Αλέκος Φασιανός: Τα χρόνια στο Παρίσι, ο Λακαριέρ, ο Αραγκόν, οι διδαχές του Μόραλη και το ατελιέ στην Καλλιθέα
17.01.2022
21:03
Ο τελευταίος εκπρόσωπος της γενιάς του '30 δεν έβγαλε μόνο την Ελλάδα από τα σύνορα, αλλά την έκανε περήφανη, μέσα από τους εργάτες που έγιναν τροπαιοφόροι Άγιοι, τους παθιασμένους δράκους του, τους ψαράδες, τον βαθύ μπλε αττικό ουρανό και τα πουλιά, σύμβολο της αιώνιας ελευθερίας, που δεν έπαψε να εκφράζει μέχρι τέλους
Τα πινέλα του τα χωρούσε σε ένα ντενεκέ από Μινέρβα, τα όνειρα του κάτω από τον απέραντο αττικό ουρανό που έγινε το ιδανικό ταμπλό όπου απλώθηκαν όλα τα σχήματά του: η ελληνική ελευθερία και το ανυπόκριτο σθένος, η ανοιχτοσύνη του ελληνικού σύμπαντος που έθρεψε τη μοναδική του ταυτότητα, οι Ορθόδοξοι Άγιοι και οι απλοί περαστικοί, τα βασικά, δηλαδή, χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν τον Αλέκο Φασιανό και τον έκαναν διάσημο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο δάσκαλός του, Γιάννης Τσαρούχης, του έλεγε από νωρίς ότι το τοπικό είναι το παγκόσμιο και έτσι με το ελληνικό ταμπεραμέντο που τον κράτησε όρθιο μέχρι τέλους αλλά και το νεανικό του σθένος έμελλε να καταστεί ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της γενιάς του 30 στο εξωτερικό-μια μυθική ελληνική φιγούρα μεταξύ των θνητών. Δεν ήθελε και πολύ για να μαθευτεί ότι αυτός ο αλλόκοτος νέος που έφτασε τη δεκαετία του '60 με υποτροφία του γαλλικού κράτους στο Παρίσι για να πραγματοποιήσει τα ελληνικά του όνειρα στην πόλη του φωτός ήταν μοναδικός. Στο μικρό του μπαλκονάκι, πάνω ακριβώς από το εστιατόριο Ροζαλί, που ήταν δεύτερο σπίτι για τον Μοντιλιάνι, ο νεαρός Αλέκος μπορούσε πια να ονειρεύεται ότι το μέλλον του ανήκει σε μια περίοδο που ελάχιστοι ζωγράφοι μπορούσαν, από μια μικρή και βασανισμένη χώρα όπως η Ελλάδα, να κάνουν διεθνή καριέρα.
Στην περίφημη École des beaux-arts γνώρισε σπουδαίους καλλιτέχνες που δεν άργησαν να ασπαστούν με τον καλύτερο τρόπο τον δυναμικό, τρυφερό και ευρηματικό Έλληνα. Κάποιοι εγνωσμένοι υπερρεαλιστές λάτρεψαν το ελληνικό του ταμπεραμέντο, τα ταπεινά πουλιά του που γίνονταν σύμβολα ελευθερίας, τους βυζαντινούς καβαλάρηδες και Αγίους που μπλέκονταν με τους ανθρώπους του μόχθου, τα ερωτευμένα ζευγάρια που επιδίδονταν σε στιγμές πάθους ανάλογες με αυτές της αμεριμνησίας που ζούσαν οι μοναχικοί του ποδηλάτες και οι καπνιστές του. Κανείς, όμως, από αυτούς δεν μας ήταν ξένος καθώς συνιστούσαν σάρκα από τη σάρκα μας, οικείες, καθημερινές φιγούρες της καθημερινότητας μας που ζούσαν σε φτωχικά δωμάτια και έκαναν βόλτες κάτω από ξεχαρβαλωμένα καλώδια της ΔΕΗ που πρώτος αυτός τόλμησε να προσθέσει στο ελεύθερο από σύμβολα καλλιτεχνικό του σύμπαν-μαζί με τα λαϊκότροπα δίχτυα του ψαρά, κατευθείαν βγαλμένα από τις γωνιές της άγνωστης, λαικής αγιογραφίας και τις εικόνες του Θεόφιλου.
Άλλωστε, η λέξη «λαϊκό» ήταν αυτή που ξεκλείδωνε οτιδήποτε μπορούσε να φανεί ότι παρεκτρέπεται και παρασύρεται από κάποια αφαιρετική τάση, όπως αυτές που ήταν πολύ της μόδας τότε αλλά στις οποίες ο καθ' όλα Έλληνας Αλέκος Φασιανός αντιστάθηκε με σθένος. Εμμένοντας στο ελληνικό του σχέδιο εξακολουθούσε να είναι προασπιστής της καταγωγής του ενσωματώνοντας στη ζωγραφική του την απλότητα που είχαν οι λευκές λήκυθοι που τόσο αγαπούσε, οι φιγούρες του καραγκιόζη, τα δέντρα, η φύση, οι μπλε ουρανοί και οι κόκκινες, γεμάτες πάθος καρδιές. Οι Έλληνες τον τίμησαν εξαρχής και οι Γάλλοι τον αποθέωσαν.
Στο Παρίσι γνώρισε και ανέπτυξε φιλίες με αναγνωρισμένους ποιητές και συγγραφείς, όπως ο πάντοτε ερωτευμένος με την Ελλάδα σπουδαίος λόγιος μελετητής Ζακ Λακαριέρ (Jacques Lacarrière), o συγγραφέας Ιβ Ναβάρ (Yves Navarre) και ο ζωγράφος Ρενέ Λομπιέ (René Laubiès), που θα τον βοηθήσει πολύ στη διάρκεια της διαµονής του στη Γαλλία. Και ήταν ο σπουδαίος Λουί Αραγκόν, που επέμενε πως είναι ο τελευταίος μεσογειακός ζωγράφος και αναφωνούσε δυνατά: “Αυτός που τ’ όνομά του γράφω, που έμαθα να λέω τ’ όνομά του, αυτός, ο Φασιανός, ω Φασιανέ! Θυμάμαι τις πρώτες μέρες όταν μου άρχισε η έκπληξη, ήταν ένας νέος τρόπος ν’ αγαπάς…”
Παρά όμως την πρώιμη επιτυχία που συνόδεψε την πρώτη του κιόλας μεγάλη έκθεση ο Φασιανός δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες, την καταγωγή και την ταυτότητά του: το γεγονός ότι υπήρξε παιδί του πολέμου και ότι γαλουχήθηκε με τις εικόνες από τα λευκά και άκρως συμμετρικά αγάλματα στα μουσεία όπου τον πήγαινε η φιλόλογος μητέρα του. Ενδεχομένως να μην μπορούσε να υπάρξει καλύτερος συνδυασμός από τον Επαμεινώνδα, μουσικό και θρήσκο πατέρα που τον μύησε στα μυστικά της βυζαντινής τέχνης και την ερωτευμένη με την Αρχαία Ελλάδα, ωραία Ελένη μητέρα του, που τον έκανε να αγαπήσει την αρχαιεοελληνική λιτότητα.
«Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος και είχε μανία με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αυτή με πήγαινε συγχρόνως στα Μουσεία η την Ακρόπολη και παντού όπου μπορούσε να συναντήσει αρχαία πράγματα. Μου άρεσαν πολύ τα εικονογραφημένα αρχαία βάζα, ιδίως οι λευκές λήκυθοι, που εικόνιζαν νεκρικές παραστάσεις. Πιο πολύ όμως με συγκινούσαν τα κυκλαδικά ειδώλια με στυλιζαρισμένα χέρια, τα μονοκόμματα σώματα που μοιάζανε με παιχνίδια. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και έτσι έμαθα να παίζω βιολί. Δεν νομίζω ότι αυτό με επηρέασε καθόλου. Γιατί ήθελα να ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Μέχρι τα 17 μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων, στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων» εξομολογούνταν ο ίδιος στο προσωπικό του ιστολόγιο.
Θυμόταν με ακρίβεια το όμορφο μειδίαμα της Κόρης, τις άψογες αναλογίες των γυμνών κούρων που τον βοήθησαν να αντιληφθεί αλλιώς το σώμα αλλά και την κίνηση που είχαν τα αγάλματα της κλασικής εποχής που τον έκαναν να μην μπορεί ποτέ να ζωγραφίσει ανθρώπους στατικούς. Ο ίδιος έλεγε ότι ήταν οι κλασικοί που του έμαθαν πως αρκεί μια κίνηση στο πόδι μπροστά για να αποδοθεί η κίνηση, αρκεί μια μικρή λεπτομέρεια για να δώσει ζωντάνια στο όλον. Το ίδιο έκανε και εκείνος με τους πίνακες του: έβαλε να πετούν παντού πουλιά, να ανεμίζουν τα μαλλιά ή τα κασκόλ, σαν αυτά που δεν έπαψε ποτέ να φορά μέχρι τον θάνατό του, άνθρωποι με ανοιχτά τα χέρια να μοιάζουν σαν να ίπτανται καθώς οδηγούν ποδήλατα. Μάλιστα ο ίδιος το χαρακτηριστικό αυτό της ψευδαίσθησης ότι το έργο κινείται ή πάλλεται το ονόμασε tremboulance και ήταν άλλος ένας δικός του τρόπος να επιβάλει τους κανόνες παρά αυτοί να του επιβάλλονται.
Ο δάσκαλός του, Γιάννης Τσαρούχης, του έλεγε από νωρίς ότι το τοπικό είναι το παγκόσμιο και έτσι με το ελληνικό ταμπεραμέντο που τον κράτησε όρθιο μέχρι τέλους αλλά και το νεανικό του σθένος έμελλε να καταστεί ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της γενιάς του 30 στο εξωτερικό-μια μυθική ελληνική φιγούρα μεταξύ των θνητών. Δεν ήθελε και πολύ για να μαθευτεί ότι αυτός ο αλλόκοτος νέος που έφτασε τη δεκαετία του '60 με υποτροφία του γαλλικού κράτους στο Παρίσι για να πραγματοποιήσει τα ελληνικά του όνειρα στην πόλη του φωτός ήταν μοναδικός. Στο μικρό του μπαλκονάκι, πάνω ακριβώς από το εστιατόριο Ροζαλί, που ήταν δεύτερο σπίτι για τον Μοντιλιάνι, ο νεαρός Αλέκος μπορούσε πια να ονειρεύεται ότι το μέλλον του ανήκει σε μια περίοδο που ελάχιστοι ζωγράφοι μπορούσαν, από μια μικρή και βασανισμένη χώρα όπως η Ελλάδα, να κάνουν διεθνή καριέρα.
Στην περίφημη École des beaux-arts γνώρισε σπουδαίους καλλιτέχνες που δεν άργησαν να ασπαστούν με τον καλύτερο τρόπο τον δυναμικό, τρυφερό και ευρηματικό Έλληνα. Κάποιοι εγνωσμένοι υπερρεαλιστές λάτρεψαν το ελληνικό του ταμπεραμέντο, τα ταπεινά πουλιά του που γίνονταν σύμβολα ελευθερίας, τους βυζαντινούς καβαλάρηδες και Αγίους που μπλέκονταν με τους ανθρώπους του μόχθου, τα ερωτευμένα ζευγάρια που επιδίδονταν σε στιγμές πάθους ανάλογες με αυτές της αμεριμνησίας που ζούσαν οι μοναχικοί του ποδηλάτες και οι καπνιστές του. Κανείς, όμως, από αυτούς δεν μας ήταν ξένος καθώς συνιστούσαν σάρκα από τη σάρκα μας, οικείες, καθημερινές φιγούρες της καθημερινότητας μας που ζούσαν σε φτωχικά δωμάτια και έκαναν βόλτες κάτω από ξεχαρβαλωμένα καλώδια της ΔΕΗ που πρώτος αυτός τόλμησε να προσθέσει στο ελεύθερο από σύμβολα καλλιτεχνικό του σύμπαν-μαζί με τα λαϊκότροπα δίχτυα του ψαρά, κατευθείαν βγαλμένα από τις γωνιές της άγνωστης, λαικής αγιογραφίας και τις εικόνες του Θεόφιλου.
Άλλωστε, η λέξη «λαϊκό» ήταν αυτή που ξεκλείδωνε οτιδήποτε μπορούσε να φανεί ότι παρεκτρέπεται και παρασύρεται από κάποια αφαιρετική τάση, όπως αυτές που ήταν πολύ της μόδας τότε αλλά στις οποίες ο καθ' όλα Έλληνας Αλέκος Φασιανός αντιστάθηκε με σθένος. Εμμένοντας στο ελληνικό του σχέδιο εξακολουθούσε να είναι προασπιστής της καταγωγής του ενσωματώνοντας στη ζωγραφική του την απλότητα που είχαν οι λευκές λήκυθοι που τόσο αγαπούσε, οι φιγούρες του καραγκιόζη, τα δέντρα, η φύση, οι μπλε ουρανοί και οι κόκκινες, γεμάτες πάθος καρδιές. Οι Έλληνες τον τίμησαν εξαρχής και οι Γάλλοι τον αποθέωσαν.
Στο Παρίσι γνώρισε και ανέπτυξε φιλίες με αναγνωρισμένους ποιητές και συγγραφείς, όπως ο πάντοτε ερωτευμένος με την Ελλάδα σπουδαίος λόγιος μελετητής Ζακ Λακαριέρ (Jacques Lacarrière), o συγγραφέας Ιβ Ναβάρ (Yves Navarre) και ο ζωγράφος Ρενέ Λομπιέ (René Laubiès), που θα τον βοηθήσει πολύ στη διάρκεια της διαµονής του στη Γαλλία. Και ήταν ο σπουδαίος Λουί Αραγκόν, που επέμενε πως είναι ο τελευταίος μεσογειακός ζωγράφος και αναφωνούσε δυνατά: “Αυτός που τ’ όνομά του γράφω, που έμαθα να λέω τ’ όνομά του, αυτός, ο Φασιανός, ω Φασιανέ! Θυμάμαι τις πρώτες μέρες όταν μου άρχισε η έκπληξη, ήταν ένας νέος τρόπος ν’ αγαπάς…”
Παρά όμως την πρώιμη επιτυχία που συνόδεψε την πρώτη του κιόλας μεγάλη έκθεση ο Φασιανός δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες, την καταγωγή και την ταυτότητά του: το γεγονός ότι υπήρξε παιδί του πολέμου και ότι γαλουχήθηκε με τις εικόνες από τα λευκά και άκρως συμμετρικά αγάλματα στα μουσεία όπου τον πήγαινε η φιλόλογος μητέρα του. Ενδεχομένως να μην μπορούσε να υπάρξει καλύτερος συνδυασμός από τον Επαμεινώνδα, μουσικό και θρήσκο πατέρα που τον μύησε στα μυστικά της βυζαντινής τέχνης και την ερωτευμένη με την Αρχαία Ελλάδα, ωραία Ελένη μητέρα του, που τον έκανε να αγαπήσει την αρχαιεοελληνική λιτότητα.
«Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος και είχε μανία με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αυτή με πήγαινε συγχρόνως στα Μουσεία η την Ακρόπολη και παντού όπου μπορούσε να συναντήσει αρχαία πράγματα. Μου άρεσαν πολύ τα εικονογραφημένα αρχαία βάζα, ιδίως οι λευκές λήκυθοι, που εικόνιζαν νεκρικές παραστάσεις. Πιο πολύ όμως με συγκινούσαν τα κυκλαδικά ειδώλια με στυλιζαρισμένα χέρια, τα μονοκόμματα σώματα που μοιάζανε με παιχνίδια. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και έτσι έμαθα να παίζω βιολί. Δεν νομίζω ότι αυτό με επηρέασε καθόλου. Γιατί ήθελα να ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Μέχρι τα 17 μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων, στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων» εξομολογούνταν ο ίδιος στο προσωπικό του ιστολόγιο.
Θυμόταν με ακρίβεια το όμορφο μειδίαμα της Κόρης, τις άψογες αναλογίες των γυμνών κούρων που τον βοήθησαν να αντιληφθεί αλλιώς το σώμα αλλά και την κίνηση που είχαν τα αγάλματα της κλασικής εποχής που τον έκαναν να μην μπορεί ποτέ να ζωγραφίσει ανθρώπους στατικούς. Ο ίδιος έλεγε ότι ήταν οι κλασικοί που του έμαθαν πως αρκεί μια κίνηση στο πόδι μπροστά για να αποδοθεί η κίνηση, αρκεί μια μικρή λεπτομέρεια για να δώσει ζωντάνια στο όλον. Το ίδιο έκανε και εκείνος με τους πίνακες του: έβαλε να πετούν παντού πουλιά, να ανεμίζουν τα μαλλιά ή τα κασκόλ, σαν αυτά που δεν έπαψε ποτέ να φορά μέχρι τον θάνατό του, άνθρωποι με ανοιχτά τα χέρια να μοιάζουν σαν να ίπτανται καθώς οδηγούν ποδήλατα. Μάλιστα ο ίδιος το χαρακτηριστικό αυτό της ψευδαίσθησης ότι το έργο κινείται ή πάλλεται το ονόμασε tremboulance και ήταν άλλος ένας δικός του τρόπος να επιβάλει τους κανόνες παρά αυτοί να του επιβάλλονται.
Άλλωστε όταν όλοι οι υπόλοιποι στο Παρίσι ζωγράφιζαν εξπρεσιονιστικά και αφηρημένα έργα, εκείνος επέμενε ανθρωποκεντρικά με τη ζωγραφική του να είναι βγαλμένη από το ανθρώπινο σύμπαν και απόλυτα αφοσιωμένο σε αυτό. Οι πιο γήινοι από αυτούς, οι εργάτες του μόχθου μετατρέπονταν έτσι σε αυτοσχέδιους καβαλάρηδες πάνω σε άσπρα ή κόκκινα άλογα που κατατρόπωναν φλεγόμενους δράκοντες ενώ οι ψαράδες του ισοδυναμούσαν στα έργα τους με ήρωες βγαλμένους από τα παραμύθια. Δεν ήταν τυχαίο, ούτε αφελές αλλά πραγματικά ο Φασιανός ήθελε να κάνει πρωταγωνιστή των έργων του τον ανώνυμο περαστικό ή έστω τον γείτονά του: τον φούρναρη, τον περιπτερά, τον αγρότη. Με αυτούς άλλωστε συναναστρεφόταν από μικρός και ας μεγάλωσε και ανδρώθηκε καλλιτεχνικά στο κέντρο της Αθήνας: προτιμούσε να το σκάει και να πηγαίνει στις παρυφές της Πεντέλης και στην πλατεία Κένεντι στο Χαλάνδρι, όπου ήταν το πρώτο του πατρικό, που τότε ήταν εξοχή, για να ζωγραφίζει τους βοσκούς με το ποίμνίο τους.
Είτε πρόκειται για τον βοσκό, τον πλάνητα, τον ποδηλάτη που έγινε κεντρικό μοτίβο του ελευθεριακού του σύμπαντος ή το ζευγάρι που κάνει έρωτα σε ένα φτωχό δωμάτιο, οι ανώνυμοι άνθρωποι ήταν εξαρχής οι δικοί του θεοί: απλώς τους έλουζε με έντονα χρώματα ή τους περιέβαλλε με ένδοξα στοιχεία της φύσης και με πουλιά όπως έκαναν οι παλιοί Βυζαντινοί με απώτερο σκοπό την αγιοποίησή τους. Κάτι του είχε μάθει επ'αυτού η λαική ζωγραφική του Θεόφιλου και οι φιγούρες του Καραγκιόζη. Ακόμα περισσότερα του είχε μάθει ο σπουδαίος του δάσκαλος Γιάννης Μόραλης.
«Ο δάσκαλός μας ο Μόραλης είχε μια επιρροή επάνω μας τόσο σαν καλλιτέχνης, όσο και σαν άνθρωπος. Μάθαμε να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων των αντικειμένων εξ αιτίας του φωτός. Μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα. Όμως πάντα σκεφτόμουνα τους αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα η άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες» έλεγε με πάσα ειλικρίνεια ο ίδιος.
Το εργαστήρι της Καλλιθέας
Όνειρο του ήταν στην πραγματικότητα να βγάλει την Ελλάδα εκτός συνόρων και να αποκτήσει το προσωπικό του καλλιτεχνικό εργαστήριο-ατελιέ το οποίο έβαλε μπροστά με το που επέστρεψε στην Ελλάδα το 1963, αν και ουσιαστικά το Παρίσι δεν το εγκατέλειψε ποτέ. Έτσι μαζί με τον αρχιτέκτονα και ζωγράφο Αντώνη Κεπέτζη, τον Νίκο Στεφάνου και τον Βασίλη Σπεράντζαν έφτιαξαν το περίφημο “Ατελιέ της Καλλιθέας”, σε ένα πανέμορφο σπίτι που είχαν νοικιάσει από την Εθνική Πινακοθήκη: «Εκεί αναπτυχθήκαμε με έμπνευση και ενθουσιασμό, για μια ζωγραφική που βγαίνει από την αίσθηση της πραγματικότητας. Σ’ αυτό το ατελιέ, μας επισκέπτονταν πολλοί φίλοι ποιητές, ζωγράφοι, φιλότεχνοι και περίεργοι. Ερχόταν συχνά ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης, ο Εμπειρίκος, η Βακαλό, ο Σινόπουλος, ο Καρούζος, ο Αναλις και πολλοί άλλοι. Ετσι, με την ηθική υποστήριξή τους και τις συμβουλές τους, παίρναμε πολύ θάρρος. Γιατί, δεν είναι εύκολο, όταν κανείς αρχίζει, να είναι σίγουρος για το έργο του”.
Σε αυτό το ατελιέ λέει ο ίδιος ότι γεννήθηκε μια από τις πιο γνωστές του μορφές, “Ο πρώτος ποδηλάτης καπνίζων”: «Ξαφνικά μια μέρα, ενώ στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, μου ήλθε η έμπνευση σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά να ανεμίζουν». Η στιγμή της έμπνευσης του μοιάζει μάλιστα σχεδόν μεταφυσική: «Όταν το ζωγράφισα, γέμισε το δωμάτιο με φούμες. Κατόπιν έκανα ένα άλλο μπλε, και ύστερα ένα κόκκινο» και έκτοτε οι ποδηλάτες του έγραψαν ιστορία. Όταν περιέγραψε τη στιγμή στον φίλο του Ανδρέα Εμπειρίκο, ο τελευταίος επέμενε ότι πρέπει να κάνει το περιστατικό ποίημα αλλά ο Φασιανός ατ'αυτού επέλεξε να τον ζωγραφίσει για το εξώφυλλο συλλογής του Εμπειρίκου, όπως αντίστοιχα είχε κάνει και για τον Οδυσσέα Ελύτη. Επίσης, η σειρά εξωφύλλων που δημιούργησε για τον άκρως τολμηρό τότε συγγραφέα Κώστα Ταχτσή έχουν γράψει ιστορία όπως και αυτά για τον αντισυμβατικό μελετητή του περιθωρίου Ηλία Πετρόπουλο.
Παράλληλα με τους πίνακες ο Φασιανός φτιάχνει γλυπτά, μικροαντικείμενα λαικής χρήσης όπως τάματα ενώ συνεργάζεται με κορυφαίους συγγραφείς, ποιητές και μουσικούς με τους οποίους σχεδιάζει μακέτες, εξώφυλλα, αφίσες προγράμματος. Συνεργάζεται στενά με τον Κάρολο Κουν στο θέατρο Τέχνης ενώ φτιάχνει κουστούμια και ντεκόρ για τον Αλέξη Σολωμό στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στο έργο Ελένη του Ευριπίδη. Το 1985 τιμήθηκε με την τιμή του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας ενώ χρίστηκε Ιππότης του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων από τον Γάλλο Υπουργό Πολιτισμού Ζακ Λαγκ. Το όνομα του βρέθηκε έτσι να δεσπόζει δίπλα διεθνή ονόματα αλλά και σε επιφανείς εκπροσώπου του τόπου, μέρος του οποίου ήταν αναμφίβολα και ο ίδιος, ένας εξαγώγιμος καλλιτέχνης που κατέκτησε διαφορετικές πλευρές του πλανήτη: από το Τόκιο και το Σάο Πάολο με τη δυναμική του συμμετοχή στην εκεί Μπιενάλε του 1971 έως την Αμερική. Αγάπησε τις τέχνες αλλά δεν έπαψε ποτέ να εμπλέκεται στα πολιτικά πράγματα ζώντας στο έπακρο τις μέρες του '68 στο Παρίσι, τις επαναστατημένες μέρες της ελληνικής εξέγερσης του 73 και της Μεταπολίτευσης. Το 1999 αποδέχτηκε μάλιστα την τιμητική, μη εκλόγιμη θέση του ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, αν και ήξερε ότι το κομματικό τεραίν δεν ήταν ο δικός του τόπος δημιουργίας.
Αντ'αυτού προτιμούσε να ξαπλώνει σαν μικρό παιδί στο πάτωμα και να ζωγραφίζει διατηρώντας ζωντανή την παιδικότητά του και τη σπίθα του μέχρι τέλους, λέγοντας πάντα πως η ζωγραφική είναι η ζωή του.
Και όπως έχουν πει για τον ομότεχνό του, Πάμπλο Πικάσο, δεν εγέρασε ποτέ. Κάτι ήξερε ο Οδυσσέας Ελύτης όταν έλεγε πως «Σπάθα του Φασιανού δεν εστάθηκε, όπως σε τόσους άλλους, η τεχνική του αλλά ο μύθος των παιδικών του χρόνων και η σοφία του - ασπίδα του -, η επίμονη να τον διατηρεί και να τον αναπτύσσει με τρόπο ανένδοτο, ακόμα και με όλα του τα ελαττώματα, που τα μετατρέπει σε χάρμα οφθαλμών για τους άλλους, έτσι σαν αγιο τριαντάφυλλα που δεν μπολιάζεται μα που ωστόσο ξέρει ν´ανθίσει», ένα απόσπασμα που αποφάσισε να του αφιερώσει η κόρη του Βικτώρια, αντί για αποχαιρετισμό.
Όχι άδικα: Ο Αλέκος Φασιανός ανθεί, άλλωστε, μέσα από τις εικόνες του ανάμεσα μας για πάντα.
Δείτε φωτογραφίες από το σπίτι του Αλέκου Φασιανού στην Αθήνα (εικονίζονται η γυναίκα του, Μαρίζα, και η κόρη του, Βικτώρια)
Ειδήσεις σήμερα:
Στον ανακριτή ο 32χρονος που κατηγορείται πως βίασε τη 14χρονη αδερφή της συντρόφου του στο Περιστέρι
Τζώρτζης Μονογυιός: Με «ξερογκαζιές» και τα ηλεκτρονικά OFF η Ferrari
Σε ισχύ το πρόστιμο για ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών - Ποιοι εξαιρούνται
Είτε πρόκειται για τον βοσκό, τον πλάνητα, τον ποδηλάτη που έγινε κεντρικό μοτίβο του ελευθεριακού του σύμπαντος ή το ζευγάρι που κάνει έρωτα σε ένα φτωχό δωμάτιο, οι ανώνυμοι άνθρωποι ήταν εξαρχής οι δικοί του θεοί: απλώς τους έλουζε με έντονα χρώματα ή τους περιέβαλλε με ένδοξα στοιχεία της φύσης και με πουλιά όπως έκαναν οι παλιοί Βυζαντινοί με απώτερο σκοπό την αγιοποίησή τους. Κάτι του είχε μάθει επ'αυτού η λαική ζωγραφική του Θεόφιλου και οι φιγούρες του Καραγκιόζη. Ακόμα περισσότερα του είχε μάθει ο σπουδαίος του δάσκαλος Γιάννης Μόραλης.
«Ο δάσκαλός μας ο Μόραλης είχε μια επιρροή επάνω μας τόσο σαν καλλιτέχνης, όσο και σαν άνθρωπος. Μάθαμε να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων των αντικειμένων εξ αιτίας του φωτός. Μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα. Όμως πάντα σκεφτόμουνα τους αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα η άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες» έλεγε με πάσα ειλικρίνεια ο ίδιος.
Το εργαστήρι της Καλλιθέας
Όνειρο του ήταν στην πραγματικότητα να βγάλει την Ελλάδα εκτός συνόρων και να αποκτήσει το προσωπικό του καλλιτεχνικό εργαστήριο-ατελιέ το οποίο έβαλε μπροστά με το που επέστρεψε στην Ελλάδα το 1963, αν και ουσιαστικά το Παρίσι δεν το εγκατέλειψε ποτέ. Έτσι μαζί με τον αρχιτέκτονα και ζωγράφο Αντώνη Κεπέτζη, τον Νίκο Στεφάνου και τον Βασίλη Σπεράντζαν έφτιαξαν το περίφημο “Ατελιέ της Καλλιθέας”, σε ένα πανέμορφο σπίτι που είχαν νοικιάσει από την Εθνική Πινακοθήκη: «Εκεί αναπτυχθήκαμε με έμπνευση και ενθουσιασμό, για μια ζωγραφική που βγαίνει από την αίσθηση της πραγματικότητας. Σ’ αυτό το ατελιέ, μας επισκέπτονταν πολλοί φίλοι ποιητές, ζωγράφοι, φιλότεχνοι και περίεργοι. Ερχόταν συχνά ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης, ο Εμπειρίκος, η Βακαλό, ο Σινόπουλος, ο Καρούζος, ο Αναλις και πολλοί άλλοι. Ετσι, με την ηθική υποστήριξή τους και τις συμβουλές τους, παίρναμε πολύ θάρρος. Γιατί, δεν είναι εύκολο, όταν κανείς αρχίζει, να είναι σίγουρος για το έργο του”.
Σε αυτό το ατελιέ λέει ο ίδιος ότι γεννήθηκε μια από τις πιο γνωστές του μορφές, “Ο πρώτος ποδηλάτης καπνίζων”: «Ξαφνικά μια μέρα, ενώ στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, μου ήλθε η έμπνευση σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά να ανεμίζουν». Η στιγμή της έμπνευσης του μοιάζει μάλιστα σχεδόν μεταφυσική: «Όταν το ζωγράφισα, γέμισε το δωμάτιο με φούμες. Κατόπιν έκανα ένα άλλο μπλε, και ύστερα ένα κόκκινο» και έκτοτε οι ποδηλάτες του έγραψαν ιστορία. Όταν περιέγραψε τη στιγμή στον φίλο του Ανδρέα Εμπειρίκο, ο τελευταίος επέμενε ότι πρέπει να κάνει το περιστατικό ποίημα αλλά ο Φασιανός ατ'αυτού επέλεξε να τον ζωγραφίσει για το εξώφυλλο συλλογής του Εμπειρίκου, όπως αντίστοιχα είχε κάνει και για τον Οδυσσέα Ελύτη. Επίσης, η σειρά εξωφύλλων που δημιούργησε για τον άκρως τολμηρό τότε συγγραφέα Κώστα Ταχτσή έχουν γράψει ιστορία όπως και αυτά για τον αντισυμβατικό μελετητή του περιθωρίου Ηλία Πετρόπουλο.
Παράλληλα με τους πίνακες ο Φασιανός φτιάχνει γλυπτά, μικροαντικείμενα λαικής χρήσης όπως τάματα ενώ συνεργάζεται με κορυφαίους συγγραφείς, ποιητές και μουσικούς με τους οποίους σχεδιάζει μακέτες, εξώφυλλα, αφίσες προγράμματος. Συνεργάζεται στενά με τον Κάρολο Κουν στο θέατρο Τέχνης ενώ φτιάχνει κουστούμια και ντεκόρ για τον Αλέξη Σολωμό στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στο έργο Ελένη του Ευριπίδη. Το 1985 τιμήθηκε με την τιμή του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας ενώ χρίστηκε Ιππότης του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων από τον Γάλλο Υπουργό Πολιτισμού Ζακ Λαγκ. Το όνομα του βρέθηκε έτσι να δεσπόζει δίπλα διεθνή ονόματα αλλά και σε επιφανείς εκπροσώπου του τόπου, μέρος του οποίου ήταν αναμφίβολα και ο ίδιος, ένας εξαγώγιμος καλλιτέχνης που κατέκτησε διαφορετικές πλευρές του πλανήτη: από το Τόκιο και το Σάο Πάολο με τη δυναμική του συμμετοχή στην εκεί Μπιενάλε του 1971 έως την Αμερική. Αγάπησε τις τέχνες αλλά δεν έπαψε ποτέ να εμπλέκεται στα πολιτικά πράγματα ζώντας στο έπακρο τις μέρες του '68 στο Παρίσι, τις επαναστατημένες μέρες της ελληνικής εξέγερσης του 73 και της Μεταπολίτευσης. Το 1999 αποδέχτηκε μάλιστα την τιμητική, μη εκλόγιμη θέση του ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, αν και ήξερε ότι το κομματικό τεραίν δεν ήταν ο δικός του τόπος δημιουργίας.
Αντ'αυτού προτιμούσε να ξαπλώνει σαν μικρό παιδί στο πάτωμα και να ζωγραφίζει διατηρώντας ζωντανή την παιδικότητά του και τη σπίθα του μέχρι τέλους, λέγοντας πάντα πως η ζωγραφική είναι η ζωή του.
Και όπως έχουν πει για τον ομότεχνό του, Πάμπλο Πικάσο, δεν εγέρασε ποτέ. Κάτι ήξερε ο Οδυσσέας Ελύτης όταν έλεγε πως «Σπάθα του Φασιανού δεν εστάθηκε, όπως σε τόσους άλλους, η τεχνική του αλλά ο μύθος των παιδικών του χρόνων και η σοφία του - ασπίδα του -, η επίμονη να τον διατηρεί και να τον αναπτύσσει με τρόπο ανένδοτο, ακόμα και με όλα του τα ελαττώματα, που τα μετατρέπει σε χάρμα οφθαλμών για τους άλλους, έτσι σαν αγιο τριαντάφυλλα που δεν μπολιάζεται μα που ωστόσο ξέρει ν´ανθίσει», ένα απόσπασμα που αποφάσισε να του αφιερώσει η κόρη του Βικτώρια, αντί για αποχαιρετισμό.
Όχι άδικα: Ο Αλέκος Φασιανός ανθεί, άλλωστε, μέσα από τις εικόνες του ανάμεσα μας για πάντα.
Δείτε φωτογραφίες από το σπίτι του Αλέκου Φασιανού στην Αθήνα (εικονίζονται η γυναίκα του, Μαρίζα, και η κόρη του, Βικτώρια)
Ειδήσεις σήμερα:
Στον ανακριτή ο 32χρονος που κατηγορείται πως βίασε τη 14χρονη αδερφή της συντρόφου του στο Περιστέρι
Τζώρτζης Μονογυιός: Με «ξερογκαζιές» και τα ηλεκτρονικά OFF η Ferrari
Σε ισχύ το πρόστιμο για ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών - Ποιοι εξαιρούνται
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr