόνο οι είσοδοι στους εκθεσιακούς χώρους και στη βιβλιοθήκη. Αφού δεν μπορούσαμε να τον επενδύσουμε με την ίδια πέτρα, καταλήξαμε στη χρωματική μελέτη να τον βάψουμε με ένα παρεμφερές χρώμα, αλλά τελικά στην κατασκευή, για άγνωστους λόγους, έγινε λευκός όπως όλο το εσωτερικό.
- Αναφέρεστε σε μια σειρά από δυσκολίες που αντιμετωπίσατε σε αυτό το πολύπλοκο κτίριο, στο οποίο μάλιστα δεν μπορούσατε να έχετε πλήρη πρόσβαση, όπως η αφαίρεση του υποστυλώματος από το λεγόμενο «φιλέτο», η μετακίνηση της αίθουσας στον ημιώροφο για να απελευθερωθεί χώρος για τη μόνιμη συλλογή κ.ά. Ποια ήταν, αλήθεια, για εσάς η μεγαλύτερη πρόκληση;
Οι άνθρωποι. Τι εννοώ: η μετατροπή ενός επώνυμου κτιρίου όπως είναι το ΦΙΞ στο ΕΜΣΤ ήταν σύνθετο έργο όχι μόνο γιατί παρουσίαζε ιδιομορφίες και προβλήματα τεχνικά, αλλά και επειδή έπρεπε να συντονιστούν πάρα πολλοί άνθρωποι για να γίνει. Από την πλευρά του πελάτη-ιδιοκτήτη είχαμε να συνεργαστούμε με τη διευθύντρια Αννα Καφέτση, με τα εκάστοτε διοικητικά συμβούλια που άλλαζαν συνεχώς σύνθεση, με την επιβλέπουσα αρχή που ήταν ένα ιδιωτικό γραφείο, η Ελληνοτεχνική Α.Ε., καθώς και το υπουργείο Πολιτισμού.
Από την πλευρά των μελετητών έπρεπε να συντονίζω μια πολυμελή και σύνθετη ομάδα από Ελληνες και Αγγλους μελετητές, να μεταφράζω πολλές φορές στις συναντήσεις μεταξύ μας, αλλά και να βρίσκω τρόπους συμβιβασμών για να προχωρεί το έργο. Είχαμε τους Arup Acoustics, ειδικούς για την ακουστική και την ηχομόνωση, τους Light Μatters, ειδικούς για θέματα φωτισμού, άλλους ειδικούς για την πυρασφάλεια και την πυροπροστασία, την προστασία του κελύφους και του μικροκλίματος, την ασφάλεια του κτιρίου, ειδικό για τη σήμανση, για τον σχεδιασμό του καταρράκτη, για την κουζίνα του εστιατορίου, για τη βιβλιοθήκη, και φυσικά τους πολιτικούς μηχανικούς και ηλεκτρομηχανολόγους. Και φυσικά, υπήρχαν οι αντίστοιχοι ειδικοί από την πλευρά της επίβλεψης της μελέτης. Οι συναντήσεις ήταν τόσο πολυμελείς που έπρεπε να βρισκόμαστε σε συγκεκριμένους χώρους για να χωράμε όλοι στο ίδιο δωμάτιο. Ενιωθα πολλές φορές όπως ο Σίσυφος.
- Είναι υπέροχο ότι πολεμήσατε με τόσο έντονα κόκκινο και επαναστατικό τρόπο τη δικτατορία του λευκού - ο Μέλβιλ, άλλωστε, επέμενε ότι είναι το απόλυτο χρώμα του πένθους. Μήπως έχει να κάνει και αυτό με τις τόσες αισθητικές προκαταλήψεις που μαστίζουν τη χώρα μας;
Το κόκκινο χρώμα της κεντρικής εισόδου του κτιρίου επιλέχθηκε για να τονιστεί το «στόμα» του μουσείου (βαμμένα κόκκινα χείλη). Είναι το μόνο χρώμα που επέζησε από τη χρωματική μελέτη. Ολα τα άλλα έγιναν λευκά. Η χρωμοφοβία ή χρωματοφοβία, ο φόβος δηλαδή της... μόλυνσης ή διαφθοράς μέσω των χρωμάτων, δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της χώρας μας, αλλά υποβόσκει στη δυτική τέχνη διαμέσου των αιώνων. Αυτό γίνεται φανερό στις πολλές απόπειρες να καθαρθεί η Τέχνη και η Αρχιτεκτονική από το χρώμα, είτε καθιστώντας το ιδιότητα κάποιου «ξένου» σώματος (ανατολίτικου, γυναικείου, ανώριμου, χυδαίου, παθολογικού κ.λπ.), είτε περιορίζοντάς το στον χώρο του μεταφυσικού, του επουσιώδους, του διακοσμητικού, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις είναι ταυτόσημο. Ας θυμηθούμε μόνο ένα παράδειγμα, πόσο έγχρωμοι ήταν οι αρχαίοι ελληνικοί ναοί και τα αγάλματά τους πριν «καθαριστούν» και γίνουν λευκά.
- Είναι καίρια η επισήμανση του Τιμ Ρόναλντς στο βιβλίο ότι «παρά την κλίμακά του το κτίριο είναι ντελικάτο, φίνο». Αλήθεια, πόσο εύκολο ήταν να του ξαναδώσετε πνοή σεβόμενη απόλυτα την ιστορία του;
Από τον πρόλογο στο βιβλίο του Ηλία Ζέγγελη: «...Επαναχρησιμοποιώντας την επιβλητική δομή της Ζυθοποιίας, το ΕΜΣΤ και οι αρχιτέκτονές του παρακάμπτουν την παρόρμηση να δημιουργήσουν κάτι μνημειακό και επιδεικτικό, και που μοιάζει να έχει κυριαρχήσει στον σχεδιασμό εκθεσιακών χώρων τελευταία. Η κεντρική ιδέα τους προέρχεται από το υπάρχον κτίριο και προσαρμόζεται στην ευφυΐα του τόπου. Αυτή είναι μια στρατηγική που τους επιτρέπει να εκμεταλλεύονται ό,τι ήδη υπάρχει, όπως παραδείγματος χάριν την πολυτέλεια του να κατοικούμε και να απολαμβάνουμε την αίθουσα με τους γιγάντιους κίονες στο υπόγειο, ένα δώρο για έναν χώρο, τον οποίο οι σύγχρονες κοστολογήσεις δεν θα επέτρεπαν ποτέ να κατασκευαστεί. Εδώ, δεν αισθανόμαστε τη μεγαλομανία του διάσημου αρχιτέκτονα: η αρχιτεκτονική έχει απελευθερωθεί από την ανάγκη να εντυπωσιάσει και με τη σύγχρονη επέμβαση είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε πού τελειώνει το παλαιό και πού αρχίζει το νέο. Η νέα συμβολή του αρχιτέκτονα παραμένει μη φορτική, διακριτική, αποκαλύπτεται σταδιακά με τη δεύτερη ή τρίτη γνωριμία...».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα