Με μια ιστορία που εκτείνεται σε τρεις αιώνες, η Nestlé συνεχίζει την επιτυχημένη πορεία της με μια ευρεία γκάμα προϊόντων και εφαρμόζοντας υπεύθυνες εταιρικές πρακτικές για το περιβάλλον και την κοινωνία
Διονύσης Χαριτόπουλος: Οι άγνωστες ιστορίες για τον Άρη Βελουχιώτη και τους αντάρτες του
Διονύσης Χαριτόπουλος: Οι άγνωστες ιστορίες για τον Άρη Βελουχιώτη και τους αντάρτες του
Είκοσι πέντε χρόνια μετά το «Αρης - Ο Αρχηγός των Ατάκτων», ο Διονύσης Χαριτόπουλος επιστρέφει με νέο βιβλίο - Αποκαλυπτικά τα κεφάλαια για τις αντάρτισσες, για την επιχείρηση διάσωσης των Εβραίων από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, την προδοσία από το Κόμμα και το τραγικό του τέλος
Ο Μανόλης Γλέζος είχε πει για το «Αρης - Ο Αρχηγός των Ατάκτων» του Διονύση Χαριτόπουλου ότι είναι σαν ο συγγραφέας του να έζησε τον Βελουχιώτη από κοντά κυνηγώντας και ο ίδιος τους εχθρούς στα βουνά. Αλλωστε δεν άφησε καμία πτυχή του Αρη αδιευκρίνιστη περιγράφοντας τις μυθικές μάχες κατά των Ιταλών και Γερμανών αλλά και την άγνωστη δράση του μυθικού καπετάνιου του ΕΛΑΣ, τις έριδές του ακόμα και με τους ίδιους τους συναγωνιστές του για θέματα ηθικής, το αίσθημα δικαιοσύνης που τον έκανε να φτάνει στα άκρα, τη διαρκή κόντρα του με το Κόμμα και εν τέλει τη θρυλική αυτοκτονία του.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου που σήμερα βρίσκεται σε 550.000 σπίτια και με μια έρευνα που δεν σταμάτησε ποτέ για τον Διονύση Χαριτόπουλο κυκλοφορεί η συνέχεια του βιβλίου από τις εκδόσεις Τόπος με τον τίτλο «Ατακτοι». Εδώ όχι μόνο φωτίζονται ξεχωριστά οι προσωπικότητες που βρίσκονταν δίπλα στον Αρη Βελουχιώτη, όπως ο Νικηφόρος, ο άγνωστος εγγονός του Καραϊσκάκη, που είχε θαμπώσει όχι μόνο τον Αρη Βελουχιώτη αλλά και ανθρώπους του πνεύματος όπως τον Μίνω Αργυράκη που έγραψε κατόπιν για αυτόν, ο «Κοκκινογένης» Λευτέρης Χρυσιώτης (Σπύρος Τσιλιγιάννης) που ακολούθησε τον Αρη στα βουνά μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τη διαφωνία του με το ΚΚΕ, οι πρόδρομοι του Αρη όπως ο περίφημος Περικλής (Γιώργος Χουλιάρας) που συμμετείχε στην ιστορική μάχη του Γοργοποτάμου αλλά και σε δεκάδες μάχες εναντίον Ιταλών και Γερμανών ενώ είναι ο πρώτος που είπε, μεσούντος του Εμφυλίου, το περίφημο «καλύτερα που δεν νικήσαμε», ο οξυδερκής και πνευματικός Κλέαρχος, ο Ελληνας Ρομπέν των Δασών - Νάκος Μπελλής.
Ολοι αυτοί πρωταγωνιστούν στις σελίδες του ορμητικού αυτού βιβλίου που δεν αφήνει καμία λεπτομέρεια ακάλυπτη. Στο φως έρχονται έτσι άγνωστες πτυχές του αγώνα, όπως το ότι οι μαχητές του ΕΛΑΣ κατάφεραν να σώσουν μια σημαντική μερίδα Εβραίων της Αθήνας σε αντίθεση με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι χάθηκαν σχεδόν όλοι, η πολυσυζητημένη υποτιθέμενη εν ψυχρώ δολοφονία του συνταγματάρχη Δημήτρη Ψαρρού από τον Αρη Βελουχιώτη στο Κλήμα Δωρίδας, το 1944, για την οποία ο συγγραφέας υποδεικνύει ως δολοφόνο το στέλεχος του ΚΚΕ Ζούλα με καθοδηγητή τον Γιώργη Σιάντο.
Τέτοιες ιστορίες φωτίζονται και περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο, όπου, μεταξύ άλλων, μαθαίνουμε πολλά για τον σημαντικό ρόλο που είχαν οι γυναίκες καπετάνισσες, για τις οποίες υπήρχε διαταγή από τον Αρη να μην τις αγγίζει κανείς, καθώς ήταν πολύ αυστηρός με τα παλικάρια του σε θέματα ηθικής. Ο συγγραφέας Χαριτόπουλος, ακολουθώντας τον υπερθετικό βαθμό της αφήγησης, όπως αρμόζει στο ταμπεραμέντο του Βελουχιώτη και της παρέας του, γοητεύεται από το αγέρωχο σθένος τους, από τον τρόπο που υιοθετούν τις αυστηρές αρχές της στρατιωτικής στρατηγικής από τον Κλαούζεβιτς ενώ επικαλείται επίσημες ιστορικές πηγές αναγνωρισμένων συγγραφέων και επιστημόνων όπως ο Μαρκ Μαζάουερ.
Και καθώς ορίζει ως συγγραφέας μια γραμμή που τους φέρνει κοντά τους αγωνιστές του ’21 υποστηρίζοντας ότι χάραζαν αντίστοιχα τη δική τους πορεία, πέρα από τις οριοθετημένες που έδινε το Κόμμα, ακολουθεί όλη τη μυθική διαδρομή του Αρη στα βουνά και στην πρώτη γραμμή των μαχών.
Ασεβής προς το Κόμμα
«Το Βουνό δεν είναι για όλους», ξεκαθαρίζει εξαρχής ο Χαριτόπουλος στο κεφάλαιο όπου εξηγεί πώς ξεκίνησαν όλα για τον Αρη Βελουχιώτη. «Ποιος θα το φανταζόταν ότι αυτός ο ασεβής και απροσάρμοστος στα κομματικά θέσφατα, το εντελώς αντίθετο από το ισχύον μοντέλο του οσιομάρτυρα κομμουνιστή, ο οποίος καπνίζει, πίνει, τραγουδάει, τσακώνεται, ερωτεύεται και αστειεύεται με όλα, στο Βουνό θα αποδεικνυόταν ένα φυσικό φαινόμενο». Για να συνεχίσει πως «Ο Αρης δεν είναι απλός πολέμαρχος. Το πιο σημαντικό των επιτευγμάτων του είναι ότι αγνόησε τα σχέδια επί χάρτου της ανίδεης πολιτικής ηγεσίας και καθόρισε εξαρχής τη Μορφή (πανστρατιά) και το Περιεχόμενο (πατριωτικό) του Αντάρτικου».
Καταληκτικά μιλώντας, σε μια συγκυρία που ξαναφέρνει στο φως παλιές κόντρες, άγνωστες πτυχές και ιστορικά πρόσωπα στην πρώτη γραμμή, βιβλία όπως «Οι Ατακτοι» εμφανίζονται παραπάνω από πολύτιμα. Το «protothema.gr» προδημοσιεύει σε αποκλειστικότητα δύο σημαντικά κεφάλαια όπως οι «Ζωγραφιές» για το πώς οργανώνονταν, τι φορούσαν, πώς δρούσαν οι αντάρτες. Επίσης περιγράφεται το γεγονός της παρασημοφόρησης του Αρη Βελουχιώτη από τον Εντι Μάγερς, την οποία ο Αρης αρνήθηκε ζητώντας σε αντάλλαγμα αρβύλες και εξοπλισμό για τους αντάρτες του. Το δεύτερο κεφάλαιο που παρουσιάζουμε είναι «Η τελευταία τιμή» για την απαράμιλλη σχέση Τζαβέλα - Βελουχιώτη, την προδοσία από το Κόμμα και τον κοινό τους θάνατο, που έχει ως ημερομηνία, σύμφωνα με τον Χαριτόπουλο, τη 15η Ιουνίου 1945.
«Ζωγραφιές»
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου που σήμερα βρίσκεται σε 550.000 σπίτια και με μια έρευνα που δεν σταμάτησε ποτέ για τον Διονύση Χαριτόπουλο κυκλοφορεί η συνέχεια του βιβλίου από τις εκδόσεις Τόπος με τον τίτλο «Ατακτοι». Εδώ όχι μόνο φωτίζονται ξεχωριστά οι προσωπικότητες που βρίσκονταν δίπλα στον Αρη Βελουχιώτη, όπως ο Νικηφόρος, ο άγνωστος εγγονός του Καραϊσκάκη, που είχε θαμπώσει όχι μόνο τον Αρη Βελουχιώτη αλλά και ανθρώπους του πνεύματος όπως τον Μίνω Αργυράκη που έγραψε κατόπιν για αυτόν, ο «Κοκκινογένης» Λευτέρης Χρυσιώτης (Σπύρος Τσιλιγιάννης) που ακολούθησε τον Αρη στα βουνά μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τη διαφωνία του με το ΚΚΕ, οι πρόδρομοι του Αρη όπως ο περίφημος Περικλής (Γιώργος Χουλιάρας) που συμμετείχε στην ιστορική μάχη του Γοργοποτάμου αλλά και σε δεκάδες μάχες εναντίον Ιταλών και Γερμανών ενώ είναι ο πρώτος που είπε, μεσούντος του Εμφυλίου, το περίφημο «καλύτερα που δεν νικήσαμε», ο οξυδερκής και πνευματικός Κλέαρχος, ο Ελληνας Ρομπέν των Δασών - Νάκος Μπελλής.
Ολοι αυτοί πρωταγωνιστούν στις σελίδες του ορμητικού αυτού βιβλίου που δεν αφήνει καμία λεπτομέρεια ακάλυπτη. Στο φως έρχονται έτσι άγνωστες πτυχές του αγώνα, όπως το ότι οι μαχητές του ΕΛΑΣ κατάφεραν να σώσουν μια σημαντική μερίδα Εβραίων της Αθήνας σε αντίθεση με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι χάθηκαν σχεδόν όλοι, η πολυσυζητημένη υποτιθέμενη εν ψυχρώ δολοφονία του συνταγματάρχη Δημήτρη Ψαρρού από τον Αρη Βελουχιώτη στο Κλήμα Δωρίδας, το 1944, για την οποία ο συγγραφέας υποδεικνύει ως δολοφόνο το στέλεχος του ΚΚΕ Ζούλα με καθοδηγητή τον Γιώργη Σιάντο.
Τέτοιες ιστορίες φωτίζονται και περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο, όπου, μεταξύ άλλων, μαθαίνουμε πολλά για τον σημαντικό ρόλο που είχαν οι γυναίκες καπετάνισσες, για τις οποίες υπήρχε διαταγή από τον Αρη να μην τις αγγίζει κανείς, καθώς ήταν πολύ αυστηρός με τα παλικάρια του σε θέματα ηθικής. Ο συγγραφέας Χαριτόπουλος, ακολουθώντας τον υπερθετικό βαθμό της αφήγησης, όπως αρμόζει στο ταμπεραμέντο του Βελουχιώτη και της παρέας του, γοητεύεται από το αγέρωχο σθένος τους, από τον τρόπο που υιοθετούν τις αυστηρές αρχές της στρατιωτικής στρατηγικής από τον Κλαούζεβιτς ενώ επικαλείται επίσημες ιστορικές πηγές αναγνωρισμένων συγγραφέων και επιστημόνων όπως ο Μαρκ Μαζάουερ.
Και καθώς ορίζει ως συγγραφέας μια γραμμή που τους φέρνει κοντά τους αγωνιστές του ’21 υποστηρίζοντας ότι χάραζαν αντίστοιχα τη δική τους πορεία, πέρα από τις οριοθετημένες που έδινε το Κόμμα, ακολουθεί όλη τη μυθική διαδρομή του Αρη στα βουνά και στην πρώτη γραμμή των μαχών.
Ασεβής προς το Κόμμα
«Το Βουνό δεν είναι για όλους», ξεκαθαρίζει εξαρχής ο Χαριτόπουλος στο κεφάλαιο όπου εξηγεί πώς ξεκίνησαν όλα για τον Αρη Βελουχιώτη. «Ποιος θα το φανταζόταν ότι αυτός ο ασεβής και απροσάρμοστος στα κομματικά θέσφατα, το εντελώς αντίθετο από το ισχύον μοντέλο του οσιομάρτυρα κομμουνιστή, ο οποίος καπνίζει, πίνει, τραγουδάει, τσακώνεται, ερωτεύεται και αστειεύεται με όλα, στο Βουνό θα αποδεικνυόταν ένα φυσικό φαινόμενο». Για να συνεχίσει πως «Ο Αρης δεν είναι απλός πολέμαρχος. Το πιο σημαντικό των επιτευγμάτων του είναι ότι αγνόησε τα σχέδια επί χάρτου της ανίδεης πολιτικής ηγεσίας και καθόρισε εξαρχής τη Μορφή (πανστρατιά) και το Περιεχόμενο (πατριωτικό) του Αντάρτικου».
Καταληκτικά μιλώντας, σε μια συγκυρία που ξαναφέρνει στο φως παλιές κόντρες, άγνωστες πτυχές και ιστορικά πρόσωπα στην πρώτη γραμμή, βιβλία όπως «Οι Ατακτοι» εμφανίζονται παραπάνω από πολύτιμα. Το «protothema.gr» προδημοσιεύει σε αποκλειστικότητα δύο σημαντικά κεφάλαια όπως οι «Ζωγραφιές» για το πώς οργανώνονταν, τι φορούσαν, πώς δρούσαν οι αντάρτες. Επίσης περιγράφεται το γεγονός της παρασημοφόρησης του Αρη Βελουχιώτη από τον Εντι Μάγερς, την οποία ο Αρης αρνήθηκε ζητώντας σε αντάλλαγμα αρβύλες και εξοπλισμό για τους αντάρτες του. Το δεύτερο κεφάλαιο που παρουσιάζουμε είναι «Η τελευταία τιμή» για την απαράμιλλη σχέση Τζαβέλα - Βελουχιώτη, την προδοσία από το Κόμμα και τον κοινό τους θάνατο, που έχει ως ημερομηνία, σύμφωνα με τον Χαριτόπουλο, τη 15η Ιουνίου 1945.
«Ζωγραφιές»
«Η ανοικτή αντίστασις συνίσταται εις εµφανείς ενεργείας ατόµων και οµάδων, αίτινες, αποχωριζόµεναι του κανονικού τρόπου ζωής, οργανούνται, εκπαιδεύονται και εξοπλίζονται προς µάχην». (ΓΕΣ, Ανταρτοπόλεµος) Ενα εύστοχο προσωνύµιο έδωσαν στους αντάρτες του πρώτου καιρού οι άντρες της Χωροφυλακής· τους αποκαλούσαν «Κατσαντώνια», παραπέµποντας στον ανυπότακτο και τραγικό Κλέφτη της Ρούµελης, για να τους ξεχωρίσουν από τους άλλους ενόπλους των βουνών. Παιδιά χωρικών οι χωροφύλακες, από τα ίδια χώµατα µε τους αντάρτες, συνέλαβαν ενστικτωδώς το νόηµα της παρουσίας αυτών των νέων οπλοφόρων.
Δεν υπηρετούν καµιά εξουσία, ούτε πλιατσικολογούν, ούτε φοβίζουν τον κόσµο· πολεµούν σε έναν άπελπι και άνισο αγώνα σαν τους παλιούς Κλέφτες. Και επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο, οι πρωτοπόροι του Αντάρτικου µε την εµφάνισή τους, ειδικά στη Ρούµελη, εντυπωσιάζουν όχι µόνο τους χωροφύλακες αλλά και τον πλέον αδαή. Ολα πάνω τους παραπέµπουν ευθέως στο ’21. Δείχνουν ξεκάθαρα από πού κρατάει η σκούφια τους· δεν θα φανταζόταν κανείς πολύ διαφορετικούς σε εµφάνιση τους αγωνιστές της Εθνεγερσίας. Πολλοί µοιάζουν µε ενσάρκωση κάποιου Ρουµελιώτη προγόνου τους Αρµατολού ή Κλέφτη.
Οπου υπήρχε οικογενειακό σεντούκι, ξέθαψαν τα ηρωικά· φουστανέλες, σκουφιά, χιτώνια, χλαίνες, ευζωνικές στολές, σκουρόχρωµους ντουλαµάδες, τσαρούχια, κάπες, χαϊµαλιά, τσαπράζια, κι από όπλα ό,τι µε διάφορους τρόπους είχαν οικονοµήσει· τον γκρα του σπιτιού, καµιά κλεµµένη αραβίδα του στρατού και προγονικές χαντζάρες. Οι Αγγλοι τούς αναγόρευσαν αµέσως σε «ζωγραφιές». Οι πρώτοι αντάρτες που συνάντησαν ήταν η οµάδα των Καραλιβαναίων, κι είχαν αποµείνει εκστατικοί να τους χαζεύουν· νόµισαν πως είδαν µπροστά τους «ζωντανές ζωγραφιές» του ’21.
«Θα µπορούσαν να είχαν αναδυθεί από σελίδες βιβλίων της Eλληνικής Eπανάστασης του 1821». (Χάµσον) Την ίδια έκπληξη, αν και αρνητική, δοκίµασε το µέλος της K.E. του KΚE Ηλίας Μανιάτης (Ηλίας Καρτσώνης) που µόλις είχε φτάσει από την Αθήνα στο βουνό ως Γραµµατέας Στερεάς. O Kεντρικός Eπίτροπος του Κόµµατος, τέλος Δεκέµβρη του ’42, έναν µήνα µετά τον Γοργοπόταµο, αντικρίζει για πρώτη φορά αντάρτες και φρίττει· άλλα περίµενε και άλλα είδε.
Aυτοί δεν είναι κοµµατικός στρατός. Ενας συρφετός άτακτων αλλοπαρµένων είναι, µε γένια, φουστανέλες, χαντζάρες, ντουλαµάδες, κάπες, τσαπράζια, τσαρούχια, γκλίτσες, φισεκλίκια, σάλπιγγες, σηµαίες, παπάδες, σταυρούς, φυλαχτά· ακόµη και ο Αρης έχει κρεµασµένο ένα σταυρουδάκι πάνω του. Εκτός από ελάχιστους παλιούς κοµμουνιστές, µετρηµένους στα δάχτυλα, οι υπόλοιποι αντάρτες είναι χωρικοί, χωροφύλακες, πρώην ληστές, καλόγεροι, κλαρίτες, σκηνίτες, αµούστακα παιδιά, αλαφροΐσκιωτοι και αγρίµια. Ο Αρης έχει φτιάξει στρατό µε αυτούς που το KΚE παραδοσιακά δεν εµπιστεύεται· τους χωρικούς.
Οµως οι Ελληνες χωρικοί δεν είναι σκυφτοί µουζίκοι, έχουν πλούσιες πατριωτικές παραδόσεις και ιστορία αγώνων. Ακόµη και ο πιο φτωχός «είχε έντονο το αίσθηµα της ανεξαρτησίας και δεν αποκαλούσε κανέναν “αφέντη”». (Mazower) H αποστροφή του Mανιάτη, που διαγράφει διαµιάς την ελληνική παράδοση και ιδιοπροσωπία, θα αποτυπωθεί σε µια έκθεση καταπέλτη προς το Κόµµα· αφορίζει ως αντικοµµατικό αυτό που συµβαίνει και ζητάει την άµεση αντικατάσταση του «Νταβέλη» αρχηγού: «Δεν είναι Λαϊκός Στρατός ούτε κοµουνιστικό κίνηµα, είναι Κλέφτικο παλιάς σχολής». (Tριανταφυλλίδης). Μάλλον δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται.
Στον Γοργοπόταµο ο Αγγλος λοχαγός των καταδροµών Nτένις Xάµσον είχε µείνει έκπληκτος από την αντοχή και την καρτερία των νεαρών ανταρτών του EΛAΣ: «O οπλισµός τους προκαλούσε κατάπληξη, τα απερίγραπτα ρούχα τους ήταν στο µεγαλύτερο µέρος τους κουρελιασµένα, πολλοί βάδιζαν κυριολεκτικά ξυπόλυτοι, πράγµα ιδιαίτερα σκληρό µε τον καιρό που έκανε. Oι δικές µας µπότες ήταν µουσκεµένες απ’ το χιόνι και τα πόδια µας βρεγµένα και παγωµένα, αλλά τουλάχιστον είχαµε µπότες. […] Oι άντρες του Zέρβα, που ανήκαν στον EΔEΣ, ήταν λίγο µεγαλύτεροι σε ηλικία (τουλάχιστον δεν ήταν νεαρά παιδιά) και ήταν καλύτερα, αν όχι πολύ καλύτερα, εξοπλισµένοι».
Πολεμικό πνεύμα
Μα δεν κάνει το λάθος να υποτιµήσει, λόγω ηλικίας, εµφάνισης και οπλισµού, το αξιόµαχο αυτών των νεαρών. Οπως θα αποδείξουν στη µάχη που ακολούθησε, το «πολεµικό πνεύµα» τους ανταποκρίνεται στις πιο υψηλές προσδοκίες. Οσο πληθαίνουν οι αντάρτες, οι ελλείψεις σε στρατιωτικά είδη γίνονται όλο και πιο επιτακτικές. Οι περισσότεροι δεν έχουν ούτε τα στοιχειώδη. Φοράνε τα ίδια παραδαρµένα ντρίλινα ρούχα που είχαν για δουλειά και σχόλη και στερούνται ακόµα και των ευτελών γουρουνοτσάρουχων· δένουν στα πόδια λάστιχα από ρόδες αυτοκινήτων, τυλίγουν τα πέλµατα µε πανιά και τσουβάλια ή περπατάνε ξυπόλυτοι.
Εξ ου και οι Πελοποννήσιοι προεστοί αποκαλούσαν περιφρονητικά «Ξυπολήδες» τους Ελασίτες. O παρασηµοφορηµένος ήρωας της Πίνδου, ταγµατάρχης Εµµ. Βαζαίος, διοικητής του 6ου Συντάγµατος του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, γράφει: «Καθ’ όλον τον χειµώνα του 1943-1944 το 50% των ανταρτών ήσαν τελείως ανυπόδητοι, πλείστοι δε έφερον θερινήν στολήν χωρίς χλαίνην». Στον Γοργοπόταµο ο δεκαεξάχρονος Ατρόµητος (Κώστας Γκέκας) έπιασε τον µοναδικό Ιταλό αιχµάλωτο. Φυσικά, το πρώτο που κάνει είναι να τον γδύσει. «Πήρα το όπλο του Ιταλού και τα ρούχα του, από παπούτσια ως τη χλαίνη, έγινα σωστός Ιταλός». (Αφήγηση Γκέκα). Οταν µετά την ανατίναξη της γέφυρας οι νικητές συγκεντρώθηκαν στο σχολείο του χωριού, ο πανευτυχής Εντι Mάγερς ανακοινώνει επίσηµα στον Αρη και τον Zέρβα ότι θα τους προτείνει για παρασηµοφόρηση.
Ο Αρης δεν δείχνει να συγκινείται µε την τιµή. «Τι να το κάνω το παράσηµο», απαντάει στον Αγγλο, «δώσε µου καλύτερα αρβύλες για τους ξυπόλυτους άντρες µου». Η στρατιωτικοποίηση της εµφάνισης των ανταρτών του ΕΛΑΣ, µε ίδιες ή παρεµφερείς στολές και οπλισµό, που βλέπουµε στις περισσότερες φωτογραφίες, επιτεύχθηκε προς το τέλος του 1943. Τότε η κυριαρχία πλέον σε µεγάλες περιοχές παρείχε και την άνεση να ποζάρουν κάπως περιποιηµένοι µπροστά στον φακό. Ακόµα και έναν χρόνο µετά την έναρξη του αγώνα, δεν είχε επιτευχθεί κάποια τυποποιηµένη εµφάνιση.
Οι «ζωγραφιές» κυριαρχούν και για έναν άλλο λόγο· βαθύτερα οι αντάρτες επιθυµούν να µοιάζουν στους προγόνους τους. Οπως ο Νικήτας από τη Σουβάλα Παρνασσίδας, που ήταν τραµβαγέρης στην πρωτεύουσα· γύρισε στο χωριό του, φόρεσε τη φουστανέλα του παππού του κι έµπαινε στη µάχη κραδαίνοντας µια πελώρια θανατηφόρα χαντζάρα. Στις 21 Mαΐου 1943, την εξαγγελθείσα ηµεροµηνία έναρξης των ιταλικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, θα γίνει µια µεγάλη αντάρτικη παράταξη στο Mαυρολιθάρι. Εκεί µαζεύτηκαν «τα άγρια και τα ήµερα του βουνού και του λόγγου». Aυτό που έγραψε ο τυπικός Σαράφης, αντικρίζοντας για πρώτη φορά το θέαµα υπερχιλίων παρατεταγµένων ατάκτων, πρέπει να είναι αποτέλεσµα ή µεγάλης συγκίνησης ή µεγάλης ψυχραιµίας του στρατηγού: «Η εν γένει εντύπωσή µου από την εµφάνιση και το παράστηµα των τµηµάτων πολύ καλή». (Ο ΕΛΑΣ).
Yπάρχει πιο αναλυτική περιγραφή: «Εβλεπε κανείς ανακατεµένους φανταχτερούς αρειµάνιους οπλοφόρους µε σεµνούς και αφανείς ανθρώπους, που άφησαν προσωρινά την τσάπα. [...] Aξιωµατικούς και χωροφύλακες που προσχώρησαν στο Αντάρτικο. Φουστανελάδες µε ντουλαµάδες, συντζίρια και τζοβαϊρικά, απλούς χωριάτες µε τα ταγάρια τους, άλλους µε µπότες, πολλούς µε τσαρούχια από λάστιχο και όχι λίγους ξυπόλυτους. »Aπό τη µικρή εκείνη λαϊκή στρατιά, δεν λείπανε και δυο αρµατωµένοι παπάδες και ένας καλόγερος, ο Σαµουήλ, που άφησε το µοναστήρι. Οσο από οπλισµό, η ίδια ανοµοιοµορφία χτυπούσε στο µάτι!
Aρκετά µάνλιχερ, κάµποσα ιταλικά τουφέκια, λίγα αυτόµατα, µερικά γερµανικά µάουζερ και πολλοί, πάρα πολλοί γκράδες. Aπό κοντά εκείνοι που ξαναζωντάνευαν το αρµατολίκι µε τους ντουλαµάδες, τα φέσια και τα σελάχια των παππούδων τους, φρόντιζαν να συµπληρώνουν τον οπλισµό τους µε µια πάλα της ηρωικής εποχής, ένα τούρκικο γιαταγάνι, µια σπαθάρα του παλαιού οθωνικού Ιππικού! »Aπό βαρύτερο οπλισµό, µερικές οµάδες είχαν οπλοπολυβόλα ιταλικά, οι περισσότερες όµως όχι. O Αρης, έφιππος, παρουσιάζει για πρώτη φορά στους άντρες τους νεοφερµένους Σαράφη και Τζήµα και µετά τις σχετικές οµιλίες στρατιωτικού και πολιτικού, "εκλαϊκεύει" ο ίδιος τις επίσηµες οδηγίες, καταλήγοντας, ως γνήσιος αρχιάτακτος: "Kι όπως είπαµε, αν πάνε να σας κυκλώσουν, µόνο τότε θα υποχωρήσετε, µ’ ένα κοψίδι γίδα παραµάσχαλα ο καθένας"».
Η τελευταία τιμή
Στο βουνό εμφανίστηκε ξαφνικά ένα αλλόκοτο πρόσωπο. Σαν τελώνιο που δραπέτευσε από κάποιο αρχαϊκό σεντούκι και πήρε δίπλα τα βουνά ψάχνοντας για τον Αρη. Οι αντάρτες τον χαζεύουν αποσβολωμένοι. Με όψη δαιμονική, ασύχαστο μάτι, μακριά μαλλιά, αριά γένια, σκουρόχρωμο ντουλαμά, χοντρή σκούρα κάλτσα, μαύρα τσαρούχια με φούντες κι έναν μαύρο καλογερίστικο σκούφο στο κεφάλι. Στο στήθος σταυρωτά φισεκλίκια και σειρές τα ασημικά, καδένες, συντζίρια και φυλαχτά για κάθε περίπτωση: από το κακό το μάτι έως το κακό το βόλι.
Οταν επιτέλους συναντάει το είδωλό του, κάνει το απρόσμενο: πέφτει γονατιστός στα πόδια του Αρη και τον προσκυνάει, όπως στην Τουρκοκρατία, με το κεφάλι του να ακουμπάει στο χώμα: «Κράτα με κοντά σου, αρχηγέ, και θα γίνω καλύτερος από σένα», του υπόσχεται. «Κι άμα με πιάσεις σκάρτο, δε θα χαλάσεις σφαίρα, με το μαχαίρι σου να με σφάξεις». Είναι ο Φώτης Τζαβέλας (Γιάννης Αγγελέτος) από τα Τοπόλια (Ελαιώνα) της Αμφισσας που ανέβηκε στο Βουνό για αντάρτης. Οι πρώτοι ένοπλοι που συνάντησε ήσαν οι λήσταρχοι Αγοριδαίοι. Εμεινε για λίγο μαζί τους και τους εγκατέλειψε, ευτυχώς γι’ αυτόν έγκαιρα, προκειμένου να ανακαλύψει τον αρχηγό. Ο Τζαβέλας δεν θέλει να πάει πουθενά αλλού, σε κανέναν άλλον. Μόνο στον Αρη, και αυτόν ψάχνει τόσο καιρό.
Οι πληροφορίες για το παρελθόν του δεν είναι οι καλύτερες. Μπορεί να επιτηδεύεται τον καλαθοπλέκτη, αλλά τις κουτσουκέλες του τις έχει κάνει: όχι καμία βαριά παρανομία, αλλά παπαδοπαίδι δεν είναι. Ο αρχηγός κάτι διέκρινε πάνω του και τον κράτησε.Από εκείνη τη μέρα απόκτησε φύλακα άγγελο και δαίμονα μαζί. Πανέξυπνος, παμπόνηρος και εντελώς αδίστακτος. Δεν σέβεται και δεν υπολογίζει κανέναν. Μόνο στον Αρη είναι ταγμένος, με έναν πρωτόγονο λατρευτικό τρόπο, και δεν θα αργήσει για χάρη του να κάνει μια ολοκληρωτική μετάλλαξη: θα κόψει τα μαλλιά, θα συμμαζέψει τα γένια και θα τον μιμηθεί στο στρατιωτικό ντύσιμο. Πολύ σύντομα, θα έχει επιστασία των πάντων. Τίποτα δεν του ξεφεύγει. Τα βλέπει και τα ακούει όλα. Για τον Τζαβέλα δεν υπάρχουν εμπόδια.
Η διαταγή του αρχηγού εκτελείται πάντα, ό,τι και αν γίνει, όποια μέσα και αν χρειαστεί να μετέλθει. Διαβολικός, ακούραστος, αποφασιστικός, αδίστακτος και απάνθρωπα σκληρός. Το όνομά του θα γίνει συνώνυμο της κόλασης για όσους έχουν κάτι να κρύψουν. Ο Αρης του έχει κοντό λουρί. Και αν κάποτε το παρακάνει, αρκεί να ακούσει το θυμωμένο του αρχηγού «δεν θα γίνεις άνθρωπος ποτέ;» για να μαζευτεί αμέσως. Τους άλλους δεν τους υπολογίζει και θα συγκρουστεί με αρκετούς. Οσο ο Αρης ήταν μέσα στην Αθήνα, κι αυτός απέξω περίμενε την επιστροφή του, έκανε το θαύμα του.
Στο χωριό Σπαΐδες της Βοιωτίας, κρέμασε τρεις κοπέλες που είχαν εκπέσει σε πόρνες των Ιταλών. Οταν ο Αρης επέστρεψε με τον Τζήμα, ο ευπατρίδης πολιτικός το έμαθε κι εξοργίστηκε: τον κατσάδιασε άγρια. Μα ο αρχηγός τον υπερασπίστηκε: «Τι θέλατε να τις κάνει...Να τις προικίσει;» Ο Τζαβέλας δεν είναι από τα παιδιά που δέχονται σιωπηλά τις επιπλήξεις. Ενθαρρυμένος και από τον αρχηγό, δεν εννοούσε να παραδεχτεί σαν λανθασμένη την ενέργειά του. Αντέταξε μάλιστα στις επικρίσεις του Τζήμα τη στάση του αδελφού της μιας κοπελιάς: έμεινε τόσο ικανοποιημένος για τη λύση που δόθηκε στο θέμα τιμής που τον τυραννούσε, ώστε κατετάγη αντάρτης. Ο Τζήμας αδύνατον να το χωνέψει: είναι πολύ νωρίς ακόμη γι’ αυτόν να κατανοήσει τους νόμους του Βουνού.
Ο Τζαβέλας
Τον Απρίλιο του 1943 στην Κολοκυθιά, ο Αρης συγκροτεί από δοκιμασμένους αντάρτες, που επέλεξε ο ίδιος, τον έφιππο ουλαμό των μαυροσκούφηδων. Ο Τζαβέλας αναλαμβάνει καπετάνιος και θα αποδειχθεί πολεμιστής απαράμιλλος. Θαρραλέος, πανούργος, πολυμήχανος, πολέμησε παντού και αξιοποίησε επιχειρησιακά στο έπακρο τους άντρες του ουλαμού. Ηταν ο καπετάνιος που χρειάζονταν. Παρέμενε όμως πάντα η νέμεση του αρχηγού σε κάθε παρεκτροπή από τους σκοπούς και το ήθος του αγώνα.
Οταν ο αρχηγός σήκωσε το δικό του μπαϊράκι για τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Τζαβέλας δεν ξεκόλλησε από πλάι του. Και στα Πιτσιωτά παρέμεινε ο ίδιος φρουρός, έξω από το σπίτι όπου ο Αρης συνομιλούσε με τον απεσταλμένο του Κόμματος. Μόνο διαφώνησε έντονα μαζί του όταν άκουσε πως θα φύγουν για τα σύνορα και θα τους δοθεί στο δρόμο ένα χαρτί σύνδεσης με κόμματα του εξωτερικού. Ο Τζαβέλας δεν έχει σαν τον Αρη ιδεολογικές και κομματικές δουλείες: η κρίση του δεν θολώνει, βλέπει πιο καθαρά και διακρίνει αμέσως την εξαπάτηση.
Ο λόγος για τον οποίο ο Αρης ζητάει κομματικό χαρτί σύνδεσης είναι για να περάσει μέσω Αλβανίας στη Γιουγκοσλαβία ή στη Σοβιετική Ενωση, όχι για να σώσει τη ζωή του, αυτό μπορούσε να το κάνει και χωρίς τα κομματικά διαπιστευτήρια. Θέλει να έχει την απαραίτητη κομματική εξουσιοδότησε για να απευθυνθεί στις πηγές επηρεασμού, μήπως μέσω αυτών κατορθώσει να μεταστρέψει τη γραμμή της ελληνικής ηγεσίας. Αυτά δεν γίνονται. Οι Σιάντος - Ιωαννίδης δεν έχουν σκοπό να συμβιβαστούν με τον αντιρρησία, θα ήταν σαν να σκάβουν τον τάφο τους. Και, αφού δεν τολμούν να αντιπαρατεθούν ανοιχτά μαζί του, από τον φόβο των αντιδράσεων του κόσμου, αποφασίζουν να τον εξουδετερώσουν αλλιώς.
Με δόλο και απάτη. Μετά από μέρες πορείας, θα συναντήσουν στη Θεσσαλία τον καπετάνιο Νικηταρά (τον δικηγόρο Κώστα Καφαντάρη, μέλος του ΚΚΕ), παλιό φίλο του αρχηγού, που επίσης χλευάζει τις κομματικές υποσχέσεις. «Δεν το περίμενα να σε κοροϊδέψει ο Σιάντος», του λέει. «Εκεί που θα πας δεν θα σε περιμένει τίποτα. Σ’ έβγαλε από τη Ρούμελη, σε ξερίζωσε από τη δύναμή σου και θα σ’ αφήσει να περιμένεις. Θα μείνεις μόνος σου». Σαν κάτι να αγκύλωσε τον Αρη. Η πρόβλεψη του Νικηταρά τού ξανάφερε στον νου τις αντιρρήσεις του Τζαβέλα.
Στο χωριό Μηλιά έξω από τα Γιάννενα, ο Τζαβέλας με τη στολή του Αρη μεταμφιέζεται: φοράει τα ρούχα ενός ντόπιου χωρικού και πάει να ζητήσει το διαβόητο χαρτί σύνδεσης από την κομματική οργάνωση της πόλης. «Θα πας και θα ’ρθεις δίχως ανάσα», του λέει επιτακτικά ο Αρης που είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά πλέον για την αξιοπιστία της κομματικής ηγεσίας. «Αύριο θέλω να ’σαι πίσω με το χαρτί στο χέρι». Ο Τζαβέλας θα επιστρέψει με οχτώ ενόπλους που έρχονται να καταταγούν, αλλά όχι με το χαρτί. «Δεν το έχουν», είπε του αρχηγού. Ο Αρης άρχισε να να κατεβάσει θεούς και δαίμονες. «Το χαρτί έπρεπε να το πάρεις όταν ήσουν ακόμα στη Ρούμελη», του μπήκε ο Τζαβέλας.
Αφού ξεκίνησες να φύγεις με άδεια χέρια, τώρα, θέλοντας και μη, όπως σου βαράνε, θα χορεύεις. Το ηλιοβασίλεμα της 15ης Ιουνίου 1945, έξω από τη Μεσούντα, στο φαράγγι του Φάγκου, το άστρο του Αρη εκρήγνυται μόνο του. Ο άνθρωπος που ξανάδωσε την περηφάνια σε έναν ολόκληρο λαό έκανε αυτό που ήξερε από την πρώτη μέρα που βγήκε στο βουνό ότι θα κάνει: Πυροβόλησε τον εαυτό του.
Ο Τζαβέλας πιστεύει σε έναν Θεό κι αυτός είναι νεκρός. Μα ούτε στον θάνατο θα τον εγκαταλείψει. Εσπασε το πιστόλι του, τον αγαπημένο του «Ελβετό», όπως το έλεγε, έσκισε όσες φωτογραφίες και χαρτιά είχε πάνω του, τράβηξε την περόνη μιας χειροβομβίδας και αγκάλιασε τον Αρη βάζοντάς την ανάμεσά τους. Η τελευταία τιμή που του έγινε, στον φανοστάτη της Πλατείας Τρικάλων, κρέμασαν το κεφάλι του πλάι στο κεφάλι του αρχηγού.
Ειδήσεις σήμερα:
Καταδιώξη με πυροβολισμούς στο Μενίδι - Τραυματίστηκε αστυνομικός
Πού είναι ο Ιβάν; Τα σενάρια για την «εξαφάνιση» Σαββίδη
Καμίλα Βαλίεβα: Το κορίτσι-θαύμα του καλλιτεχνικού πατινάζ επιστρέφει στον πάγο - Ελεύθερη να αγωνιστεί στο Πεκίνο
Δεν υπηρετούν καµιά εξουσία, ούτε πλιατσικολογούν, ούτε φοβίζουν τον κόσµο· πολεµούν σε έναν άπελπι και άνισο αγώνα σαν τους παλιούς Κλέφτες. Και επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο, οι πρωτοπόροι του Αντάρτικου µε την εµφάνισή τους, ειδικά στη Ρούµελη, εντυπωσιάζουν όχι µόνο τους χωροφύλακες αλλά και τον πλέον αδαή. Ολα πάνω τους παραπέµπουν ευθέως στο ’21. Δείχνουν ξεκάθαρα από πού κρατάει η σκούφια τους· δεν θα φανταζόταν κανείς πολύ διαφορετικούς σε εµφάνιση τους αγωνιστές της Εθνεγερσίας. Πολλοί µοιάζουν µε ενσάρκωση κάποιου Ρουµελιώτη προγόνου τους Αρµατολού ή Κλέφτη.
Οπου υπήρχε οικογενειακό σεντούκι, ξέθαψαν τα ηρωικά· φουστανέλες, σκουφιά, χιτώνια, χλαίνες, ευζωνικές στολές, σκουρόχρωµους ντουλαµάδες, τσαρούχια, κάπες, χαϊµαλιά, τσαπράζια, κι από όπλα ό,τι µε διάφορους τρόπους είχαν οικονοµήσει· τον γκρα του σπιτιού, καµιά κλεµµένη αραβίδα του στρατού και προγονικές χαντζάρες. Οι Αγγλοι τούς αναγόρευσαν αµέσως σε «ζωγραφιές». Οι πρώτοι αντάρτες που συνάντησαν ήταν η οµάδα των Καραλιβαναίων, κι είχαν αποµείνει εκστατικοί να τους χαζεύουν· νόµισαν πως είδαν µπροστά τους «ζωντανές ζωγραφιές» του ’21.
«Θα µπορούσαν να είχαν αναδυθεί από σελίδες βιβλίων της Eλληνικής Eπανάστασης του 1821». (Χάµσον) Την ίδια έκπληξη, αν και αρνητική, δοκίµασε το µέλος της K.E. του KΚE Ηλίας Μανιάτης (Ηλίας Καρτσώνης) που µόλις είχε φτάσει από την Αθήνα στο βουνό ως Γραµµατέας Στερεάς. O Kεντρικός Eπίτροπος του Κόµµατος, τέλος Δεκέµβρη του ’42, έναν µήνα µετά τον Γοργοπόταµο, αντικρίζει για πρώτη φορά αντάρτες και φρίττει· άλλα περίµενε και άλλα είδε.
Aυτοί δεν είναι κοµµατικός στρατός. Ενας συρφετός άτακτων αλλοπαρµένων είναι, µε γένια, φουστανέλες, χαντζάρες, ντουλαµάδες, κάπες, τσαπράζια, τσαρούχια, γκλίτσες, φισεκλίκια, σάλπιγγες, σηµαίες, παπάδες, σταυρούς, φυλαχτά· ακόµη και ο Αρης έχει κρεµασµένο ένα σταυρουδάκι πάνω του. Εκτός από ελάχιστους παλιούς κοµμουνιστές, µετρηµένους στα δάχτυλα, οι υπόλοιποι αντάρτες είναι χωρικοί, χωροφύλακες, πρώην ληστές, καλόγεροι, κλαρίτες, σκηνίτες, αµούστακα παιδιά, αλαφροΐσκιωτοι και αγρίµια. Ο Αρης έχει φτιάξει στρατό µε αυτούς που το KΚE παραδοσιακά δεν εµπιστεύεται· τους χωρικούς.
Οµως οι Ελληνες χωρικοί δεν είναι σκυφτοί µουζίκοι, έχουν πλούσιες πατριωτικές παραδόσεις και ιστορία αγώνων. Ακόµη και ο πιο φτωχός «είχε έντονο το αίσθηµα της ανεξαρτησίας και δεν αποκαλούσε κανέναν “αφέντη”». (Mazower) H αποστροφή του Mανιάτη, που διαγράφει διαµιάς την ελληνική παράδοση και ιδιοπροσωπία, θα αποτυπωθεί σε µια έκθεση καταπέλτη προς το Κόµµα· αφορίζει ως αντικοµµατικό αυτό που συµβαίνει και ζητάει την άµεση αντικατάσταση του «Νταβέλη» αρχηγού: «Δεν είναι Λαϊκός Στρατός ούτε κοµουνιστικό κίνηµα, είναι Κλέφτικο παλιάς σχολής». (Tριανταφυλλίδης). Μάλλον δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται.
Στον Γοργοπόταµο ο Αγγλος λοχαγός των καταδροµών Nτένις Xάµσον είχε µείνει έκπληκτος από την αντοχή και την καρτερία των νεαρών ανταρτών του EΛAΣ: «O οπλισµός τους προκαλούσε κατάπληξη, τα απερίγραπτα ρούχα τους ήταν στο µεγαλύτερο µέρος τους κουρελιασµένα, πολλοί βάδιζαν κυριολεκτικά ξυπόλυτοι, πράγµα ιδιαίτερα σκληρό µε τον καιρό που έκανε. Oι δικές µας µπότες ήταν µουσκεµένες απ’ το χιόνι και τα πόδια µας βρεγµένα και παγωµένα, αλλά τουλάχιστον είχαµε µπότες. […] Oι άντρες του Zέρβα, που ανήκαν στον EΔEΣ, ήταν λίγο µεγαλύτεροι σε ηλικία (τουλάχιστον δεν ήταν νεαρά παιδιά) και ήταν καλύτερα, αν όχι πολύ καλύτερα, εξοπλισµένοι».
Πολεμικό πνεύμα
Μα δεν κάνει το λάθος να υποτιµήσει, λόγω ηλικίας, εµφάνισης και οπλισµού, το αξιόµαχο αυτών των νεαρών. Οπως θα αποδείξουν στη µάχη που ακολούθησε, το «πολεµικό πνεύµα» τους ανταποκρίνεται στις πιο υψηλές προσδοκίες. Οσο πληθαίνουν οι αντάρτες, οι ελλείψεις σε στρατιωτικά είδη γίνονται όλο και πιο επιτακτικές. Οι περισσότεροι δεν έχουν ούτε τα στοιχειώδη. Φοράνε τα ίδια παραδαρµένα ντρίλινα ρούχα που είχαν για δουλειά και σχόλη και στερούνται ακόµα και των ευτελών γουρουνοτσάρουχων· δένουν στα πόδια λάστιχα από ρόδες αυτοκινήτων, τυλίγουν τα πέλµατα µε πανιά και τσουβάλια ή περπατάνε ξυπόλυτοι.
Εξ ου και οι Πελοποννήσιοι προεστοί αποκαλούσαν περιφρονητικά «Ξυπολήδες» τους Ελασίτες. O παρασηµοφορηµένος ήρωας της Πίνδου, ταγµατάρχης Εµµ. Βαζαίος, διοικητής του 6ου Συντάγµατος του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, γράφει: «Καθ’ όλον τον χειµώνα του 1943-1944 το 50% των ανταρτών ήσαν τελείως ανυπόδητοι, πλείστοι δε έφερον θερινήν στολήν χωρίς χλαίνην». Στον Γοργοπόταµο ο δεκαεξάχρονος Ατρόµητος (Κώστας Γκέκας) έπιασε τον µοναδικό Ιταλό αιχµάλωτο. Φυσικά, το πρώτο που κάνει είναι να τον γδύσει. «Πήρα το όπλο του Ιταλού και τα ρούχα του, από παπούτσια ως τη χλαίνη, έγινα σωστός Ιταλός». (Αφήγηση Γκέκα). Οταν µετά την ανατίναξη της γέφυρας οι νικητές συγκεντρώθηκαν στο σχολείο του χωριού, ο πανευτυχής Εντι Mάγερς ανακοινώνει επίσηµα στον Αρη και τον Zέρβα ότι θα τους προτείνει για παρασηµοφόρηση.
Ο Αρης δεν δείχνει να συγκινείται µε την τιµή. «Τι να το κάνω το παράσηµο», απαντάει στον Αγγλο, «δώσε µου καλύτερα αρβύλες για τους ξυπόλυτους άντρες µου». Η στρατιωτικοποίηση της εµφάνισης των ανταρτών του ΕΛΑΣ, µε ίδιες ή παρεµφερείς στολές και οπλισµό, που βλέπουµε στις περισσότερες φωτογραφίες, επιτεύχθηκε προς το τέλος του 1943. Τότε η κυριαρχία πλέον σε µεγάλες περιοχές παρείχε και την άνεση να ποζάρουν κάπως περιποιηµένοι µπροστά στον φακό. Ακόµα και έναν χρόνο µετά την έναρξη του αγώνα, δεν είχε επιτευχθεί κάποια τυποποιηµένη εµφάνιση.
Οι «ζωγραφιές» κυριαρχούν και για έναν άλλο λόγο· βαθύτερα οι αντάρτες επιθυµούν να µοιάζουν στους προγόνους τους. Οπως ο Νικήτας από τη Σουβάλα Παρνασσίδας, που ήταν τραµβαγέρης στην πρωτεύουσα· γύρισε στο χωριό του, φόρεσε τη φουστανέλα του παππού του κι έµπαινε στη µάχη κραδαίνοντας µια πελώρια θανατηφόρα χαντζάρα. Στις 21 Mαΐου 1943, την εξαγγελθείσα ηµεροµηνία έναρξης των ιταλικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, θα γίνει µια µεγάλη αντάρτικη παράταξη στο Mαυρολιθάρι. Εκεί µαζεύτηκαν «τα άγρια και τα ήµερα του βουνού και του λόγγου». Aυτό που έγραψε ο τυπικός Σαράφης, αντικρίζοντας για πρώτη φορά το θέαµα υπερχιλίων παρατεταγµένων ατάκτων, πρέπει να είναι αποτέλεσµα ή µεγάλης συγκίνησης ή µεγάλης ψυχραιµίας του στρατηγού: «Η εν γένει εντύπωσή µου από την εµφάνιση και το παράστηµα των τµηµάτων πολύ καλή». (Ο ΕΛΑΣ).
Yπάρχει πιο αναλυτική περιγραφή: «Εβλεπε κανείς ανακατεµένους φανταχτερούς αρειµάνιους οπλοφόρους µε σεµνούς και αφανείς ανθρώπους, που άφησαν προσωρινά την τσάπα. [...] Aξιωµατικούς και χωροφύλακες που προσχώρησαν στο Αντάρτικο. Φουστανελάδες µε ντουλαµάδες, συντζίρια και τζοβαϊρικά, απλούς χωριάτες µε τα ταγάρια τους, άλλους µε µπότες, πολλούς µε τσαρούχια από λάστιχο και όχι λίγους ξυπόλυτους. »Aπό τη µικρή εκείνη λαϊκή στρατιά, δεν λείπανε και δυο αρµατωµένοι παπάδες και ένας καλόγερος, ο Σαµουήλ, που άφησε το µοναστήρι. Οσο από οπλισµό, η ίδια ανοµοιοµορφία χτυπούσε στο µάτι!
Aρκετά µάνλιχερ, κάµποσα ιταλικά τουφέκια, λίγα αυτόµατα, µερικά γερµανικά µάουζερ και πολλοί, πάρα πολλοί γκράδες. Aπό κοντά εκείνοι που ξαναζωντάνευαν το αρµατολίκι µε τους ντουλαµάδες, τα φέσια και τα σελάχια των παππούδων τους, φρόντιζαν να συµπληρώνουν τον οπλισµό τους µε µια πάλα της ηρωικής εποχής, ένα τούρκικο γιαταγάνι, µια σπαθάρα του παλαιού οθωνικού Ιππικού! »Aπό βαρύτερο οπλισµό, µερικές οµάδες είχαν οπλοπολυβόλα ιταλικά, οι περισσότερες όµως όχι. O Αρης, έφιππος, παρουσιάζει για πρώτη φορά στους άντρες τους νεοφερµένους Σαράφη και Τζήµα και µετά τις σχετικές οµιλίες στρατιωτικού και πολιτικού, "εκλαϊκεύει" ο ίδιος τις επίσηµες οδηγίες, καταλήγοντας, ως γνήσιος αρχιάτακτος: "Kι όπως είπαµε, αν πάνε να σας κυκλώσουν, µόνο τότε θα υποχωρήσετε, µ’ ένα κοψίδι γίδα παραµάσχαλα ο καθένας"».
Η τελευταία τιμή
Στο βουνό εμφανίστηκε ξαφνικά ένα αλλόκοτο πρόσωπο. Σαν τελώνιο που δραπέτευσε από κάποιο αρχαϊκό σεντούκι και πήρε δίπλα τα βουνά ψάχνοντας για τον Αρη. Οι αντάρτες τον χαζεύουν αποσβολωμένοι. Με όψη δαιμονική, ασύχαστο μάτι, μακριά μαλλιά, αριά γένια, σκουρόχρωμο ντουλαμά, χοντρή σκούρα κάλτσα, μαύρα τσαρούχια με φούντες κι έναν μαύρο καλογερίστικο σκούφο στο κεφάλι. Στο στήθος σταυρωτά φισεκλίκια και σειρές τα ασημικά, καδένες, συντζίρια και φυλαχτά για κάθε περίπτωση: από το κακό το μάτι έως το κακό το βόλι.
Οταν επιτέλους συναντάει το είδωλό του, κάνει το απρόσμενο: πέφτει γονατιστός στα πόδια του Αρη και τον προσκυνάει, όπως στην Τουρκοκρατία, με το κεφάλι του να ακουμπάει στο χώμα: «Κράτα με κοντά σου, αρχηγέ, και θα γίνω καλύτερος από σένα», του υπόσχεται. «Κι άμα με πιάσεις σκάρτο, δε θα χαλάσεις σφαίρα, με το μαχαίρι σου να με σφάξεις». Είναι ο Φώτης Τζαβέλας (Γιάννης Αγγελέτος) από τα Τοπόλια (Ελαιώνα) της Αμφισσας που ανέβηκε στο Βουνό για αντάρτης. Οι πρώτοι ένοπλοι που συνάντησε ήσαν οι λήσταρχοι Αγοριδαίοι. Εμεινε για λίγο μαζί τους και τους εγκατέλειψε, ευτυχώς γι’ αυτόν έγκαιρα, προκειμένου να ανακαλύψει τον αρχηγό. Ο Τζαβέλας δεν θέλει να πάει πουθενά αλλού, σε κανέναν άλλον. Μόνο στον Αρη, και αυτόν ψάχνει τόσο καιρό.
Οι πληροφορίες για το παρελθόν του δεν είναι οι καλύτερες. Μπορεί να επιτηδεύεται τον καλαθοπλέκτη, αλλά τις κουτσουκέλες του τις έχει κάνει: όχι καμία βαριά παρανομία, αλλά παπαδοπαίδι δεν είναι. Ο αρχηγός κάτι διέκρινε πάνω του και τον κράτησε.Από εκείνη τη μέρα απόκτησε φύλακα άγγελο και δαίμονα μαζί. Πανέξυπνος, παμπόνηρος και εντελώς αδίστακτος. Δεν σέβεται και δεν υπολογίζει κανέναν. Μόνο στον Αρη είναι ταγμένος, με έναν πρωτόγονο λατρευτικό τρόπο, και δεν θα αργήσει για χάρη του να κάνει μια ολοκληρωτική μετάλλαξη: θα κόψει τα μαλλιά, θα συμμαζέψει τα γένια και θα τον μιμηθεί στο στρατιωτικό ντύσιμο. Πολύ σύντομα, θα έχει επιστασία των πάντων. Τίποτα δεν του ξεφεύγει. Τα βλέπει και τα ακούει όλα. Για τον Τζαβέλα δεν υπάρχουν εμπόδια.
Η διαταγή του αρχηγού εκτελείται πάντα, ό,τι και αν γίνει, όποια μέσα και αν χρειαστεί να μετέλθει. Διαβολικός, ακούραστος, αποφασιστικός, αδίστακτος και απάνθρωπα σκληρός. Το όνομά του θα γίνει συνώνυμο της κόλασης για όσους έχουν κάτι να κρύψουν. Ο Αρης του έχει κοντό λουρί. Και αν κάποτε το παρακάνει, αρκεί να ακούσει το θυμωμένο του αρχηγού «δεν θα γίνεις άνθρωπος ποτέ;» για να μαζευτεί αμέσως. Τους άλλους δεν τους υπολογίζει και θα συγκρουστεί με αρκετούς. Οσο ο Αρης ήταν μέσα στην Αθήνα, κι αυτός απέξω περίμενε την επιστροφή του, έκανε το θαύμα του.
Στο χωριό Σπαΐδες της Βοιωτίας, κρέμασε τρεις κοπέλες που είχαν εκπέσει σε πόρνες των Ιταλών. Οταν ο Αρης επέστρεψε με τον Τζήμα, ο ευπατρίδης πολιτικός το έμαθε κι εξοργίστηκε: τον κατσάδιασε άγρια. Μα ο αρχηγός τον υπερασπίστηκε: «Τι θέλατε να τις κάνει...Να τις προικίσει;» Ο Τζαβέλας δεν είναι από τα παιδιά που δέχονται σιωπηλά τις επιπλήξεις. Ενθαρρυμένος και από τον αρχηγό, δεν εννοούσε να παραδεχτεί σαν λανθασμένη την ενέργειά του. Αντέταξε μάλιστα στις επικρίσεις του Τζήμα τη στάση του αδελφού της μιας κοπελιάς: έμεινε τόσο ικανοποιημένος για τη λύση που δόθηκε στο θέμα τιμής που τον τυραννούσε, ώστε κατετάγη αντάρτης. Ο Τζήμας αδύνατον να το χωνέψει: είναι πολύ νωρίς ακόμη γι’ αυτόν να κατανοήσει τους νόμους του Βουνού.
Ο Τζαβέλας
Τον Απρίλιο του 1943 στην Κολοκυθιά, ο Αρης συγκροτεί από δοκιμασμένους αντάρτες, που επέλεξε ο ίδιος, τον έφιππο ουλαμό των μαυροσκούφηδων. Ο Τζαβέλας αναλαμβάνει καπετάνιος και θα αποδειχθεί πολεμιστής απαράμιλλος. Θαρραλέος, πανούργος, πολυμήχανος, πολέμησε παντού και αξιοποίησε επιχειρησιακά στο έπακρο τους άντρες του ουλαμού. Ηταν ο καπετάνιος που χρειάζονταν. Παρέμενε όμως πάντα η νέμεση του αρχηγού σε κάθε παρεκτροπή από τους σκοπούς και το ήθος του αγώνα.
Οταν ο αρχηγός σήκωσε το δικό του μπαϊράκι για τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Τζαβέλας δεν ξεκόλλησε από πλάι του. Και στα Πιτσιωτά παρέμεινε ο ίδιος φρουρός, έξω από το σπίτι όπου ο Αρης συνομιλούσε με τον απεσταλμένο του Κόμματος. Μόνο διαφώνησε έντονα μαζί του όταν άκουσε πως θα φύγουν για τα σύνορα και θα τους δοθεί στο δρόμο ένα χαρτί σύνδεσης με κόμματα του εξωτερικού. Ο Τζαβέλας δεν έχει σαν τον Αρη ιδεολογικές και κομματικές δουλείες: η κρίση του δεν θολώνει, βλέπει πιο καθαρά και διακρίνει αμέσως την εξαπάτηση.
Ο λόγος για τον οποίο ο Αρης ζητάει κομματικό χαρτί σύνδεσης είναι για να περάσει μέσω Αλβανίας στη Γιουγκοσλαβία ή στη Σοβιετική Ενωση, όχι για να σώσει τη ζωή του, αυτό μπορούσε να το κάνει και χωρίς τα κομματικά διαπιστευτήρια. Θέλει να έχει την απαραίτητη κομματική εξουσιοδότησε για να απευθυνθεί στις πηγές επηρεασμού, μήπως μέσω αυτών κατορθώσει να μεταστρέψει τη γραμμή της ελληνικής ηγεσίας. Αυτά δεν γίνονται. Οι Σιάντος - Ιωαννίδης δεν έχουν σκοπό να συμβιβαστούν με τον αντιρρησία, θα ήταν σαν να σκάβουν τον τάφο τους. Και, αφού δεν τολμούν να αντιπαρατεθούν ανοιχτά μαζί του, από τον φόβο των αντιδράσεων του κόσμου, αποφασίζουν να τον εξουδετερώσουν αλλιώς.
Με δόλο και απάτη. Μετά από μέρες πορείας, θα συναντήσουν στη Θεσσαλία τον καπετάνιο Νικηταρά (τον δικηγόρο Κώστα Καφαντάρη, μέλος του ΚΚΕ), παλιό φίλο του αρχηγού, που επίσης χλευάζει τις κομματικές υποσχέσεις. «Δεν το περίμενα να σε κοροϊδέψει ο Σιάντος», του λέει. «Εκεί που θα πας δεν θα σε περιμένει τίποτα. Σ’ έβγαλε από τη Ρούμελη, σε ξερίζωσε από τη δύναμή σου και θα σ’ αφήσει να περιμένεις. Θα μείνεις μόνος σου». Σαν κάτι να αγκύλωσε τον Αρη. Η πρόβλεψη του Νικηταρά τού ξανάφερε στον νου τις αντιρρήσεις του Τζαβέλα.
Στο χωριό Μηλιά έξω από τα Γιάννενα, ο Τζαβέλας με τη στολή του Αρη μεταμφιέζεται: φοράει τα ρούχα ενός ντόπιου χωρικού και πάει να ζητήσει το διαβόητο χαρτί σύνδεσης από την κομματική οργάνωση της πόλης. «Θα πας και θα ’ρθεις δίχως ανάσα», του λέει επιτακτικά ο Αρης που είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά πλέον για την αξιοπιστία της κομματικής ηγεσίας. «Αύριο θέλω να ’σαι πίσω με το χαρτί στο χέρι». Ο Τζαβέλας θα επιστρέψει με οχτώ ενόπλους που έρχονται να καταταγούν, αλλά όχι με το χαρτί. «Δεν το έχουν», είπε του αρχηγού. Ο Αρης άρχισε να να κατεβάσει θεούς και δαίμονες. «Το χαρτί έπρεπε να το πάρεις όταν ήσουν ακόμα στη Ρούμελη», του μπήκε ο Τζαβέλας.
Αφού ξεκίνησες να φύγεις με άδεια χέρια, τώρα, θέλοντας και μη, όπως σου βαράνε, θα χορεύεις. Το ηλιοβασίλεμα της 15ης Ιουνίου 1945, έξω από τη Μεσούντα, στο φαράγγι του Φάγκου, το άστρο του Αρη εκρήγνυται μόνο του. Ο άνθρωπος που ξανάδωσε την περηφάνια σε έναν ολόκληρο λαό έκανε αυτό που ήξερε από την πρώτη μέρα που βγήκε στο βουνό ότι θα κάνει: Πυροβόλησε τον εαυτό του.
Ο Τζαβέλας πιστεύει σε έναν Θεό κι αυτός είναι νεκρός. Μα ούτε στον θάνατο θα τον εγκαταλείψει. Εσπασε το πιστόλι του, τον αγαπημένο του «Ελβετό», όπως το έλεγε, έσκισε όσες φωτογραφίες και χαρτιά είχε πάνω του, τράβηξε την περόνη μιας χειροβομβίδας και αγκάλιασε τον Αρη βάζοντάς την ανάμεσά τους. Η τελευταία τιμή που του έγινε, στον φανοστάτη της Πλατείας Τρικάλων, κρέμασαν το κεφάλι του πλάι στο κεφάλι του αρχηγού.
Ειδήσεις σήμερα:
Καταδιώξη με πυροβολισμούς στο Μενίδι - Τραυματίστηκε αστυνομικός
Πού είναι ο Ιβάν; Τα σενάρια για την «εξαφάνιση» Σαββίδη
Καμίλα Βαλίεβα: Το κορίτσι-θαύμα του καλλιτεχνικού πατινάζ επιστρέφει στον πάγο - Ελεύθερη να αγωνιστεί στο Πεκίνο
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα