Η Βικτόρια Χίσλοπ μιλά για την «επιστροφή» της στο «Νησί»
15.04.2021
06:29
Μέσα από το νέο της μυθιστόρημα που θα παρουσιαστεί διαδικτυακά στο Public
Το νέο της μυθιστόρημα, «Μια νύχτα του Αυγούστου», θα παρουσιάσει η Βικτόρια Χίσλοπ στο ελληνικό κοινό μέσα από μία διαδικτυακή εκδήλωση που διοργανώνει το Public, την Τρίτη 20 Απριλίου, στις 19.00. Το βιβλίο, που αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου, επιτυχημένου λογοτεχνικά και τηλεοπτικά, μυθιστορήματός της «Το Νησί» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Η ιστορία του νέου μυθιστορήματος ξενικά στις 25 Αυγούστου 1957. Η αποικία λεπρών στη Σπιναλόγκα κλείνει και ακολουθεί ένα γλέντι για την περίσταση στην Πλάκα, στο χωριό ακριβώς απέναντι. Οι υγιείς συναντούν τους πρόσφατα θεραπευμένους και όλοι μαζί τρώνε, χορεύουν και γιορτάζουν αυτή τη σπουδαία στιγμή απελευθέρωσης από τον φόβο και την αρρώστια.
Όλα παγώνουν, ωστόσο, όταν ακούγονται δυο πυροβολισμοί. Η Άννα πέφτει νεκρή. Και το κλείσιμο της αποικίας θα μείνει συνδεδεμένο για πάντα με την τραγωδία. Το ζήτημα είναι πώς θα συνεχίσουν να ζουν αυτοί που έμειναν πίσω. Η αδελφή της η Μαρία, ο σύζυγος της Άννας ο Αντρέας, ο εραστής της ο Μανόλης… Πώς θα αντιμετωπίσουν το στίγμα και το σκάνδαλο. Πώς θα χτίσουν ένα μέλλον πάνω στα ερείπια του παρελθόντος.
Η Βικτόρια Χίσλοπ γράφει αναφερόμενη στο νέο της μυθιστόρημα: «Έγραψα το «Μια νύχτα του Αυγούστου» κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου απομόνωσης που μας επιβλήθηκε εξαιτίας της πανδημίας την άνοιξη του 2020. Εκείνες τις δεκατέσσερις εβδομάδες τις πέρασα στην εξοχή της Αγγλίας, στο ίδιο σπίτι όπου είχα συγγράψει το Νησί σχεδόν είκοσι χρόνια νωρίτερα. Είναι ένα μέρος που περιστοιχίζεται από λιβάδια, οι πιο κοντινοί γείτονες είναι κοπάδια από πρόβατα και οι μόνοι ήχοι είναι τα κελαηδίσματα των πουλιών. Δεν υπήρχε κανείς από τους συνήθεις περισπασμούς που καμιά φορά καθιστούν τη συγγραφή πολύ πιο αργή διαδικασία απ’ ό,τι θα έπρεπε να είναι. Ήταν παράνομο να συναντιέται κανείς με φίλους του και, έτσι κι αλλιώς, εστιατόρια, παμπ και καφέ ήταν κλειστά. Το κοντινότερο καφενείο απείχε πολλά χιλιόμετρα, κι έτσι, στις εννιά η ώρα κάθε πρωί, έφτιαχνα μια μεγάλη κανάτα καφέ στο σπίτι μου και καθόμουν να γράψω.
Επικρατούσαν ιδανικές συνθήκες: μοναχικότητα και σιωπή. Σε άλλα τμήματα του σπιτιού ο άντρας μου επιμελούνταν την έκδοση ενός περιοδικού, η κόρη μου αρχειοθετούσε άρθρα για λογαριασμό διάφορων εφημερίδων, ο γιος μου έγραφε σενάρια και η κοπέλα του μελετούσε για το μεταπτυχιακό της. Μόνη απαιτητική ένοικος του σπιτιού ήταν η γάτα μας, που περίμενε να την ταΐσουμε. Με όλο τον κόσμο γύρω μας αιχμάλωτο μιας ανίατης ασθένειας, ζούσαμε κι εμείς σε μια κατάσταση βουκολικής απομόνωσης και, όταν άρχισα να γράφω, αισθάνθηκα μια ολοένα και μεγαλύτερη σύνδεση με τη ζωή των λεπρών ασθενών της Σπιναλόγκας, πολλοί από τους οποίους είχαν ζήσει πολλά χρόνια χωρισμένοι από τις οικογένειές τους και χωρίς θεραπευτική αγωγή. Ήταν απόκοσμη η συνειδητοποίηση μιας σειράς από μικρές ομοιότητες ανάμεσα σε εκείνους τους ανθρώπους που ζούσαν στο άσυλο λεπρών και στη σημερινή εποχή που βιώναμε εμείς.
Δεν ήμασταν μεν ασθενείς (αν και πολλές φορές μάς καταλάμβανε αγωνία αν πιστεύαμε πως ίσως εμφανίζαμε συμπτώματα), όμως νιώσαμε στο πετσί μας την απομόνωση και τις ελλείψεις σε είδη διατροφής (για πολλές εβδομάδες τα ράφια των σούπερ μάρκετ στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν αδειάσει από όλα τα βασικά είδη) και βιώσαμε τον φόβο απέναντι σε μια ασθένεια για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά σε όλο τον κόσμο και οι αριθμοί σημείωναν εκθετική αύξηση.
Ταυτόχρονα, εγώ προσωπικά βίωνα και τι σημαίνει να ζεις με μια βαθιά θλίψη. Στις αρχές της περιόδου αυτοαπομόνωσης πέθανε η μητέρα μου. Εξαιτίας των μέτρων δεν είχαμε καταφέρει να την επισκεφτούμε στο σπίτι της για να την αποχαιρετήσουμε και δεν μπορέσαμε να της κάνουμε κανονική κηδεία. Αναλογίστηκα τον Γιώργη από το Νησί, έναν άντρα που αγαπούσε απεριόριστα τη γυναίκα του αλλά δεν ήταν πλάι της, όταν πέθαινε, για να την παρηγορήσει και δεν μπορούσε να επισκεφτεί τον τάφο της. Κάτι τέτοιο απαγορευόταν στους συγγενείς των ασθενών της Σπιναλόγκας – και τώρα απαγορευόταν και σε εμάς. Ασφαλώς πενθήσαμε για την απώλεια, αλλά δεν μπορέσαμε να τηρήσουμε τα καθιερωμένα διαβατήρια τελετουργικά.Ήταν η σωστή στιγμή για να ταξιδέψω ξανά με τη φαντασία μου στα τελευταία χρόνια της Σπιναλόγκας.
Προς το τέλος του Νησιού συμβαίνει ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Συγκεκριμένα, συμβαίνει στις 25 Αυγούστου 1957, όταν έχει βρεθεί η θεραπεία για τη λέπρα και οι ασθενείς μπορούν επιτέλους να φύγουν από τη Σπιναλόγκα. Έπειτα από πολλά χρόνια απομόνωσης σε εκείνο το μικρό νησί, εκατοντάδες άνθρωποι παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής. Εκείνο το βράδυ γίνεται ένα μεγάλο γλέντι για την περίσταση στην Πλάκα, το χωριό που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τη Σπιναλόγκα. Οι υγιείς ανακατεύονται με τους πρόσφατα θεραπευμένους και όλοι μαζί τρώνε, χορεύουν και γιορτάζουν αυτή τη σπουδαία στιγμή απελευθέρωσης από τον φόβο και την αρρώστια. Όταν η γιορτή βρίσκεται στην κορύφωσή της, τον αέρα σκίζει ο ήχος δύο πυροβολισμών.
Μια γυναίκα έχει δολοφονηθεί. Είναι η Άννα Βανδουλάκη, η αδελφή της Μαρίας, κεντρικής πρωταγωνίστριας του νέου μυθιστορήματος, η οποία έχει μόλις επιστρέψει από το νησί, επιτέλους θεραπευμένη. Εκείνη τη νύχτα του Αυγούστου η χαρά μετατρέπεται σε τραγωδία και μέσα σε μια στιγμή οι ζωές των πρωταγωνιστών του Νησιού ανατρέπονται ολοσχερώς. Για τους τρεις άντρες που αγαπούν την Άννα τίποτα δε θα είναι ξανά όπως πριν. Για τον Αντρέα, τον σύζυγό της και δολοφόνο της. Για τον Μανόλη, τον εραστή της, που πιστεύει πως εκείνος στάθηκε η αιτία για τον φόνο της. Και για τον Αντώνη, που αγαπούσε την Άννα απ’ όταν ήταν μικρά παιδιά. Στο Νησί η νύχτα της 25ης Αυγούστου σηματοδοτεί λίγο πολύ το τέλος της ιστορίας καθενός από αυτούς τους άντρες: ο Αντρέας φυλακίζεται και στη συνέχεια πεθαίνει, ο Μανόλης τρέπεται σε φυγή (και δε μαθαίνουμε τι απέγινε) και ο Αντώνης παίζει μικρό ρόλο στην ιστορία που διαδραματίζεται στη συνέχεια.
Για τη Μαρία ο θάνατος της Άννας είναι καταστροφή. Νωρίτερα την ίδια μέρα έχει απελευθερωθεί από τη «φυλακή» του νησιού και λίγες στιγμές πριν από το φονικό έχει δεχτεί πρόταση γάμου από τον άντρα που αγαπούσε. Μέσα σε λίγες ώρες η ζωή της έχει μεταμορφωθεί τόσο απρόσμενα προς το καλύτερο, αλλά ελάχιστες ώρες μετά αλλάζει ξανά αιφνίδια προς το χειρότερο. Όταν ξαναδιάβασα εκείνα τα τελευταία κεφάλαια του Νησιού, συνειδητοποίησα πως είχα αντιπαρέλθει με κάποια βιασύνη, ίσως και τεμπελιά, ορισμένους από τους χαρακτήρες μου και αποφάσισα να διερευνήσω σε πολύ μεγαλύτερο βάθος τις αντιδράσεις τους, τα συναισθήματά τους, την κατάληξή τους. Ήταν σαν να ξαναβρίσκω στο ντουλάπι μια παλιά φωτογραφική μηχανή με ένα φιλμ ακόμη μέσα της που δεν εμφανίστηκε ποτέ. Το έβγαλα έξω, εμφάνισα τις εικόνες και άρχισα να παρακολουθώ να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μου οι πρωτύτερα κρυμμένες λεπτομέρειες και να τις αποτυπώνω στο χαρτί.Ως συγγραφέας απόλαυσα πολύ αυτή τη διαδικασία. Ελπίζω και οι αναγνώστες να απολαύσουν το αποτέλεσμα».
Κατά την διάρκεια της διαδικτυακής εκδήλωσης θα συνομιλήσουν με τη συγγραφέα οι ηθοποιοί Κατερίνα Λέχου και Τάσος Νούσιας.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε την εκδήλωση ΕΔΩ και ΕΔΩ
Η ιστορία του νέου μυθιστορήματος ξενικά στις 25 Αυγούστου 1957. Η αποικία λεπρών στη Σπιναλόγκα κλείνει και ακολουθεί ένα γλέντι για την περίσταση στην Πλάκα, στο χωριό ακριβώς απέναντι. Οι υγιείς συναντούν τους πρόσφατα θεραπευμένους και όλοι μαζί τρώνε, χορεύουν και γιορτάζουν αυτή τη σπουδαία στιγμή απελευθέρωσης από τον φόβο και την αρρώστια.
Όλα παγώνουν, ωστόσο, όταν ακούγονται δυο πυροβολισμοί. Η Άννα πέφτει νεκρή. Και το κλείσιμο της αποικίας θα μείνει συνδεδεμένο για πάντα με την τραγωδία. Το ζήτημα είναι πώς θα συνεχίσουν να ζουν αυτοί που έμειναν πίσω. Η αδελφή της η Μαρία, ο σύζυγος της Άννας ο Αντρέας, ο εραστής της ο Μανόλης… Πώς θα αντιμετωπίσουν το στίγμα και το σκάνδαλο. Πώς θα χτίσουν ένα μέλλον πάνω στα ερείπια του παρελθόντος.
Η Βικτόρια Χίσλοπ γράφει αναφερόμενη στο νέο της μυθιστόρημα: «Έγραψα το «Μια νύχτα του Αυγούστου» κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου απομόνωσης που μας επιβλήθηκε εξαιτίας της πανδημίας την άνοιξη του 2020. Εκείνες τις δεκατέσσερις εβδομάδες τις πέρασα στην εξοχή της Αγγλίας, στο ίδιο σπίτι όπου είχα συγγράψει το Νησί σχεδόν είκοσι χρόνια νωρίτερα. Είναι ένα μέρος που περιστοιχίζεται από λιβάδια, οι πιο κοντινοί γείτονες είναι κοπάδια από πρόβατα και οι μόνοι ήχοι είναι τα κελαηδίσματα των πουλιών. Δεν υπήρχε κανείς από τους συνήθεις περισπασμούς που καμιά φορά καθιστούν τη συγγραφή πολύ πιο αργή διαδικασία απ’ ό,τι θα έπρεπε να είναι. Ήταν παράνομο να συναντιέται κανείς με φίλους του και, έτσι κι αλλιώς, εστιατόρια, παμπ και καφέ ήταν κλειστά. Το κοντινότερο καφενείο απείχε πολλά χιλιόμετρα, κι έτσι, στις εννιά η ώρα κάθε πρωί, έφτιαχνα μια μεγάλη κανάτα καφέ στο σπίτι μου και καθόμουν να γράψω.
Επικρατούσαν ιδανικές συνθήκες: μοναχικότητα και σιωπή. Σε άλλα τμήματα του σπιτιού ο άντρας μου επιμελούνταν την έκδοση ενός περιοδικού, η κόρη μου αρχειοθετούσε άρθρα για λογαριασμό διάφορων εφημερίδων, ο γιος μου έγραφε σενάρια και η κοπέλα του μελετούσε για το μεταπτυχιακό της. Μόνη απαιτητική ένοικος του σπιτιού ήταν η γάτα μας, που περίμενε να την ταΐσουμε. Με όλο τον κόσμο γύρω μας αιχμάλωτο μιας ανίατης ασθένειας, ζούσαμε κι εμείς σε μια κατάσταση βουκολικής απομόνωσης και, όταν άρχισα να γράφω, αισθάνθηκα μια ολοένα και μεγαλύτερη σύνδεση με τη ζωή των λεπρών ασθενών της Σπιναλόγκας, πολλοί από τους οποίους είχαν ζήσει πολλά χρόνια χωρισμένοι από τις οικογένειές τους και χωρίς θεραπευτική αγωγή. Ήταν απόκοσμη η συνειδητοποίηση μιας σειράς από μικρές ομοιότητες ανάμεσα σε εκείνους τους ανθρώπους που ζούσαν στο άσυλο λεπρών και στη σημερινή εποχή που βιώναμε εμείς.
Δεν ήμασταν μεν ασθενείς (αν και πολλές φορές μάς καταλάμβανε αγωνία αν πιστεύαμε πως ίσως εμφανίζαμε συμπτώματα), όμως νιώσαμε στο πετσί μας την απομόνωση και τις ελλείψεις σε είδη διατροφής (για πολλές εβδομάδες τα ράφια των σούπερ μάρκετ στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν αδειάσει από όλα τα βασικά είδη) και βιώσαμε τον φόβο απέναντι σε μια ασθένεια για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά σε όλο τον κόσμο και οι αριθμοί σημείωναν εκθετική αύξηση.
Ταυτόχρονα, εγώ προσωπικά βίωνα και τι σημαίνει να ζεις με μια βαθιά θλίψη. Στις αρχές της περιόδου αυτοαπομόνωσης πέθανε η μητέρα μου. Εξαιτίας των μέτρων δεν είχαμε καταφέρει να την επισκεφτούμε στο σπίτι της για να την αποχαιρετήσουμε και δεν μπορέσαμε να της κάνουμε κανονική κηδεία. Αναλογίστηκα τον Γιώργη από το Νησί, έναν άντρα που αγαπούσε απεριόριστα τη γυναίκα του αλλά δεν ήταν πλάι της, όταν πέθαινε, για να την παρηγορήσει και δεν μπορούσε να επισκεφτεί τον τάφο της. Κάτι τέτοιο απαγορευόταν στους συγγενείς των ασθενών της Σπιναλόγκας – και τώρα απαγορευόταν και σε εμάς. Ασφαλώς πενθήσαμε για την απώλεια, αλλά δεν μπορέσαμε να τηρήσουμε τα καθιερωμένα διαβατήρια τελετουργικά.Ήταν η σωστή στιγμή για να ταξιδέψω ξανά με τη φαντασία μου στα τελευταία χρόνια της Σπιναλόγκας.
Προς το τέλος του Νησιού συμβαίνει ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Συγκεκριμένα, συμβαίνει στις 25 Αυγούστου 1957, όταν έχει βρεθεί η θεραπεία για τη λέπρα και οι ασθενείς μπορούν επιτέλους να φύγουν από τη Σπιναλόγκα. Έπειτα από πολλά χρόνια απομόνωσης σε εκείνο το μικρό νησί, εκατοντάδες άνθρωποι παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής. Εκείνο το βράδυ γίνεται ένα μεγάλο γλέντι για την περίσταση στην Πλάκα, το χωριό που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τη Σπιναλόγκα. Οι υγιείς ανακατεύονται με τους πρόσφατα θεραπευμένους και όλοι μαζί τρώνε, χορεύουν και γιορτάζουν αυτή τη σπουδαία στιγμή απελευθέρωσης από τον φόβο και την αρρώστια. Όταν η γιορτή βρίσκεται στην κορύφωσή της, τον αέρα σκίζει ο ήχος δύο πυροβολισμών.
Μια γυναίκα έχει δολοφονηθεί. Είναι η Άννα Βανδουλάκη, η αδελφή της Μαρίας, κεντρικής πρωταγωνίστριας του νέου μυθιστορήματος, η οποία έχει μόλις επιστρέψει από το νησί, επιτέλους θεραπευμένη. Εκείνη τη νύχτα του Αυγούστου η χαρά μετατρέπεται σε τραγωδία και μέσα σε μια στιγμή οι ζωές των πρωταγωνιστών του Νησιού ανατρέπονται ολοσχερώς. Για τους τρεις άντρες που αγαπούν την Άννα τίποτα δε θα είναι ξανά όπως πριν. Για τον Αντρέα, τον σύζυγό της και δολοφόνο της. Για τον Μανόλη, τον εραστή της, που πιστεύει πως εκείνος στάθηκε η αιτία για τον φόνο της. Και για τον Αντώνη, που αγαπούσε την Άννα απ’ όταν ήταν μικρά παιδιά. Στο Νησί η νύχτα της 25ης Αυγούστου σηματοδοτεί λίγο πολύ το τέλος της ιστορίας καθενός από αυτούς τους άντρες: ο Αντρέας φυλακίζεται και στη συνέχεια πεθαίνει, ο Μανόλης τρέπεται σε φυγή (και δε μαθαίνουμε τι απέγινε) και ο Αντώνης παίζει μικρό ρόλο στην ιστορία που διαδραματίζεται στη συνέχεια.
Για τη Μαρία ο θάνατος της Άννας είναι καταστροφή. Νωρίτερα την ίδια μέρα έχει απελευθερωθεί από τη «φυλακή» του νησιού και λίγες στιγμές πριν από το φονικό έχει δεχτεί πρόταση γάμου από τον άντρα που αγαπούσε. Μέσα σε λίγες ώρες η ζωή της έχει μεταμορφωθεί τόσο απρόσμενα προς το καλύτερο, αλλά ελάχιστες ώρες μετά αλλάζει ξανά αιφνίδια προς το χειρότερο. Όταν ξαναδιάβασα εκείνα τα τελευταία κεφάλαια του Νησιού, συνειδητοποίησα πως είχα αντιπαρέλθει με κάποια βιασύνη, ίσως και τεμπελιά, ορισμένους από τους χαρακτήρες μου και αποφάσισα να διερευνήσω σε πολύ μεγαλύτερο βάθος τις αντιδράσεις τους, τα συναισθήματά τους, την κατάληξή τους. Ήταν σαν να ξαναβρίσκω στο ντουλάπι μια παλιά φωτογραφική μηχανή με ένα φιλμ ακόμη μέσα της που δεν εμφανίστηκε ποτέ. Το έβγαλα έξω, εμφάνισα τις εικόνες και άρχισα να παρακολουθώ να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μου οι πρωτύτερα κρυμμένες λεπτομέρειες και να τις αποτυπώνω στο χαρτί.Ως συγγραφέας απόλαυσα πολύ αυτή τη διαδικασία. Ελπίζω και οι αναγνώστες να απολαύσουν το αποτέλεσμα».
Κατά την διάρκεια της διαδικτυακής εκδήλωσης θα συνομιλήσουν με τη συγγραφέα οι ηθοποιοί Κατερίνα Λέχου και Τάσος Νούσιας.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε την εκδήλωση ΕΔΩ και ΕΔΩ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr