Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
Οι τελευταίες μέρες του Λόρδου Μπάιρον στην Εθνική Λυρική Σκηνή
Οι τελευταίες μέρες του Λόρδου Μπάιρον στην Εθνική Λυρική Σκηνή
Έτσι όπως αποτυπώνονται στο μουσικοθεατρικό έργο του Γιώργου Τσοντάκη «Ο αέρας της Ελλάδας»
Με την παρουσίαση του νέου μουσικοθεατρικού έργου «Ο αέρας της Ελλάδας» του πολυβραβευμένου Ελληνοαμερικανού συνθέτη Γιώργου Τσοντάκη ολοκληρώνεται το αφιέρωμα της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στον Λόρδο Μπάιρον. Το έργο, το οποίο αποτελεί ένα πολυσχιδές ποιητικό πορτρέτο του αστέρα της ποίησης του 19ου αιώνα και ήρωα της ελληνικής Εθνεγερσίας, θα φιλοξενηθεί, σε πρώτη παρουσίαση, στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στις 17 και 18 Δεκεμβρίου στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Γνωστός για τη ρητορική και επικοινωνιακή δύναμη της μουσικής του, ο Γιώργος Τσοντάκης επιχειρεί να θέσει επί σκηνής τις τελευταίες ημέρες του Λόρδου Μπάιρον στην Ελλάδα. Τοποθετεί τη «σκηνή» του έργου του στη νεκρική κλίνη του Μπάιρον και επιχειρεί να αποδώσει την υποκειμενικότητα του ετοιμοθάνατου ποιητή διαμέσου μιας μουσικοκειμενικής σύνθεσης αυθεντικών ιστορικών τεκμηρίων και αποσπασμάτων από το ποιητικό του έργο.
Ο διττός ρόλος του Μπάιρον (που αποδίδεται από ηθοποιό και τενόρο) συνοδεύεται από εξαμελές φωνητικό σύνολο που συνδυάζει τις λειτουργίες του μαδριγαλικού και τραγικού χορού, αντιπαραθέτοντας την ανάμνηση της περιπαθούς και αριστοκρατικής νεότητας του ποιητή στις χαώδεις πολεμικές συνθήκες που συνάντησε στην επαναστατημένη Ελλάδα και υπογραμμίζοντας έτσι την υπερβατική διάσταση της καταληκτικής, υπέρτατα ρομαντικής του αυτοθυσίας στον βωμό του ιδεώδους.
Το μουσικοθεατρικό αυτό έργο δεν φιλοδοξεί τίποτε λιγότερο από την ανασύνθεση της ελληνικής περιπέτειας του ποιητή. O Λόρδος Μπάιρον καταφθάνει στο Μεσολόγγι τον Ιανουάριο του 1824, για να πεθάνει τρεις μήνες αργότερα σε ηλικία 36 ετών, μετά από μια έντονη περίοδο γενναίας αλλά και συγκεχυμένης εμπλοκής με την ελληνική Εθνεγερσία, διαπραγμάτευσης της επέλασης της μέσης ηλικίας και της συνείδησης του επερχόμενου τέλους, οραματικής επιθυμίας για ηρωική δράση αλλά και παράφορου, ανεκπλήρωτου πάθους για τον δεκαπεντάχρονο Πατρινό πολεμιστή Λουκά Χαλανδριτσάνο.
O Γιώργος Τσοντάκης, ο οποίος συνυπογράφει και την κειμενική σύνθεση του έργου με τη δραματολόγο Έλσα Ανδριανού, απεικονίζει στο έργο αυτό την αμεσότητα όσων μπορεί να αισθανόταν ο λόρδος και πιθανόν να απασχολούσαν το μυαλό του εκείνες τις τελευταίες εβδομάδες και μέρες, πέρα, βέβαια, από τη χαμένη μάχη του με τη μοιραία ασθένεια. Στο έργο, υπάρχουν δύο ενσαρκώσεις του Μπάιρον: ο σύγχρονος Μπάιρον, που μαραζώνει στο Μεσολόγγι από μια εντελώς απροσδιόριστη πάθηση και αποδίδεται από ηθοποιό, και ο ποιητής Μπάιρον, που αντιπροσωπεύεται από τη μελωδική απαγγελία ενός σόλο τενόρου.
Σχετικά με τις μουσικές δυνάμεις, από φωνητικής πλευράς, ο συνθέτης επιχείρησε να συγχωνεύσει την Ανατολή με τη Δύση, την αγγλική ποίηση με την αρχαιοελληνική ποιητική παράδοση της χορικότητας. «Με αυτόν τον στόχο και για λόγους οικονομίας, αποφάσισα να επιφορτίσω ένα σεξτέτο τραγουδιστών με διττή λειτουργία: να μεταμορφώνονται εναλλάξ σε αγγλικό μαδριγαλικό σύνολο και ένα είδος αρχαιοελληνικού τραγικού χορού· το πρώτο, προφανώς, για να τραγουδούν τη ρομαντική αγγλική ποίηση του Μπάιρον και το δεύτερο για να αρθρώνουν τις πιο πρωτογενείς δηλώσεις των Ελλήνων και τα σχόλιά τους για τον μεγάλο λόρδο», σημειώνει ο Γιώργος Τσοντάκης.
Το σύνολο των εννέα μουσικών του έργου περιλαμβάνει κρουστά, άρπα και σαντούρι, επιτρέποντας στη μουσική να ελίσσεται ελεύθερα ανάμεσα στον ανατολικό και τον δυτικό ήχο, παρόμοια με την εναλλαγή μαδριγαλιστών και χορού. «Ο συνδυασμός προσφέρει άφθονες δυνατότητες τόσο για λυρική έκφραση όσο και για ισχύ συνταρακτικής σωματικότητας. Ενίοτε, οι μουσικοί μετατρέπονται σε μέλη ενός πλήθους ή σχολιάζουν αλλοπρόσαλλα, δημιουργώντας έτσι ένα ευρύτερο ηχητικό και θεατρικό φάσμα. Ανάλογα, οι έξι μαδριγαλιστές καλούνται να παίξουν, να μιλήσουν και να διαπληκτιστούν όπως θα έκαναν σε μια αρχαιοελληνική τραγωδία – και σίγουρα η μοίρα του Τζωρτζ Μπάιρον ανταποκρίνεται στα κριτήρια μιας αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Θα μπορούσε κανείς ακόμη και να εικάσει πως ο Άγγλος ποιητής θα απολάμβανε ένα τέλος τόσο προσωπικό, τόσο ταιριαστά ποιητικό και κλασικό», συνεχίζει ο Γιώργος Τσοντάκης.
Το εννεαμελές μουσικό σύνολο διευθύνουν οι Γιώργος Τσοντάκης (17/12) και Νίκος Λαάρης (18/12). Τον διττό ρόλο του Λόρδου Μπάιρον ερμηνεύουν ο ηθοποιός Ρόμπιν Μπηρ και ο τενόρος Χρήστος Κεχρής. Το φωνητικό σύνολο αποτελείται από τους αναγνωρισμένους μονωδούς της ΕΛΣ Χριστίνα Ασημακοπούλου, Διαμάντη Κριτσωτάκη, Μαργαρίτα Συγγενιώτου, Νικόλα Μαραζιώτη, Διονύση Μελογιαννίδη και Βαγγέλη Μανιάτη.
To έργο θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για μία μοναδική παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης την Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021, στις 21.00, με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Γνωστός για τη ρητορική και επικοινωνιακή δύναμη της μουσικής του, ο Γιώργος Τσοντάκης επιχειρεί να θέσει επί σκηνής τις τελευταίες ημέρες του Λόρδου Μπάιρον στην Ελλάδα. Τοποθετεί τη «σκηνή» του έργου του στη νεκρική κλίνη του Μπάιρον και επιχειρεί να αποδώσει την υποκειμενικότητα του ετοιμοθάνατου ποιητή διαμέσου μιας μουσικοκειμενικής σύνθεσης αυθεντικών ιστορικών τεκμηρίων και αποσπασμάτων από το ποιητικό του έργο.
Ο διττός ρόλος του Μπάιρον (που αποδίδεται από ηθοποιό και τενόρο) συνοδεύεται από εξαμελές φωνητικό σύνολο που συνδυάζει τις λειτουργίες του μαδριγαλικού και τραγικού χορού, αντιπαραθέτοντας την ανάμνηση της περιπαθούς και αριστοκρατικής νεότητας του ποιητή στις χαώδεις πολεμικές συνθήκες που συνάντησε στην επαναστατημένη Ελλάδα και υπογραμμίζοντας έτσι την υπερβατική διάσταση της καταληκτικής, υπέρτατα ρομαντικής του αυτοθυσίας στον βωμό του ιδεώδους.
Το μουσικοθεατρικό αυτό έργο δεν φιλοδοξεί τίποτε λιγότερο από την ανασύνθεση της ελληνικής περιπέτειας του ποιητή. O Λόρδος Μπάιρον καταφθάνει στο Μεσολόγγι τον Ιανουάριο του 1824, για να πεθάνει τρεις μήνες αργότερα σε ηλικία 36 ετών, μετά από μια έντονη περίοδο γενναίας αλλά και συγκεχυμένης εμπλοκής με την ελληνική Εθνεγερσία, διαπραγμάτευσης της επέλασης της μέσης ηλικίας και της συνείδησης του επερχόμενου τέλους, οραματικής επιθυμίας για ηρωική δράση αλλά και παράφορου, ανεκπλήρωτου πάθους για τον δεκαπεντάχρονο Πατρινό πολεμιστή Λουκά Χαλανδριτσάνο.
O Γιώργος Τσοντάκης, ο οποίος συνυπογράφει και την κειμενική σύνθεση του έργου με τη δραματολόγο Έλσα Ανδριανού, απεικονίζει στο έργο αυτό την αμεσότητα όσων μπορεί να αισθανόταν ο λόρδος και πιθανόν να απασχολούσαν το μυαλό του εκείνες τις τελευταίες εβδομάδες και μέρες, πέρα, βέβαια, από τη χαμένη μάχη του με τη μοιραία ασθένεια. Στο έργο, υπάρχουν δύο ενσαρκώσεις του Μπάιρον: ο σύγχρονος Μπάιρον, που μαραζώνει στο Μεσολόγγι από μια εντελώς απροσδιόριστη πάθηση και αποδίδεται από ηθοποιό, και ο ποιητής Μπάιρον, που αντιπροσωπεύεται από τη μελωδική απαγγελία ενός σόλο τενόρου.
Σχετικά με τις μουσικές δυνάμεις, από φωνητικής πλευράς, ο συνθέτης επιχείρησε να συγχωνεύσει την Ανατολή με τη Δύση, την αγγλική ποίηση με την αρχαιοελληνική ποιητική παράδοση της χορικότητας. «Με αυτόν τον στόχο και για λόγους οικονομίας, αποφάσισα να επιφορτίσω ένα σεξτέτο τραγουδιστών με διττή λειτουργία: να μεταμορφώνονται εναλλάξ σε αγγλικό μαδριγαλικό σύνολο και ένα είδος αρχαιοελληνικού τραγικού χορού· το πρώτο, προφανώς, για να τραγουδούν τη ρομαντική αγγλική ποίηση του Μπάιρον και το δεύτερο για να αρθρώνουν τις πιο πρωτογενείς δηλώσεις των Ελλήνων και τα σχόλιά τους για τον μεγάλο λόρδο», σημειώνει ο Γιώργος Τσοντάκης.
Το σύνολο των εννέα μουσικών του έργου περιλαμβάνει κρουστά, άρπα και σαντούρι, επιτρέποντας στη μουσική να ελίσσεται ελεύθερα ανάμεσα στον ανατολικό και τον δυτικό ήχο, παρόμοια με την εναλλαγή μαδριγαλιστών και χορού. «Ο συνδυασμός προσφέρει άφθονες δυνατότητες τόσο για λυρική έκφραση όσο και για ισχύ συνταρακτικής σωματικότητας. Ενίοτε, οι μουσικοί μετατρέπονται σε μέλη ενός πλήθους ή σχολιάζουν αλλοπρόσαλλα, δημιουργώντας έτσι ένα ευρύτερο ηχητικό και θεατρικό φάσμα. Ανάλογα, οι έξι μαδριγαλιστές καλούνται να παίξουν, να μιλήσουν και να διαπληκτιστούν όπως θα έκαναν σε μια αρχαιοελληνική τραγωδία – και σίγουρα η μοίρα του Τζωρτζ Μπάιρον ανταποκρίνεται στα κριτήρια μιας αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Θα μπορούσε κανείς ακόμη και να εικάσει πως ο Άγγλος ποιητής θα απολάμβανε ένα τέλος τόσο προσωπικό, τόσο ταιριαστά ποιητικό και κλασικό», συνεχίζει ο Γιώργος Τσοντάκης.
Το εννεαμελές μουσικό σύνολο διευθύνουν οι Γιώργος Τσοντάκης (17/12) και Νίκος Λαάρης (18/12). Τον διττό ρόλο του Λόρδου Μπάιρον ερμηνεύουν ο ηθοποιός Ρόμπιν Μπηρ και ο τενόρος Χρήστος Κεχρής. Το φωνητικό σύνολο αποτελείται από τους αναγνωρισμένους μονωδούς της ΕΛΣ Χριστίνα Ασημακοπούλου, Διαμάντη Κριτσωτάκη, Μαργαρίτα Συγγενιώτου, Νικόλα Μαραζιώτη, Διονύση Μελογιαννίδη και Βαγγέλη Μανιάτη.
To έργο θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για μία μοναδική παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης την Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021, στις 21.00, με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα