Η συλλογή Λοβέρδου και ο «τελειότερος πίνακας του 20ού αιώνα»

Πώς τα αδέλφια Διονύσιος και Σπύρος Λοβέρδος, ιδρυτές της Λαϊκής Τράπεζας, δημιούργησαν μια πινακοθήκη με 450 έργα - Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου» του Κωνσταντίνου Παρθένη που θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα στην Ευρώπη κατά τον περασμένο αιώνα - Η δημοπρασία του θα γίνει 24 Νοεμβρίου στο Παρίσι

«Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι». Τα λόγια του Αθανασίου Διάκου που αντιμετώπισε τον μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος, εκείνη τη ζεστή ημέρα του Απρίλη στη γέφυρα της Αλαμάνας, έγραψαν ιστορία και ενέπνευσαν. Iσως οι απανταχού συλλέκτες και φιλότεχνοι που θα συμμετάσχουν στη δημοπρασία του οίκου Bonhams στις 24 Νοεμβρίου στο Παρίσι αγνοούν τις λεπτομέρειες του δραματικού επιλόγου της ζωής του ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης.

Θα γίνουν, όμως, δέκτες τόσο του μεγαλείου όσο και της τραγωδίας του. Αμφότερα αποπνέει η «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου», έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη. Πρόκειται για την κορωνίδα της δημοπρασίας και ίσως το σημαντικότερο έργο του σπουδαίου ζωγράφου που ολοκληρώθηκε το 1933. Oσο ο πατέρας της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα φιλοτεχνούσε τον επίμαχο πίνακα, είχε στο μυαλό του τους στίχους του Aριστοτέλη Βαλαωρίτη, τους οποίους δημοσίευσε το 1867 στα ποιήματά του «Αθανάσιος Διάκος» και «Αστραπόγιαννος».

Όπως πάντα, έτσι και σε αυτά ο Βαλαωρίτης πρόταξε ιστορικά στοιχεία και βιογραφικά των ηρώων που πραγματευόταν. Εμπνευσμένος από αυτά, ο Παρθένης ταύτισε την ανάσταση και την ανάληψη του ήρωα με την Ανάσταση του Χριστού. Αλλωστε, και τα δύο γεγονότα έλαβαν χώρα την άνοιξη.

Ο πίνακας εκτέθηκε για πρώτη φορά στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1938. Απέσπασε διθυραμβικά σχόλια. Χρειάστηκε μία ολόκληρη δεκαετία για να «επιστρέψει» στην πατρίδα του και να συστηθεί στο αθηναϊκό κοινό. Σήμερα, αναγνωρίζεται ως «η τελειότητα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής των αρχών του 20ού αιώνα». Σύμφωνα με τους ειδικούς, σε αυτόν συνδυάζονται δεξιοτεχνικά -συναντώνται και συναιρούνται- ποικίλες επιδράσεις, τόσο εικονογραφικές όσο και στυλιστικές.
Διονύσιος Λοβέρδος
Σπύρος Λοβέρδος

Το έργο αποτελούσε επί δεκαετίες ένα από τα διαμάντια της σπουδαίας συλλογής του Σπύρου Λοβέρδου. Μαζί με τον αδελφό του Διονύσιο ίδρυσαν τη Λαϊκή Τράπεζα, κυριαρχώντας στην επιχειρηματική, πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή της χώρας του περασμένου αιώνα. Τα δύο αδέλφια καλλιέργησαν μια ιδιαίτερα στενή σχέση με τον Παρθένη.

Τον υποστήριξαν ποικιλοτρόπως στις απαρχές της διαδρομής του, συνέβαλαν στην εδραίωσή του στην Ελλάδα, απέκτησαν τους πιο εμβληματικούς πίνακές του, αλλά και επηρέασαν καταλυτικά το έργο του. Οι δρόμοι τους συναντήθηκαν και συνδέθηκαν για πάντα.

Το εν λόγω αριστούργημα του Παρθένη, το οποίο ο οίκος Bonhams εκτιμά ως το ακριβότερο και σημαντικότερο της δημοπρασίας του Νοεμβρίου, αποτελεί το επιστέγασμα της ιδιαίτερης αυτής «σύμπλευσης», που ξεπερνάει το πλαίσιο της σχέσης συλλέκτη-καλλιτέχνη. Αναδεικνύει τη συμβολή των αδελφών Λοβέρδου στο ελληνικό καλλιτεχνικό και ευρύτερα πολιτιστικό πεδίο, που αδίκως ξεθώριασε με τα χρόνια. Το Μέγαρο Τσίλερ-Λοβέρδου έρχεται να μας τη θυμίσει, ως το νέο μουσείο της πόλης.

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα Ελληνα και μητέρα Ιταλίδα. Οι αδελφοί Λοβέρδοι (ο μεγαλύτερος Σπύρος και ο μικρότερος Διονύσης) γεννήθηκαν στην Κεφαλονιά. Κατάγονταν από μία εμβληματική οικογένεια του νησιού, τα χνάρια της οποίας φτάνουν μέχρι τον 13ο αιώνα. Πολλοί από τους προγόνους τους ήταν ιεράρχες και σημαίνοντα πρόσωπα της τοπικής -και όχι μόνο- κοινωνίας.

Εξαρχής, η σχέση των αδελφών υπερέβαινε την τυπικά συγγενική. Ηταν ιδιαίτερα αγαπημένοι, σχεδόν αχώριστοι. Είχαν πορείες τόσο αυτόνομες όσο και κοινές, αλλά ο ένας λειτουργούσε συμπληρωτικά προς τον άλλον. Με τρία χρόνια διαφορά στη γέννηση και δύο στον θάνατο, ήταν πάντα μαζί τα δύο αδέλφια, έχουν σχολιάσει οι επίγονοί τους.

Η ευρεία μόρφωσή τους αποτέλεσε σημαντική προϋπόθεση όχι μόνο για την επαγγελματική και οικονομική τους καταξίωση, αλλά και την ενασχόλησή τους με την τέχνη και τον πολιτισμό και εντέλει στη μετατροπή τους σε Μαικήνες των τεχνών. Το πάθος του Σπύρου ήταν τα βιβλία που είχαν θέμα την Ελλάδα και του Διονυσίου η τέχνη, πάντα σε σχέση με την Ιστορία την ελληνική: αρχαία μάρμαρα και γλυπτά, βυζαντινές εικόνες, εκκλησιαστικά αντικείμενα.

Λειτουργούσαν, όμως, συμπληρωματικά τόσο ως προς την αισθητική όσο και την ιδεολογία τους που καθορίστηκε από τον θρησκευτικό και πνευματικό μυστικισμό. Αυτόν αναγνώρισαν και στον Παρθένη, ο οποίος αποδείχθηκε ομοϊδεάτης τους. Συνδεκτικός κρίκος και η Κεφαλονιά. Ο Παρθένης μπορεί να μην καταγόταν από το νησί του Ιονίου, αλλά το υιοθέτησε, και αυτό με τη σειρά του τον υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες.

Εκεί ζούσε η αγαπημένη του σύζυγος Ιουλία Βαλσαμάκη, την οποία και παντρεύτηκε στο Αργοστόλι. Η οικογένειά της είχε μεγάλη επιρροή, με διακρίσεις στα γράμματα, στις επιστήμες, στην πολιτική, αλλά και στις επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια της κοινής τους ζωής, το ζευγάρι περνούσε αρκετό χρόνο στο αγαπημένο τους νησί, με τον Παρθένη να ζωγραφίζει ασταμάτητα.

Τα αδέλφια Λοβέρδου λάτρευαν το νησί τους. Αυτό τους είχε εμφυσήσει έναν ευρωπαϊσμό, τον οποίο διέθετε επίσης ο Παρθένης λόγω της καταγωγής, των σπουδών και της διαμονής του στο εξωτερικό. Και οι τρεις, όμως, ήταν πατριώτες και θρήσκοι, με την ίδια λατρεία προς την τέχνη και τον πολιτισμό.

Οπως και να έχει, το νησί του Ιονίου δεν αποτελεί την αφετηρία της σχέσης τους. Τα ονόματα Λοβέρδος και Παρθένης συνδέονται για πρώτη φορά το 1900. Τότε που ο Σπύρος Λοβέρδος, πριν ακόμα στραφεί στα τραπεζικά, αρθρογραφούσε. Ως νεαρός δημοσιογράφος επί των πολιτιστικών στην εφημερίδα «Αστυ», ξεχωρίζει το έργο του Παρθένη και το αποθεώνει σε άρθρα του. Λέγεται ότι είχε προηγηθεί η γνωριμία του ζωγράφου με τον έτερο αδελφό Διονύσιο, κάποια χρόνια πριν, στην Αλεξάνδρεια, την πόλη απ’ όπου καταγόταν ο Παρθένης και όπου ο Διονύσιος Λοβέρδος εργάστηκε το 1898 ως υπάλληλος της Αγγλοαιγυπτιακής Τραπέζης, ενώ παράλληλα σπούδαζε στην εκεί Εμπορική Σχολή.

Η αρχή μπορεί να παραμένει ομιχλώδης, αλλά η συνέχεια ξεκαθαρίζει. Ο Διονύσιος μετά τη δημοσιογραφική περιπέτειά του μεταπηδάει στα τραπεζικά. Εφτασε να γίνει διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης στην Ελλάδα, όταν και παραιτήθηκε το 1919, ώστε να ιδρύσει τη Γενική Τράπεζα σε συνεργασία με τον αδελφό του Διονύσιο, ο οποίος είναι ιδρυτής της Λαϊκής Τράπεζας.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης ταύτισε την ανάσταση και την ανάληψη του Αθανασίου Διάκου με την Ανάσταση του Χριστού. Ο πίνακας εκτέθηκε για πρώτη φορά στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1938. Απέσπασε διθυραμβικά σχόλια. Χρειάστηκε μία ολόκληρη δεκαετία για να «επιστρέψει» στην πατρίδα του και να συστηθεί στο αθηναϊκό κοινό. Σήμερα, αναγνωρίζεται ως «η τελειότητα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής των αρχών του 20ού αιώνα»

Ο Σπύρος Λοβέρδος στρέφεται ενεργά και στην πολιτική: το 1929 διορίστηκε γερουσιαστής και το 1934 υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη. Οσο οι καριέρες των αδελφών εκτοξεύονται, τόσο ενδυναμώνεται και η πολιτιστική τους δραστηριότητα, αλλά και η δημιουργία των δύο ξεχωριστών, αλλά εξίσου εντυπωσιακών συλλογών τους.

Ο Σπύρος συνέλεξε με τα χρόνια χιλιάδες σπάνια βίβλια από τον 13ο αιώνα μέχρι και την Ελληνική Επανάσταση. Η αγάπη του για τα βιβλία συνδυαζόταν με την αδυναμία που είχε στον Παθρένη. Σε ένα άρθρο του 1930 ένας δημοσιογράφος περιγράφει την οικία του: «Είναι κυρίως βιβλιοθήκαι, εις τας οποίας εισχωρεί κανείς ανάμεσα από την τιμητική παράταξι Βυζαντινών αγίων, της ιδεαλιστικής και εξευγενισμένης και αχράντου πράγματι Παναγίας του κ. Παρθένη -ένα αριστούργημα- ανάμεσα από τις ολότοιχες εκθέσεις των χαλκογραφιών της απελευθερωμένης μας εποχής».

Τα βιβλία, οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες και τα έργα του Παρθένη αποτελούσαν τον πυρήνα της συλλογής Λοβέρδου, η οποία όλο και εμπλουτιζόταν. Ο Διονύσιος αναπτύσσει μία ακόμα πιο έντονη και παράλληλη συλλεκτική δραστηριότητα.

Εν τω μεταξύ, με τα χρόνια η σχέση των αδελφών με τον Παρθένη γίνεται προσωπική, ιδιαίτερα στενή. Εμφορούνται από κοινά ιδανικά. Οι αδελφοί Λοβέρδοι αγοράζουν έτοιμα έργα του, παραγγέλνουν κάποια που στο πέρασμα του χρόνου καθιερώνονται ως τα πλέον γνωστά του, ενώ ο Διονύσιος του αναθέτει την ευρύτερη καλλιτεχνική επιμέλεια του τότε νεοϊδρυθέντος Μουσείου Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης Διονυσίου Λοβέρδου. Ο χώρος αυτός δεν ήταν άλλος από την πρώην οικία του διάσημου αρχιτέκτονα Τσίλλερ στην οδό Μαυρομιχάλη 8, εξ ου και σήμερα ονομάζεται «Μέγαρο Τσίλλερ-Λοβέρδου».

Το εντυπωσιακό κτίριο το γνώριζε όταν το επισκεπτόταν ως καλεσμένος του ζεύγους Ερνέστου και Σοφίας Τσίλλερ. Το 1882, ο διάσημος αρχιτέκτονας είχε αγοράσει ένα οικόπεδο στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Ακαδημίας, Σόλωνος, Ιπποκράτους και Μαυρομιχάλη και έχει συνολικό εμβαδόν 1.060 τ.μ. Ολοκλήρωσε την κατασκευή του τρία χρόνια αργότερα. Οι δεξιώσεις, οι συναθροίσεις, τα ξενύχτια και τα γλέντια που είχαν φιλοξενηθεί εκεί έχουν αφήσει τη δική τους ιστορία.

Κι όμως, ο άνθρωπος που σφράγισε την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της Αθήνας έφτασε να χάσει το δικό του σπίτι σε πλειστηριασμό. Το οίκημα πέρασε στα χέρια του Διονυσίου Λοβέρδου, ο οποίος επιθυμούσε να μείνει εκεί με την οικογένειά του, αλλά και να στεγάσει τη συλλογή του. Ο Παρθένης σχεδίασε ακόμη και τα έπιπλα αυτού του χώρου: από μαρμάρινα παγκάκια μέχρι καναπέδες.

Με τη σειρά του, ο Διονύσιος επωμίζεται ακόμα και τα έξοδα του σπιτιού του καλλιτέχνη. Δυστυχώς, ελάχιστα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του μουσείου, το οποίο έχει διαφορετική είσοδο για τα μέλη της οικογένειας, ο Διονύσιος Λοβέρδος απεβίωσε πρόωρα και αιφνίδια στο Μόναχο. Ηταν μόλις 56 ετών. Το κτίριο περιήλθε στην ιδιοκτησία της συζύγου του Αρτέμιδος και αργότερα στις κόρες του Ιωάννα και Μαρία.

Ο αδελφός του είχε επίσης μετακομίσει στη Ζαλοκώστα 3, όχι μακριά από την οικία και το μουσείο του αδελφού του. Η ιδιαίτερη σχέση του Παρθένη με την οικογένεια Λοβέρδου αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι δημιούργησε ένα πορτρέτο του Σπύρου Λοβέρδου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια μετά τον αδελφό του. Ο σπουδαίος ζωγράφος διατήρησε την επαφή του με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, φιλοτεχνώντας πορτρέτα τους.

Τα αδέλφια Λοβέρδου δεν στήριξαν κανέναν άλλο καλλιτέχνη όσο τον Παρθένη και την εγκαθίδρυση μιας μοντερνιστικής νεοβυζαντινής τέχνης. Ο ελληνοκεντρισμός και ο μοντερνισμός άγγιξαν μία ευαίσθητη χορδή. Η όλη τους δράση, όμως, και πέρα από τον Παρθένη, τους κατατάσσει δικαίως στους σημαντικότερους ευεργέτες του ελληνικού πολιτισμού, δίπλα σε ονόματα όπως αυτά του Γεωργίου Αβέρωφ και του Αντώνη Μπενάκη και άρα και στη συλλογική ελληνική μνήμη.

Οσο ζούσε ο Διονύσιος Λοβέρδος είχε συγκεντρώσει περισσότερες από 450 εικόνες και αντικείμενα βυζαντινής τέχνης. Η «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου», όμως, ακόμα και τώρα που θα αλλάξει χέρια, θα θυμίζει για πάντα αυτή τη μοναδική σχέση μεταξύ των αδελφών Λοβέρδου και του κορυφαίου ζωγράφου. Τις ημέρες της δεκαετίας του 1920, τότε που όλες αυτές οι εμβληματικές φιγούρες που επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε ήταν ζωντανές, δημιουργικές και έτοιμες να αλλάξουν την Ελλάδα που αγάπησαν με τη γενναιοδωρία που μόνο ένας κοσμοπολίτης μπορεί.

Οι αδελφοί Λοβέρδου καινοτομούσαν στον τραπεζικό τομέα, διοργάνωναν μυθικές δεξιώσεις και ο Παρθένης ετοιμαζόταν να δημιουργήσει κάποια από τα αριστουργήματά του. Ηταν η ανθηρή εποχή τους. Αργότερα οι μεν συλλέκτες θα πεθάνουν πρόωρα, ο δε ζωγράφος θα έχει ένα δραματικό τέλος, που δεν συνάδει με την προσφορά του.


Ειδήσεις σήμερα:

Ο εκφοβισμός του προέδρου Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων είναι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, λέει ο Αυγενάκης

Η Ελλάδα «μέσα στο 4ο κύμα» της πανδημίας: Συμπιέζεται το ΕΣΥ, αποσυμπιέζονται οι εμβολιασμοί

Οι αρχές της Βρετανίας επιτρέπουν εντέλει στον Ασάνζ να παντρευτεί τη σύντροφό του στη φυλακή
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr