«Παρέλαβα χρέος 22.000 ευρώ μόνο από κομμωτήρια!»

Ο Διευθυντής των Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μιλάει για τον διπλό ρόλο του, για τον «Κυνόδοντα» αλλά και για το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου

Ο Διευθυντής των Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης κ. Δημήτρης Εϊπίδης μιλώντας στο protothema.gr αποκαλύπτει τα υπέρογκα χρέη που παρέλαβε από την προηγούμενη διοίκηση όταν βρέθηκε στο «τιμόνι» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου την περασμένη χρονιά, πολύ μεγάλο μέρος των οποίων έχει καταφέρει ήδη να αποπληρώσει, εξηγεί την σημαντικότητα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για την πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ αναφέρεται στην μεγάλη επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου με τον «Κυνόδοντα» που κατάφερε να φτάσει μέχρι την αίθουσα των Oscar, καθώς και για τις νέες ελληνικές ταινίες που τον εντυπωσίασαν.

Με αφορμή το 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που θα διαρκέσει από τις 11 έως και τις 20 Μαρτίου 2011, συναντήσαμε τον κ. Εϊπίδη στο lobby του ξενοδοχείου Electra Palace, ακριβώς απέναντι από τον θρυλικό κινηματογράφο Ολύμπιον, τη καρδιά και τη ψυχή του Φεστιβάλ, στο κέντρο της πλατείας Αριστοτέλους. Το φεστιβάλ ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς αν αναλογιστούμε κατ' αρχάς τον ηλιόλουστο καιρό που θυμίζει έντονα άνοιξη, μετά τα χιόνια της περασμένης εβδομάδας, και έπειτα το σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας γεμάτο από Θεσσαλονικείς και τουρίστες γυάλινο εκδοτήριο εισιτηρίων.

-Κύριε Εϊπίδη, βρισκόμαστε εν μέσω του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Πιστεύετε ότι το ντοκιμαντέρ ως είδος, έχει απήχηση στο κοινό;
Φυσικά. Ακόμα και τώρα αν κοιτάξετε στο γυάλινο (εκδοτήριο εισιτηρίων) απ' έξω, υπάρχουν 10-20 άτομα που κόβουν εισιτήρια. Όλη μέρα γίνεται αυτό, μέχρι τα μεσάνυχτα. Αυτό σημαίνει ότι έχει ενδιαφέρον και μάλιστα το ντοκιμαντέρ αναπτύσσεται τάχιστα σε σχέση με τον κινηματογράφο μυθοπλασίας. Από χρόνο σε χρόνο υπάρχει μια αριθμητική ανάπτυξη στα εισιτήρια και στην προσέλευση του κοινού. Πέρυσι είχαμε 46.000 θεατές, που δεν είναι ευκαταφρόνητος αριθμός όταν μιλάμε για μια πόλη του μεγέθους της Θεσσαλονίκης. Η αίσθησή μου είναι ότι φέτος θα αυξηθεί.



Ο κ. Δημήτρης Εϊπίδης μαζί με τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης κ. Γιάννη Μπουτάρη και τον Υφυπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων κ. Σπύρο Βούγια στην τελετή έναρξης του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

-Πόσο σημαντική είναι η συμβολή του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για την πόλη;
Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ θεωρείται πλέον, βάση στοιχείων που έρχονται από την Ε.Ε., το τρίτο σημαντικότερο στην Ευρώπη. Και μιλάμε για ένα φεστιβάλ που ξεκίνησε στην «ψωροκώσταινα», όπως την ξέρουμε, χωρίς καθόλου λεφτά, χωρίς τίποτα, με μόνο εφόδιο την αποφασιστικότητα ότι μας χρειάζεται αυτού του είδους η μορφή κινηματογράφου, σε έναν τόπο που δεν υπάρχει καμία εναλλακτική μορφή ενημέρωσης. Εδώ δεν διαθέτουμε τα πολιτιστικά «δώρα» που προσφέρονται στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ότι μαθαίνει ο κόσμος προέρχεται από τον Τύπο ή την τηλεόραση. Πιστεύω ότι με αυτό που γίνεται εδώ στη Θεσσαλονίκη, θα έχουμε τους καλύτερους Έλληνες πολίτες στην επικράτεια.

-Εκτός από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, βρίσκεστε στο «τιμόνι» και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Αισθάνεστε πως είναι μεγάλο το βάρος των δυο φεστιβάλ που κουβαλάτε στους ώμους σας;
Σίγουρα είναι. Ήταν δύσκολο εξ αρχής αν λάβει κανείς υπόψη του τις συγκυρίες και κυρίως την οικονομική κρίση, που περιόρισε πάρα πολύ τον τρόπο που διοργανώνεται ένα φεστιβάλ, μιας και πρώτο μας μέλημα είναι να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε τα βασικότερα μέρη του προγράμματος και οι στόχοι μας μειώθηκαν πάρα πολύ. Το ικανοποιητικό είναι ότι έγινε τελικά το Φεστιβάλ μυθοπλασίας, γιατί για κάποιο διάστημα υπήρχε η ιδέα ότι πρέπει να ματαιωθεί, ή να αναβληθεί.

-Ειδικά για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου είχαν ακουστεί πολλά, όσον αφορά την οικονομική διαχείριση που γινόταν τα περασμένα χρόνια. Τι ακριβώς συνέβαινε;
Όταν παρέλαβα το Φεστιβάλ, ανακαλύψαμε ότι όχι απλώς δεν θα ήταν ομαλή η συνέχειά του, αλλά ήταν ένα φεστιβάλ καταχρεωμένο. Τραγικά καταχρεωμένο. Πέρυσι, που ήταν το επετειακό 50ο Φεστιβάλ, εισέπραξε 7,5-8 εκατομμύρια χορηγίες από το υπουργείο και εγώ παρέλαβα στα τέλη Μαΐου ένα φεστιβάλ με 6,5 εκατομμύρια ευρώ χρέη, και με έσοδα σχεδόν ανύπαρκτα, καθώς είχε ξεκινήσει η κρίση, οι περικοπές και οι δυσκολίες που συνεχίζονται μέχρι σήμερα.


Ο κ. Δημήτρης Εϊπίδης με τον Υπουργό Πολιτισμού κ. Παύλο Γερουλάνο

-Από όσο ξέρω έχετε κάνει σημαντικές προσπάθειες και έχετε καταφέρει ήδη να ξεχρεώσετε πολύ μεγάλο μέρος των χρημάτων.
Έχω ξεχρεώσει πράγματι ένα μεγάλο μέρος. Μέχρι στιγμής, από την έναρξη του Φεστιβάλ στις αρχές Δεκέμβρη, τα χρέη από τα 6,5 εκατομμύρια ευρώ έχουν μειωθεί στο 1,5 εκατομμύριο και είμαι αποφασισμένος εν όσο παραμείνω σε αυτή τη θέση να αποπληρώσω τα πάντα. Είμαι παρανοϊκός με τα χρέη και αυτό δεν μπορώ να το ανεχτώ.

-Βρίσκεστε πάντως σε πολύ καλό δρόμο.
Ναι, αποπληρώθηκαν τεράστια ποσά. Ενδεικτικά θα σας αναφέρω ότι τα ξενοδοχεία, που είναι βασικός συνεργάτης, μας είχαν κλείσει τις πόρτες. Εκτός από τα ξενοδοχεία χρωστούσαμε τα βραβεία των ταινιών από μια τριετία, τα εστιατόρια, τα γραφεία ταξιδίων δεν μας δίνανε ούτε ένα εισιτήριο. Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να κλείσω ούτε με πιστωτική κάρτα δωμάτιο. Δεχόντουσαν μόνο μετρητοίς. Υπήρχε ανασφάλεια για το φεστιβάλ και δυσπιστία. Πιστεύω ότι εγώ έχω επαναφέρει την φερεγγυότητα του φεστιβάλ και νομίζω ότι τώρα έχουν πειστεί πλέον πως προσπαθούμε με κάθε τρόπο να τα καταφέρουμε.



-Αν κρίνουμε από το 51ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου που έγινε το Δεκέμβριο και από την τελετή έναρξης του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ που έγινε αυτές τις μέρες, οι λαμπερές εκδηλώσεις έχουν περάσει πια στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο θα βοηθήσει γενικά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης να επαναπροσδιορίσει την εικόνα του;
Ναι, απολύτως! Είμαι εντελώς αντίθετος με αυτή τη χλιδή, τον νεοπλουτισμό και αυτό το ύφος ότι είμαστε ίσοι με το Hollywood. Αυτό που προσπαθούσαν είναι ένα ψέμα το οποίο το συντηρούσαν με πολύ σημαντικά ποσά χρημάτων. Δεν έχουμε τέτοια δικαιώματα όταν μιλάμε για ένα φεστιβάλ κρατικοσυντήρητο. Θα έπρεπε να έχουμε ένα ηθικό χρέος απέναντι στο πως ξοδεύονται αυτά τα χρήματα, που προέρχονται από τον λαό. Και κυρίως όταν έχουμε φτάσει σε σημείο που κλείνουν νοσοκομεία, κόβονται συντάξεις και μεγάλο τμήμα του πληθυσμού είναι άνεργο, θα ήταν εγκληματικό να συνεχίσω εγώ αυτή την πολιτική και να ξοδεύω αφειδώς για να αυτοπροβληθώ.

-Γιατί μιλάτε για αυτοπροβολή;
Γιατί περί αυτού πρόκειται. Να φέρουμε τον Κόπολα να φωτογραφηθούμε μαζί του, τον Βέντερς να χορέψουμε στο πάρτι. Και δεν ξέρω αν είναι κομψό αρκετά για να το αναφέρω, αλλά ανάμεσα στα χρέη που παρέλαβα υπήρχαν και τιμολόγια στα κομμωτήρια που σύχναζε η κυρία Μουζάκη (πρώην Διευθύντρια Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), όπου ενώ έχει ακουστεί αρκετά, κανείς δεν ξέρει ότι ήταν 22.000 ευρώ σε έναν μόνο χρόνο!


Ο κ. Δημήτρης Εϊπίδης με τον σκηνοθέτη της ταινίας έναρξης του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης “Γλυκό μου καναρίνι” Roy Sher

-Θα αστειεύεστε φυσικά!
Όχι και μπορώ να το αποδείξω. Έχω τα τιμολόγια. Δεν ξέρω αν η κυρία Μουζάκη έκανε χρήση μόνη της ή μαζί με μέλη της οικογένειάς της και φίλες της. Είναι δεδομένο πάντως ότι είναι κομψότατη, πολύ κομψότερη από εμένα, που δεν έχω καμία πρόθεση να γίνω κομψός.

-Είναι εντυπωσιακά μεγάλο ποσό τα 22.000 ευρώ μόνο για κομμωτήρια.
Και εν τω μεταξύ το προσωπικό έμενε απλήρωτο για 5 μήνες, μαζί με αυτούς και εγώ, γιατί το μεγάλο φεστιβάλ διαχειριζόταν και τα οικονομικά του ντοκιμαντέρ, που ήμουν διευθυντής. Είναι τόσο ασυναίσθητο και τόσο βάναυσα αντικοινωνικό αυτό το πράγμα, που αν αναλογιστείς τι είναι η Ελλάδα, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να φτάσουμε έστω σε κάποιο συγκριτικό επίπεδο με το Hollywood.



-Με τη νέα εικόνα που παρουσιάζει το Φεστιβάλ, και του Κινηματογράφου και του Ντοκιμαντέρ, πιστεύετε ότι μπορούν να είναι ανταγωνιστικά με αντίστοιχα Φεστιβάλ του εξωτερικού;
Το Φεστιβάλ μυθοπλασίας έχει μια ιστορία 50 χρόνων, που το λαμβάνει υπόψη του ο κόσμος. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να επανακτήσουμε την πειστικότητά μας σαν εκδήλωση, να δείξουμε ότι είμαστε σοβαροί, ότι προωθούμε την κινηματογραφική ποιότητα. Βέβαια, δεν αμφισβητώ ότι είναι και industry, έχει ένα εμπορικό στοιχείο. Εγώ όμως, σε όλη μου τη καριέρα, όλη μου τη διαδρομή επικεντρώθηκα στον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Δεν έχω δείξει καμία χολιγουντιανή ταινία. Μου είναι αδιάφορο. Δεν είμαι ενάντιος, αλλά πιστεύω ότι ένα φεστιβάλ θα πρέπει να επικεντρώνεται στην ανάπτυξη του κινηματογράφου. Πρέπει να προσβλέπει στο μέλλον, τι έρχεται, πως εξελίσσεται η τέχνη. Δεν μπορούμε να μένουμε στα στοιχεία του παρελθόντος και να προωθούμε μια αφηγηματικότητα λίγο οικτρή και συχνά χυδαία.

-Μειώνοντας όμως το κόστος, υπάρχει και κίνδυνος μείωσης της ποιότητας, ή αυτά είναι αντιστρόφως ανάλογα;
Όχι. Διαπιστώσατε μείωση της ποιότητας; Δεν υπάρχει λόγος. Μπορεί να είναι πιο δύσκολο, πιο κοπιαστικό. Υπάρχουν δυσκολίες ακόμη και για τις ανεξάρτητες ταινίες που παρουσίασα. Πάντως, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, να είστε βέβαιος, πως ούτε η θέση μου, ούτε η σχέση μου με το Φεστιβάλ θα είχε κάποιο ενδιαφέρον, το έχω κάνει αρκετά χρόνια, και αν θεωρούσα ότι με απογοητεύει ή δεν με εκφράζει, θα παραιτούμουν.



Ο κ. Δημήτρης Εϊπίδης μαζί με τον Υφυπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων κ. Σπύρο Βούγια

-Άκουσα από κάποιους θεατές, πως είναι σχετικά μειωμένη η προσέλευση του κόσμου τη φετινή χρονιά. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Ψέμα, τεράστιο ψέμα. Οι αίθουσες είναι πλήρεις από τις 11:00 το πρωί. Sold out. Αυτό μπορείτε να το διαπιστώσετε και με τα παιδιά που κάνουν το ταμείο. Μάλιστα, απ' ότι μου λένε, δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο στο Φεστιβάλ μυθοπλασίας. Και αυτό είναι εντυπωσιακό, γιατί μιλάμε για ταινίες κυρίως πρωτοεμφανιζόμενων, νέων, ανεξάρτητων σκηνοθετών. Δεν είχαμε ηχηρά ονόματα. Το ίδιο συμβαίνει και στο Ντοκιμαντέρ, οι αίθουσες είναι γεμάτες. Τεράστια επιτυχία.

-Βρίσκεστε αρκετά χρόνια στο χώρο του κινηματογράφου και του Φεστιβάλ, παλαιότερα διευθύνοντας το τμήμα «Νέοι Ορίζοντες», και βεβαίως ως Διευθυντής του Ντοκιμαντέρ. Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου;
Νομίζω ότι οι ενδείξεις είναι πολύ θετικές. Πιστεύω στην ανανέωση, σε όλους τους τομείς, και αυτό που συμβαίνει στον ελληνικό κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι ανανεώνεται. Λίγο -λίγο εκλείπουν τα παλιά μεγάλα ονόματα του χώρου, που δε νομίζω ότι έχουν εκσυγχρονισθεί. Όπως ο Βούλγαρης. Μπορεί να κάνει μια ταινία κάθε 3-4 χρόνια, η οποία είναι σχεδόν ίδια με την προηγούμενη, δεν υπάρχουν στοιχεία ανανέωσης. Απ' την άλλη πλευρά, υπάρχει μια νέα γενιά σκηνοθετών, νέα παιδιά που βγήκαν στη φόρα με πρώτη-δεύτερη ταινία και έχουν σοβαρά δείγματα αυθεντικότητας, έρευνας, καλλιτεχνικού στοχασμού. Είναι ένα μείγμα προσόντων που εμένα με ελκύουν και με ερεθίζουν καλλιτεχνικά. Νομίζω ότι είμαστε στο σωστό δρόμο και οι αποδείξεις είναι ότι αυτές οι τελευταίες ταινίες έχουν προβληθεί και σε κάποια φεστιβάλ, που παλαιότερα ούτε απ' έξω δεν μπορούσαμε να περάσουμε.



-Αν κρίνουμε και από την πρόσφατη μεγάλη επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου με την υποψηφιότητα του «Κυνόδοντα» για το Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, θεωρείται ότι ο νέος ελληνικός κινηματογράφος διαθέτει όλα τα φόντα για να διαπρέψει στο εξωτερικό;
Έχουν τα φόντα, εφόσον είναι σωστές ταινίες, άρτιες κα πρωτότυπες. Εγώ πιστεύω ότι η ποιότητα γίνεται αντιληπτή παντού και από τον οποιοδήποτε. Η ταινία του Λάνθιμου για παράδειγμα, δεν πήγε πολύ καλά στην Ελλάδα, γιατί εδώ επικρατεί ο συντηρητισμός, υπάρχει μια δυσπιστία. Ήμουν στην προβολή της ταινίας στις Κάννες, δεν την είχα δει πριν, και μόλις τελείωσε ήμουν εκστατικός, σαν να με είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Την ίδια ώρα, οι Έλληνες δημοσιογράφοι που καθόντουσαν δυο σειρές μπροστά μου ήταν όλοι βλοσυροί και «τι είναι αυτά» και «σιγά το πράγμα». Μετά βέβαια, όταν πήρε το βραβείο, άλλαξε η ατμόσφαιρα αμέσως.

-Ποιά ήταν η τελευταία ελληνική ταινία που είδατε και πιστεύετε ότι αξίζει να έχει ανάλογη, γιατί όχι και μεγαλύτερη επιτυχία με τον «Κυνόδοντα»;
Κοιτάξτε, έχω δείξει και το «Attenberg» της Τσαγκάρη, που υπάρχει μια σχέση μεταξύ των δυο ταινιών, γιατί η Τσαγκάρη ήταν παραγωγός του Λάνθιμου, και εκείνος παίζει έναν μικρό ρόλο στην ταινία της. Επίσης η ταινία που προβλήθηκε στο Ρότερνταμ, το «Wasted Youth» είναι μια πολύ αξιόλογη ταινία και αξιοπρεπής δουλειά. Μου άρεσε και η ταινία του Κούτρα πέρυσι, η «Στρέλλα», την οποία θεωρώ άρτια με πολύ καλή σκηνοθεσία, πολύ καλή ερμηνεία, αλλά φυσικά η θεματική της δεν την έκανε ελκυστική. Γιατί ούτε για ευρεία προβολή ήταν κατάλληλη για τον κόσμο, ούτε κάποιοι που την είδαν τους άρεσε το θέμα, επειδή υπάρχει το περιθωριακό σεξουαλικό στοιχείο. Αξιόλογη ήταν και η ταινία του Αλεξίου το «Story 52», και βέβαια πολλές άλλες ακόμα. Τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια κινητικότητα, κάτι που ισχύει και με τα ελληνικά ντοκιμαντέρ και νομίζω ότι έπαιξε μεγάλο ρόλο και το Φεστιβάλ. Υπάρχει μια εμφανέστατη εξέλιξη από χρόνο σε χρόνο.



Ποιος είναι ο Δημήτρης Εϊπίδης


Ο Δημήτρης Εϊπίδης γεννήθηκε στην Αθήνα, ενώ έχει σπουδάσει κινηματογράφο και θέατρο σε Σαν Φρανσίσκο, Νέα Υόρκη και Λονδίνο. Είναι ο ιδρυτής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ, το οποίο διηύθυνε επί 14 χρόνια, στέλεχος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, διευθυντής του παράλληλου τμήματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, «Νέοι Ορίζοντες» από το 1992 μέχρι και το 2005 όταν καταργήθηκε και βέβαια, από το 1999 μέχρι και σήμερα ίδρυσε και διευθύνει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα.

Έχει υπάρξει μέλος διεθνών κριτικών επιτροπών σε πολλά διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων του Σαν Σεμπαστιάν, της Κωνσταντινούπολης, της Αβινιόν, της Ιερουσαλήμ, της Μόσχας, της Σεούλ, της Φιλαδέλφειας, του Μπιλμπάο, του Κάρλοβι Βάρι, της Τεργέστης, της Λειψίας, του Άμστερνταμ, της Αγίας Πετρούπολης κ.ά. Από το 2001, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr