Μίκης Θεοδωράκης: Ο μαέστρος που μάγευε στις γειτονιές τα πλήθη
09.09.2021
22:38
Ενα νοσταλγικό οδοιπορικό αναμνήσεων μέσα από τα τραγούδια, τις συναυλίες και τις διηγήσεις του ίδιου του Θεοδωράκη - Από τη συναυλία του ’66 στη Νέα Φιλαδέλφεια, στη Θεσσαλονίκη της Μεταπολίτευσης και μια αποκαλυπτική συνέντευξη που δεν δημοσιευτηκε ποτέ
Κάθε σχόλη και γιορτή, κάθε Σαββατόβραδο και Κυριακή πρωί, πριν τα ματς, στη γειτονιά μας γίνονταν μαζικές, ηχητικά μπερδεμένες αυτοσχέδιες συναυλίες με λαϊκά από 45άρια δισκάκια, σπανίως από 33 στροφών βινύλια. Κάθε σπίτι και δικό του άσμα και ξανά από την αρχή η βελόνα του πικάπ. Ξετρύπωναν νότες από μικρά πικάπ, περνούσαν από παράθυρα, αυλόθυρα και μπαλκόνια, για να γίνουν αδιαμεσολάβητα το ηχητικό φόντο του περιχαρακωμένου από λούσα αθηναϊκού τοπίου που μας δόθηκε, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στη δεκαετία του ’60.
Αντηχούσαν οι τοίχοι συγχορδίες, αντιλαλούσαν τα σοκάκια ρεφρέν, πλημμύριζαν οι μικρές πλατείες μελοποιημένη ποίηση. Σαν να ανασταινόταν ο τόπος από τα ακούσματα και σαν να μεθούσε με τις φωνές του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη, της Μαρινέλλας, της Λίντα, της Γιώτας Λύδια, τις πενιές του Χιώτη, του Καρνέζη, του Καραμπεσίνη, του Κώστα Παπαδόπουλου. «Γωνιά γωνιά», «Στράτα τη στράτα», «Βράχο βράχο», «Σαββατόβραδο», «Δραπετσώνα», «Τι θέλεις απ’ τα νιάτα μου», «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», η «Μαργαρίτα η Μαργαρώ», «Βάρκα στο γιαλό», η «Μυρτιά», το «Περιγιάλι», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και άλλα ακόμη, όλα του Μίκη. Αν υπήρχε Θεοδωρακικό-πολη, θα έπρεπε χαρτογραφηθεί ως τέτοια η δική μας γειτονιά εδώ και 60 τόσα χρόνια. Τα τραγούδια του μας ταξίδευαν. Και έμοιαζε να ήταν ο ίδιος ο Θεοδωράκης αοράτως παρών κοντά μας σαν σε σύμπαν παράλληλο. Δεν ήταν μόνο τα τραγούδια του, συντρόφευε και τις κουβέντες μας. Ο Μίκης το ένα, ο Μίκης ετούτο, ο Μίκης το άλλο, ο Μίκης το παράλλο. Σαν να το ξέραμε.
Ο πατέρας μου το είχε δει στη Λέσχη της ΕΠΟΝ, Ακαδημίας και Κριεζώτου, την άνοιξη του 1945 και καμάρωνε. Ενας μπάρμπας μου έκανε εξορία μαζί του πρώτα στην περιοχή Χριστού και μετά στην Ακαμάτρα της Ικαρίας το 1947-48 και είχε να το λέει. Μία θεία μου που έμενε απέναντι από το σπίτι του αδελφού του Γιάννη στο Νέο Ψυχικό παινευόταν πως τον γνώριζε. Κορδωνόταν και ο φοιτητής, μέλος της Νεολαίας «Λαμπράκη», που νοίκιαζε δωματιάκι στην αυλή μας πως τον είχε συνοδεύσει στη χαροκαμένη μάνα του δολοφονημένου Σωτήρη Πέτρουλα στη συνοικία μας στο Κολωνό.
Στο γήπεδο της ΑΕΚ
1966. Πήγαινα στο Δημοτικό, με κοντά παντελόνια, όταν έφτασε η ώρα να τον δω από κοντά. Δευτέρα, απόγευμα, εργάσιμη μέρα, ντάλα καλοκαίρι, στην κάψα του Ιουλίου κατεβήκαμε στον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Περισσό. Περάσαμε πεζοί ένα ξεραμένο ρέμα και φτάσαμε στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκεί θα δινόταν η πρώτη λαϊκή συναυλία του Θεοδωράκη σε ανοιχτό χώρο. Μπήκαμε. Μισοάδειες κερκίδες. «Θα ήρθαμε νωρίς». Εγώ θαύμαζα τους ηλεκτρικούς προβολείς του γηπέδου. Τα υπόλοιπα ήταν μείγμα παιδικής καχυποψίας και ανυπομονησίας. Περίμενα να δω τον Νεστορίδη να τρέχει στο χορτάρι και έβλεπα να βαδίζει ο Μάνος Κατράκης. Σιγά-σιγά ο κόσμος πύκνωσε. Μπήκαν πρώτα οι αντιστασιακοί, μετά όρμησε η νεολαία και στο τέλος -σαν να περίμεναν κάποιο σύνθημα- μπουκάρισαν μαζικά άνδρες, γυναίκες, παιδιά, εργατικές οικογένειες και μικρονοικοκύρηδες. Τίγκα.
Στη σκηνή ο Μίκης φώναζε στεντόρεια «εμπρός, λαέ, μη φοβάσαι, λαέ, δείξε τη δύναμή σου». Στη άλλη άκρη ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος καθιστός σε μια ξύλινη καρέκλα καφενείου άναβε το ένα τσιγάρο με τη γόπα του προηγούμενου. Μετά ξεκίνησε η συναυλία. Μπιθικώτσης, Φαραντούρη, Πουλόπουλος, Μητροπάνος, και μεγάλη χορωδία, με τις φωνές τους έκαναν να πάλλονται εκκωφαντικά τα τεράστια μεγάφωνα. Το ρεπερτόριο περιελάμβανε τις συνθέσεις της «Ρωμιοσύνης» και του «Μαουτχάουζεν». Φρεσκογραμμένα έργα αμφότερα. Το γήπεδο δονούνταν. Χειροκροτήματα, επευφημίες, κάποια συνθήματα που δεν τα έπιανα. Ελάχιστα άλλωστε καταλάβαινα από παλατιανές ίντριγκες και υπονόμευση της Δημοκρατίας. Οσο για τα τραγούδια, τα περισσότερα άγνωστα, δεν με ενθουσίασαν, εκτός από εκείνα τα επικά «Εκεί στη σκάλα την πλατιά...», «Οταν σφίγγουν το χέρι» «Σώπα όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες», στον ρυθμό των οποίων συντονιζόταν το παλλόμενο πλήθος.
Στην επιστροφή με το ξύλινο βαγόνι του Ηλεκτρικού ο πατέρας μου σχολίαζε: «Καταπληκτικά τραγούδια, αλλά λαϊκό ορατόριο σαν τον “Επιτάφιο” δεν είναι». Παρένθεση. Οταν ο ρηξικέλευθος και πρωτοπόρος Μίκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και ξεκίνησε τις πρόβες με τον Μπιθικώτση στη φωνή και τον Χιώτη σολίστ στο μπουζούκι, γυρίζει σε μια φάση ο πρώτος στον δεύτερο και του λέει: «Πάμε να φύγουμε, ρε Μανώλη. Να τραγουδάω τώρα “πού πέταξε τ’ αγόρι μου πού πήγε, πού μ’ αφήνει”. Θα ξεφτιλιστούμε!». Για να λάβει άμεσα την απάντηση: «Ισα, ρε Γρηγόρη, προχώρα, λόγια είναι».
Κάπως έτσι ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε στην ποίηση λαϊκό ήχο, στοίχισε τη μία πλάι στον άλλο, την έκανε τραγούδι και χορό, συνάντησε τους απλούς ανθρώπους, εκείνοι δόθηκαν στο έργο με τη σειρά τους και το τραγούδησαν τα χείλια κάθε Ελληνα. Κλείνει η παρένθεση. Εκείνο το βράδυ αποκαμωμένος, αλλά με την αίσθηση ότι είχα δει και ακούσει κάτι μεγαλειώδες, σχεδόν κοιμήθηκα πάνω στο πιάτο του φαγητού στην κουζίνα. Και «γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές». Πολύ αργότερα θα μάθαινα ότι αυτοί οι στίχοι ήταν γραμμένοι από τον νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη, τον ποιητή του «Αξιον Εστί». Αργότερα και ο πατέρας μου άλλαξε γούστα. Αναγόρευσε τη «Ρωμιοσύνη» σε κορυφαίο έργο του μεγάλου μουσικού δημιουργού. Αλλά ήταν μάλλον αργά για μετάνοιες. Μας είχαν πια πατήσει τα τανκς της χούντας. Χάσαμε και τον Μίκη. Φυγαδεύτηκε από τα μπουντρούμια των βασανιστηρίων και τις ορεινές εκτοπίσεις στο εξωτερικό. Τα τραγούδια του, όμως, τα ακούγαμε κρυφά.
Μετά τη δικτατορία
1975. Μεταπολίτευση. Οκτώβρης μήνας. Φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Στο Παλέ ντε Σπορ θα κατέφτανε ο Μίκης για συναυλία. Είχαν προηγηθεί ήδη δύο συγκλονιστικές συναυλίες του στο στάδιο, τότε «Καραϊσκάκη» και στη «Λεωφόρο». Στη Νύφη του Θερμαϊκού ζήτησε τότε ομάδες συνοδείας από τις Νεολαίες των κομμάτων της Ενωμένης Αριστεράς, με την οποία κατέβηκε ως υποψήφιος βουλευτής στις εκλογές του 1974, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί. Τα χουντικά «σταγονίδια» ήταν ακόμη νωπά και ποιος ξέρει τι τραυματικές μνήμες κουβαλούσε ο ίδιος από τη δολοφονία Λαμπράκη στην ίδια πόλη 12 χρόνια νωρίτερα. Προθυμοποιήθηκα να συμμετάσχω από τους πρώτους. Και έζησα μια συναρπαστική μουσική εμπειρία επί δύο μέρες. Συναυλίες δεν είδα, καθώς επί 12ωρο τριγύριζα στα παρασκήνια, στον περιβάλλοντα χώρο του κλειστού γηπέδου, στις άδειες κερκίδες πριν τη εκδήλωση. Παρακολούθησα όμως από κοντά τις πρόβες. Και θαύμασα έναν πληθωρικό μουσουργό στα ντουζένια του. Ενθουσιώδης, ορεξάτος, αναζωογονητικός, παθιασμένος, αυστηρός, φλογερός, μεταδοτικός, αεικίνητος.
Αντηχούσαν οι τοίχοι συγχορδίες, αντιλαλούσαν τα σοκάκια ρεφρέν, πλημμύριζαν οι μικρές πλατείες μελοποιημένη ποίηση. Σαν να ανασταινόταν ο τόπος από τα ακούσματα και σαν να μεθούσε με τις φωνές του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη, της Μαρινέλλας, της Λίντα, της Γιώτας Λύδια, τις πενιές του Χιώτη, του Καρνέζη, του Καραμπεσίνη, του Κώστα Παπαδόπουλου. «Γωνιά γωνιά», «Στράτα τη στράτα», «Βράχο βράχο», «Σαββατόβραδο», «Δραπετσώνα», «Τι θέλεις απ’ τα νιάτα μου», «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», η «Μαργαρίτα η Μαργαρώ», «Βάρκα στο γιαλό», η «Μυρτιά», το «Περιγιάλι», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και άλλα ακόμη, όλα του Μίκη. Αν υπήρχε Θεοδωρακικό-πολη, θα έπρεπε χαρτογραφηθεί ως τέτοια η δική μας γειτονιά εδώ και 60 τόσα χρόνια. Τα τραγούδια του μας ταξίδευαν. Και έμοιαζε να ήταν ο ίδιος ο Θεοδωράκης αοράτως παρών κοντά μας σαν σε σύμπαν παράλληλο. Δεν ήταν μόνο τα τραγούδια του, συντρόφευε και τις κουβέντες μας. Ο Μίκης το ένα, ο Μίκης ετούτο, ο Μίκης το άλλο, ο Μίκης το παράλλο. Σαν να το ξέραμε.
Ο πατέρας μου το είχε δει στη Λέσχη της ΕΠΟΝ, Ακαδημίας και Κριεζώτου, την άνοιξη του 1945 και καμάρωνε. Ενας μπάρμπας μου έκανε εξορία μαζί του πρώτα στην περιοχή Χριστού και μετά στην Ακαμάτρα της Ικαρίας το 1947-48 και είχε να το λέει. Μία θεία μου που έμενε απέναντι από το σπίτι του αδελφού του Γιάννη στο Νέο Ψυχικό παινευόταν πως τον γνώριζε. Κορδωνόταν και ο φοιτητής, μέλος της Νεολαίας «Λαμπράκη», που νοίκιαζε δωματιάκι στην αυλή μας πως τον είχε συνοδεύσει στη χαροκαμένη μάνα του δολοφονημένου Σωτήρη Πέτρουλα στη συνοικία μας στο Κολωνό.
Στο γήπεδο της ΑΕΚ
1966. Πήγαινα στο Δημοτικό, με κοντά παντελόνια, όταν έφτασε η ώρα να τον δω από κοντά. Δευτέρα, απόγευμα, εργάσιμη μέρα, ντάλα καλοκαίρι, στην κάψα του Ιουλίου κατεβήκαμε στον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Περισσό. Περάσαμε πεζοί ένα ξεραμένο ρέμα και φτάσαμε στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκεί θα δινόταν η πρώτη λαϊκή συναυλία του Θεοδωράκη σε ανοιχτό χώρο. Μπήκαμε. Μισοάδειες κερκίδες. «Θα ήρθαμε νωρίς». Εγώ θαύμαζα τους ηλεκτρικούς προβολείς του γηπέδου. Τα υπόλοιπα ήταν μείγμα παιδικής καχυποψίας και ανυπομονησίας. Περίμενα να δω τον Νεστορίδη να τρέχει στο χορτάρι και έβλεπα να βαδίζει ο Μάνος Κατράκης. Σιγά-σιγά ο κόσμος πύκνωσε. Μπήκαν πρώτα οι αντιστασιακοί, μετά όρμησε η νεολαία και στο τέλος -σαν να περίμεναν κάποιο σύνθημα- μπουκάρισαν μαζικά άνδρες, γυναίκες, παιδιά, εργατικές οικογένειες και μικρονοικοκύρηδες. Τίγκα.
Στη σκηνή ο Μίκης φώναζε στεντόρεια «εμπρός, λαέ, μη φοβάσαι, λαέ, δείξε τη δύναμή σου». Στη άλλη άκρη ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος καθιστός σε μια ξύλινη καρέκλα καφενείου άναβε το ένα τσιγάρο με τη γόπα του προηγούμενου. Μετά ξεκίνησε η συναυλία. Μπιθικώτσης, Φαραντούρη, Πουλόπουλος, Μητροπάνος, και μεγάλη χορωδία, με τις φωνές τους έκαναν να πάλλονται εκκωφαντικά τα τεράστια μεγάφωνα. Το ρεπερτόριο περιελάμβανε τις συνθέσεις της «Ρωμιοσύνης» και του «Μαουτχάουζεν». Φρεσκογραμμένα έργα αμφότερα. Το γήπεδο δονούνταν. Χειροκροτήματα, επευφημίες, κάποια συνθήματα που δεν τα έπιανα. Ελάχιστα άλλωστε καταλάβαινα από παλατιανές ίντριγκες και υπονόμευση της Δημοκρατίας. Οσο για τα τραγούδια, τα περισσότερα άγνωστα, δεν με ενθουσίασαν, εκτός από εκείνα τα επικά «Εκεί στη σκάλα την πλατιά...», «Οταν σφίγγουν το χέρι» «Σώπα όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες», στον ρυθμό των οποίων συντονιζόταν το παλλόμενο πλήθος.
Στην επιστροφή με το ξύλινο βαγόνι του Ηλεκτρικού ο πατέρας μου σχολίαζε: «Καταπληκτικά τραγούδια, αλλά λαϊκό ορατόριο σαν τον “Επιτάφιο” δεν είναι». Παρένθεση. Οταν ο ρηξικέλευθος και πρωτοπόρος Μίκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και ξεκίνησε τις πρόβες με τον Μπιθικώτση στη φωνή και τον Χιώτη σολίστ στο μπουζούκι, γυρίζει σε μια φάση ο πρώτος στον δεύτερο και του λέει: «Πάμε να φύγουμε, ρε Μανώλη. Να τραγουδάω τώρα “πού πέταξε τ’ αγόρι μου πού πήγε, πού μ’ αφήνει”. Θα ξεφτιλιστούμε!». Για να λάβει άμεσα την απάντηση: «Ισα, ρε Γρηγόρη, προχώρα, λόγια είναι».
Κάπως έτσι ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε στην ποίηση λαϊκό ήχο, στοίχισε τη μία πλάι στον άλλο, την έκανε τραγούδι και χορό, συνάντησε τους απλούς ανθρώπους, εκείνοι δόθηκαν στο έργο με τη σειρά τους και το τραγούδησαν τα χείλια κάθε Ελληνα. Κλείνει η παρένθεση. Εκείνο το βράδυ αποκαμωμένος, αλλά με την αίσθηση ότι είχα δει και ακούσει κάτι μεγαλειώδες, σχεδόν κοιμήθηκα πάνω στο πιάτο του φαγητού στην κουζίνα. Και «γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές». Πολύ αργότερα θα μάθαινα ότι αυτοί οι στίχοι ήταν γραμμένοι από τον νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη, τον ποιητή του «Αξιον Εστί». Αργότερα και ο πατέρας μου άλλαξε γούστα. Αναγόρευσε τη «Ρωμιοσύνη» σε κορυφαίο έργο του μεγάλου μουσικού δημιουργού. Αλλά ήταν μάλλον αργά για μετάνοιες. Μας είχαν πια πατήσει τα τανκς της χούντας. Χάσαμε και τον Μίκη. Φυγαδεύτηκε από τα μπουντρούμια των βασανιστηρίων και τις ορεινές εκτοπίσεις στο εξωτερικό. Τα τραγούδια του, όμως, τα ακούγαμε κρυφά.
Μετά τη δικτατορία
1975. Μεταπολίτευση. Οκτώβρης μήνας. Φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Στο Παλέ ντε Σπορ θα κατέφτανε ο Μίκης για συναυλία. Είχαν προηγηθεί ήδη δύο συγκλονιστικές συναυλίες του στο στάδιο, τότε «Καραϊσκάκη» και στη «Λεωφόρο». Στη Νύφη του Θερμαϊκού ζήτησε τότε ομάδες συνοδείας από τις Νεολαίες των κομμάτων της Ενωμένης Αριστεράς, με την οποία κατέβηκε ως υποψήφιος βουλευτής στις εκλογές του 1974, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί. Τα χουντικά «σταγονίδια» ήταν ακόμη νωπά και ποιος ξέρει τι τραυματικές μνήμες κουβαλούσε ο ίδιος από τη δολοφονία Λαμπράκη στην ίδια πόλη 12 χρόνια νωρίτερα. Προθυμοποιήθηκα να συμμετάσχω από τους πρώτους. Και έζησα μια συναρπαστική μουσική εμπειρία επί δύο μέρες. Συναυλίες δεν είδα, καθώς επί 12ωρο τριγύριζα στα παρασκήνια, στον περιβάλλοντα χώρο του κλειστού γηπέδου, στις άδειες κερκίδες πριν τη εκδήλωση. Παρακολούθησα όμως από κοντά τις πρόβες. Και θαύμασα έναν πληθωρικό μουσουργό στα ντουζένια του. Ενθουσιώδης, ορεξάτος, αναζωογονητικός, παθιασμένος, αυστηρός, φλογερός, μεταδοτικός, αεικίνητος.
Ντυμένος με ολόμαυρα ρούχα, με ακατάστατα μακριά μαλλιά, διηύθυνε με απλωμένα σαν φτερούγες αετού χέρια την ορχήστρα, έπαιζε βιρτουόζικα στο πιάνο, καθοδηγούσε ερμηνευτικά τον Καλογιάννη, τον Πανδή, τη Φαραντούρη, ενώ τραγουδούσε και ο ίδιος α καπέλα. Στην παλλόμενη εσωτερικά απαγγελία του «Μιλώ» του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη η ορχήστρα έμεινε σιωπηλή σαν σε εκκλησίασμα, ενώ με την εμφανή ψυχική του διέγερση σαν να ανατρίχιασαν και τα τσιμέντα. Τόσος δυναμισμός και τόση ενέργεια. Το ρεπερτόριο, μεταξύ άλλων, περιελάμβανε και μεγαλόπνοα μελοποιημένα αποσπάσματα του ποιητικού έργου του Χιλιανού νομπελίστα Πάμπλο Νερούδα «Canto General». Καταχειροκροτήθηκαν το «Los Libertadores» και το «Vienen Los Pajaros» από ένα συγκινημένο κοινό καθώς δεν ήταν μακριά, μόλις δύο χρόνια πριν, η κατάλυση τη δημοκρατίας στη Χιλή από τη χούντα του Πινοσέτ.
Μετά την τελευταία παράσταση κατευθύνθηκε ανεξάντλητος, ύστερα από επίπονη ένταση, σε ένα ταβερνάκι στην Κάτω Τούμπα μαζί με μια μικρή παρέα. Πήγαμε κι εμείς. Σταθήκαμε έξω στην αυλή, καπνίζαμε και μουλιάζαμε καθώς έβρεχε ο Θεός με το Θεό. Πετάχτηκε ξαφνικά φωνάζοντας ο Μίκης στην εξώπορτα, μας μάζεψε σχεδόν με το ζόρι, μας κάθισε σε αντικριστό τραπέζι και παράγγειλε να φάμε. Τον βλέπαμε και τον ακούγαμε από κοντά αλλά με κάποιο δέος να εξιστορεί με τον χειμαρρώδη λόγο του περιστατικά από τις μέχρι τότε περιοδείες του στον κόσμο. Από το Λένινγκραντ στο Μεξικό, από την Τασκένδη στο Μοντεβιδέο, τη συναυλία στο Ισραήλ και τις διαμεσολαβήσεις του για τους Παλαιστίνιους. Μιλάει ακόμα για το γεύμα του στο Σαντιάγκο με τον μαρξιστή γιατρό, πρόεδρο τη Χιλής, Σαλβαδόρ Αγιέντε, και αργότερα πετιέται στον Γιώργο Σεφέρη, στη μουσική που έγραψε για την «Αντιγόνη» του και το μπαλέτο του Covent Garden - και άλλα πολλά που δεν συγκρατώ. Κοντεύουν χαράματα όταν ο οικουμενικός Μίκης μας αποχαιρετά με ζεστή «συντροφική» χειραψία και ακαταπόνητος μαζεύει τις βαλίτσες του από το ξενοδοχείο και τραβάει για το αεροδρόμιο στο Σέδες.
Η «εξομολόγηση»
Τέλη της δεκαετίας του ’80 τον ξανασυνάντησα, δημοσιογραφικά αυτή τη φορά. Είχα την «έμπνευση» να του ζητήσω να μου μιλήσει για τη μουσική του στον κινηματογράφο ώστε να γράψω ένα άρθρο σε περιοδικό. Το Ιντερνετ εκείνη την εποχή ήταν στα σπάργανα και ξεστραβώθηκα ψάχνοντας σε βιβλιοθήκες για να ανασύρω τη σχετική φιλμογραφία. Δεν ήταν μόνο ο διεθνώς αναγνωρισμένος «Αλέξης Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ηταν, επίσης, η περίοδος όπου ο αενάως πολυάσχολος αλλά με ατεμάχιστες προτεραιότητες Μίκης έγραφε ακατάπαυστα μουσική και βιβλία, ετοίμαζε δίσκους και περιοδείες, ενώ ταυτόχρονα παρέμενε αφοσιωμένος στα πολιτικά του ιδανικά σε ένα πολύπλοκα διχαστικό, τότε, σκηνικό για τη χώρα. Με τη διαμεσολάβηση ενός κοινού φίλου και γείτονά του με δέχτηκε στο σπίτι του. «Μισή ώρα», του είπα, Ε, λοιπόν, κάθισα με τον υπέροχο αυτό φιλικό οικοδεσπότη και γοητευτικό συνομιλητή 3,5 ώρες με θεά την Ακρόπολη. Και ξεκινήσαμε τη συζήτηση.
Στα πλάνα του «Ζ» και την «Κατάστασης Πολιορκίας» του Κώστα Γαβρά κολλούσαν αβίαστα οι εγχώριες πολιτικές εξελίξεις και τα παγκόσμια κινήματα, στις σκηνές της «Φαίδρας» του Ζυλ Ντασσέν η κουβέντα ξέφευγε, λόγω Μελίνας, στον ελληνικό πολιτισμό και τις προοπτικές του. Παρομοίως στις σεκάνς του «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λιούμετ το θέμα διακλαδώθηκε με την αποξένωση, το κράτος δικαίου και τις δυνάμεις ασφαλείας, με τη «Συνοικία το Ονειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη η συνομιλία μας ξεστράτισε προς τις προνοιακές ελλείψεις και την περιθωριοποίηση, με το «Το Μπλόκο» του Αδωνι Κύρου και τον «Ανθρωπο με το Γαρύφαλλο» του Νίκου Τζίμα ο νοητικός στροβιλισμός ακούμπησε τον ναζισμό τον δωσιλογισμό, τη μετεμφυλιακή περίοδο. Ο Μίκης, με την τεράστια μνήμη, ήταν αναλυτικός στις διατυπώσεις του. Σουρούπωνε, η κασέτα των 90 λεπτών στο μαγνητόφωνο είχε ώρα τελειώσει, ενώ είχα ξεπεράσει κάθε όριο φιλοξενίας.
Δυστυχώς το άρθρο που έγραψα δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Τσάμπα πήγε ο κόπος. Το περιοδικό για το οποίο προοριζόταν, έκλεισε. Πήρα κάμποσες αρνητικές απαντήσεις όπου αλλού το πρότεινα. Οι εποχές άλλαζαν ραγδαία. Καλού κακού, το αποθήκευσα σε μια δισκέτα διαμέτρου 3,5 ιντσών, την έβαλα σε ένα συρτάρι που δεν άνοιξε για χρόνια και χάθηκε μαζί με το περιεχόμενό του σε κάποια μετακόμιση. Από εκείνη τη συνάντηση έμειναν μόνο οι νοσταλγικές αναμνήσεις, που εν τέλει είναι μια άλλη χώρα, καθώς και η παγίως ακατανόητη αίσθηση ότι ο Μίκης, με την τόσο γεμάτη ζωή, δεν είναι θνητός. Σίγουρα, όμως, φεύγοντας αναπότρεπτα από τη ζωή κατεβάζει ιστορικά ρολά και ο 20ός αιώνας. Αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, και όχι ως παρηγοριά, με την ανεκτίμητη παρακαταθήκη του στον πολιτισμό μας το τεράστιο έργο του τουλάχιστον δεν περάσει στη λήθη. Θα μείνει αιώνιο.
Μετά την τελευταία παράσταση κατευθύνθηκε ανεξάντλητος, ύστερα από επίπονη ένταση, σε ένα ταβερνάκι στην Κάτω Τούμπα μαζί με μια μικρή παρέα. Πήγαμε κι εμείς. Σταθήκαμε έξω στην αυλή, καπνίζαμε και μουλιάζαμε καθώς έβρεχε ο Θεός με το Θεό. Πετάχτηκε ξαφνικά φωνάζοντας ο Μίκης στην εξώπορτα, μας μάζεψε σχεδόν με το ζόρι, μας κάθισε σε αντικριστό τραπέζι και παράγγειλε να φάμε. Τον βλέπαμε και τον ακούγαμε από κοντά αλλά με κάποιο δέος να εξιστορεί με τον χειμαρρώδη λόγο του περιστατικά από τις μέχρι τότε περιοδείες του στον κόσμο. Από το Λένινγκραντ στο Μεξικό, από την Τασκένδη στο Μοντεβιδέο, τη συναυλία στο Ισραήλ και τις διαμεσολαβήσεις του για τους Παλαιστίνιους. Μιλάει ακόμα για το γεύμα του στο Σαντιάγκο με τον μαρξιστή γιατρό, πρόεδρο τη Χιλής, Σαλβαδόρ Αγιέντε, και αργότερα πετιέται στον Γιώργο Σεφέρη, στη μουσική που έγραψε για την «Αντιγόνη» του και το μπαλέτο του Covent Garden - και άλλα πολλά που δεν συγκρατώ. Κοντεύουν χαράματα όταν ο οικουμενικός Μίκης μας αποχαιρετά με ζεστή «συντροφική» χειραψία και ακαταπόνητος μαζεύει τις βαλίτσες του από το ξενοδοχείο και τραβάει για το αεροδρόμιο στο Σέδες.
Η «εξομολόγηση»
Τέλη της δεκαετίας του ’80 τον ξανασυνάντησα, δημοσιογραφικά αυτή τη φορά. Είχα την «έμπνευση» να του ζητήσω να μου μιλήσει για τη μουσική του στον κινηματογράφο ώστε να γράψω ένα άρθρο σε περιοδικό. Το Ιντερνετ εκείνη την εποχή ήταν στα σπάργανα και ξεστραβώθηκα ψάχνοντας σε βιβλιοθήκες για να ανασύρω τη σχετική φιλμογραφία. Δεν ήταν μόνο ο διεθνώς αναγνωρισμένος «Αλέξης Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ηταν, επίσης, η περίοδος όπου ο αενάως πολυάσχολος αλλά με ατεμάχιστες προτεραιότητες Μίκης έγραφε ακατάπαυστα μουσική και βιβλία, ετοίμαζε δίσκους και περιοδείες, ενώ ταυτόχρονα παρέμενε αφοσιωμένος στα πολιτικά του ιδανικά σε ένα πολύπλοκα διχαστικό, τότε, σκηνικό για τη χώρα. Με τη διαμεσολάβηση ενός κοινού φίλου και γείτονά του με δέχτηκε στο σπίτι του. «Μισή ώρα», του είπα, Ε, λοιπόν, κάθισα με τον υπέροχο αυτό φιλικό οικοδεσπότη και γοητευτικό συνομιλητή 3,5 ώρες με θεά την Ακρόπολη. Και ξεκινήσαμε τη συζήτηση.
Στα πλάνα του «Ζ» και την «Κατάστασης Πολιορκίας» του Κώστα Γαβρά κολλούσαν αβίαστα οι εγχώριες πολιτικές εξελίξεις και τα παγκόσμια κινήματα, στις σκηνές της «Φαίδρας» του Ζυλ Ντασσέν η κουβέντα ξέφευγε, λόγω Μελίνας, στον ελληνικό πολιτισμό και τις προοπτικές του. Παρομοίως στις σεκάνς του «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λιούμετ το θέμα διακλαδώθηκε με την αποξένωση, το κράτος δικαίου και τις δυνάμεις ασφαλείας, με τη «Συνοικία το Ονειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη η συνομιλία μας ξεστράτισε προς τις προνοιακές ελλείψεις και την περιθωριοποίηση, με το «Το Μπλόκο» του Αδωνι Κύρου και τον «Ανθρωπο με το Γαρύφαλλο» του Νίκου Τζίμα ο νοητικός στροβιλισμός ακούμπησε τον ναζισμό τον δωσιλογισμό, τη μετεμφυλιακή περίοδο. Ο Μίκης, με την τεράστια μνήμη, ήταν αναλυτικός στις διατυπώσεις του. Σουρούπωνε, η κασέτα των 90 λεπτών στο μαγνητόφωνο είχε ώρα τελειώσει, ενώ είχα ξεπεράσει κάθε όριο φιλοξενίας.
Δυστυχώς το άρθρο που έγραψα δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Τσάμπα πήγε ο κόπος. Το περιοδικό για το οποίο προοριζόταν, έκλεισε. Πήρα κάμποσες αρνητικές απαντήσεις όπου αλλού το πρότεινα. Οι εποχές άλλαζαν ραγδαία. Καλού κακού, το αποθήκευσα σε μια δισκέτα διαμέτρου 3,5 ιντσών, την έβαλα σε ένα συρτάρι που δεν άνοιξε για χρόνια και χάθηκε μαζί με το περιεχόμενό του σε κάποια μετακόμιση. Από εκείνη τη συνάντηση έμειναν μόνο οι νοσταλγικές αναμνήσεις, που εν τέλει είναι μια άλλη χώρα, καθώς και η παγίως ακατανόητη αίσθηση ότι ο Μίκης, με την τόσο γεμάτη ζωή, δεν είναι θνητός. Σίγουρα, όμως, φεύγοντας αναπότρεπτα από τη ζωή κατεβάζει ιστορικά ρολά και ο 20ός αιώνας. Αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, και όχι ως παρηγοριά, με την ανεκτίμητη παρακαταθήκη του στον πολιτισμό μας το τεράστιο έργο του τουλάχιστον δεν περάσει στη λήθη. Θα μείνει αιώνιο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr